Από το αρχείο ενός Φωτορεπόρτερ
έκδόσεις "Ερμής" 1979, (απόσπασμα)
κείμενο: Παύλος Παλαιολόγος, πρόλογος της εκδόσεως, (αναδημοσίευση)
Βγαλμένος άπό τίς φλόγες της Σμύρνης, ήταν έφηβος όταν άρχισε νά εμφανίζεται στά γραφεία των άθηναίκών εφημερίδων. Θά μπορούσε νά σταδιοδρομήσει καί σάν συντάκτης, όπως σταδιοδρόμησαν τόσοι καί τόσοι Σμυρναίοι συνάδελφοι. Ό Μανόλης Μεγαλοκονόμος ώστόσο προτίμησε τό φωτογραφικό ρεπορτάζ. Πρώτα ή φωτογραφία καί ύστερα ό λόγος, πλαισίωνε σάν λεζάντα ή σάν ιστόρηση τίς εικόνες του.
Ό πρώτος θά λέγαμε. Πάντως ό περισσότερο ολοκληρωμένος, οργανωμένος καί φανατισμένος. Βιοπορισμός άλλά καί πάθος. Ό φακός του άποτύπωνε τή ζωή μιάς έποχής. Οι φωτογραφίες του ζωντάνευαν τά κείμενα.
στη φωτό ο Μανώλης Μεγαλοκονόμος
Τά τεχνικά μέσα άν δέν συνοδεύονται μέ
τά χαρίσματα τού ρεπόρτερ είναι άνεπαρκή. Στόν φωτορεπόρτερ δέν πρέπει
νά λείπει τό μάτι καί ή όσφρηση, ή άντίληψη καί ή παρατηρητικότητα, ή
έτοιμότητα, τό θάρρος καί τό θράσος κάποτε, ή δραστηριότητα πάντοτε.
Θά προσθέσω άκόμα καί ή ευσυνειδησία. Τό
στυλό τού ρεπόρτερ πού περιγράφει τό γεγονός, μπορεί νά τό διαστρέψει:
είτε από κακή εκτίμηση, είτε από κακή πίστη· ή θέλοντας νά κάνει
πολιτική. Αλλά ό φακός ποτέ.
Ο Μεγαλοκονόμος έδωσε στή φωτογραφία ουσιαστικό περιεχόμενο. Μισού
αιώνα ιστορία μέ φωτογραφίες. Η μιά πιό πειστική από τήν άλλη.
Αποκλειστικός φωτογράφος τού Βενιζέλου, παρακολουθεί τόν Κυβερνήτη σέ
όλα του τά ταξίδια, ώς τήν "Αγκυρα. Τόν παρακολουθεί καί νεκρό ώς τά
Χανιά, όπου θά άναπαυθεί μακριά από τό φακό τού μεγαλοφωτογράφου.Ο αλβανικός πόλεμος τον συνήρπασε και πήρε εθελοντικά μέρος για να έχει την ευκαιρία νά άπαθανατίσει τό άνεπανάληπτο έπος.
Οί πρώτες φωτογραφίες της Κατοχής, στάλθηκαν έξω καί δημοσιεύθηκαν από αυτόν. 'Οταν οι Γερμανοί απαγόρευσαν στους επαγγελματίες την απαθανάτιση των βαρβαροτήτων τους, έκανε γιά ένα διάστημα στό εμπόριο. Κι όμως, μαζί με τούς άδελφούς του βρήκε τρόπους νά άποτυπώσει μέ εικόνες τούς μαύρους εκείνους καιρούς.
Διασταυρωνόμασταν συχνά. Μέ τό φακό εκείνος, μέ τό καρνέ τού ρεπόρτερ έγώ. Θυμάμαι έπαγγελματικές μας εξορμήσεις στά πρώτα του βήματα, άν δέν κάνω λάθος στό 1927. Πέρα όμως άπό τήν επαγγελματική συναναστροφή, μέ τό κύλισμα τού χρόνου καί ο προσωπικός σύνδεσμος. Ταξίδια στό έσωτερικό καί τό εξωτερικό, ώς τή Σουηδία. Σε αύτά τά ταξίδια ό Μεγαλοκονόμος, διακωμωδώντας τις εκκεντρικότητες τού συνταξιδιώτη του, μού έδωσε τήν εύκαιρία νά εκτιμήσω -νά θαυμάσω θά πώ - τό σατιρικό ταλέντο του. Χιούμορ καλής ποιότητας, άν τό καλλιεργούσε.
Θά άναφέρω ένα άνέκδοτο. Δέκα ταξιτζήδες άκολουθούν στό λογιστήριο τού «Βήματος» τόν Μεγαλοκονόμο.
- Δέν σού έφθανε ένας; παρατηρεί ό ταμίας τής έφημερίδας, πού θά έπρεπε νά πληρώσει τήν κούρσα όλων τών ταξί ώς τήν Ακρόπολη. 'Οχι, δέν τού έφθανε ένας. Δέν τού έφθανε, γιατί έπρεπε νά τούς απομακρύνει όλους άπό τήν πιάτσα, ώστε νά μή βρούν οι άνταγωνιστές του ταξί γιά νά τόν άκολουθήσουν. 'Εφθασε πρώτος καί μόνον αυτός στόν ιερό βράχο τής Ακρόπολης, όπου θά πήγαινε ό Τσώρτσιλ νά ζωγραφίσει.
Παρών στό περιστατικό ό Δημήτριος Λαμπράκης, γέλασε, μοσχοπλήρωσε τούς σωφέρ καί φυσικά δέν άφησε παραπονεμένο τόν φωτορεπόρτερ.
