“Τριάντα Ιστορίες” του Φώτη Καζάζη

16 Ιουλ 2015


απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Καζάζη " Τριάντα Ιστορίες", εκδόσεις Γαβριηλίδης, (αναδημοσίευση)


ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «ΝΕΑ ΗΠΕΙΡΟΣ»
Στην οδό Ερμου, λίγο πιο κάτω από τη διασταύρωση με την οδό Αθηνάς, ήταν το ξενοδοχείο «Νέα Ήπειρος». Δεν διέφερε από τα άλλα ξενοδοχεία της οδοΰ Αθηνάς και της Ευ-ριπίδου ή της Σοφοκλέους, αλλά υπερτερούσε σε θέση, σε αρχιτεκτονική και στο ότι το έλουζε ο ήλιος και ζέσταινε τα δωμάτια τον χειμώνα, πιο πολΰ από τις κυρίες που δούλευαν εκεί.
Πάντα όταν περνούσα απ' έξω, ανανεωνόταν η επιθυμία μου να βγάλω φωτογραφίες σε ένα τέτοιο ξενοδοχείο, που περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο ο Ιωάννου στα ποιήματά του, που αργότερα μελοποίησε ο Μαμαγκά-κης κι έκανε όλη την Ελλάδα να αγαπήσει την Αρβανιτάκη.
Αυτό έγινε όταν απέκτησα περισσότερο θράσος και πέρασα το κατώφλι φωτογραφίζοντας στο εσωτερικό. Ανεβαίνοντας την ξύλινη τριζάτη σκάλα, η γοητεία που ασκούσε μέσα μου αυτό το κτήριο αυξήθηκε.
Έφτασα στον διάδρομο του πρώτου ορόφου, που ήταν όλος σκοτεινός εκτός από το αντικριστό δωματιάκι, που ήταν το μοναδικό φωτισμένο με την πόρτα ανοιχτή και έναν ασπρομάλλη καθισμένο πίσω από ένα γραφείο της συμφοράς. Του είπα ότι θέλω ένα δωμάτιο για μισή ώρα γιατί θέλω να βγάλω φωτογραφίες. Μου άνοιξε το καλύτερο, όπως είπε, και έφυγε το ίδιο διακριτικά σαν να είχα συνοδό.
Τα κρεβάτια ήταν στρωμένα με σεντόνι, ενώ το πανωσέντονο ήταν διπλωμένο στο κεφαλάρι του κρεβατιού και δίπλα μια πετσέτα. Αυτή η διάταξη δεν άφηνε κανένα περιθώριο ρομαντισμού που συνήθως υπάρχει μετά τη συνεύρεση. Η θλιβερή πετσέτα μού θύμισε τη διαφήμιση για το Άζαξ: «Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!» Το φως του ήλιου από το παράθυρο ομόρφαινε αδιάκριτα όλα τα φθηνά έπιπλα και αισθήματα του δωματίου.





Όταν βγήκα, ο ασπρομάλλης δεν ήταν στο στέκι του, γιατί είχε πληρωθεί, όπως πάντα, μπροστά.
Αποφάσισα να πάω και στο δεύτερο πάτωμα, με περισσότερο θράσος τώρα που είχα την άδεια του «υπευθύνου».
Μόλις πάτησα το πόδι μου στον πάνω διάδρομο, άνοιξε μια πόρτα και βγήκε ένας μακρυμάλλης κοκκινομάλλης τριαντάρης νέος, που γεμάτος σκέρτσο με ρώτησε τι θέλω. Προτίμησα το χιούμορ από το σκληρό «κάνω φωτογραφίες». Δεν έχει σημασία ο διάλογος. Σημασία έχει ότι τον έπεισα να τον φωτογραφίσω. Ο διάδρομος είχε στην οροφή έναν φωταγωγό που έκανε τη φωτογράφιση πιο εύκολη και έδωσε ένα φως σκηνικής τραγωδίας, όπως λίγο πολύ φάνηκε μετά.
Σε λίγο βγήκε από μια πόρτα στο βάθος ένας άλλος με μπουρνούζι, φρεσκολουσμένος, και κατευθύνθηκε αδιάφορα προς το δικό του δωμάτιο. Ευγενικά τον σταμάτησα για τον ίδιο σκοπό. Ο σκοπός πέτυχε και μιλήσαμε γενικά με κύριο δικό μου μέλημα να τους υποσχεθώ ότι θα τους πάω τις φωτογραφίες.




