Δαγγεροτυπία – Daguerreotype

12 Ιουλ 2015



Οι πρώτες ανακαλύψεις

Το 1725, ένας Γερμανός Καθηγητής της Ιατρικής, ο Johann Heinrich Schulze, παρατήρησε πως το νιτρικό άλας του αργύρου μαύριζε με την επίδραση του φωτός. Το 1777 ο Ελβετός Carl Wilhelm Scheele δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ερευνών του για την παρόμοια ιδιότητα που έχει ο χλωριούχος άργυρος. Ανεκάλυψε επιπλέον πως το σκούρο υλικό που δημιουργείται κατά τη διαδικασία αυτή είναι μεταλλικός άργυρος. Σύντομα κάποια ανήσυχα πνεύματα βρέθηκαν και άρχισαν να ψάχνουν τον κατάλληλο τρόπο να δημιουργήσουν εικόνες – χωρίς να τις ζωγραφίσουν – με τη βοήθεια των χημικών αυτών ενώσεων και της γνωστής τότε Camera Obscura. Ο Thomas Wedgwood, γιος του αγγειοπλάστη Josiah Wegdwood προσπάθησε το 1802 μάταια να στερεώσει εικόνες που έφτιαξε πάνω σε δέρμα αλείφοντάς το με νιτρικό άργυρο και εκθέτοντάς το στο φως.


 
Ο πρώτος ερευνητής που κατάφερε να δημιουργήσει κάποια εικόνα με την Camera Obscura και φωτοευαίσθητο υλικό ήταν ο Joseph Nicephore Niepce, Γάλλος απόστρατος που ζούσε στην επαρχία. Λόγω του ενδιαφέροντος που είχε για τη χαρακτική και τη λιθογραφία, αποφάσισε να ερευνήσει τη δυνατότητα δημιουργίας εικόνων με αυτόματο τρόπο, ώστε να μπορέσει κατόπιν να τις τυπώσει με τη λιθογραφική μέθοδο. Ενώ αρχικά πειραματίστηκε με άλατα του αργύρου, η πρώτη του επιτυχία ήταν μια εικόνα που έφτιαξε το 1822 (σύμφωνα με άλλους ερευνητές το 1826) πάνω σε μια πλάκα μολυβδοκασσίτερου στην οποία είχε επαλείψει "άσφαλτο της Ιουδαίας".
Το υλικό αυτό έχει την ιδιότητα να σκληραίνει με την επίδραση του φωτός και με αυτό τον τρόπο, μετά από οκτώ ώρες έκθεσης στην κάμερα, μπόρεσε να δημιουργήσει μία ασαφή εικόνα της πραγματικότητας. Η επιτυχία δεν ήταν τρομερή, αλλά αφού δεν υπήρχε καλύτερο προηγούμενο, το αποτέλεσμα εντυπωσίασε τον παριζιάνο Jacques Louis Mande Daguerre, που το έμαθε από έναν κατασκευαστή φακών του οποίου ήταν πελάτης ο Niepce. Αποφάσισε λοιπόν να προτείνει στον Niepce να συνεργαστούν για να βρουν μία καλύτερη τεχνική αποτύπωσης εικόνων.

Ο Niepce αρχικά αρνήθηκε, φοβούμενος πως ο Daguerre θα του κλέψει την εφεύρεση, δύο χρόνια όμως αργότερα συμφώνησε να συνεργαστούν.
Η συνεργασία τους κράτησε τέσσερα χρόνια, ανταλλάσσοντας δι' αλληλογραφίας εμπειρίες που αποκόμιζαν από τα πειράματά τους, διακόπηκε όμως το 1833 με το θάνατο του Niepce.
Ο Daguerre συνέχισε τα πειράματα εστιάζοντας τις προσπάθειές του στον ιωδιούχο άργυρο, του οποίου κατάφερε να αυξήσει την ευαισθησία στο φως με την ανακάλυψη της χημικής εμφάνισης. Τα άλατα του αργύρου χρειάζονταν τεράστια έκθεση στο φως (πάνω από πέντε ώρες τότε) για να εμφανιστεί μια εικόνα από μόνη της. Αν τα εκθέσουμε όμως στο φως πολύ λιγότερο ώστε να δημιουργηθεί μία αόρατη «λανθάνουσα εικόνα», την οποία κατόπιν «βοηθήσουμε» να εμφανιστεί με χημικό τρόπο, η διαδικασία απαιτεί σαφώς λιγότερη έκθεση, δηλαδή μικρότερο χρόνο έκθεσης.