'Ομως τόν Μεγαλοκονόμο δέν τόν ικανοποιεί ό έφοδιασμός τών έφημερίδων μέ φωτογραφίες. Φιλοδοξεί νά κατακτήσει καί τήν ελληνική οθόνη. Τά επίκαιρά της, ως το 1940, έρχονται άπό τό εξωτερικό. Σάν νά μήν είχε ή Ελλάδα δική της ζωή. Τή ζωή αυτή ανέσυρε άπό τήν άφάνεια ό κινηματογραφιστής Μεγαλοκονόμος καί πρίν άπό τριάντα όκτώ χρόνια καθιερώθηκαν τά Ελληνικά Επίκαιρα στούς κινηματογράφους.
Τώρα σέ τούτο τό πρώτο του βιβλίο, ο Μεγαλοκονόμος μάς δίνει μιά προσφορά καί μιά συγκεντρωμένη συγκινητική οφειλή. Ανασύρει άπό τό άρχείο καί άπό τή μνήμη του τήν αξέχαστη Σμύρνη. Τήν άπελευθέρωση καί τήν καταστροφή της. 'Εζησε παιδί τό μεγαλείο της, τόν καημό καί τό χαμό της. Πόνεσε καί πικράθηκε. Καί συνοδεύει τή συναρπαστική άνάμνηση τού φακού τής έποχής, μέ κείμενα καί λεζάντες τών προσωπικών του άναμνήσεων.
'Ολα μαζί γίνονται μιά άνεπανάληπτη ιστορική άναδρομή γιά τόν σημερινό "Ελληνα, πού ζητάει μέ άγωνία νά μάθει τίς ρίζες του, τό παρελθόν του.
Σμύρνη
κείμενο: Μ. Μεγαλοκονόμος
Ο πατέρας μου δέν ήταν ραγιάς.
Ήταν Έλληνας από το Τσιρίγο καί ήρθε στή Σμύρνη κάνοντας τό σαράφη στή Μπόρσα. Ήταν καλό έπάγγελμα, γιατί κυκλοφορούσαν πολλές καί διαφορετικές μονέδες καί περνούσε πολύς κόσμος, ξένος καί δικός μας, άπό τό έμπορικό λιμάνι της. Ήταν άκόμα καί έπίτροπος στήν έκκλησία του Αγίου Γεωργίου καί μέλος τής «Λέσχης τών Κυνηγών».
Άπό τά πρώτα λεφτά πού κέρδισε στό έλεύθερο χρηματιστήριο τής Αθήνας, μου αγόρασε τήν πρώτη μου φωτογραφική μηχανή, μιά'«Μέντορ - Ρεφλέξ» καί μου έδωσε τήν εύχή του: «Έδώ πού ήρθαμε, παιδί μου, πρέπει νά προκόψεις».
Εκείνο τό πρώτο καιρό είχα φιλοδοξίες καί τήν έλπίδα ότι γρήγορα θα ξαναβλέπαμε τήν πατρίδα, τή Σμύρνη μας. 'Ονειρευόμουνα νά μεταφέρω εκεί ότι μάθαινα στήν έλεύθερη μάνα, τήν Ελλάδα, καί ιδιαίτερα τό φιλελεύθερο άθηναϊκό πνεΰμα. 'Ετσι βρέθηκα μέ μιά μηχανή στό χέρι. Άπό τό σήμα του έρασιτέχνη φωτογράφου, πού είχα στή Σμύρνη, στό μανίκι τής προσκοπικής μου στολής, έγινα έπαγγελματίας φωτορεπόρτερ.
Κυνηγούσα φωτογραφικά ότι σπουδαίο καί ωραίο έβλεπα καί πού πάντα ήθελα νά τό μεταδώσω στούς άλλους. Γιατί πιστεύω ότι, στό χρόνο πού περνάει, δέν υπάρχει τίποτα σπουδαιότερο άπό τήν έπικαιρότητα καί τήν ιστορία. Καί πιστέψτε με: είναι κάτι νά άκινητοποιεΐς τό χρόνο, νά τόν πιάνεις ζωντανό μέ τό φακό σου. Τό φακό πού τόσο βοηθάει τή μνήμη, όταν κωδικοποιεί τό άποτέλεσμά του σέ ιστορικό ντοκουμέντο.
Ετούτο τό βιβλίο μέ όδήγησαν νά τό καταγράψω ή φλόγα τών άναμνήσεων καί τά ξεχωριστά γεγονότα πού έσφράγισαν, παιδί, τή ζωή μου.
Στήν ίστορία τής 'Ιωνίας δυό είναι γιά τόν Ελληνισμό οί πιό σημαντικές ημερομηνίες. Ή πρώτη είναι ή μεγάλη μέρα τής Ιωνίας, ή ήμέρα πού έγιναν πραγματικότητα τά όνειρα, οί πόθοι, οι εύχές αίώνων: 2 Μαΐου 1919. Είναι ή μέρα πού άποβιβάσθηκε στή Σμύρνη ό έλληνικός στρατός. Γιά κείνους πού έζησαν αύτές τίς μέρες, ή Σμύρνη θά μένει πανέμορφη, ολόχαρη, ξέφρενη, μοναδική.
Ή άλλη είναι όταν όλα γκρεμίστηκαν καί έγιναν στάχτη καί βουβάθηκε καί ξεριζώθηκε ή Ρωμιοσύνη άπό τά μικρασιατικά χώματα.
'Εζησα τά γεγονότα αύτά. Στάθηκα μάρτυράς τους, μέ τά παιδικά μου μάτια. Καί τώρα καταγράφω - όπως είναι ύποχρέωση γιά όλους τούς μικρασιάτες, πού έζησαν τά πικρά εκείνα τραγικά χρόνια - ότι θυμάμαι. Στή φωτογραφική μου μνήμη προσθέτω καί τίς φωτογραφίες πού άνασύρω άπό τό αρχείο μου, τίς κάρτ - ποστάλ καί εκείνες πού ευγενικοί φίλοι μου έμπιστεύθηκαν. Πρόθεσή μου δέν είναι ή συγγραφική άποκάλυψη. Σάν όφειλή στήν πατρίδα μου καί γιά τούς σημερινούς νέους, ή προσπάθειά μου σέ τούτο τό βιβλίο είναι νά παραθέσω συμπυκνωμένο σέ μιά φωτογραφική άναπαράσταση τό τραγικό τρίπτυχο τής 'Αξέχαστης Σμύρνης: Εικόνες τής προπολεμικής άκμαίας πολιτείας, τίς μεγαλειώδεις ώρες τής Άπελευθέρωσής της καί τήν καταστροφή της.
