"Ματαρόα", το θρυλικό ταξίδι...

9 Αυγ 2015



22 Δεκεμβρίου 1945, ξημερώματα, διακόσιοι 'Ελληνες, νέοι επιστήμονες και καλλιτέχνες, έπειτα από πολλές περιπέτειες, διπλωματικές ισορροπίες και πολιτικές συμμαχίες, άφηναν πίσω τους την Ελλάδα -που σιγά σιγά έμπαινε στην περιπέτεια του εμφυλίου- κι έφευγαν για το Παρίσι, υπότροφοι του Γαλλικού Ινστιτούτου. Αφήνοντας πίσω τους τον απόηχο του πολέμου, την μιζέρια και την ανέχεια, στράφηκαν στο άγνωστο για να επιζήσουν και να δημιουργήσουν.
Αρκετοί έμελλε να γίνουν μεγάλοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες. 'Ηταν όλοι επιβάτες ενός πλοίου που έγινε θρύλος. Το Νεοζηλανδέζικο «Ματαρόα» (που σημαίνει «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια» στα πολυνησιακά), είχε ήδη μεταφέρει χιλιάδες Αμερικανούς πεζοναύτες στη Βόρειο Ιρλανδία ετοιμάζοντας την απόβαση στη Νορμανδία, αλλά και εκατοντάδες επιζήσαντες Εβραίους προς την Παλαιστίνη. Αυτή τη φορά το ταξίδι ήταν από τον Πειραιά προς τον Τάραντα της Ιταλίας και από 'κει με τρένο, μέσω Ελβετίας, προς το Παρίσι. Ηταν ένα ταξίδι θρύλος, μια «ονειρική έξοδος» που συνδέθηκε με την πιο δύσκολη περίοδο της νεότερης Ελληνικής ιστορίας, «ένα ιστορικό γεγονός στην πορεία της νεότερης Ελλάδας που κάποτε θα πρέπει να γραφτεί», όπως είχε πει πολλά χρόνια αργότερα ένας από τους επιβάτες του «Ματαρόα», ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης.


 "Ματαρόα"




Η πρωτοβουλία
Η ευθύνη της οργάνωσης για την αποστολή των υποτρόφων στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού με το «Ματαρόα» ανήκε στον διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, ένθερμο φιλέλληνα Οκτάβ Μερλιέ και στον επίσης φιλέλληνα γενικό γραμματέα του Ινστιτούτου Ροζέ Μιλλιέξ. Και οι δύο υπήρξαν αντιστασιακοί, αριστερών φρονημάτων και παντρεμένοι με Ελληνίδες. Το Γαλλικό Ινστιτούτο άλλωστε ως και το τέλος της Κατοχής αποτέλεσε καταφύγιο για μεγάλο αριθμό αντιστασιακών, ακόμη και ενός γερμανού αντιφρονούντος.
Ο Μερλιέ, ο οποίος υπήρξε μυστικός εκπρόσωπος του Σαρλ ντε Γκωλ στην Ελλάδα, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς το 1941 και είχε ανακληθεί στη Γαλλία από την κυβέρνηση του Βισύ. Το ζεύγος Μερλιέ έζησε τρία χρόνια στη γαλλική επαρχία, όπου ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Ωστόσο η Ελλάδα δεν έσβησε ποτέ από τον ορίζοντά του. Και στις αρχές Ιουλίου 1945, όταν επέστρεψε, εμπνεύστηκε το πρωτότυπο σχέδιό του να ενεργοποιήσει το πρόγραμμα υποτροφιών που έδινε η γαλλική κυβέρνηση για σπουδές Ελλήνων στη Γαλλία, τότε με διάφορες αλχημείες αύξησε και τον αριθμό τους γιά να μπορέσει να συμπεριλάβει όσους περισσότερους 'Ελληνες μπορουσε.
Βεβαίως οι καιροί ευνοούσαν μια τέτοια «εκστρατεία», οι Μεγάλες Δυνάμεις ανταγωνίζονταν τότε για την άγρα προικισμένων νέων στην προσπάθειά τους να διευρύνουν την ακτίνα της επιρροής τους. Μόνο οι τυφλοί δεν μπορούσαν να διαβλέψουν ότι στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Γηραιάς Ηπείρου οι Αγγλοι θα είχαν το προβάδισμα. Επιφανείς Γάλλοι σε όλη την Ευρώπη προσπαθούσαν να περιορίσουν την απήχηση της αγγλικής έναντι της γαλλικής γλώσσας.
Επελέγησαν τελικά φοιτητές από 60 κλάδους και ειδικότητες. Μεταξύ των διαφυγόντων υπήρξαν και διάφοροι οι οποίοι δεν είχαν υποτροφία και θα έβγαζαν τα προς το ζην με μικροδουλειές παράλληλα με το πανεπιστήμιο.

