Τλούπας Τάκης

5 Αυγ 2015



O φωτογράφος του θεσσαλικού κάμπου



Ο Τάκης Τλούπας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1920 και πέθανε στις 8 Μαΐου 2003 στην ίδια πόλη που γεννήθηκε και τόσο αγαπούσε. Γιος ξυλογλύπτη ακολουθεί την τέχνη του πατέρα του ως την κατοχή, όμως η αναδουλειά τον έστρεψε σε άλλους τομείς βιοπορισμού. Έτσι έρχεται σ' επαφή με τη φωτογραφία που τον συναρπάζει και την ακολουθεί σαν επάγγελμα. Ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1938 ανεβαίνοντας στον Όλυμπο με τον Ορειβατικό Σύλλογο Λάρισας.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής δούλεψε κοντά σ' ένα επαγγελματία φωτογράφο της πόλης του, όμως κατά βάση ήταν αυτοδίδακτος. Μετά τον πόλεμο ταξίδεψε σε απρόσιτα χωριά με ανθρωπιστικές αποστολές του Ερυθρού Σταυρού, ενώ φωτογράφισε τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας μέσα από σημαντικά δημόσια έργα.
Από το 1945 ανοίγει κατάστημα-στούντιο στη Λάρισα φωτογραφίζοντας νύφες και "εβδομαδιαίες φωτογραφίες"
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας. Ασχολήθηκε με τη φωτογραφία επαγγελματικά διατηρώντας επί δεκαετίες φωτογραφικό εργαστήριο και στούντιο στη Λάρισα, κατάφερε όμως να κρατήσει μέσα του πάντα διάπλατα ανοικτό το παράθυρο της προσωπικής και δημιουργικής έκφρασης. Οργώνοντας τη Θεσσαλία με τη βέσπα του και αργότερα το θρυλικό Ντεσεβό, κατέγραψε το θεσσαλικό κάμπο, τον Πηνειό και την κοιλάδα των Τεμπών, τη λίμνη Κάρλα και την αποξήρανσή της. Ως δεινός πεζοπόρος περιδιάβαινε τον Όλυμπο, τον Κίσαβο και το Πήλιο σε κοπιαστικές πορείες, αποτυπώνοντας το ορεινό τοπίο με όλες τις διακυμάνσεις του καιρού και του φωτός.
Φωτογράφισε τους βλάχικους καταυλισμούς, τους μεροκαματιάρηδες της γης, το μόχθο του απλού ανθρώπου της υπαίθρου, διατηρώντας αμείωτο ενδιαφέρον για το τοπίο, τη ζωή, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του. Αποτύπωσε επίσης ευλαβικά την ιδιαίτερη μοναστική ζωή του Αγίου Όρους και των Μετεώρων, με τον τελετουργικό χαρακτήρα και τους μεταφυσικούς συμβολισμούς. Επί πλέον φωτογράφισε εκτεταμένα τον αστικό χώρο, κυρίως μέσα από όψεις της Λάρισας και των Τρικάλων. Στο προσωπογραφικό του έργο είτε οι ανώνυμες μορφές καθημερινών ανθρώπων είτε αυτές των επωνύμων, (όπως ο Σεφέρης ή ο Καραγάτσης), αντιμετωπίζονται ομοίως, ως διακριτές ατομικότητες.




