Σκοπελίτης Στέλιος

4 Αυγ 2015



"Περιπλάνηση στις Αθηναϊκές συνοικίες"
Ο Στέλιος Σκοπελίτης απαθανατίζει όψεις της σύγχρονης πόλης και μιλάει στην «Καθημερινή» , 05-03-2006, (αναδημοσίευση)
Του Νίκου Βατόπουλου


Ο Στέλιος Σκοπελίτης αποτελεί μία «δημοκρατία» από μόνος του στο νεοελληνικό πλανητικό χάρτη. Είναι αυτόνομος, ανεξάρτητος, αυτοπροσδιοριζόμενος «εκτός μόδας», μακριά από «ψευδεπίγραφους αισθητισμούς». Φωτογράφος με ματιά που πλέει εκεί που το κύμα του έρωτα ξεβράζει στην ακτή της πολιτικής, ο Στέλιος Σκοπελίτης έχει γυρίσει την πλάτη στην Αθήνα και στους κύκλους της νεότητας και ζει στη Μυτιλήνη, απολαμβάνοντας το μπλε του ουρανού και της θάλασσας. Εχει χρέη στη Φύση.
 Βγήκε στον εκδοτικό κόσμο από τα σπλάγχνα μιας ερωτικής τελετουργίας με την πόλη. Και το 1975, το βιβλίο του «Νεοκλασικά Σπίτια της Αθήνας και του Πειραιά» (α΄ έκδοση από τη «Δωδώνη», ανανεωμένη έκδοση από τον«Ολκό», 1999) ήταν μία τομή: ψυχολογική, αισθητική, ιδεολογική.
Το νεοκλασικό που τραβούσε ο Σκοπελίτης ήταν μια διακήρυξη. Ερωτική, ως επί το πλείστον. Ακόμη και τώρα, 30 χρόνια μετά, θεωρεί πως το νέο του βιβλίο με τον αινιγματικό, αμφίσημο και υπαινικτικό τίτλο «Τα πέλματα των αγαλμάτων – Αθήνα» (εκδ. Εξάντας – Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών), είναι κατά βάση ένα βιβλίο «πολιτικό, και συνάμα ερωτικό».
Με την αστική του φωτογραφία, ο Σκοπελίτης εξασκεί πολιτική πάνω στο κακοποιημένο σώμα της πόλης, απελευθερώνοντας ερωτική ενέργεια σε κατακόρυφους άξονες και πολυπρισματικά σταυροδρόμια. Εδώ, σε αυτό το κομψό βιβλίο, ο Στέλιος Σκοπελίτης ξεγυμνώνει την Αθήνα, την αφήνει γυμνή στο λιοπύρι και στη συννεφιά της, γλυκαίνει την ομορφιά της, ακονίζει την ασχήμια της. Είναι ένα βιβλίο προσωπικής εκκαθάρισης, που κάπου, ανάμεσα σε σχισμές, χαραμάδες, σοβάδες, φωταγωγούς και ξέφωτα, ανιχνεύουμε δικά μας κομμάτια.




συνέντευξη με τον Στέλιο Σκοπελίτη



"Στην Αθήνα χάθηκε το μέτρο"

— Γιατί ονομάσατε το βιβλίο σας «Τα πέλματα των αγαλμάτων»; Υπάρχει ένα άνοιγμα και ένα κλείσιμο με βάσεις κλασικών αγαλμάτων.
— Κάθε μεγάλη πόλη έχει τον πολιτισμό της, έχει τους δρόμους της, τους αφαλούς της (πλατείες), τις πηγές της (πίδακες), έχει τράπεζες, μετρό, καταστήματα, καφενεία που, στην Αθήνα, έχουν μείνει ελάχιστα... Εχει τους μικρούς και τους μεγάλους έρωτές της. Ολα συντείνουν, πολύ ή λίγο, στην επικοινωνία των κατοίκων. Εδώ όμως πρέπει να αναρωτηθούμε: για τι είδους επικοινωνία μιλάμε; Ανθρωπίνων σχέσεων ή του κέρδους και της ανασφάλειας;
Δεν επικοινωνώ εύκολα με τους Αθηναίους και πόσω μάλλον με την άθλια μορφή της πόλης τους που εκείνοι αποφάσισαν πριν από δεκαετίες να διαμορφώνουν ακατάπαυστα χρόνο με χρόνο, παρά τις διαμαρτυρίες από σώφρονες κατοίκους, δίχως έγνοια, γνώση, ευαισθησία, μια πόλη άνομου κέρδους και τραγικού θανάτου.