Θά ήθελα νά εύχαριστήσω κι άπό έδώ τήν Εκδοτική ΕΡΜΗΣ Ε. Π.Ε. καί Ιδιαίτερα τήν κυρία Λένα Σαββίδη γιά τήν πολύτιμη φροντίδα τους στήν έκδοση αυτή. Εύχαριστίες χρωστώ καί στόν καλό μου φίλο Παϋλο Παλαιολόγο γιά τά ευγενικά του προλογικά. Εύχαριστίες χρωστώ έπίσης σέ δσους μέ συνέδραμαν μέ δικό τους φωτογραφικό ύλικό καί Ιδιαίτερα τήν Εστία Νέας Σμύρνης, τήν "Ενωση Σμυρναίων, φίλους πρόσφυγες, τούς άδελφούς μου Κώστα καί Χαράλαμπο. Σχετικά μέ τό φωτογραφικό ύλικό, πρέπει νά σημειώσω ότι περιέλαβα καί φωτογραφίες τών 'Ιταλών άδελφών Padova, του Ελβετού Φρανσουά Μπουασονά καί του Σμυρναίου δημοσιογράφου Κ. Μισαηλίδη.
Είναι φοβερό να θυμάμαι και να ζώ τα νιάτα μου στα εβδομήντα τέσσερα χρόνια μου, καί νά προσπαθώ νά ξαναζήσω τά χαμένα δνειρά μου. Φοβερή καί ή δουλειά μου, πού λαχταρούσα νά βρώ καί νά πιάσω μέ τό φωτογραφικό μου φακό τό χρόνο πού τόσο γρήγορα έφευγε.
Προσπαθείς νά ζωντανέψεις τίς μνήμες άπό μιά μαρτυρική έποχή, πού έχει τή μαγεία του παρελθόντος καί παλεύεις μέ τό χρόνο, πού άπό τό χέρι σέ οδηγεί πρός τό τέλος. Αυτή ή άναδρομή έχει βέβαια καί τά καλά της, γιατί γιά τήν κάθε έποχή θυμάμαι κι ένα περιστατικό.
Οί βόλτες μέ τσί κουδουνάτοι τήν έποχή τής άποκριάς, πού μέσα άπ' τίς καρότσες, φορτωμένες μέ ματσάκια μέ μενεξέδες, ζουμπούλια, πετούσαν μέ τσί χούφτες τίς «τσικολάντες» καί τά «κρουστάκια», κορδέλλες καί πεταλάκια οί λιμοκοντόροι καί τά πούλουδα στίς άφράτες σκαρπιτσιόζες Σμυρνιωτοπούλες καί όσες δέν έφταναν έως τά ψηλά μπαλκόνια καί έπεφταν στό ντουσεμέ τίς άρπάζαμε εμείς τά παιδιά, πού νεαροί φορούσαμε μουτσούνες καί παίζαμε τουμπελέκια, ροκάνες, σφυριχτράκια καί τραγουδούσαμε: «Σμυρνιωτοπούλα μου τρελλή/ μέ τά μεγάλα μάτια,/ έκανες τήν καρδούλα μου/ σαρανταδυό κομμάτια».
Αύτό τό ξεφάντωμα στό Φαρδύ τής 'Αγίας Αικατερίνης, στό Παραλέλλι, στού 'Αγίου Τρύφωνα καί στά Τράσσα. Πώς νά ξεχάσω αύτές τίς τσαχπίνες, καμωματούδες, ναζιάρες Φραγκοσυριανές, 'Αρμένισες καί Ρωμιές.
Θυμάμαι καί τήν τελευταία Κυριακή τής άποκριάς πού μ' έπαιρναν μαζί τους οί γονείς μου στό χορό τής «Μεγάλης Λέσχης τών Κυνηγών», πού ήταν ό μεγαλύτερος κι άριστοκρατικότερος χορός, κι ήταν τό κλού τής άποκριάς, ντυμένος μέ μαρνέρικα άπό βελούδο ρούχα, χάζευα άπό τή «λότζα» τρώγοντας τή γλασσάδα μου κάτω στή Σάλλα τούς χορούς, τίς πόλκες, τά βάλς, τίς μαζούρκες καί τίς καντρίλλιες, πού χόρευε όλη ή άφρόκρεμα τής Σμύρνης. Καί οί ντάμες είχαν κάτι ωραία χρυσά βιβλιαράκια καί μέ ένα στενό μολύβι έγραφαν τούς χορούς πού παραχωροΰσαν στούς καβαλιέρους των. Οί μουσικάντηδες έπαιζαν άκατάπαυστα εύρωπαϊκούς σκοπούς καί τελείωναν πάντοτε μέ τόν έλληνικότατο καλαματιανό. Τήν άλλη μέρα, πρωί πρωί, μπαίναμε σέ μιά μεγάλη καρότσα φορτωμένη μέ τά φρέσκα θαλασσινά του κόλπου τής Σμύρνης, τ' άπαραίτητα «λόπια», «λουμπινάρια» καί «λεμονλού».
Ήταν καί τό άπαραίτητο τσερκένι, τό κουβάρι μέ τό διμισκί βενέτικο σπάγγο, τό τσιρίσι καί στό χέρι μου ή μάνα μου μου έβαζε τή μπλίρα μέ κόκκινη κλωστή στριμμένη, γιά νά μή μέ κάψει ό Μάρτης. 'Απαραίτητο ήταν νά φορούσαμε έκείνη τήν ήμέρα τή «χαλβαδόπιττα», δηλαδή τό ψαθάκι του Άριανούτσου, καί ξεκινούσαμε μέ χαρά καί μέ τραγούδια γιά τό Βουντζά, τόν Παράδεισο καί τό Κοζαγάκι: «Είς τόν άφρόν τής θάλασσας/ ή άγάπη μου κοιμάται,/ παρακαλώ τά κύματα/ μή μού τηνε ξυπνάτε».
