Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών

16 Ιουλ 2015



Ιστορικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
κείμενο: Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, (αναδημοσίευση)

Η τελευταία δεκαετία της Βασιλείας του Όθωνος βρήκε την πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους να έχει τη μορφή μεταπρατικού κέντρου, ενώ η διαδικασία της μεταποίησης προϊόντων βρισκόταν ακόμα σε επίπεδο βιοτεχνίας. Η πρώτη έκθεση ελληνικών προϊόντων, που πραγματοποιήθηκε κατά τη διοργάνωση των «Ολυμπίων», το 1859, σήμανε την κοινωνική διαφοροποίηση που θα ακολουθούσε, εξαιτίας της συσσώρευσης πλούτου από τις εμπορικές δραστηριότητες, η οποία με τη σειρά της επιτάχυνε και την εμφάνιση των πολιτικών μεταβολών. Με την είσοδο του 1859, η αντιπολιτευτική κίνηση κατά της οθωνικής δυναστείας γίνεται ολοένα και πιο έντονη και εκδηλώνεται, τελικά, με τα γνωστά ως «Σκιαδικά» γεγονότα (Μάιος 1859).




Στην Αθήνα της εποχής αυτής, των περίπου 40 χιλιάδων κατοίκων, που έμοιαζε περισσότερο με πόλη της Ανατολής, ο αριθμός των γεννήσεων ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος από εκείνον των αποβιώσεων. Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή, το 1857 καταγράφηκαν 1.222 γεννήσεις και 864 θάνατοι, αφού δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο οι 40χρονοι οικογενειάρχες με δέκα, έντεκα ή δώδεκα παιδιά.
Την περίοδο της Βασιλείας του Όθωνος, η Αθήνα υπήρξε πόλος έλξης για όλες σχεδόν τις κοινωνικές τάξεις του ελληνικού λαού. Εκείνοι που φρόντισαν να προικίσουν την πρωτεύουσα του νέου κράτους με λαμπρά δημόσια κτήρια και ιδρύματα, όπως ο Γ. Βαρβάκης, ο Ε. Ζάππας, ο Δ. Βερναρδάκης, οι Μετσοβίτες Γ. Τοσίτσας και Ν. Στουρνάρας, ο Α. Αρσάκης, ο I. Κοντογιαννάκης, ο Γ. Χατζηκώνστας, ο Γεώργιος Σίνας, ο Σίμων Σίνας και άλλοι, είχαν πλουτίσει και ζούσαν έξω από την Ελλάδα. Δεν είχαν γίνει Αθηναίοι και η ευεργεσία τους, ενώ απευθυνόταν στο Έθνος και λάμπρυνε την πρωτεύουσά του, δεν είχε άμεση επίδραση στην οικονομική και αστική της ζωή.




Οι ζητιάνοι, φαινόμενο που έκανε την εμφάνισή του όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, συνεχίζουν να διατρέχουν τους δρόμους της πόλης και να αποτελούν πρόβλημα, τόσο για την Αθήνα όσο και για το επίνειο της, τον Πειραιά. «Της επαιτείας ή ϋπαρξις έγέννα ασχήμιας τιτρωσκονσας βαθέως τήν πάλιν, ή δέ έκρίζωσις αυτής ήτον άνάγκη ανεπίδεκτος πάσης αναβολής», έγραψε ο Σπυρίδων Παγανέλης, διανοούμενος της εποχής, με ενεργό ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της φιλανθρωπικής δραστηριότητας.
Στα τέλη της Βασιλείας του Όθωνος μπορεί να μην είχαν σβήσει εντελώς, είχαν όμως ατονίσει οι αντιθέσεις των τόσο ξένων και ανομοιογενών στοιχείων που ανταγωνίζονταν για την πολιτική και κοινωνική επικράτηση. Οι Φαναριώτες που πίστευαν ότι κρατούσαν τα σκήπτρα της αριστοκρατίας και των ευρωπαϊκών τρόπων, οι στρατιωτικοί που έδρεπαν τις δάφνες του αγώνα, οι Χίοι που είχαν στα χέρια τους τη δύναμη του χρήματος και τόσοι άλλοι που ως μεμονωμένες δυνάμεις μετείχαν στο σάλο του ανταγωνισμού.