Ετσι εγώ, κάνοντας ένα διαχρονικό άλμα έφτασα στα γυμνά πέλματα των αγαλμάτων – τα πέλματα είναι ό,τι ιερότερο στον άνθρωπο: τον κρατούν όρθιο, βαδίζει, τρέχει, έρχεται να σε συναντήσει, πηγαίνεις να τον συναντήσεις, βαδίζεις προς τον έρωτά σου, βαδίζει προς τον έρωτά του. Αυτά τα πέλματα των αγαλμάτων κάποτε πάτησαν και βάδισαν σε αυτήν την πόλη και έγιναν γλυπτικά – όπως των Κορών και των Κούρων, των εμπόρων και των πολιτικών, των στρατιωτικών, των γλυπτών, των ζωγράφων, των ποιητών, των φιλοσόφων.
Ολοι αυτοί βάδισαν στις οδούς της για να τελειώσουν τη δουλειά τους ή να εκτελέσουν την όποια υποχρέωσή τους προς τον συνάνθρωπο και προς την πολιτεία, μα πιο πολύ θέλω να πιστεύω ότι βάδισαν για να ερωτευτούν και ίσως να αποτελεί έναν υπαινιγμό το άνοιγμα και το κλείσιμο του βιβλίου με πέλματα –το χάσιμο, δηλαδή, του ανθρώπινου μέτρου και την έλλειψη ήθους στην πολιτική– το ήθος και ο έρωτας στέκουν πάνω από κάθε ιδεολογία και θρησκεία. Θεωρώ το βιβλίο μου πολιτικό και συνάμα ερωτικό.
— Με αυτό το βιβλίο, λέτε, αποχαιρετάτε την Αθήνα. Κλείσατε ένα κεφάλαιο για να ανοίξετε ένα άλλο;
— Μια ιστορία έρωτος δεν έχει τέλος. Αλλάζει μορφή, συνοδοιπορεί με άλλους έρωτες, παλαιότερους ή νέους, δεν παύει ποτέ ολότελα, καταλαγιάζει και κάποια στιγμή θεριεύει πάλι. Δεν μπορώ να μιλήσω για κεφάλαια που ανοιγοκλείνουν σαν παντζούρια, αγαπώ τον τόπο μου και ήρθε ο καιρός να εκφράσω κι αυτόν μου τον έρωτα κλείνοντας συνάμα τον κύκλο της ζωής μου· εκπληρώνοντας την οφειλή μου στη Φύση, και η φύση της Λέσβου είναι μεταφυσική.
Για μένα έχουν τελειώσει πολλά στην πόλη, αν ρίξει κανείς μια ματιά στα φωτογραφικά μου βιβλία, θα δει ότι έχω περιλάβει όλα της τα σημαντικά μέρη, αρχιτεκτονική, βιομηχανία, ανθρωπογεωγραφία, έρωτας και τέλος η ταφή. Φυσικό ήταν να στραφώ προς τη Φύση και πιστεύω ότι άργησα, με αυτές μου τις φωτογραφίες –της Φύσης– επιθυμώ να έρθω σε έναν βαθύτερο διάλογο με την αληθινή μητέρα όλων μας που, εδώ και πολλές δεκαετίες την πληγώνουμε βάναυσα και εγώ δεν θέλω να την πληγώνω.....