Η επιτυχία του Daguerre
Η ανακάλυψη της εμφάνισης έγινε τυχαία από τον Daguerre, όταν άφησε μέσα σε ένα ντουλάπι με χημικά μία πλάκα με ιωδιούχο άργυρο που είχε εκθέσει στο φως, όχι όμως αρκετά ώστε να δημιουργηθεί κάποια εικόνα και – προς μεγάλη του έκπληξη – τη βρήκε μετά από μερικές μέρες με μια εικόνα πάνω της. Κάνοντας δοκιμές με τα χημικά που υπήρχαν στο ντουλάπι, ανακάλυψε πως αυτό που εμφάνισε την εικόνα ήταν λίγος υδράργυρος που είχε χυθεί από ένα σπασμένο θερμόμετρο. Έτσι, χρησιμοποίησε ατμούς υδραργύρου για να εμφανίσει τη λανθάνουσα εικόνα που δημιουργούταν πάνω στις πλάκες με την έκθεσή τους στο φως. (Σ.Σ. η ιστορία της τυχαίας ανακάλυψης της εμφάνισης με υδράργυρο και του ντουλαπιού του Daguerre αμφισβητείται από πολλούς ιστορικούς).
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό, διότι ο υδράργυρος δεν βοήθησε μόνο στην εμφάνιση της λανθάνουσας εικόνας, αλλά έλυσε και ένα μεγάλο πρόβλημα που είχαν οι Daguerre και Niepce στις προσπάθειές τους να καταγράψουν εικόνες πάνω στα φωτοευαίσθητα άλατα του αργύρου: Δηλ. ότι η αρχική εικόνα είναι αρνητική, αφού όπου πέφτει το φως τα άλατα του αργύρου σκουραίνουν (πολύ φως = μαύρο).
Στις αρχικές αυτές προσπάθειες η δυνατότητα αντιγραφής του αρνητικού για να πάρουμε θετικό αντίτυπο δεν ήταν καθόλου εύκολη, αφού τα υλικά πάνω στα οποία επιτύγχαναν την καταγραφή εικόνων δεν ήταν διαφανή – και έτσι δεν τυπώνονταν. Με τη χρήση του υδραργύρου ως εμφανιστή συμβαίνει το εξής παράδοξο: οι ατμοί του υδραργύρου που εμφανίζουν την εικόνα ενώνονται σε ένα κράμα με τον άργυρο και δημιουργούν μία ανοιχτόχρωμη επιφάνεια που αποτελεί τα λευκά της εικόνας. Στις περιοχές που δεν έχουν εκτεθεί στο φως, παραμένει μόνο η επιφάνεια της πλάκας πάνω στην οποία είχε επαλειφτεί το φωτοευαίσθητο υλικό, η οποία είναι σκούρα. Με αυτό τον τρόπο η εικόνα διαθέτει τα λευκά και τα μαύρα στα σημεία που πρέπει χωρίς να χρειαστεί να εφαρμοστεί κάποια άλλη μέθοδος για την αντιστροφή των τόνων. Το πρόβλημα που έμενε να λυθεί ήταν η στερέωση της εικόνας, ώστε μετά την εμφάνιση να μπορεί κανείς να την κοιτάξει στο φως χωρίς να «κάψει» τις περιοχές που αρχικά δεν είχαν εκτεθεί στο φως. Η χημική ουσία που θα καθιστούσε τα άλατα του αργύρου μη ευαίσθητα στο φως δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή.

Ο Daguerre χρειάστηκε δύο χρόνια μετά την ανακάλυψη της εμφάνισης με τον υδράργυρο (1835) μέχρι να βρει, το 1837, πως ένα ισχυρό διάλυμα χλωριούχου νατρίου (αλάτι), καθιστούσε τη φωτοευαίσθητη επιφάνεια ανενεργή. Μετά από πολλούς πειραματισμούς με το αλάτι σαν στερεωτή, αποφάσισε πως η στιγμή να ανακοινώσει την εφεύρεσή του στον κόσμο είχε φτάσει.