Είναι άξέχαστη η ξένοιαστη, άδολη νεανική ζωή στήν ώραία έκείνη μακρινή Σμύρνη. Θυμάμαι τήν έποχή τής γλυκόριζας, πού ήταν φορτωμένες έπάνω στίς καμήλες καί τίς φέρνανε άπ' τήν 'Ανατολή καί τά μεγάλα παιδιά έλυναν τήν τελευταία καμήλα όπως ήταν δεμένες ή μία πίσω άπό τήν άλλη καί ό καμηλιέρης τήν έχανε καί τή ζητούσε στά στενά σοκάκια τής Σμύρνης. Τήν έποχή τών σύκων, τής σουλτανίνας καί τών καπνών, τόν κόσμο πού έφτανε μέ καΐκια καί μέ βαπόρια άπό τά αιγαιοπελαγίτικα νησιά καί φορούσαν βράκες καί φράγκικα γιά νά δουλέψουν στό πακετάρισμα σέ μικρά κομψά κουτάκια πού τά έστελναν στήν 'Αγγλία καί σέ όλη τήν Ευρώπη.
Θυμάμαι καί τό γαλατά μας, τόν κυρ - Σπύρο τόν Κουκλουντζαλή μέ τά άσπρα μαλλιά, μέ τίς βράκες του καί τά γεμενιά παπούτσια, πού κρατούσε τό λογαριασμό μέ τήν «τσέτουλα» καί είναι αύτός πού μ' έμαθε νά ξορκίζω τό μάτι μέ μιά προσευχή, πού δέν πρέπει νά τήν πώ ποτέ σέ άλλον, γιατί θά χάσει τή δύναμή της.
Ποτέ δέ θά ξεχάσω τό ωραΐο «χαμάμι του Γουρουνά» πού ήταν βιζαβί στό «Μεγάλο χάνι» καί είχε μαρμάρινες μεγάλες γούρνες πού έτρεχαν άκατάπαυστα ζεστά καί κρύα νερά καί πού ή θείτσα μου μ' έπαιρνε μαζί της καί έβρισκε τό μπελά τση άπό τίς φιλενάδες τση. «Καλέ δέν είναι σωστό, ό Μανολάκης μεγάλωσε, ντροπή, παίρνομε καί τά κορίτσια μαζί μας». Καί ή θεία μου άπαντούσε: «Καλέ αυτό είναι μωρό άκόμη». Εγώ χαμήλωνα τά μάτια καί τά 'παιρνα άπό τά όρεκτικά καί τά πήγαινα στήν «καλαθούνα» μέ τά ωραΐα σμυρνέϊκα φαγητά, πού τό «Χαμάμ» καί τό φαγοπότι κρατούσε όλη τήν ήμέρα καί χόρταινες άπ' όλα τά καλά.
Θυμάμαι κι ένα γάμο στό «Τουρμπαλί», πού θά στεφάνωνε ό πατέρας μου, καί δ γαμπρός μάς πήρε άπό τό σταθμό, πού είχαμε πάει έως εκεί μέ τό βαποράκι τής στεριάς καί μετά θά συνεχίζαμε μέ νταλίκες καί άραμπάδες νά πάμε στό «κούλα» του. Εκεί θυμάμαι τά «μπερικέτια» τής 'Ανατολής, τό τραπέζι τό μεγάλο του γάμου, πού έτρωγε όλο τό χωριό επί μιά βδομάδα. Έγώ φοβόμουνα, κι άς λέγανε ότι τούς Ρωμιούς δέν τούς πειράζει, γιατί είχα άκούσει ότι εκεί κοντά ήτο τό λημέρι του περιβόητου Τσακιντζή.
Πώς νά ξεχάσω τά πρώτα μου Χριστούγεννα, τήν άγια αύτή νύχτα πού κρατοΰσα μέ τό ένα χέρι ένα στρογγυλό χάρτινο φαναράκι καί μέ τό άλλο τόν πατέρα μου, πού μέ πήγαινε στήν έκκλησία. 'Αργότερα ώς Πρόσκοπος νά κατασκηνώνω στίς παλιές Φώκιες, πού ό άρχηγός μας μάς μάθαινε ότι οί αρχαίοι Έλληνες Φωκαεϊς έχτισαν τή Μασσαλία. Καί θυμάμαι τίς έκδρομές μέ τά ποδήλατα στό «Μπουνάρ - Μπασί», φορτωμένοι στήν έπιστροφή μέ λουλούδια καί τραγουδώντας στούς έξοχικούς δρόμους έμβατήρια, πού κρυφά μάς μάθαιναν στό έλληνικό σχολειό, σάν τό «Μέριασε βράχε νά διαβώ» ή «Εσείς τόν Τούρκο σφάξατε» - καί πολλές φορές σέ κάποια άλλη αίθουσα του σχολείου δίδασκε ό Τοΰρκος δάσκαλος.
Στόν κόρφο μου σά φυλαχτό είχα μιά κορδέλλα πού έγραφε «Αβέρωφ», πού, ήταν άπό τό κασκέτο κάποιου Έλληνα ναύτη πού έλαβε μέρος στή νικηφόρο ναυμαχία. Θυμάμαι τό πρώτο μου σχολείο τής κυρίας Σταυριάνθης Αναστασιάδου (ήταν απέναντι στήν 'Αγία Αικατερίνη) καί ό γιός της καί συμμαθητής μου, Μιχαήλ Άναστασι-άδης, είναι καθηγητής τής Φυσικής Πειραματικής τοΰ Πανεπιστημίου 'Αθηνών. Θυμάμαι τούς συμμαθητές μου καί δασκάλους μου. Αύτούς τούς φίλους μου τούς «Ταμπαχανιώτες», «Άιδημητριώτες», πού μαζευόμαστε στό «ντουρσέκι» του σοκακιοΰ μας, «βιζαθί» στου «Ρήγα τό Φούρνο». Πώς σκορπίσανε έδώ κι έκεΐ καί που νά βρίσκονται τώρα άραγε.