Πάνω που έφυγε ο φρεσκολουσμένος, βγήκε από άλλη πόρτα στο βάθος ένα χαριτωμένο μαΰρο σκυλάκι, που το κρατούσε με λουράκι μια κυρία με σορτσάκι, σκούρο καλσόν με δυο χαριτωμένες τρυπούλες και πουλόβερ ανγκορά. Τα λιγοστά μαλλιά της ήταν βαμμένα σκούρα καστανά και τα μάτια της βαμμένα μαύρα. Κλασική συνταγή για να υποδηλώσει επάγγελμα. Ήταν εξαιρετικά φιλική αλλά και ερωτική από ένστικτο και όχι από επαγγελματική συνήθεια. Ο τρόπος που αγκάλιαζε το σκυλάκι και οι σκερτσόζες πόζες που πήρε όταν ο κοκκινομάλλης τής είπε να βγουν μαζί φωτογραφία έδειχναν ότι ακόμα και σε αυτή την ηλικία μπορεί να αναστήσει φλογερές εκφάνσεις αντρών.
Ο δεύτερος όροφος του ξενοδοχείου ήταν ενοικιαζόμενα δωμάτια με τον μήνα, όπου οι ένοικοι καλούσαν τους ενδιαφερόμενους πελάτες στον χώρο τους.
Όταν ξαναπήγα, δεν τους βρήκα και άφησα τις φωτογραφίες σε μια άλλη γυναίκα που καθόταν στο μοναδικό ανοιχτό και φωτισμένο δωμάτιο του ξενοδοχείου.


Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ
Αν ήμουν σκηνοθέτης και γύριζα ταινία για τον βίο και την πολιτεία του Ζορμπά, θα τον διάλεγα για πρωταγωνιστή, γιατί έτσι τον φανταζόμουν όταν διάβαζα το βιβλίο. Εξάλλου, αυτός θα έπαιζε τη ζωή του, που λίγο διαφέρει από του ήρωα του μυθιστορήματος.
Στο νησί του λίγοι ξέρουν το όνομά του και πιο λίγοι το επίθετο του. Όλοι όμως ξέρουν τον Καπετάνιο.
Όταν τον γνώρισα, το πλοίο είχε γίνει μοτοσικλέτα και με αυτήν γύριζε στο νησί. Μια παλιά μαΰρη Μπε-Εμ-Βε που του ταίριαζε, έτσι αγέρωχος να πηγαίνει σαν καβαλάρης, με τα μαλλιά να ανεμίζουν.
Μικρός βοηθούσε τον πατέρα του και, όταν υπηρέτησε στο ναυτικό, αποφάσισε να μπαρκάρει περισσότερο για περιπέτειες παρά γιατί αγαπούσε τη θάλασσα. Μπάρκαρε με βασικό προσόν το σώμα του και μια αύρα ναυτικού που δεν έφυγε ακόμα και πάνω στη μοτοσικλέτα.
Ήταν αγαπητός στο πλοίο, γιατί είχε δυο βασικά προσόντα: Δούλευε αποτελεσματικά και μιλούσε λίγο. Στις στεριές πήγαινε μόνος σε μέρη που από διαίσθηση καταλάβαινε ότι του πάνε και οι γνωριμίες του είχαν λιγότερο χαρακτήρα καμπαρέ και βασίζονταν περισσότερο στον ρομαντισμό, στα λίγα λόγια και στον βελούδινο αισθησιασμό που σπανίζει σε ναυτικούς.
Έζησε πολλά χρόνια με αυτόν τον ρυθμό, ενώ δεν είχε ποτέ λαχτάρα να γυρίσει στην πατρίδα. Τα περισσότερα ταξίδια του ήταν από Κίνα μεριά και σε όλα τα μέρη όπου το κλίμα επηρεάζει τους αδύνατους και κάνει τους ισχυρούς περιζήτητους. Ήταν ισχυρός, αφού ποτέ δεν είχε πρόβλημα υγείας και τις όποιες αδιαθεσίες τις ξεπερνούσε σχεδόν μόνος, με βασικό φάρμακο τον ύπνο και την περισυλλογή.
Λένε ότι δεν αγάπησε ποτέ του.






Αυτό είναιψέμα. Το κορίτσι που στάθηκε μοιραίο για τη ζωή του ήταν από το νησί του και έτυχε να τα έχει όλα σε μεγάλο βαθμό, και αυτό ήταν το δράμα του. Ήταν πολύ όμορφη, ήταν πλούσια, ήταν έξυπνη και πολύ καλή μαθήτρια. Παρ' όλα αυτά, τον αγαπούσε και, λίγο πριν φύγει για την Αθήνα, έκανε το τόλμημα να τον πάρει ένα βράδυ στο δωμάτιο της.
Στην Αθήνα, μπήκε στο Πολυτεχνείο. Όταν τέλειωσε, διορίστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και έφυγε με το βαθμό γενικής διευθύντριας, όταν αυτός βγήκε στη στεριά.
Ένα καλοκαίρι ήρθε στο νησί η συνταξιούχος με τα δυο εγγόνια της και έμεινε σε ξενοδοχείο να μην επιβαρύνει τους συγγενείς της. Συναντήθηκαν με τον Καπετάνιο πολλές φορές, με την πατριωτική φιλία, με κεράσματα, με πειράγματα, με παρέες που μιλούσαν ατελείωτα για τα παιδικά τους χρόνια.
Μια φορά που βρέθηκαν μόνοι, τον ρώτησε τι έκανε, αν είχε παντρευτεί και άλλα τέτοια.
Της είπε ότι πέρασε πολύ καλά, πολύ ήρεμα.
Τον ρώτησε:
«Πώς τα κατάφερες;»
Αυτός απλά της είπε: «Γιατί σε αγαπούσα». Οι μέρες πέρασαν και μόνο όταν έφευγε, την ώρα που τον χαιρετούσε, είδε πως δάκρυσε.
Τότε κατάλαβε ότι η ζωή του δεν πήγε χαμένη.