"Ωριμη ματιά"
— Είναι τα « Πέλματα των αγαλμάτων », μία πιο ώριμη ματιά σας στην Αθήνα μετά τα « Νεοκλασικά» του 1975;
— Πιο ώριμη ναι, αλλά από ποια πλευρά; Μερικοί θεωρούν την ακαταστασία της πόλης, αλλιώς αμορφία της, γοητευτική, άλλοι τη βρίσκουν γεμάτη ζωτικότητα και άλλοι απόλυτο δείγμα μεταμοντέρνας αισθητικής. Μπορεί να έχουν δίκιο, ξέρω όμως ότι έχω δίκιο και εγώ. Με τα νεοκλασικά είχα να κάνω με ένα είδος αρχιτεκτονικής, στιβαρής, απόλυτης, ευθυγραμμισμένης με το τοπίο, στο κάτω κάτω μιας ελληνικής αρχιτεκτονικής, άρα η αρχιτεκτονική αυτή με όριζε, το ζήτημα ήταν πώς θα την πλησίαζα, σαν απλός καταγραφέας ή σαν τουρίστας ή έχοντας συνείδηση τον αφανισμό μιας μορφής;
Φυσικά υπερίσχυσε το τρίτο και από μια πλευρά, σημαντική θα έλεγα, θεωρώ τα «Πέλματα των Αγαλμάτων», συνέχεια των «Νεοκλασικών», με μία διαφορά –άθελα, αλλά από βαθιά ανάγκη, αφέθηκα στην περιπλάνηση στα εντόσθιά της πόλης· περιπλάνηση που, πιθανόν να είναι νοσταλγική άρα μελαγχολική καθώς, πολλές φορές ένιωθα σαν να είχα ξανά έρθει σε αυτήν την πόλη και τώρα προσπαθούσα μέσα από τις εικόνες της να θυμηθώ το πώς ζούσα και στιγμές στιγμές ένιωθα ξένος– οι αναμνήσεις που αφήνει η κάθε πόλη είναι σκληρές ενώ της φύσης γαλήνιες.
— Νιώθετε κομμάτι της Αθήνας;
— Τώρα πια όχι, δεν νιώθω κομμάτι της Αθήνας και καμιάς άλλης πόλης. Eχω ξανοιχτεί προς τον κρυμμένο άνθρωπο, προς την αληθινή μοναχικότητα. Η Αθήνα είναι αποπνικτική και βάρβαρη, αντι-ερωτική. Πώς να ερωτευτείς βαθιά σε μια πόλη που δεν θυμίζει τίποτα άλλο παρά το κέρδος και την τυφλότητα που το συνοδεύει και το ανάστροφο; Το πολύ πολύ να κάνεις σεξ πληρώνοντας την άτυχη ανασφάλειά σου και την άτυπη κοινωνική σου αναρρίχηση. Κάθε πόλη αν δεν μοιάζει με το γυμνό σώμα που κάποτε αγάπησες και συνεχίζεις να αγαπάς δεν μπορεί να λογίζεται για πόλη...