Οί Τσακίρηδες, ό ένας ύπηρέτησε σά Διευθυντής τής Γεωπονικής Σχολής Ιωαννίνων, ό άλλος ήταν καθηγητής τής Σωματικής 'Αγωγής, στήν 'Αεροπορία, μετεκπαιδεύθηκε στήν 'Αμερική. Τέσσερις άλλοι, άφού σπούδασαν έδώ, έφυγαν γιά τό Εξωτερικό, ό Γ. Σελλάς, σάν έμποροπλοίαρχος, ό Σαββάκης, ό Ψύχας, ό Καλογερόπουλος καί ό Άρώνης πήγαν στή Λυών τής Γαλλίας καί εκεί ό τελευταίος, όπως μαθαίνω, έγινε ένας μικρός 'Ωνάσης. Ό Μέγκουλας έμαθε σωφέρ καί κίνησε πρώτος στούς Ποδαράδες τό πρώτο Λεωφορείο. Οί Παυλίδηδες συνέχισαν έδώ τίς σπουδές τους, έμεναν στό Βύρωνα, ό ένας έφτασε στά άνώτατα άξιώματα ώς δικαστικός καί ό άλλος ώς έπιστήμων Χημικός.
Μήπως παιδιά τής ήλικίας μου δέν είναι ό γιός τοΰ Τενεκίδη, πού είχαν τό «Βερχανέ» (Στοά) καί πού είναι Πρύτανις τής Παντείου. 'Από αύτούς πού γεννήθηκαν τόν ίδιο χρόνο στήν Πατρίδα Σμύρνη, ό ένας, ό Σεφέρης, πήρε τό Νομπέλ καί ό άλλος ό 'Ωνάσης πέθανε τόσο πικραμένος πού έχασε τό γιό του 'Αλέξανδρο, καί άς είχε κερδίσει στόν άέρα, στή γή καί στή θάλασσα τά πάντα.
Βήμα πρός βήμα μέ περισφίγγουν, οί μνήμες, σάν άκούω τής μάνας μου τή γλυκιά φωνή νά μέ φωνάζει: «Μανόλη έλα».
Βέβαια η μητέρα σ'όλα τα πλάτη της γης είναι η Μάνα. Αλλά στην περίπτωση της μάνας , τής μικρασιατικής υπόδουλης γής, είχε ένα πρόσθετο βαρύ καθήκον, νά φροντίζει καί νά προσέχει τά παιδιά της άπό τόν δυνάστη. 'Επρεπε ούτε μιά στιγμή νά μή τής φύγουν άπό κοντά της, άπό τήν έπιτήρησή της. Στά παιχνίδια τους, στούς δρόμους, στά σχολεία, λαχταρούσε ώσότου τά δει νά έπιστρέφουν. Μέ τί φόβο, στοργή καί άφοσίωση μας περίμενε νά γυρίσουμε άπό τίς κρυφές συγκεντρώσεις τών Προσκόπων ή άν μάς έστελνε σέ καμιά δουλειά. Τό ίδιο έκανε καί γιά τόν πατέρα μου όταν πλησίαζε ή ώρα τοΰ έρχομοΰ του στό σπίτι. Μπαινόβγαινε στό μπαλκόνι γιά νά δει άν έρχεται. Καί τότε μόνο ήσύχαζε, όταν τόν έβλεπε νά γυρίζει καί έκανε τό σταυρό πού γύρισε σώος. Αύτή μάς μάθαινε τά βράδια τά πατριωτικά τραγούδια, «τόν τύραννο σπαράξατε», «νά ζήσει ή πατρίς μου νά έλευθερωθεΐ». Αύτή μάς έμαθε στό τραπέζι νά κάνουμε τό σταυρό μας, νά μήν άγγίζουμε τίποτε άν δέν έπαιρνε πρώτος ό πατέρας, αύτή μάς έμαθε νά παίρνουμε πάντα τό μικρότερο φρούτο άπό τή φρουτιέρα, άφήνοντας τό μεγαλύτερο γιά τούς άλλους, καί ποτέ νά μή σηκωνόμαστε άπό τό τραπέζι άν δέν κάναμε τό σταυρό μας.
Έδώ πού έζησε ώς τήν Κατοχή τό «ξυλόψωμό της» τό έκρυβε γιά νά τό προσφέρει σέ μάς, γιατί έκείνη είχε χορτάσει μέ τά 30 γραμμάρια πού έδιναν οί Γερμανό - 'Ιταλοί. - 'Εσείς νά φάτε, πού έργάζεστε, έχετε άνάγκη, έγώ τά ψωμιά μου τά 'φαγα. Θυμάμαι τήν παλιά, τήν εύτυχισμένη ώραία Σμύρνη, αύτή τήν πατρίδα τή μοσχοβολισμένη μέ τά σοκάκια της, τούς μαχαλάδες, τίς άλάνες καί τά «ντουρσέκια», τίς σαράντα τέσσερις ώραΐες έκκλησίες της, τά θαυμάσια ίδρύματα, όπως τήν «Εύσέβεια», τό «Όμήρειον», τήν περίφημη «Ευαγγελική της Σχολή», τό «'Εθνικόν Παρθεναγωγεΐον», τό Πανεπιστήμιο, τά Κοινοτικά «Σπιτάλια» - νοσοκομεία, τίς ωραίες άξέχαστες μπυραρίες, τά καλλιμάρμαρα μέγαρα, τά θέατρα καί τούς κινηματογράφους της, τούς ώραίους «θερχανέδες» μέ τά ευρωπαϊκά καταστήματα, σάν τό «Λούβρο», τό «Ορόσδιμπάκ», τό «Ξενοπούλου» καί τόσα άλλα. Πώς νά ξεχάσει κανείς τά καταπράσινα προάστιά της, τό Βουντζά, τό Μπουρνόβα, τόν Κουκλουντζά, τό Κορδελιό, τήν Καραντίνα, τό Καρατάσι, τό Γκιός - Τεπέ, καί τό Κοκάρ - Γιαλί.