Στον τομέα της εκπαίδευσης, η πρωτεύουσα διέθετε το Πανεπιστήμιο, δύο γυμνάσια και δύο ελληνικά σχολεία, όπου φοιτούσαν και σπούδαζαν συνολικά 1.200 μέχρι 1.500 νέοι. Ακόμη, ένα Εκκλησιαστικό Σχολείο, τη Ριζάρειο Σχολή, ένα Στρατιωτικό, ένα σχολείο Καλών Τεχνών, ένα Διδασκαλείο και ένα Παρθεναγωγείο, το Αρσάκειο. Υπήρχαν, όμως, και πολλά δημοτικά σχολεία αρρένων και θηλέων, καθώς και ιδιωτικά, ενώ λειτουργούσε και η Γαλλική Σχολή. Όλα αυτά έδιναν στη νέα γενιά μεγαλύτερη δυνατότητα ομοιογενούς πνευματικής και ηθικής αγωγής, ζωντανής επαφής και κατανόησης μεταξύ των στοιχείων της. Η Αθήνα είχε ήδη αρχίσει να αποκτά δική της κοινωνία, η οποία, όσο και αν είχε γεννηθεί από την ανομοιομορφία και τις αντιθέσεις του μετεπαναστατικού κόσμου και από την πολιτιστική επίδραση του ίδιου του παλατιού, αποτελούσε ωστόσο ένα νέο κόσμο, απέναντι στον οποίο ο Όθων έμενε παράταιρη και ασυμβίβαστη μονάδα....
Η πόλη διέθετε άπειρα μικρά και φθηνά ξενοδοχεία αλλά και δύο πρώτης τάξεως, το «Άγγλικόν Ξενοδοχεϊον» και το «Ξενοδοχεΐον της Ανατολής». Υπήρχαν 81 καφενεία, όπου μπορούσε κανείς, πληρώνοντας 10 λεπτά, να πιει το καφεδάκι του. Πιο φημισμένα και πολυσύχναστα ήταν τα καφενεία της «Ανατολής» και της «'Ωραίας Ελλάδος», όπου οι πελάτες μπορούσαν να βρουν και γαλλικές εφημερίδες για να διαβάσουν.
Υπήρχαν 24 αρτοποιεία, 90 εμπορικά καταστήματα, 90 υποδηματοποιοί και 70 ράπτες, από τους οποίους μόνον έξι κατασκεύαζαν ελληνικά ρούχα, φουστανέλες και φέσια. Υπήρχαν ήδη 10 ωρολογοποιεία, ενώ εκείνο που μπορούσε να απολαύσει ο επισκέπτης των Αθηνών ήταν τα «τουρκικά και συνήθη βαλανεΐα», κάνοντας το λουτρό του με μία δραχμή και 25 λεπτά. Η μετακίνηση στην πόλη γινόταν με άμαξες που πληρώνονταν με την ώρα. Με 5 ή 6 δραχμές νοικιαζόταν ένα άλογο για όλη την ημέρα. Όσοι ξένοι επισκέπτονται την πόλη θεωρούν σοβαρή επιτυχία να αποκτήσουν και να ταριχεύσουν μία "Γλαϋκα Άκροπόλεως", η οποία στην αγορά του Λονδίνου στοίχιζε 25 φράγκα.




Η πρωτεύουσα είχε αποκτήσει ήδη μερικά από τα ωραιότερα κτήριά της, όπως τα Ανάκτορα, δηλαδή τη σημερινή Βουλή των Ελλήνων, απ' όπου ήταν «κάτοπτος άπασα ή πεδίάς των Αθηνών», το Πανεπιστήμιο, τα «Ιλίσσια», το χειμερινό ενδιαίτημα της Δουκίσσης της Πλακεντίας, στο οποίο σήμερα στεγάζεται το Βυζαντινό Μουσείο και η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, το Οφθαλμιατρείο, το Βαρβάκειο, το Αρσάκειο, το πρώτο κτήριο της «Μεγάλης Βρεταννίας» και το Αστεροσκοπείο. Αξιοσημείωτη είναι, ακόμη, η ανέγερση αρκετών ναών, όπως αυτός της Μητρόπολης, της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου και της Ζωοδόχου Πηγής.
Στον Δήμο Αθηναίων Δήμαρχος Αθηναίων έχει εκλεγεί, από τον Νοέμβριο του 1857, ο Γεώργιος Σκούφος, που στο πρόσωπο του τερματίζεται η χρόνια διαμάχη μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Ο ίδιος προερχόταν από τους δεύτερους, αλλά το παρελθόν του δεν επέτρεπε παρερμηνείες.
«Ετερόχθονες» ήταν δύο ακόμη Δημοτικοί Σύμβουλοι που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ίδρυση του Δημοτικού Βρεφοκομείου, ο Αλέξανδρος Ραγκαβής και ο Νικόλαος Κωστής, από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Στο Δημοτικό Συμβούλιο συμμετείχαν όμως και αρκετοί ακόμη διακεκριμένοι άνδρες, όπως ο Αριστείδης Μπαλάνος, ο Ιωάννης Α. Σούτσος, ο Νικόλαος Ζαχαρίτσας, ο Κωνσταντίνος Βρυζάκης, που η δράση τους υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για τη σύσταση του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών.


Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής μάς παραδίδει την εικόνα της πόλης των Αθηνών στα τέλη της πέμπτης δεκαετίας του 19ου αιώνα (1857-58): «Εις τάς όδούς των 'Αθηνώνπαρίστατο τότε θλιβερόν θέαμα άθλιων ρακένδυτων γυναίων εις τάς γωνίας κατακειμένων και τεινουσών τάς χείρας εις τους διαβάτας, ενώ εις τά γόνατα καί τά έξηντλημένα των στήθη έφερον βρέφη εις ελεεινήν κατάστασιν μαρασμού, ή ελκεσι βρίθοντα, καί ήμιθανή. Ταϋτα ήσαν τά έκθετα, τά συνέλεγεν ή άστυνομία καί παρέδιδεν άντί μηδαμινής αμοιβής εις τάς έπαίτιδας έκείνας, ίνα, άφ' ου επί τινα χρόνον έβασανίζοντο παρ' αύταϊς, άποθάνωσι». Ακόμη μία περιγραφή για την ίδια εποχή μάς παρέδωσε ο Αναστάσιος Ζίννης, από τους σημαντικότερους παράγοντες λειτουργίας του Δημοτικού Βρεφοκομείου τα πρώτα σαράντα χρόνια, ο οποίος έγραφε ότι «τά έν τή πάλει τών 'Αθηνών έκθετα βρέφη διετρέφοντο άπαντα κατ' οίκον άπό τον 1836 μέχρι τον Σεπτεμβρίον τοϋ 1859 έτον υπό γνναικών επί τούτω μισθουμένων υπό της Δημοτικής Αρχής» και πως «ή δ' έπιτήρησις τής υγείας αυτών άνετίθετο εις τόν κατά καιρόν δημοτικόν ίατρόν. 'Αλλά τό σύστημα τής διατροφής απέβη όλέθριον εις τά δυστυχή ταΰτα πλάσματα».




Το αποτρόπαιο θέαμα ήταν φυσικό να καταθλίβει αρμοδίους και μη. «Ό αριθμός των εκθέτων είχεν αύξηθή καταπληκτικώς ανερχόμενος εις 120 περίπου, και ό τρόπος καθ' δν διετρέφοντο έκίνει τόν οίκτον», έγραψε ο Γ. Π. Παρασκευόπουλος. Όλοι, όμως, στο Δήμο Αθηναίων γνώριζαν, και η πρακτική εξάλλου το είχε αποδείξει, ότι «ή ανέχεια τοϋ ταμείου και ή πιστώσεως έλλειψις» θα καθιστούσαν άκαρπη κάθε κίνηση, όσο καλοπροαίρετη και αν ήταν. Εξάλλου, το σύστημα που ακολουθούσε μέχρι τότε ο Δήμος Αθηναίων, να παραδίδει δηλαδή τα εκτεθειμένα παιδιά σε άθλιες τροφούς, δεχόταν ήδη επικρίσεις. «Ή διατήρησις τών άτυχών τούτων πλασμάτων, καθώς έγίνετο μέχρι τοϋδε, άπετέλει αίσχος πραγματικόν διά τάς αρχάς τής πρωτευούσης και διά τήν φιλανθρωπίαν».
Ο Δήμος Αθηναίων, σταδιακά αλλά σταθερά, αύξανε τα κονδύλια που διέθετε για τα έκθετα. Οι 13.000 δραχμές του 1857 αυξήθηκαν κατά 1.000 δραχμές το 1858, ενώ προβλέφθηκαν ειδικά κονδύλια για την ένδυση και την τροφή των εκθέτων. Ένα ακόμη σημαντικό κονδύλι διατέθηκε για την Αστυκλινική «υποχρεουμένον ενός τών Ιατρών αυτής νά έπιβλέπη τά δημοτική δαπάνη διατρεφόμενα έκθετα».