Υπέρμαχος της «καθαρής» ασπρόμαυρης φωτογραφίας, της έντεχνης απεικόνισης του κόσμου με τρόπο που συνδυάζει τον τεκμαρτό χαρακτήρα και την προσωπική σφραγίδα....
Ο Τλούπας χρησιμοποιούσε ως βασικά εργαλεία το φυσικό φωτισμό, τη σύνθεση και την καλή τεχνική γνώση του σκοτεινού θαλάμου. Το σύνολο του έργου του συνθέτει ένα περίτεχνο σύνολο της ελληνικής μεταπολεμικής ζωής και διατηρεί, πέραν της καλλιτεχνικής, σημαντική επιστημονική και ιστορική αξία, προσφέροντας πλούτο πληροφοριών στη λαογραφία, την αρχαιολογία και άλλα επιστημονικά πεδία.
Διέθετε πνευματική συγγένεια και φιλία με τους άλλους τρεις αφοσιωμένους φωτογράφους της ελληνικής υπαίθρου (Σπύρο Μελετζή, Κώστα Μπαλάφα και Δημήτρη Λέτσιο), ακολουθεί την ίδια θεματολογία με αυτούς, όμως οι εικόνες του είναι στο σύνολό τους πιο «αντικειμενικές», καταγράφοντας τις συνθήκες της καθημερινότητας με σαφήνεια και απλότητα, σε αντίθεση με την «ηρωικότητα» των ανθρώπων και των χώρων του Μελετζή και τη συναισθηματική εμπλοκή του Μπαλάφα.




Οι φωτογραφίες του Τλούπα καλύπτουν μια μεγάλη ιστορική περίοδο στην οποία διαδραματίστηκαν ίσως από τα σημαντικότερα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που καθόρισαν την εξέλιξη του τόπου. Τίποτε όμως απ' όλα αυτά δεν αντικατοπτρίζεται στο έργο του, που μοιάζει να στρέφεται μακριά από τους θορύβους των κοινωνικών ταραχών και τους απόηχους της Ιστορίας. Τίποτε δεν ταράζει την ήρεμη καθημερινότητα των ανθρώπων που ζουν σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον και τους γύρω τους. Οι φωτογραφίες του αποκαλύπτουν την πίστη του προς τις κατεστημένες αλήθειες, αρνούμενος να συμπορευτεί με την καινούργια μετασχηματιζόμενη κοινωνία που αναδύεται.



 Ορισμένες φωτογραφίες από τη φύση και τα τοπία αποτελούν εξαιρετικά δείγματα καλαίσθητων λήψεων, λυρικής διάθεσης, στις οποίες επικρατεί μαζί με την αρμονία και την τάξη μια ήρεμη ονειρική ατμόσφαιρα.





Ο Β. Αγγλόπουλος μου έλεγε πάντα για αυτόν τον χαρισματικό άνθρωπο.
"Ξεκινούσαμε παρέα να φωτογραφίσουμε την Θεσσαλική γη. Εγώ άλλαζα τα φιλμ το ένα μετά το άλλο. Ο Τάκης έκανε όλο κι όλο τρία κλικ. Στο τέλος κατέληγα με ένα τσούρμο αδιάφορες φωτογραφίες. Αυτός είχε ήδη τρία μεγάλα έργα για την συλλογή του..."
ο Δήμος Λάρισας τίμησε την όλη καλλιτεχνική του παρουσία στον χώρο της φωτογραφίας χαρίζοντας του την ομώνυμή αίθουσα φωτογραφικών και όχι μόνον εκθέσεων "Αίθουσα Τάκη Τλούπα" στο "Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο" στην οποία εκθέτουν τοπικοί αλλά και διεθνούς εμβέλειας καλλιτέχνες. Η κόρη του διατηρεί το παλιό φωτογραφείο του μεγάλου Έλληνα καλλιτέχνη κρατώντας το επάγγελμα του πατέρα της και διατηρώντας ολόκληρο το φωτογραφικό του αρχείο στην συλλογή της....