Η ανακοίνωση της εφεύρεσης
Τον Ιανουάριο του 1839 ο Daguerre, με τη βοήθεια ενός επιφανούς επιστήμονα της εποχής, του Francois Arago, ανεκοίνωσε την εφεύρεσή του χωρίς να δώσει όμως λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να καταγράψει τις εικόνες. Η ανακοίνωση δημοσιεύτηκε στην έκδοση της Γαλλικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών και δημιούργησε μεγάλο ενδιαφέρον και περιέργεια στον κόσμο, που για πρώτη φορά άκουγαν πως κάτι τέτοιο μπορούσε να γίνει εφικτό. Πολλοί αντιμετώπισαν την είδηση με δυσπιστία, ενώ οι περισσότεροι περίμεναν με περιέργεια την ανακοίνωση της τεχνικής και την επίδειξη των αποτελεσμάτων που είχε υποσχεθεί ο Daguerre.
Όταν ανακοινώθηκε η εφεύρεση, το νέο έφτασε και στα αυτιά του Sir John Herschel, άγγλου επιστήμονα, ο οποίος ήδη από το 1819 είχε ανακαλύψει πως το θειοθειϊκό νάτριο διαλύει τα άλατα του αργύρου (τα καθιστά διαλυτά στο νερό). Ο Herschel μόλις έμαθε για την εφεύρεση του Daguerre, άρχισε αμέσως να κάνει πειράματα και σε μία εβδομάδα είχε πετύχει ικανοποιητικά αποτελέσματα, τα οποία μάλιστα στερέωνε σε κανονικό στερεωτή (το – κακώς – αποκαλούμενο υποσουλφίτ). Η μέθοδος στερέωσης με θειοθειϊκό νάτριο του Herschel ήταν κατά πολύ ανώτερη από αυτήν με το αλάτι του Daguerre, αφού έδινε πραγματικά μόνιμα αποτελέσματα, ενώ η στερέωση με το αλάτι καθιστούσε το φωτοευαίσθητο υλικό ανενεργό για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά όχι για πάντα.

Ο Daguerre και αυτή τη φορά στάθηκε τυχερός, και πριν φτάσει η στιγμή να ανακοινώσει λεπτομέρειες γύρω από την τεχνική του, πρόλαβε να μάθει τη σωστή μέθοδο στερέωσης μέσω ενός Γάλλου φυσικού, του Jean Baptiste Biot, ο οποίος την έμαθε από τον Herschel. Έτσι, στην συνεδρίαση της Γαλλικής Ακαδημίας των Τεχνών και Επιστημών στις 19 Αυγούστου του 1839 ο Louis Mande Daguerre παρουσίασε την τεχνική της «Δαγγεροτυπίας» (Daguerreotypie), όπως την ονόμασε, στο γεμάτο αγωνία κοινό και τη δώρισε στον κόσμο (στη συνεδρίαση εκείνη μίλησε ο Arago). Αυτό σήμαινε πως δεν αξίωνε τα δικαιώματα πατέντας της εφεύρεσής του και επέτρεπε σε όποιον ήθελε να την χρησιμοποιεί ελεύθερα για ερασιτεχνικό ή επαγγελματικό σκοπό. Αυτό βέβαια έγινε με την βοήθεια του Γαλλικού κράτους, που απένειμε σαν αντάλλαγμα στον Daguerre ένα ετήσιο επίδομα 6000 φράγκων. Στο γιο του Niepce, Ισίδωρο, προσέφεραν αντίστοιχα 4000 φράγκα το χρόνο, σαν αναγνώριση της συμβολής του πατέρα του στην εφεύρεση.
Ο Daguerre συμφώνησε να γίνουν τα πράγματα έτσι, διότι κατάλαβε πως θα ήταν πολύ δύσκολο να ελέγχει τη χρήση της εφεύρεσης του και ότι πολλοί θα ήταν αυτοί που ανά τον κόσμο θα τη χρησιμοποιούσαν χωρίς να του πληρώνουν την όποια συνδρομή θα ζητούσε. Στην Αγγλία, παρ' όλα αυτά, προτίμησε να κρατήσει την πατέντα της εφεύρεσης και όρισε τον Miles Berry σαν αντιπρόσωπο που θα την διαχειριζόταν.