"Το μπλέ της Μυτιλήνης"
— Πώς περνάτε τον χρόνο σας στη Μυτιλήνη. Πώς σκέφτεστε τη δημιουργία τώρα;
— Σαν ένα ειρωνικό χαμόγελο στον θάνατο που τον βλέπω να με παραμονεύει στην επόμενη γωνιά, δημιουργία είναι να χαμογελάς στον έρωτά σου και να ξεπηδούν από μέσα σου ένα σωρό ιδέες και εικόνες πρωτόφαντες και να τις κοινοποιείς άδολα στους άλλους, έτσι σαν οφειλή γιατί έτυχε να ζήσεις. Επίσης, δημιουργία θεωρώ το να φτιάξει κάποιος επί της γαίας το προσωπικό του σύμπαν, όπως ο Βερμέρ, ο Τζιακομέτι κ.ά. Ο άνθρωπος είναι σαν το δένδρο: έχει ανάγκη από ρίζες που γειώνει την ύπαρξή του όταν έχει χαθεί ο πολικός αστέρας του προσανατολισμού μέσα στην ομίχλη, έτσι και εγώ στράφηκα σε αυτό που δεν μπορεί να λατρευτεί στην Αθήνα: το μπλε της Μυτιλήνης. Το φωτογραφίζω ασταμάτητα σε όλες του τις αποχρώσεις, τις εκκωφαντικές και τις μηδαμινές, κανείς δεν μπορεί να μου το κλέψει, γιατί η κλεψιά πάντα προδίδει τον κλέφτη.
Φωτογραφίζω τα γλυπτικά της βράχια, τη δειλή της ώχρα, τα γυμνά της βουνά, και τώρα θα σου πω κάτι που με μάγεψε πάνω από όλα, τα δύο υψηλότερα βουνά της –ο Ολυμπος και ο Λεπέτυμνος– έχουν ακριβώς το ίδιο ύψος, 968 μέτρα, μα αν δεν είναι αυτό μεταφυσικό τι άλλο μπορεί να είναι; υψώνονται σαν δύο στήθη Κόρης στιβαρής. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο βουνά – στήθη γίνομαι περισσότερο ανθρώπινος διευρύνοντας τη μηδαμινότητά μου και χαίρομαι που γεννήθηκα κάτω από αυτό το φως, όσο για τις πίκρες και τα βάσανα της ζωής τα παίρνω για παιχνίδια της και χαμογελώ στην Ομορφη Αηδόνα μου που κρατώ σε διάφανο θόλο σχεδιασμένο από τον ποιητή αρχιτέκτονα Gaudi. Ο αρχιτέκτονας πρέπει πάνω από όλα να είναι ποιητής του ανοιχτού χώρου, όλα τα άλλα ξεχνιούνται γρήγορα και ό,τι ξεχνιέται γρήγορα δυστυχώς έχει προλάβει να καταστρέψει. Αντιφατικό μεν, αλλά έτσι συμβαίνει.




Στέλιος Σκοπελίτης "Φωτογραφίζω σαν κοινωνιολόγος"
Εχθρός τόσο της θεματικής όσο και της εικαστικής φωτογραφίας, ο Σ.Σκοπελίτης καταθέτει το πιστεύω του σε ενα αξομολογητικό βιβλίο του που ταρακουνά τη ματιά μας και αναδεικνύει τα ηθικά διλήμματα του Φωτογράφου
της Μ. Χαρτουλάρη απο την εφ. "Τα Νέα" 18-1-2003, (αναδημοσίευση)