Σάν κύκνοι τά βαποράκια αύλάκωναν τόν κόλπο τής Σμύρνης καί μετέφεραν τούς Σμυρνιούς στά έξοχικά τους σπίτια.
Αύτή ή Σμύρνη ήταν μιά λαγγεμένη 'Ανατολή καί ταυτόχρονα μιά ώραία Ευρωπαϊκή - Ελληνική πόλη.
Η απελευθέρωση 2 Μαίου 1919
κείμενο: Μ. Μεγαλοκονόμος
Εκείνο το πρωί στην Σμύρνη, την "Γκιαούρ Ισμίρ" που έλεγαν μαθηταί φίλοι, πρόσκοποι, Άγιοδημητριώτες καί Ταμπαχανιώτες φύγαμε χαράματα γιά τόν Κουκλουντζά, ένα μυροβόλο χωριό τής άξέχαστης πολιτείας. Από τήν συντροφιά έκείνη θυμάμαι τόν βα-θμοΰχο πρόσκοπο, Νεοσμυρνιώτη Γιώργιο Τσακίρη, τόν Γιάννη Άρώνη, τόν 'Αλέξανδρο Καλογερόπουλο, τόν Γιάννη Σελλά, τόν Πανά καί τόν 'Απόστολο Μαρόλο, άλλους πού δέν τούς θυμάμαι ή δέν ύπάρχουν πλέον. Μαθηταί όλοι του Σχολείου τής Σταυριάνθης 'Αναστασιάδη. Ήταν μιά λαμπρή, όλόφωτη μέρα, μ' έκεϊνο τό φώς πού μόνο ή αιγαιοπελαγίτικη παραλία τής Μικράς 'Ασίας μπορεί νά δίνει σέ τέτοια έξαρση. Ένα θάμβος, μία γλυκεία θαλπωρή, μία μέρα μακάριας γαλήνης... Ήταν σάν δέκα άνοιξες μαζί... Ό άέρας μοσχοβολούσε άπό τά λουλούδια τών γύρω περιβολιών.
Θά 'λεγε κανείς πώς ή φύση χάριζε τήν πιό όμορφη πρωτομαγιά στή Σμύρνη, καί στούς "Ελληνες, γιά νά έορτάσουν, υστέρα άπό τόσους αίώνες σκλαβιάς τήν πιό μεγάλη ήμέρα τής 'Ιστορίας των. Μέ τραγούδια γεμάτα Ελλάδα, καί αβάσταχτο πόνο άπό τή σκλαβιά τραγουδούσαμε: «Εσείς τόν Τούρκον σφάζετε,/ τόν τύραννον σπαράζετε,/ νά ζήσει τό σπαθί μου/ ν' άναστηθεΐ ή Πατρίς μου».
Μέ χαρές καί φαγοπότια περάσαμε τήν ήμέρα καί τό άπόγευμα φορτωμένοι μέ στεφάνια καί τραγουδώντας τό: «Σμύρνη Πατρίδα μου γλυκιά,/ χαριτωμένη χώρα,/ γιά νά σέ βγάλω άπό τό νοΰ/ ποτέ δέν θά 'ρθει ώρα...» καί μέ προσκοπικά έμθατήρια καί βήμα γυρνούσαμε στή Σμύρνη. 'Αλλά τί Σμύρνη ήτανε αύτή, άνάστατη, χαρούμενη, πλημμυρισμένη, θά 'λεγα, σέ μία κυανόλευκη σημαία. Οί καμπάνες τών έκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα. Κι έμεϊς πιά δέν περπατούσαμε, τρέχαμε, πετούσαμε... Όταν φτάσαμε στούς πρώτους μαχαλάδες καί στά σοκάκια τής Σμύρνης, βλέπομε έναν κόσμο έξαλλο, άνάστατο, νά τρέχει πέρα - δώθε, τίς γριές μέ τά θυμιατήρια στίς εξώπορτες νά θυμιατίζουν καί νά σταυροκοπιούνται. 'Ολοι νά κλαίνε καί νά δυσκολεύονται νά μάς άπαντήσουν τί συμβαίνει.
Οί άνθρωποι άπό τούς μαχαλάδες τοΰ 'Αγίου Τρύφωνα, άπό τά Τράσιες, τή Μπέλλα -Βίστα, τό Παραλλέλι, τίς Μεγάλες Ταβέρνες καί τό Φραγκομαχαλά τρέχανε στή Μητρόπολη, πού ήταν ή καρδία, ό παλμός καί ή ψυχή τής Σμύρνης. Μέ κομμένη τήν άναπνοή μας φθάσαμε στό σπίτι. Μιά λέξη μπόρεσαν νά πουν: ΕΡΧΟΝΤΑΙ. Άπό τή συγκίνηση δέν μπορούν νά μάς μιλήσουν. Ό Ελληνικός Στρατός, ό Στόλος, «ό Αβέρωφ», «ό Λέων», «ή Λήμνος», έρχονται νά μάς έλευθερώσουν. Καί έσάς, μάς λένε, σάς ζήτησαν νά πάτε άμέσως στήν «Ευσέβεια». (Μέσα εκεί ήταν τό κρυφό κέντρο τών προσκόπων). Νά φορέσετε φανερά, έλεύθερα τήν προσκοπική σας στολή.