Όπως αναφέρει ο καθηγητής Γιώργος Χουρμουζιάδης, αυτό που έψαχνε ο Τάκης Τλούπας, με τη φωτογραφική του μηχανή, ήταν να βρει την αλήθεια, που πολλές φορές περνάει από δίπλα μας κι εμείς δεν την αντιλαμβανόμαστε. Εκείνος την έβλεπε, όπου κι αν ήταν. Ήταν ένας αλάνθαστος κυνηγός της "αλήθειας", που την έβρισκε στη φύση, τα ανθρώπινα πρόσωπα, τα κουρασμένα και τα χαρούμενα, τα περίεργα και τα πονεμένα και να μην φωτογραφίζει το πρόσωπο, αλλά το συναίσθημα που αποπνέει το καθένα.
Το ξεχωριστό χαρακτηριστικό του μεγάλου αυτού Λαρισαίου καλλιτέχνη ήταν πως ό,τι φωτογράφιζε, παρέπεμπε στον άνθρωπο. Είτε ήταν αυτός παρών είτε όχι. Για τον Τλούπα, ακόμα και τα ερείπια ενός γκρεμισμένου σπιτιού έπρεπε να υπονοούν την ανθρώπινη παρουσία. Η Λάρισα που δεν απαρνήθηκε, η πόλη που τον ενέπνευσε, τιμά τον ιστορικό της, τον άνθρωπο, τον καλλιτέχνη, τον δημιουργό, που την ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου.
Όπως αναφέρουν οι κόρες του, Χριστίνα και Βάνια Τλούπα, ήταν λιγομίλητος, "κλειστός" άνθρωπος, που σπάνια εκδηλωνόταν. "Όμως ένα βλέμμα, μια κίνηση, ένα νεύμα του, ήταν το παν. Μάθαμε πράγματα που δεν διδάσκονται στα σχολεία. Να παρατηρούμε τα πάντα γύρω μας με μοναδική ευαισθησία. τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, τα σύννεφα στη δύση, τα χρώματα του δάσους το φθινόπωρο, τα μανιτάρια, μα πιο πολύ τον άνθρωπο", λένε χαρακτηριστικά




Αντιπαθούσε τις βαθυστόχαστες αναλύσεις, ήταν απλός αλλά όχι απλοϊκός, ολιγαρκής αλλά και γενναιόδωρος, σε αγάπη και ευαισθησία. Προοδευτικός και πρωτοπόρος έβλεπε τον ορίζοντα μπροστά από την εποχή του.
Κατά καιρούς έλεγε: "Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές έβλεπα πράγματα που δεν έβλεπαν οι άλλοι και που ένιωθα πως θα χαθούν. Πολλές από τις αγροτικές εργασίες, που δεν είχαν διαφοροποιηθεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, ραγδαία άρχισαν να μεταβάλλονται. Η εφαρμογή της τεχνολογίας ήταν πλέον πραγματικότητα. Έτσι, γεννήθηκε μέσα μου η αγωνία της απαθανάτισης. Η συνεχιζόμενη φθορά που παρατηρούσα γύρω μου αποτέλεσε, επίσης, την αιτία για να φωτογραφήσω τα έργα των ανθρώπων. Ένιωθα ότι θα γίνουν καταστροφές, ότι θα χαθεί ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Έβλεπα σε κάποιες εκκλησίες και μοναστήρια, λεπτομέρειες αρχιτεκτονικές, τις οποίες δεν τις έβλεπαν οι ειδικοί κι έλεγα πως θα μπορούσαν να διασωθούν έστω ως εικόνες στη μνήμη των ανθρώπων. Ίσως τελικά να μην ήθελα να διασώσω μόνο την εικόνα του κτίσματος, αλλά εκείνη την αγωνία του μάστορα για το δημιούργημα του και για την πορεία του στο πέρασμα του χρόνου".
Όσο για τον ορισμό της φωτογραφίας έλεγε: "Η φωτογραφία αυτοπροσδιορίζεται. Η ίδια η φωτογραφία ορίζει την τέχνη της. Εγώ αναζητώ εκείνο που υπάρχει μέσα μου και αυτή η αναζήτηση μπορεί να κρατήσει χρόνια. Πολλές φορές μπορεί να σταθώ απέναντι σε ένα αντικείμενο αλλά να μην αποφασίζω να το φωτογραφίσω, περιμένοντας εκείνη την ιδανική – για τα δικά μου μάτια στιγμή. Δεν μπορώ να πω τι είναι φωτογραφία, μπορώ να πω όμως πως με γοητεύουν οι ομίχλες όπως και οι αντικατοπτρισμοί, τα καθρεφτίσματα και οι αντανακλάσεις. Με συναρπάζουν τα παιχνίδια με το φως. Σίγουρα η φωτογραφία είναι φως, αλλά και άλλα πολλά.
Γράφησαν πολλά και άλλα πολλά θα γραφούν για την τεχνική της τέχνης του και το έμφυτο ταλέντο του, που τον ανέδειξαν σε φωτογράφο γνωστό σε όλο τον κόσμο. Όμως η αύρα του, η ανθρωπιά του, το εύρος της ευαισθησίας του και η αισιοδοξία του δεν μπορούν να περιγραφούν".





ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ...
Ο σημαντικότερος μεταπολεμικός φωτογράφος στην Ελλάδα -αυτοδίδακτος, παρακαλώ!- γεννήθηκε το 1920 στη Λάρισα και στη συνέχεια ακολούθησε το επάγγελμα του ξυλουργού πατέρα του. Έμαθε τα μυστικά της τέχνης του σκαλίσματος και ο ίδιος εργάστηκε ως ξυλογλύπτης, ώσπου τα προβλήματα και οι αναδουλειές κατά την Κατοχή λειτούργησαν ανασταλτικά. Ένα άρθρο με τίτλο «Πώς να φωτογραφίζετε καλαίσθητα» στο περιοδικό «Θεατής» τον έφερε σε επαφή με το επάγγελμα που θα ακολουθούσε στην πορεία.
Τα πρώτα σοβαρά δείγματα της δουλειάς του φτάνουν από τα βουνά. Ο ορεινός όγκος της ανατολικής Θεσσαλίας και οι βοσκοί αποτελούσαν ένα από τα αρχικά αγαπημένα του θέματα, και δεν δίσταζε να ακολουθεί για μέρες τους τελευταίους, ώστε να αποτυπώσει κάθε κίνηση και κάθε τους έκφραση. Στο «σκόπευτρό» του μπήκαν στη συνέχεια οι άνθρωποι του κάματου, οι αγρότες της Θεσσαλίας και το απέραντο χωράφι τους... Το αποτέλεσμα; Το πρώτο εξώφυλλο της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας ήταν δικό του. Η φωτογραφία της λίμνης Κάρλας -με τις χαρακτηριστικές ρωγμές της γης -πριν και μετά την αποξήρανσή της επίσης δική του. Τα επόμενα χρόνια όργωσε την Ελλάδα, αρχικά με τη βέσπα του και αργότερα με το θρυλικό Ντεσεβό, απεικονίζοντας όλες τις εκφάνσεις της ζωής στην ύπαιθρο.
Η αυθεντικότητα εκείνων που ασχολούνταν με τη γεωργία και η ταυτότητα μιας περιοχής μεστής από πολιτιστικά μνημεία αιώνων, δεν τον άφηναν ασυγκίνητο, αλλά του έδιναν την αίσθηση πως έπρεπε να «αιχμαλωτιστούν» στα φιλμ του μια για πάντα, αφού είχε το προαίσθημα πως όλα εκείνα που αγαπούσε θα χαθούν.





ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟ ΦΩΣ...
Όσον αφορά στην τεχνική του, καθοριστικό ρόλο έπαιξε το φως και ο τρόπος με τον οποίο αυτό δημιουργούσε γυαλάδες και αντανακλάσεις σε πρόσωπα και αντικείμενα. Ένα ατελείωτο παιχνίδι του άσπρου με το μαύρο και όλων των διαβαθμίσεών τους είχε ήδη ξεκινήσει, μαρτυρώντας την αγάπη του Τλούπα για το αληθινό και ωραίο στην πλήρη και πραγματική του υπόσταση.
Πάντα τα μηνύματα των φωτογραφιών του ήταν θετικά, ακόμα και όταν επρόκειτο για λύπη. Ποτέ δεν απαθανάτισε πτώματα ή τραγικές φιγούρες. Ναι μεν προσέγγισε τον ανθρώπινο πόνο, αλλά στη διάσταση εκείνη που παράλληλα εμπεριείχε ένα θετικό μήνυμα, χωρίς ωστόσο να εξωραΐζει πράγματα και καταστάσεις.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η φίλη του και διευθύντρια του Λαογραφικού-Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, κα Λένα Γουργιώτη, στο βιβλίο των Εκδόσεων ΚΑΠΟΝ «Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα», ήταν «εραστής της αλήθειας στη φιλοσοφική της ουσία, που σημαίνει κατανόηση της φύσης, του φυτικού-ζωικού κόσμου, του ανθρώπου στις ποικίλες εκδηλώσεις του βίου, των επινοήσεων και των εικαστικών του επιτευγμάτων».




«Άνθρωπος ταπεινός, με ευαισθησίες, μια ταξιδιάρα ψυχή», συμπληρώνει η κόρη του, Βάνια. Το ανήσυχο πνεύμα του οδηγήθηκε και σε άλλα πολιτιστικά μονοπάτια. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι είχε ασχοληθεί με την έρευνα παλαιολιθικών και νεολιθικών οικισμών. Τα ευρήματά του περιελάμβαναν εργαλεία εξαιρετικής σημασίας από τις δύο αυτές προϊστορικές περιόδους, τα οποία δώρισε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Ο Τάκης Τλούπας «εγκατέλειψε» οριστικά το πάθος του για τη φωτογραφία τον Μάιο του 2003, άφησε όμως άξια διάδοχο την κόρη του, Βάνια. Κοντά του παρακολούθησε τα καλύτερα μαθήματα φωτογραφίας και συνεχίζει επάξια την «οικογενειακή παράδοση» με διαφορετικό προσανατολισμό (ασχολείται με πορτρέτα) αλλά με κοινή ματιά και αντίληψη περί φωτός. Είχε την τύχη να μάθει από τον καλύτερο, από έναν άνθρωπο που δεν σπούδασε ούτε το φως, ούτε το διάφραγμα, ούτε τα ASA. Ο Τάκης Τλούπας είχε απλώς τη θέληση και την ικανότητα να αιχμαλωτίζει μεμιάς το «κάδρο» και να αποτυπώνει τα γεγονότα με αλάνθαστη ακρίβεια.

Γιώργος Χ. Χουρμουζιάδης
[...] Ναι, αυτό έψαχνε ο Τάκης Τλούπας, με τη φωτογραφική μηχανή του, να βρει την αλήθεια, που πολλές φορές περνάει από δίπλα μας και μεις δεν την παίρνουμε χαμπάρι. Εκείνος την έβλεπε. Όπου και να ήταν, την έβλεπε. Ήταν ένας αλάνθαστος κυνηγός της αλήθειας. Ήξερε που να τη βρει, πώς να την πλησιάσει και, χωρίς αυτή να τον παίρνει μυρωδιά, αυτός τσακ τη φωτογράφιζε. Κι όταν μιλάω για αλήθειες δεν εννοώ του λόγου το αληθές που λέει και το απολυτίκιο. Ο Τάκης κυνηγούσε και φωτογράφιζε τις αλήθειες της ζωής, που τις έβρισκε στη φύση, στα ανθρώπινα πρόσωπα, τα κουρασμένα και τα χαρούμενα, τα περίεργα και τα πονεμένα. Και στα πρόσωπα αυτά είχε τον τρόπο να ξεπερνάει τα σχήματα και τη σάρκα και να πιάνει το άπιαστο.
Θα πω και θα φανεί παράξενο αυτό που θα πω: ο Τλούπας από ένα πονεμένο πρόσωπο δε φωτογράφιζε το πρόσωπο αλλά τον πόνο. Όπως από ένα κομμένο και καμένο από τον κεραυνό δέντρο έπιανε τον κεραυνό, κι αυτόν φωτογράφιζε. Αυτόν που εμείς δεν τον βλέπαμε. Μα τις αλήθειες δεν τις αναζητούσε στα πρόσωπα μονάχα. Τις έψαχνε και τις έβρισκε παντού: στα λουλούδια, στους ποταμούς και στις λίμνες, στα ηλιοβασιλέματα, στους πελαργούς του κάμπου, στα σπίτια και στους δρόμους. Τις έψαχνε και τις έβρισκε στις λαϊκές αγορές, στα παζάρια, στα γλέντια και στις κηδείες, στο θέρος, στα λιοτρίβια και στις ντριστέλες, στις στάνες και στα χωράφια. [...]