Ο ανταγωνισμός με τον Talbot
O William Henry Fox Talbot, άγγλος ερευνητής, είχε από το 1834 ξεκινήσει προσπάθειες για να καταφέρει κι αυτός την αποτύπωση εικόνων με τη βοήθεια των αλάτων του αργύρου. Ενώ είχε φτάσει πολύ κοντά στην επιτυχία χρησιμοποιώντας νιτρικό και χλωριούχο άργυρο πάνω σε χαρτί, το 1839 έμαθε για την ανακοίνωση του Daguerre στη Γαλλία, και φυσικά ανησύχησε με την ιδέα πως κάποιος άλλος θα προλάβει να πάρει τη δόξα για την εφεύρεσή του.
Στις 25 Ιανουαρίου του 1839 παρουσιάζει μερικά από τα αποτελέσματα των πειραμάτων του («φωτογενείς ζωγραφιές» όπως τα ονόμαζε) στο Αγγλικό Βασιλικό Ίδρυμα των Επιστημών και κατοχυρώνει την πατρότητα της τεχνικής που είχε επινοήσει, την οποία ονομάζει «καλοτυπία» (calotype). Όταν οι δύο τεχνικές, του Daguerre και του Talbot έγιναν γνωστές, κατέστη προφανές πως κανείς από τους δύο δεν είχε κλέψει την εφεύρεση του άλλου, καθότι ήταν αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους.


Η επιτυχία της δαγγεροτυπίας
Η ανταπόκριση του κοινού μετά από την ανακοίνωση της εφεύρεσης του Daguerre ήταν άμεση. Πολλές εκατοντάδες ενδιαφερόμενοι έτρεξαν να προμηθευτούν τα απαραίτητα εργαλεία και υλικά για να φτιάξουν δικές τους δαγγεροτυπίες. Τα έντυπα εκείνης της εποχής έφτασαν να μιλάνε για την «δαγγεροτυπομανία» που εξαπλωνόταν από το Παρίσι προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Το γεγονός πως η εφεύρεση δεν ήταν πατενταρισμένη βοήθησε την εξάπλωσή της, ενώ ο Daguerre κέρδισε διπλά, αφού εκτός από τα χρήματα που πήρε από την κυβέρνηση της Γαλλίας, κέρδισε πολλά τόσο από την πώληση του εγχειριδίου της μεθόδου, που εκδόθηκε 29 φορές μέσα στον πρώτο μόνο χρόνο, όσο και από τις πωλήσεις «δαγγεροτυπικών μηχανών», δηλαδή μιας camera obscura ή, αν θέλετε, μιας ξύλινης φωτογραφικής μηχανής που κατασκεύαζε σε συνεργασία με τον γαμπρό του, τον Alphonse Giroux, και η οποία δεχόταν τις δαγγεροτυπικές πλάκες. Η φήμη του φυσικά, ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο, αφού το όνομά του (που το είχε και η εφεύρεση) ακουγόταν πια παντού.
Ενώ αρχικά δεν ήταν δυνατό να γίνουν δαγγεροτυπικά πορτραίτα, λόγω του τεράστιου χρόνου έκθεσης (30-40 λεπτά σε εξωτερικό χώρο, ανάλογα με το φωτισμό), κάποιες βελτιώσεις στη φωτεινότητα των φακών (θρυλικοί υπήρξαν οι φακοί των Petzval και Voigtlander) και στην ευαισθησία του φωτοευαίσθητου υλικού με πρόσθετα χημικά, όπως το βρώμιο και ο ασβέστης, μείωσαν τους χρόνους έκθεσης στα επίπεδα του μισού λεπτού περίπου και έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, η δημιουργία πορτραίτων έγινε η πιο συχνή εφαρμογή της φωτογραφίας. Δαγγεροτυπικά στούντιο πορτραίτων άνοιξαν σε όλο τον προηγμένο κόσμο σε ελάχιστο χρόνο (οι ΗΠΑ κατέχουν τα πρωτεία με το στούντιο του Alexander Wolcott στη Νέα Υόρκη τον Μάρτιο του 1840) και έκαναν χρυσές δουλειές.
Παράλληλα, χιλιάδες θέματα σε εξωτερικό χώρο φωτογραφίζονταν από επίδοξους φωτογράφους και πολλά ταξίδια έγιναν με σκοπό τη φωτογράφηση μνημείων και αξιοθέατων ανά τον κόσμο. Η τεχνική του Talbot (καλοτυπία) εφαρμόστηκε για τέτοιες εφαρμογές επίσης, κυρίως διότι προσέφερε την δυνατότητα της αναπαραγωγής. Οι εικόνες που φτιάχνονταν όμως με την τεχνική αυτή δεν ήταν πολύ καθαρές, έτσι πολλοί παρέμειναν στη δαγγεροτυπία καθώς έδινε εικόνες με καλύτερη ευκρίνεια.