Αύτή τήν προσκοπική «Στολή» κρυφά τήν φορούσαμε, άλλά πόσο τήν τιμούσαμε. Τήν είχαμε φέρει άπό τήν Ελλάδα. Έως τώρα θυμάμαι τί μάς στοίχισε: 35 δραχμές ή 7 μπαλκανότες. Μεταλίκι - μεταλίκι τά μάζευα γιά νά τά κάνω μελλίτι καί ύστερα «μπαλκανότα» γιά νά πάρω τίς 35 δραχμές. "Ηθελα νά τήν πάρω κρυφά καί μέ δικά μου λεπτά γιά νά μέ δούνε οί δικοί μου ξαφνικά "Ελληνα πρόσκοπο. Όταν τήν πρωτόβαλα ήμουνα έγώ όλόκληρη ή 'Ελλάδα.
Στήν «Εύσέβεια» ό άρχηγός μας, τής 4ης όμάδος, κ.Παπαδημητρίου μάς έδωσε όδηγίες. Τό πρωί νά είμεθα δλοι στό «Κάς» έμπρός στή Λέσχη τών Κυνηγών.
Θά χρησι μοποιηθοϋμε σάν όδηγοί τοΰ Έλληνικοΰ Στρατού. Τώρα κλαίω καί λυπάμαι γιά τή χαμένη μου Σμύρνη, άλλά τότε κρυφοδάκρυζα, άπό χαρά καί υπερηφάνεια. Όπως είμεθα, τρέξαμε στή Μητρόπολη, οϋτε καρφίτσα δέ χωρούσε στόν αύλόγυρο τής 'Αγίας Φωτεινής. Όλος αύτός ό κόσμος, έκλαιγε, γελοΰσε, ζητωκραύγαζε καί ζητοΰσε νά δει τόν Μητροπολίτη της, τόν Χρυσόστομο.
Καί ότι πού σέ λίγο βγαίνει στό μπαλκόνι τής Μητροπόλεως ό Σμύρνης Χρυσόστομος, έχοντας δίπλα του τόν Κυβερνήτη τοΰ «Λέοντος» κ. Ήλ. Μαυρουδή, τόν «Καθάση» μέ φουστανέλλα καί πολλούς δημογέροντες καί προκρίτους τής Σμύρνης. Στό χέρι του κρατούσε ένα χαρτί τό κουνούσε καί τό 'δείχνε στόν κόσμο. Πέρασαν πάρα πολλά λεπτά γιά νά μπορέσει νά μιλήσει... «Νΰν άπολύεις τόν δοΰλον σου, Δέσποτα... ότι είδον οι οφθαλμοί μου".
Σταμάτησε, δε μπόρεσε να συνεχίσει... Ο κόσμος βουβός έκλαιγε. Τό χαρτί ήταν ένα τηλεγράφημα τοΰ πρωθυπουργού Βενιζέλου. Μέ προσπάθεια μεγάλη καί μέ δάκρυα άρχισε νά διαβάζει...
«Τό πλήρωμα του χρόνου ήλθεν ό Θεός μάς λυπήθηκε Χριστιανοί. Στήτε καλώς»... Καί συνέχισε μέ λυγμούς: «. . . Αΰριον τήν πρωΐαν 2 Μαΐου ό Ελληνικός Στρατός ύπό τόν συνταγματάρχην Ζαφειρίου θά καταλάβει τήν Σμύρνην...». Ό κόσμος όλος έκλαιγε, έκαναν τό σταυρό τους, πέρασε πολλή ώρα γιά νά συνέλθουν. 'Ύστερα άρχισαν νά τρέχουν πρός όλους τούς μαχαλάδες καί τά χωριά, έτσι άκριβώς όπως τρέχουν μετά τήν 'Ανάσταση γιά νά μεταφέρουν τό άγιο φώς...
Γιά πότε τό 'μαθαν τά 15 έλληνοχώρια γύρω άπό τή Σμύρνη καί κατέφθασαν μέ τά βαποράκια; 'Από τό Κορδελιό, τοΰ Παπά τή Σκάλα, τά Πετρωτά, τήν 'Αγία Τριάδα, τό Μπαϊρακλί, άπό τήν Καραντίνα, τό Καρατάσι, τό Κοκάρ - Γιαλί καί τό Γκιός - Τεπέ. Μέ τά τραμβάλια καί τά τοπικά τραίνα, άπό τό Βουντζά, τό Βουρνά τοΰ Παραδείσου, τό Σιθδίκιοϊ, τόν Κουκλουντζά καί τό Καζαμίρ. Άπό τόν έπάνω Μαχαλά τόν Άγιο Γιάννη, άπό τόν Άγιο Βούτελα.
Άλλά τά βαποράκια, τά τοπικά τραίνα, πώς μποροΰσαν νά χωρέσουν όλον αύτό τόν κόσμο. Ούτε μποροΰσαν νά περιμένουν, τούς έφαίνετο ότι τά τραίνα πήγαιναν άργά, γι' αύτό κατέβαιναν στή Σμύρνη μέ τά πόδια, τρέχοντας όλη τή νύχτα. Όλων τά μάτια ήταν στραμμένα στό πέλαγος. Περίμεναν πεντακόσια χρόνια καί δέ μποροΰν νά περιμένουν νά ξημερώσει... Μαζί μέ τόν κόσμο κι έμεΐς, τρέξαμε όλοι στήν παραλία καί περιμέναμε νά περάσει ή νύχτα, κανείς δέν κοιμήθηκε έκεΐνο τό βράδι.
Όλος ό κόσμος φωνάζει: Μά πότε θά 'ρθουν. Αβάσταχτη αύτή ή μεγαλύτερη νύχτα τής προσμονής. Τά παράθυρα, τά μπαλκόνια, τά καμπαναριά, τά δέντρα, άκόμα καί τά φανάρια, ήταν γεμάτα άνθρώπους. Όλες οί βάρκες γεμάτες κόσμο πάνε νά προϋπαντήσουν τό στόλο. Οί καμπάνες καί οί καρδιές μας κοντεύουν νά σπάσουν.