"Εγώ κάνω ποιητική κοινωνιολογία με τις φωτογραφίες μου". Ο Στέλιος Σκοπελίτης δηλώνει ευθέως τις προτιμήσεις του. Τριάντα χρόνια τώρα, φωτογραφίζει τον Άνθρωπο (το Βλέμμα π.χ. κορυφαίων προσωπικοτήτων της Τέχνης και των Γραμμάτων ή το Γυμνό), την Αρχιτεκτονική (τα Νεοκλασικά της Αθήνας π.χ. ή τους Πύργους της Μυτιλήνης), τα βιομηχανικά τοπία του μόχθου (Λαύριο, Γκάζι) και τώρα, αναγγέλλοντας ότι αποσύρεται στη Φύση, καταθέτει ένα βιογραφικό δοκίμιο σε αποσπασματική γραφή, για εκείνη τη Φωτογραφία που, κατά τη γνώμη του, χάνεται.
Το βιβλίο του είναι αυτο-αναφορικό, αλλά δεν περιέχει ούτε ένα δικό του κλισέ. Μόνο 26 φωτογραφίες που τράβηξαν από τις αρχές του 20ού αιώνα οι μεγάλοι ξένοι μετρ. Και, κυρίως, εναλλασσόμενα μυητικά κείμενα, ημερολογιακές σημειώσεις και σχόλια δικά του, που απευθύνονται σε όσα μάτια δεν έχουν ακόμα διαφθαρεί από τις εικόνες με τη λογική του "λάιφ στάιλ". Εκείνο που τον απασχολεί είναι "η ματιά" του Φωτογράφου ως στάση ζωής, στάση ηθική. Και μεταξύ των φωτογραφιών που καταγράφουν μια πραγματικότητα, την ερμηνεύουν ή την αποκαλύπτουν, διαλέγει τις τελευταίες, που κατά τη γνώμη του δημιουργούν όρους επικοινωνίας με τον εκάστοτε θεατή. "Με ενδιαφέρει η κατάθεση ψυχής του φωτογράφου μέσα από οποιοδήποτε θέμα", λέει, "διότι έτσι το θέμα φανερώνεται, άρα ο φωτογράφος γίνεται μεσολαβητής σε έναν διάλογο. Οι εικόνες του δεν είναι νεκρές".
Σήμερα, μας λέει, κυριαρχούν οι εστετίστικες, εγκεφαλικές εικόνες που τις νομίζουμε εικαστικά επιτεύγματα. Πέρασε η εποχή της "καθαρής φωτογραφίας" και έχουμε εισέλθει "στην εποχή της αλαζονείας, της εικόνας-για-την-εικόνα και βιώνουμε έναν εικονογραφημένο παραπολιτισμό" που αποκαλύπτει την πνευματική ένδεια, μπρος και πίσω απ' τον φακό. Χαρακτηριστικά παρατηρεί ότι "Μπορούμε να κοιτάμε πλήθος φωτογραφίες σημαντικών ή μη φωτογράφων, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι αυτές συμπληρώνουν το παζλ της εποχής τους". Ακόμα και οι φωτογραφίες-ρεπορτάζ δεν συνιστούν πλέον μηνύματα, ο Σαλγάδο παραείναι άρτιος και οι πολεμικοί φωτο-ανταποκριτές συμμετέχουν, συνειδητά ή μη, "στους προπαγανδιστικούς σκοπούς των παραγγελμένων πολέμων"...




Ο Σκοπελίτης είχε ανέκαθεν τα "κολλήματά" του, δεν ήταν εύκολος άνθρωπος και αυτό το πλήρωσε μένοντας έξω από Σχολές, Επιτροπές, Σεμινάρια, "Πρότζεκτ", αρπαχτές κ.ο.κ. Δεν το μετανιώνει όμως, και με το βιβλίο του αυτό καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να γοητευθεί από τις εμμονές του. Ενδεχομένως, κάποιες φιλοσοφικές (ή μάλλον θυμοσοφικές) κορόνες του να μη λειτουργούν, αλλά ο αφοπλιστικός προσωπικός τόνος του και ο νηφάλιος θυμός του, η έλλειψη επιτήδευσης και το ειλικρινές πάθος του κερδίζουν τις εντυπώσεις. Δεν σπούδασε φωτογραφία. Διδάχθηκε από τους τεχνίτες τα μυστικά της και από τους ζωγράφους την ψυχική της φόρτιση. Τα υπόλοιπα, τα ανέλαβαν οι αρχές της "Γενιάς του '30″. Ξεκίνησε έφηβος το 1954, δεν έκανε ποτέ διαφημιστική φωτογραφία, "διότι δεν μου άρεσε να λέω ψέματα", ούτε φωτογραφία μόδας "διότι σιχαίνομαι τις μόδες", και πορεύτηκε με οδηγό την αμφιβολία και την αυστηρότητα, σε βαθμό υπερβολικό ενδεχομένως.
Πολύ νωρίς, το '70-'80 δοκιμάστηκε σε ερωτογραφικές φωτογραφίες αλλά η εποχή δεν τις σήκωνε, έτσι δεν τις παρουσίασε ποτέ. Δεν μιλά γι' αυτές στο βιβλίο του, όπως δεν μιλά για Έλληνες φωτογράφους, "διότι στην Ελλάδα κυριάρχησε μια πρόθεση καλλωπισμού"... Μόνο τη Nelly's και τη Βούλα Παπαϊωάννου ξεχωρίζει, "διότι δημιούργησαν αρχετυπικές εικόνες". Και από τους ξένους, ονομάζει δασκάλους του στον ποιητικό ρεαλισμό, τον Atget (1857-1927), τον Sander (1876-1964) και τον Strand (1890-1976). Σχολιάζει φυσικά και πλήθος άλλους. Και, κυρίως, αναδεικνύει τα διλήμματα του φωτογράφου: Θα αποτυπώσει το θέμα ή τις επιθυμίες του; Τη συντριβή ή την έκπτωση του ανθρώπου; Μία πραγματικότητα ή πολλές; Θα διαλέξει την αισθητική αρτιότητα ή τη φυσικότητα κ.ο.κ.; Ο τόνος του είναι καμιά φορά νοσταλγικός και εκφράζει οπισθοδρομικούς, ενδεχομένως, φόβους, όμως ακονίζει τη ματιά του αναγνώστη. Και ενώ το βιβλίο του δεν έχει θεματική ανέλιξη, ξέρει να τον ταξιδεύει.