Δαγγεροτυπομανία. 
Έτσι αποκαλούσαν ο σκιτσογράφοι της εποχής τη μανία που είχε καταλάβει τον κόσμο να φωτογραφίσει και να φωτογραφηθεί μετά την εφεύρεση της δαγγεροτυπίας...
Η ευκρίνεια των εικόνων ήταν το χαρακτηριστικό που εντυπωσίαζε περισσότερο στη δαγγεροτυπία, και τον καιρό εκείνο όλοι έμεναν άναυδοι όταν κοιτούσαν από κοντά τις εικόνες και ανακάλυπταν λεπτομέρειες που με γυμνό μάτι ίσως να μην μπορούσαν να διακρίνουν στο μέρος όπου είχε γίνει η φωτογράφηση. Η εξέταση μιας δαγγεροτυπίας με μεγεθυντικό φακό αποκαλύπτει κάθε λεπτομέρεια του θέματος, καταγραμμένη με καλό κοντράστ και ανάγλυφο τρόπο. Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές πολλών ανθρώπων που έβλεπαν για πρώτη φορά μια δαγγεροτυπία και κατενθουσιάζονταν.
Δήλωναν δε πως η νέα τεχνική καταγράφει τις εικόνες της φύσης τόσο πιστά, ώστε πρόκειται να κατατροπώσει τις παλιότερες μεθόδους αναπαράστασης (όπως το σχέδιο και η ζωγραφική), περιορίζοντάς τις σε αποκλειστικά καλλιτεχνικές εφαρμογές (πράγμα που – τουλάχιστο εν μέρει – έγινε).


Η δαγγεροτυπική εικόνα
Η εικόνα που αποκτά κανείς με τη δαγγεροτυπία είναι αρκετά διαφορετική από αυτό που έχουμε συνηθίσει με τις σύγχρονες φωτογραφικές τεχνικές. Η μεταλλική πλάκα που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο, αλλά και ο υδράργυρος που αποτελεί τις ανοιχτόχρωμες περιοχές της εικόνας μας, δίνουν μία «μεταλλική» λάμψη και ένα βάθος τα οποία προσφέρουν μια ελαφρά τρισδιάστατη αίσθηση στην εικόνα. Η δαγγεροτυπία πρέπει να ιδωθεί από μία και μόνο γωνία, ώστε στα σκιερά της εικόνας να φανεί η αντανάκλαση μιας σκούρας επιφάνειας και να ανέβει το κοντράστ. Τα καλά καδράκια στα οποία έβαζαν τις δαγγεροτυπίες είχαν καπάκι, που άνοιγε με μεντεσέ και η εσωτερική του επιφάνεια ήταν σκούρα. Αυτή η επιφάνεια χρησίμευε για την αντανάκλαση στα σκιερά μέρη. Χάρη στην τρισδιάστατη αυτή αίσθηση της δαγγεροτυπίας, ακόμη και σήμερα πολλοί εραστές της τέχνης της φωτογραφίας τη θεωρούν αξεπέραστη.

