…μία φωτογραφία…

14 Ιουλ 2015


επιμέλεια αφιερώματος : Nora Ibsen

" ΤΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ "
ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΟΣ, είχα περίεργες σχέσεις με τις φωτογραφίες — μ' άλλα λόγια τις φοβόμουν κι ήθελα μέ κάθε τρόπο να τις άποφύγω. "Ισως γιατί ή λέξη « φωτογραφία » συνδέεται μέ την πρώτη μεγάλη λαχτάρα της ζωής μου:
"Ενα πρωί μέ ξύπνησαν, μέ χτένισαν μέ ιδιαίτερη προσοχή και μ' έντυσαν τσολιά. Θά μέ πήγαιναν στο φωτογράφο να μου βγάλουν φωτογραφία.
Τρομοκρατήθηκα! "Ηξερα τί είναι ή φωτογραφία: κάτι μικροσκοπικά ανθρωπάκια πάνω σ ενα γυαλιστερό χαρτόνι, πού τά στερέωναν σέ μεγάλους καθρέφτες μέ χρυσή κορνίζα.
'Έβαλα τά κλάματα. Ό άνθρωπος πού έκρυβε τό κεφάλι του στή μαύρη κουκούλα θά μ' έπαιρνε εκεί μέσα νά μέ καθηλώσει κι έμένα, αμίλητο, στο γυαλιστερό χαρτόνι ...





Ή πρώτη άσυνείδητη κι όμως αύθεντική εντύπωση του θανάτου.
'Αργότερα, βρήκα τσαλακωμένη τήν παλιά φωτογραφία μέ τό κλαμένο τσολιαδάκι' το κουλούρι πού του 'χαν δώσει στο χέρι δεν μπόρεσε νά τό παρηγορήσει...
Πέρασαν κι άλλα χρόνια κι ήρθε ή άληθινή παρηγοριά : κάποιος φίλος έγραψε κάπου πώς ό δικός μας θάνατος δεν είναι συμφορά, γιατί δεν είναι άπουσία.
Ωστόσο, εκείνη τή φορά στο Νηπιαγωγείο, φαίνεται πώς τήν ήθελα τή φωτογραφία πού μας είχαν βγάλει. Μας είπαν λοιπόν νά φέρουμε ό καθένας άπό πέντε φράγκα γιά νά μας τή δώσουν. Πέντε φράγκα, όπως λέγαμε τότε τις λιρέτες, ήταν τεράστιο ποσό.
Στά παιδικά μου χέρια δέ βρίσκονταν συνήθως παρά τά μεταλλίκια (οί πεντάρες), νόμισμα πού τό έριχναν κατά κανόνα στούς δίσκους της έκκλησίας οί γερόντισσες, και οί δεκάρες, πού είχαν άπάνω τυπωμένη μιά μέλισσα και τά δύο αύτά μικρά νομίσματα είχαν χρώμα καφετί σκούρο, τό γρόσι (νικέλινο νόμισμα τών είκοσι λεπτών) ήταν σπουδαίο χαρτζιλίκι, πού μας εξασφάλιζε ένα καλό παγωτό στο δρόμο (φόρμα, όχι χωνάκι) ή ενα γεμάτο ποτήρι καβουρδισμένα φιστίκια, άντίστοιχη ποσότητα « λεμπουνάρια » (λούπινα, στά καθ' ήμας), ή άλλες άνάλογες λιχουδιές άπό τούς πλανόδιους προμηθευτές μας. Αυτά, για να καταλάβετε την άξια του πεντόφραγκου....

από το βιβλίο του Χ.Κάσδαγλη, "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ"



"Ημερολόγιο"
Στήριξα μια φωτογραφία στον τοίχο και στάθηκα για ώρα απέναντι της.
Την κοιτούσα και όσο την κοιτούσα τόσο ύποχωροΰσε τό αύστηρό περίγραμμα των όγκων, και άλλοτε μπορούσα να τους άντιληφθώ ώς αυτόνομους και άλλοτε ώς αναπόσπαστα μέρη του συνόλου, και στιγμές στιγμές νόμιζα πώς κοιτούσα μιάν άλλη φωτογραφία.
Και τότε σκέφτηκα πώς τό μοναδικό αντίγραφο πού υπάρχει ανάμεσα σέ εμένα και στη φωτογραφία είναι εγω.
Με τά χρόνια κατάλαβα πώς έπρεπε πρώτα να βλέπω καθαρά τί ήταν αύτό πού ήθελα νά φωτογραφίσω, και μετά νά ετοιμάζω τη φωτογραφική μηχανή, ένώ στήν αρχή συνέβαινε τό άντίθετο.




'Εμαθα πώς τό μάτι δεν πλαισιώνει, μονάχα κοίτα τό σύνολο, άλλά μέσα στο σύνολο υπάρχει πάντα κάτι τό ξεχωριστό πού ήθελα νά τό άπομονώσω, και αύτό τό πετύχαινα μέ τη μηχανή.
Τό άπομόνωνα και τό έφερνα στην επιφάνεια, άποκόπτοντάς το όμως άπό τη συνάφειά του μέ τά γύρω του.
Μπορεί και νά μή συμβαίνει αύτό, άν πιστέψω πώς όλα αύτά πού βλέπω ώς όμορφα και ώς άσχημα, είναι άτάκτως ριγμένα και έτσι πρέπει νά είναι, όπως πίστευε ό 'Ηράκλειτος και τό ίδιο κάνω και εγώ, άτακτες ριγμένες ματιές οί φωτογραφίες μου, πού αποτελούν όμως ένα σύνολο ενός παραδομένου συνόλου....

από το βιβλίο του Σ.Σκοπελίτη "Σημειώσεις ενός Έλληνα Φωτογράφου για τη Φωτογραφία"