Παρουσίαση του βιβλίου του Σ.Σκοπελίτη "Νεοκλασσικά σπίτια της Αθήνας και του Πειραιά"
του Ν.Βατόπουλου από το "Βήμα", 28-03-1999, (αναδημοσίευση)

Ο Στέλιος Σκοπελίτης με την έμψυχη φωτογραφία του καταγράφει, χωρίς να εξωραΐζει, την αρχιτεκτονική ιστορία της Αθήνας και του Πειραιά σ έναν κόσμο σε άσπρο και μαύρο όπου το φως συνομιλεί με τη σκιά.
Ίσως να μην υπάρχει πιο δημοφιλές σπίτι από το νεοκλασικό. Προστατεύεται από την κοινή εκδοχή του μέσου γούστου, ενισχύεται από την εθνική μυθολογία. Αγιογραφήθηκε ως είδος υπό εξαφάνιση και αναδείχθηκε ως το πιο αποδεκτό συνώνυμο της αστικής Ελλάδας του 19ου αιώνα. Αν και φθαρμένος, ο έρωτας αυτός είναι πρόσφατος. Αρχισε να σαλεύει στη δεκαετία του 60, μαζί με την αγάπη για τον λαϊκό πολιτισμό, αλλά ήταν μετά το Πολυτεχνείο που ανδρώθηκε ως μια ρωμαλέα ανταπάντηση στον ηθικό εκμαυλισμό της δικτατορίας. Ήταν εκείνα τα χρόνια που κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση του φωτογραφικού λευκώματος του Στέλιου Σκοπελίτη για τον νεοκλασικισμό, από τις εκδόσεις Δωδώνη (1975). Το βιβλίο βρήκε τον δρόμο του, χέρι χέρι, στόμα στόμα.
Ήταν η πρώτη μαζική περιφρούρηση της νεοκλασικής αισθητικής. Είχε προηγηθεί το 1967 το λεύκωμα της Εμπορικής Τράπεζας (ακόμη σε κυκλοφορία) με πρόλογο του Ι. Τραυλού και φωτογραφίες των Δ. Παπαδήμου και Μ. Βερνάρδου. Ο Σκοπελίτης είχε ένα πλεονέκτημα. Ανάμεσα στο 1967 και το 1975 είχε μεσολαβήσει η κατακλυσμιαία μεταμόρφωση του αστικού χώρου, κυρίως όμως είχε διαμορφωθεί η κοινωνική ανάγκη για άλλες ηθικές και αισθητικές προτεραιότητες.
Ας σκεφτούμε σε ποιο διεθνή περίγυρο μεγάλωσε στην Ελλάδα η αγάπη για το νεοκλασικό παρελθόν της. Το 1973 η μεγάλη πετρελαϊκή κρίση είχε διευκολύνει το έδαφος για τη διάδοση του ρετρό κινήματος. Το νοσταλγικό κύμα για τη βικτωριανή εποχή, την αισθητική της Αρ Νουβό και την αστική πολυτέλεια μαρτυρούσε την κόπωση (και το αδιέξοδο) του μοντερνισμού αλλά και των κινημάτων αμφισβήτησης. Κατά μία έννοια η αγάπη προς το παρελθόν ήταν η αναδίπλωση της πειραματικής τέχνης.
Ο Στέλιος Σκοπελίτης συμπυκνώνει στις φωτογραφίες του την ανάγκη κατοχύρωσης μιας αστικής ταυτότητας που έμοιαζε τότε να διαφεύγει αταξινόμητη και περιφρονημένη.