Η εικόνα που φτιάχνουμε με τη δαγγεροτυπία είναι βέβαια μοναδική, αφού δεν υπάρχει αρνητικό το οποίο μπορούμε να εκτυπώσουμε πολλές φορές, όταν όμως χρειαζόταν η δημιουργία πολλαπλών αντιτύπων μπορούσε κανείς να αντιγράψει μια δαγγεροτυπία, φωτογραφίζοντάς την ξανά σε μια δαγγεροτυπική πλάκα. Φυσικά, η τεχνική δεν ήταν εύκολη και το αποτέλεσμα δεν ήταν το ίδιο καλό με το πρωτότυπο. Έτσι αν ο φωτογράφος ήξερε από πριν πως θα χρειαστούν περισσότερα αντίτυπα, φρόντιζε απλά να τραβήξει το θέμα του πολλές φωτογραφίες κατά τη λήψη.


Τα συνηθισμένα μεγέθη των δαγγεροτυπικών πλακών την εποχή εκείνη ήταν:

Ολόκληρη πλάκα – 16,5 x 21,5 εκ.
Μισή πλάκα – 11 x 14 εκ.
Τέταρτο πλάκας – 8 x 11 εκ.
Έκτο πλάκας – 7 x 8 εκ.
Ένατο πλάκας – 5 x 6,5 εκ.
Δέκατο έκτο πλάκας – 3,5 x 4 εκ.


Εννοείται πως τα μικρότερα μεγέθη κόστιζαν φτηνότερα σε κάποιο στούντιο. Έτσι ο πελάτης, ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες, αποφάσιζε σε τι μέγεθος ήθελε να παραγγείλει τη δαγγεροτυπία του. Επίσης, οφείλουμε να αναφέρουμε πως – ανάλογα με τον φακό που χρησιμοποιείτο – σε γενικές γραμμές μια μεγαλύτερη πλάκα χρειαζόταν πιο μακρύ χρόνο έκθεσης, έτσι αν έπρεπε να φωτογραφηθεί ζωντανό θέμα (πορτραίτο), τα μεγάλα μεγέθη δυσκόλευαν το έργο του δαγγεροτυπίστα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της δαγγεροτυπίας είναι πως η εικόνα είναι ανεστραμμένη, όπως η εικόνα μέσα στον καθρέφτη. Αυτό συμβαίνει επειδή το είδωλο στη μηχανή προβάλλεται πάντα ανάποδα και ανάστροφα, και αν και μπορούμε – μετά την εμφάνιση – να κοιτάμε την πλάκα κρατώντας την ίσια, δεν μπορούμε να τη γυρίσουμε στο δεξιά – αριστερά, καθότι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη δεν είναι διαφανές.
Η ανωμαλία αυτή δεν ενόχλησε συχνά τους επίδοξους εικονοποιούς. Όταν δε η φορά της εικόνας είχε μεγάλη σημασία, φρόντιζαν να φωτογραφίζουν το θέμα τους μέσα από καθρέφτη, ο οποίος έχει τη μαγική ικανότητα να αντιστρέφει το είδωλο. Με το κόλπο αυτό, η εικόνα στη φωτογραφία είχε τη σωστή φορά. Η εικόνα στην περιοχή κοντά στις άκρες της δαγεροτυπικής πλάκας ήταν συχνά κακοσχηματισμένη – λόγω ανομοιόμορφης ευαισθητοποίησης ή εμφάνισης – και τραυματισμένη διότι κατά τη διάρκεια των χειρισμών της επεξεργασίας της ο δαγγεροτυπίστας την έπιανε από τις άκρες με τσιμπίδες ή και τα δάχτυλα. Αυτό διορθωνόταν εύκολα, βάζοντάς τες σε καδράκια που δεν άφηναν να φαίνονται οι περιοχές κοντά στις τέσσερις ακμές της πλάκας. Έτσι βλέπουμε πολλές φορές δαγγεροτυπίες με οβάλ πασπαρτού ή άλλες που οι γωνίες τους είναι στρογγυλεμένες (οι γωνίες της δαγγεροτυπικής πλάκας έπρεπε να στρογγυλευτούν ούτως ή άλλως, για να διευκολυνθεί η διαδικασία του γυαλίσματος πριν την ευαισθητοποίηση).