Ο ΚΑΠΡΗΣ
Γεννήθηκε στον Πόρο μέσα στη βάρκα του πατέρα του. Η μόνη χάρη που έκανε ο πατέρας του στη μάνα του ήταν να την αφήσει να γεννήσει στη βάρκα και όχι στο χαμόσπιτο του γέρου της, που ήταν πιο πολύ στάνη παρά σπίτι.
Το παιδί μεγάλωσε στη βάρκα, αλλά όταν ο ψαράς πατέρας του πήγαινε για ψάρεμα, αυτή σουλατσάριζε στην προκυμαία και στο καφενείο, όπου και το θήλαζε.
Αργότερα, μόλις περπάτησε, πήγαιναν όλοι μαζί στο ψάρεμα, γιατί είχε ανάγκη βοήθειας ο πατέρας του, που τους διέταζε με τις ίδιες βρισιές που θα έλεγε σε τσούρμο ή σε νεαρό βοηθό. Ναυτικά πράματα. Το παιδί δεν δηλώθηκε. Μεγάλωσε σαν αγριολούλουδο.
Ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά, όπως ξαφνικά έζησε και όπως ξαφνικά έπαιρνε όλες τις αποφάσεις του. Ευτυχώς, πριν πεθάνει, αγόρασε ένα μεγαλύτερο καΐκι και βολεύτηκαν πολΰ καλύτερα στο μεγάλο δωμάτιο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Στα δεκαπέντε του, έμεινε με τη μάνα του, μα και αυτή σύντομα τον άφησε μόνο και γύρισε στη στάνη, όπου κουνούσε λιγότερο.
Ο μικρός ψαράς δούλευε σε άλλα ψαροκάικα για να μάθει και κοιμόταν στο δικό του. Αργότερα, έβγαινε σιγά σιγά με το δικό του καΐκι για ψάρεμα και όσα ψάρια έπιανε τα έδινε με τον ίδιο τρόπο που γίνονταν οι συναλλαγές στην Ελλάδα.
Στο Λιμενικό η βάρκα ήταν δηλωμένη στο όνομα του πατέρα του και έτσι έμεινε τριάντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του και μέχρι τον θάνατο και του ίδιου. Σήμερα το ψαροκάικο πεθαίνει αραγμένο στα ρηχά, στην ακτή, όπως μερικά αυτοκίνητα που γίνονται σκουπιδότοποι στις γειτονιές κι όλοι αδιαφορούν.
Πέρασε τη ζωή του στη βάρκα και στο καφενείο – ταβερνάκι απέναντι από εκεί που έδενε.
Στα είκοσι του γνώρισε μια γυναίκα που ήρθε από τον Πειραιά να κρυφτεί από τον άντρα της που της φερόταν όπως στους κρατουμένους του ΕΑΤ-ΕΣΑ την ίδια εποχή.




Την φώναξε να την κεράσει κρασί και, όταν έγιναν εύπλαστο ζυμάρι, την πήγε κάτω από τη θάλασσα και έμεινε εκεί μέχρι εκείνο το πρωί που τον βρήκε ξερό δίπλα της.
Τον φώναζαν Καπρή γιατί έμοιαζε με αρσενικό γουρούνι. Δεν του έπρεπε τέτοιο όνομα, γιατί κάτω από τα αρκετά εκατοστά λίπους φώλιαζε μια καρδιά αγνή, άδολη και συναισθηματική.
Όταν γύριζε από το ψάρεμα και πουλούσε την ψαριά, έπινε στο καφενείο. Δεν καταδεχόταν το κρασοπότηρο και έπινε σε νεροπότηρο με την ίδια άνεση και λαχτάρα του διψασμένου. Με όλους ήταν φίλος και όλοι τον αγαπούσαν, γιατί ποτέ δεν ενοχλούσε κανέναν ακόμα και μεθυσμένος.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τα έβαζε στη βάρκα να νιώσουν πειρατές κι ο Καπρής με τον σκούφο του φάνταζε αρχιπειρατής.
Ο Καπρής πέθανε χωρίς ποτέ να βγάλει ταυτότητα. Ποτέ δεν πήρε χρήματα από το κράτος, αλλά και ποτέ δεν έδωσε.