Ακόμη και σήμερα, οι φωτογραφίες αυτών των σπιτιών και των διακοσμητικών λεπτομερειών αναδύουν την αύρα ενός ιδιαίτερου ψυχισμού. Είναι μάλλον η συναισθηματική προσέγγιση σε ένα συγκεκριμένο αισθητικό σύμπαν παρά η ορθολογική καταγραφή ενός αρχιτεκτονικού τοπίου. Οι φωτογραφίες του Σκοπελίτη είναι «τσαρουχικές», ανακαλούν τις σκιές όσων κατοίκησαν αυτά τα εσωτερικά, όσων έκαναν έρωτα σε αυτές τις κάμαρες. Αγκαλιάζουν όλες τις εκδοχές του ευρύτερου νεοκλασικού κινήματος, από το κτίριο της Βουλής ως τα λαϊκά μονώροφα, από την αυστηρή γεωμετρία της οθωνικής περιόδου ως τις νεομπαρόκ διαφυγές των αρχών του 20ού αιώνα.
Αυτός ο γνήσιος αττικός νεοκλασικισμός, που διακρίνεται από τον αντίστοιχο αμερικανικό, ρωσικό ή βρετανικό ως προς την ηθική του εμβάθυνση, την ιδεολογική του εξάρτυση και κατ επέκταση τη μορφοπλαστική του οργάνωση, αποδεικνύει τη σύγχρονη επικοινωνιακή του δεινότητα μέσα από την εμπλουτισμένη τρίτη έκδοση του λευκώματος του Στέλιου Σκοπελίτη. Όσοι διαθέτουν την πρώτη ή τη δεύτερη έκδοση («Γνώση», 1981) δεν πρέπει να θεωρήσουν ότι το βιβλίο αυτό δεν τους αφορά. Έχει σημαντικές προσθήκες και βελτιώσεις, έχει όμως και ελλείψεις. Οι φωτογραφίες είναι καλύτερα επεξεργασμένες και πολύ περισσότερες, συνοδεύονται δε από τις λεζάντες τους στην ίδια σελίδα.
Στα αρνητικά σημειώνω την απουσία ένδειξης για τη χρονολόγηση των φωτογραφιών. Απουσιάζει επίσης η πληροφόρηση αν το εικονιζόμενο κτίριο διασώζεται. Ορισμένα σπίτια είναι αταύτιστα (όπως το πασίγνωστο κτίριο με τον τρούλο Νίκης και Μητροπόλεως) ή παρουσιάζουν ελλιπή στοιχεία, ενώ σε ορισμένα εμφανίζεται όνομα αρχιτέκτονα και σε άλλα όχι. Για το σπίτι της Σοφίας Λασκαρίδου δίνεται η διεύθυνση αλλά όχι η πληροφορία ότι βρίσκεται στην Καλλιθέα. Ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Μεταξάς εμφανίζεται Α. Μεταξάς στο Μουσείο Μπενάκη και απλώς Μεταξάς στη γαλλική πρεσβεία, ενώ η οικία Κούπα (Πανεπιστημίου 6) δεν αποδίδεται στον Τσίλερ όπως τα άλλα γνωστότερα κτίρια του αρχιτέκτονα.
Οι αβλεψίες αυτές δεν αποδυναμώνουν ωστόσο την αξία και την υπόγεια δύναμη αυτού του βιβλίου, που φανερώνουν την ιδιαίτερα δημοφιλή προσωπική εκδοχή που έδωσε ο αισθησιακός φακός του Στέλιου Σκοπελίτη στην αρχιτεκτονική φωτογραφία.