Η τεχνική της δαγγεροτυπίας
Η τεχνική που αρχικά παρουσίασε ο Daguerre στο Γαλλικό κοινό το 1839 και εξελίχθηκε στη συνέχεια, είχε ως εξής:
- Παίρνουμε μία πλάκα χαλκού, όσο πιο λεία μπορούμε και την τοποθετούμε σε ένα μπάνιο ηλεκτρόλυσης, ώστε να δημιουργήσουμε πάνω της μία πολύ λεπτή στρώση αργύρου. Υπάρχει τρόπος αυτό να γίνει και χωρίς ηλεκτρόλυση, αλλά είναι αρκετά δυσκολότερο να πετύχουμε ομοιόμορφο αποτέλεσμα. Το μέγεθος της πλάκας θα είναι και το μέγεθος της δαγγεροτυπίας μας, γι' αυτό το επιλέγουμε ανάλογα.
- Γυαλίζουμε πολύ καλά την επιφάνεια της πλάκας και την ξεπλένουμε με διάλυμα νιτρικού οξέος, ώστε να εξαλείψουμε κάθε ανωμαλία στην επιφάνειά της και να αφαιρέσουμε κάθε ίχνος χαλκού που μπορεί να υπάρχει πάνω στην επίστρωση αργύρου.
- Τοποθετούμε την πλάκα πάνω από μερικούς κρυστάλλους ιωδίου, με την επάργυρη επιφάνεια προς τα κάτω, ώστε οι ατμοί ιωδίου να επικαθίσουν στον άργυρο και να δημιουργήσουν ιωδιούχο άργυρο, ευαισθητοποιώντας με αυτό τον τρόπο την πλάκα. Η διαδικασία αυτή πρέπει βέβαια να γίνει μακριά από το φως. Η ευαισθητοποιημένη πλάκα παίρνει μία κίτρινη – ροζ απόχρωση και έτσι καταλαβαίνουμε πότε η διαδικασία τελείωσε.
- Μπορούμε σε αυτό το στάδιο να βελτιώσουμε την ευαισθησία της πλάκας στο φως, με την επίδραση βρωμιούχων ενώσεων. Οι βελτιωτικές ενώσεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πολλές, αλλά αυτές που είχαν σαν βάση το βρώμιο ήταν οι πιο διαδεδομένες.
- Βάζουμε την πλάκα μέσα σε μία φωτογραφική μηχανή (camera obscura εκείνη την εποχή) και την εκθέτουμε στο φωτεινό είδωλο.
Ο χρόνος έκθεσης που χρειαζόταν για τις πρώτες δαγγεροτυπίες ήταν της τάξης των 10 – 45 λεπτών σε διάφορες συνθήκες φωτισμού, στο ύπαιθρο. Με φωτεινούς φακούς και πλάκες αυξημένης ευαισθησίας, πέφτουμε σε χρόνους λίγων δευτερολέπτων.
Εμφανίζουμε την πλάκα ως εξής:
Την τοποθετούμε πάνω από ένα δοχείο με υδράργυρο τον οποίο ζεσταίνουμε στην θερμοκρασία των 75 -80°C για να δημιουργηθούν ατμοί και να εμφανίσουν τη λανθάνουσα εικόνα. Η πλάκα πρέπει να τοποθετηθεί σε γωνία 45° πάνω από τον υδράργυρο, αν θέλουμε να μπορεί κανείς να δει την εικόνα στη δαγγεροτυπία κανονικά.
- Στερεώνουμε την εικόνα σε θειοθειϊκό νάτριο, το ονομαζόμενο «υποσουλφίτ». Αφήνουμε το υποσουλφίτ να κυλήσει πάνω στην πλάκα αρκετές φορές. (Οι σημερινοί στερεωτές βασίζουν τη δράση τους στην ίδια χημική ουσία).
- Μπορούμε τέλος να περάσουμε τη δαγγεροτυπία από ένα διάλυμα χλωριούχου χρυσού, που θα αποδώσει καλύτερα χαρακτηριστικά σταθερότητας στο χρόνο. Η τεχνική αυτή παρουσιάστηκε το 1840 από τον Hippolyte Fizeau και χρησιμοποιήθηκε έκτοτε ευρέως.
- Επειδή η επιφάνεια της δαγγεροτυπίας είναι πολύ ευαίσθητη και κάθε γρατζουνιά με τα δάχτυλα ή με κάποιο αντικείμενο αφήνει σημάδια, οφείλουμε να την προστατεύσουμε μέσα σε ένα καδράκι με τζάμι, όπως έκαναν σχεδόν πάντα οι φωτογράφοι («δαγγεροτυπίστες») της εποχής εκείνης.
Μερικές φορές, ο επιχρωματισμός της δαγγεροτυπίας μπορεί να δώσει ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Οι φωτογράφοι της εποχής συνήθιζαν να προσφέρουν την υπηρεσία αυτή σαν κάτι παραπάνω από την απλή φωτογράφηση.
Συντήρηση παλιάς δαγγεροτυπίας
Η κλασική μέθοδος συντήρησης δαγεροτυπιών που έχουν υποστεί φθορά από το χρόνο απαιτεί τη χρήση εξαιρετικά δηλητηριωδών ουσιών (κυανιούχου καλίου) και δεν συνιστάται πια. Υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστούν οι οξειδώσεις στην επιφάνεια μιας δαγγεροτυπίας με πιο ήπια μέσα:
- Ξεπλένουμε την επιφάνεια της δαγγεροτυπίας με νερό και photo – flo
- Τοποθετούμε τη δαγγεροτυπική πλάκα στο παρακάτω διάλυμα, μέχρι να εξαφανιστούν οι λεκέδες από την οξείδωση