Όταν έφυγε ή πρωινή άχνα φάνηκε στό βάθος ό θρυλικός Αβέρωφ, άκολουθοΰσε τό «Πατρίς» μέ τό 34ο Εύζωνικό Σύνταγμα.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ άκούστηκε μιά μυριόστομη φωνή... Τό κλάμα δέν τούς άφηνε νά δοΰνε καθαρά... Πρώτος τών πρώτων ό Χρυσόστομος μέ τά χρυσοποίκιλτα άμφιά του, όρθιος πάνω στήν «Καρότσα» μέ τό Σταυρό στό χέρι εύλογοΰσε τά έλληνικά όπλα. 'Ύστερα κατέβηκε γονάτισε καί ευχαρίστησε τόν Θεό. Αύτή είναι ή ευτυχέστερη ήμέρα τής ζωής του. Δέν είναι ούτε πέντε μήνες πού είχε έπιστρέψει ό Χρυσόστομος στή Σμύρνη, ύστερα άπό τετραετή έξορία. Θυμάμαι τότε είχαμε πάει όλα τά Σχολεία στό Σταθμό τοΰ Χανέ γιά νά πάρουμε μέρος στήν άποθεωτική ύποδοχή, πού τοΰ έπιφύλαξαν οί Σμυρναίοι κατά τήν έπάνοδό του άπό τήν έξορία. Καί δέν ήταν παρά λίγες μέρες πού ό πατέρας μου μέ πήρε άπό τό χέρι καί μέ πήγε γιά Πάσχα στήν «Αγία Φωτεινή», γιά νά δώ τό Δεσπότη μας άπό κοντά. Τόν βλέπω έμπρός στήν ώραία Πύλη, μέ δέος καί θαυμασμό, όλόχρυσα ντυμένο, μέ τά κηροπήγια στά χέρια τόν άκούω νά ψέλνει: «Κύριε, Κύριε, έπίβλεψον έξ ουρανού καί ϊδε . . .».
Ποτέ δέ θά μπορέσω νά ξεχάσω, όσα χρόνια καί νά περάσουν αύτή τή στιγμή. 'Ετσι όπως τόν έβλεπα μέ τήν παιδική μου φαντασία, τόν έβλεπα σάν Άγιο... Καί θυμάμαι ότι όταν ύστερα άπό λίγα χρόνια, στό 1930, έπιστρέφοντας άπό τήν Άγκυρα όπου είχα πάει ώς φωτογραφικός άπεσταλμένος τοΰ «Βήματος» γιά τήν υπογραφή τοΰ Συμφώνου Φιλίας Βενιζέλου - Κεμάλ, πήγα στή Σμύρνη κρυφά γιά νά τή δώ καί νά τή φωτογραφήσω.
Οχτώ χρόνια μετά τήν καταστροφή, ζήτησα νά προσκυνήσω αυτό τό "Αγιο Βήμα... Πόσο δυσκολεύτηκα νά τό βρω... όπως ήταν γκρεμισμένο, χορταριασμένο, μές στίς σαύρες, τά φίδια, τίς τσουκνίδες, τ' άγκάθια, τά λασπόνερα... Έφυγα τρέχοντας, φοβισμένος.
Άπό τίς όνειροπολήσεις μου μέ βγάζει ό κόσμος πού άρχισε νά φωνάζει: Μά γιατί άργούν;
Χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν τά πλοία νά πλησιάζουν. Καθαρά φαίνονται οί τσολιάδες. Νά καί ή πολεμική έλληνική σημαία, όλος ό κόσμος μαζί μέ τόν Χρυσόστομο ψέλνουν: «Τή Ύπερμάχω Στρατηγώ τά νικητήρια». Τί συγκινητική στιγμή, χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν γιά πρώτη φορά εύζώνους καί τήν ένδοξη πολεμική Ελληνική σημαία.
Όταν έπλεύρισε τό «Πατρίς» οί τσολιάδες δέν έβρισκαν πού νά πατήσουν. Ή ιωνική γή ήταν στρωμένη μέ χαλιά, μύρτα, δάφνες, μαργαρίτες, μυρτιές κι ένα κόσμο γεμάτο άγάπη. Οί Σμυρνιωτοπούλες άγκάλιαζαν καί φιλούσαν τούς ήλιοκαμένους ελευθερωτές, προσφέροντάς τους τριαντάφυλλα, γλυκά, ποτά, αγάπη. Τά παιδιά τούς έραιναν μέ ροδοπέταλα. Οί 'Ελληνες στρατιώτες τά είχαν χάσει, άντίκρυζαν έναν ένθουσιώδη, γεμάτο Ελληνισμό καί μιά ώραία πόλη, μεγαλύτερη άπό τήν Αθήνα, μέ ωραία κτίρια, θέατρα, κινηματογράφους, σχολεία, σάν τήν Εύαγγελική Σχολή, Εκκλησίες, Νοσοκομεία, ιδρύματα, ένα ώραϊο κτίριο - τό Κεντρικό Παρθεναγωγείο -, Αθλητικούς Συλλόγους, σάν τόν Πανιώνιο, τόν Απόλλωνα, τόν Πέλοπα, έλληνικές έφημερίδες, έναν ιππόδρομο καί τόσα άλλα.
Καί νά, κατεβαίνουν οί πρώτοι "Ελληνες άξιωματικοί.
«Κατ' έντολήν τής Κυβερνήσεως προβαίνω είς τήν Στρατιωτικήν Κατάληψιν τής Σμύρνης», γράφει στήν προκήρυξη έκείνης τής ήμέρας, 2 Μαΐου 1919, ό Μέραρχος Συνταγματάρχης Νικόλαος Ζαφειρίου. Αύτή ήταν ή Εορτή τών Εορτών, όλος ό κόσμος κλαίει άπό άβάσταχτη χαρά.
Σέ μιά νύχτα γίναμε άπό Σκλάβοι Ελεύθεροι, από Ραγιάδες - Έλληνες, Χριστιανοί.