 Τάκης Τλούπας

ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ...
«Στον Αγιον Ορος ο Τάκης Τλούπας εργάστηκε με το μεράκι του καλλιτέχνη και την ευλάβεια του προσκυνητή», σημειώνει προλογικά ο ομότεχνός του Κώστας Μπαλάφας. Κι επειδή το βιβλίο αυτό εκδόθηκε για το «μισό αιώνα φωτογραφικής προσφοράς» του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη, ο Κώστας Μπαλάφας θυμάται πως οι δυο τους πρωτοανταμώσανε πριν από πενήντα χρόνια, αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν παιδιά ακόμη κάνανε σχέδια για το μέλλον. «Μετά καθένας μας πήρε το δικό του αισθητικό δρόμο, φορτωμένος τα δικά του βιώματα και τους δικούς του προβληματισμούς». Και στη συνέχεια παρατηρεί πως «ο Τλούπας υμνεί τη φύση με δονούμενη ευαισθησία, αλλά ταυτόχρονα αποτυπώνει, με άχραντο ήθος και ασύλληπτη ευγένεια, το σκληρό μόχθο της ζωής».
Την ίδια στάση απέναντι στο είδωλο κράτησε και στο Αγιον Ορος. «Κατέγραψε φωτογραφικά την αρχιτεκτονική των μοναστηριών, αυτό το αριστούργημα μαστοριάς και πίστης. Ταυτόχρονα, διείσδυσε με καλοσύνη στα βάθη της ψυχής του μοναχού. Μοιράστηκε τον πόνο της απώλειας και με την ευλάβεια του χριστιανού αποτύπωσε το σιωπηλό δράμα του μοναχού την ώρα της εκδημίας του γέροντά του. Ο Τλούπας τον απεικόνισε να στέκει στο στασίδι μ' ένα κερί στο χέρι και να κλαίει σιωπηλά ο αδελφός τον αδελφό».
Ο ίδιος ο καλλιτέχνης γράφει πως αισθανόταν «κάπως σαν κυνηγός» όταν έπιασε μια πολύ ωραία σκηνή από το καραβάκι για την Ουρανούπολη στο τρίτο του ταξίδι στο Αγιον Ορος. «Ηταν δύο ηλικιωμένοι μοναχοί που συνομιλούσαν και κάτι εμπιστευτικό έλεγε ο ένας στον άλλο. Στεκόμουν στους 80 πόντους μακριά τους. Πιο κοντά δεν γινόταν με τη Rolleiflex. Είχα ανοίξει το διάφραγμα στο φουλ κι είχα ν' αντιμετωπίσω και τους κραδασμούς του πλοίου. Μ' αρέσει αυτή η φωτογραφία». Ηταν ωραίες φυσιογνωμίες, επιβλητικές, ο ένας γέροντας είχε μεγάλα φουντωτά φρύδια.»



 δείτε εδώ το αφιέρωμα γιά τον Τάκη Τλούπα από την εφμ. "Καθημερινή - Επτά Ημέρες"


http://www.mediafire.com/view/4l628q16ls7ws7r/Tloupas.pdf