απιονισμένο νερό 250 ml.
θειουρία 35 γραμ.
φωσφορικό οξύ 8 ml.
photo – flo 1 ml.
προσθέστε νερό για να γίνει 500 ml.
- Ξεπλένουμε καλά με απιονισμένο νερό
- Ξεπλένουμε τελευταίο "χέρι" με οινόπνευμα ή ξυλόπνευμα και στεγνώνουμε χωρίς υπερβολική θέρμανση.

Με τον τρόπο καθαρισμού αυτόν, αφαιρείται μία μικρή ποσότητα αργύρου από την εικόνα, γι' αυτό δεν πρέπει να το παρακάνουμε!



Η δαγγεροτυπία σήμερα
Στη σημερινή εποχή παρατηρείται μία τάση επιστροφής προς παλιές, παραδοσιακές και ιστορικές αξίες και τεχνικές σε πολλούς τομείς της ζωής. Έτσι βλέπουμε πολλούς φωτογράφους να δείχνουν ενδιαφέρον για παλιές και ξεχασμένες τεχνικές όπως οι εναλλακτικές τεχνικές εκτύπωσης (πλατινοτυπία, bromoil, carbon prints κλπ) ή η φωτογραφία με πρωτόγονες κάμερες χωρίς φακό (pinhole). Η δαγγεροτυπία δεν μπορούσε να λείπει από την παρέα, και έτσι μία μερίδα ...παρελθοντολάγνων προσπαθεί – και καταφέρνει – να φωτογραφίζει με την τεχνική αυτή.
Οι αμερικανοί φυσικά είναι πάντα πρώτοι όταν πρόκειται για κάτι το διαφορετικό και με την πρωτοβουλία μερικών από αυτούς είδαμε την ίδρυση της «δαγγεροτυπικής εταιρείας» (The Daguerreian Society) το 1988, που σήμερα απαριθμεί 900 μέλη και επιδεικνύει υποδειγματική δραστηριότητα, όπως τη δημιουργία ενός καταπληκτικού Internet site, την έκδοση επετηρίδας μεγέθους 250 σελίδων και τη διοργάνωση ετήσιου συμποσίου. Όποιος θέλει να ασχοληθεί με τη δαγγεροτυπία, δεν έχει παρά να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία και να ξεκινήσει τις προσπάθειες. Γρήγορα θα δει τα πρώτα αποτελέσματα και όποια απορία του δημιουργηθεί θα μπορέσει εύκολα να τη λύσει μέσα από την εκτενή βιβλιογραφία που υπάρχει.




Making of Daguerreotype by Takashi Arai from Takashi Arai on Vimeo.