Ο Μερλιέ πλήρωσε κατόπιν αυτήν την έμπρακτη βοήθειά του. Σχηματίστηκε τότε, εναντίον του, μέτωπο δυσαρεστημένων δεξιών, πολιτικών, πανεπιστημιακών και δημοσιογράφων. Και η μεν παραίτηση που έθεσε στη διάθεση του Γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών δεν έγινε δεκτή, αλλά όταν το 1946 μαθεύτηκε ότι προορίζεται για μορφωτικός ακόλουθος της γαλλικής πρεσβείας, το ελληνικό κατεστημένο κατάφερε να μπλοκάρει την καριέρα του.
Στο «Ματαρόα», όμως, δεν ανέβηκαν μόνο αριστεροί αλλά και γόνοι αστικών οικογενειών. «Κυρίως ήθελα νέους επιστήμονες που θα πήγαιναν στο Παρίσι, τη Λυών, το Μονπελιέ, το Νανσύ, το Στρασβούργο, θα παρακολουθούσαν τη γιγαντιαία δουλειά της ανοικοδόμησης και γυρνώντας κατόπιν στην Ελλάδα θα προσφέρανε τη δημιουργική τους εμπειρία», συμπλήρωνε ο Μερλιέ.
«Κατάφεραν να βγάλουν τους υπότροφους από μια εξαιρετικά δεινή θέση. Βλέποντας τον κίνδυνο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μιας ολόκληρης γενιάς επιστημόνων και καλλιτεχνών, έσπευσαν να φυγαδεύσουν όσους μπόρεσαν στο εξωτερικό για σπουδές», λέει χρόνια αργότερα ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος.


Η διαλυμένη Ευρώπη
«Οι πιο πολλοί ταξιδεύουν με σακίδια, καλάθια, μπόγους, ότι μπόρεσε να σοφιστεί η φτώχεια και η αγάπη κείνων που μείναν στην αποβάθρα του Πειραιά κουνώντας τα μαντήλια τους», λέει η Μιμίκα Κρανάκη. Ο βομβαρδισμένος σταθμός του τρένου στον Τάραντα, τα διαλυμένα τρένα που τους διατέθηκαν, οι πέντε ώρες πολυτέλειας στην Ελβετία και η άφιξη στο Παρίσι ζωντανεύει στα δύο βιβλία όχι μόνο από τις συγγραφείς αλλά και από αναμνήσεις άλλων υποτρόφων του 1945, δίνοντας ανάγλυφα την εικόνα της Ευρώπης που μόλις έχει βγει από έναν ολέθριο πόλεμο και προσπαθεί να στηθεί ξανά στα πόδια της.
«Σε πολλούς από μας υπήρχε διπλή απογοήτευση, ως προς την αστική τους καταγωγή, απόρριψη της αστικής τάξης, και απογοήτευση από το κομμουνιστικό κίνημα. Αφήναμε πίσω μας την αστική την εθνική και την κομμουνισταρέικη Ελλάδα και φεύγαμε προς τα έξω, σε χώρους που έδιναν ευκαιρίες, δυνατότητες που έγιναν συχνά και πραγματικότητες», λέει ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός.
«Ηταν ο πόλεμος, η Κατοχή, γλυτώσαμε, επιζήσαμε και βρεθήκαμε ελεύθεροι στην Ευρώπη. Αυτό ήταν», λέει ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, που ήταν στην τριανταμελή ομάδα των ΕΑΜιτών του «Ματαρόα».




Αναμνηστική φωτογραφία των διανοουμένων επιβατών του πλοίου, στο Παρίσι. Ανάμεσά τους οι Μέμος Μακρής, Γιώργος Καρούζος, Κατερίνα Καχραμάνη και Κώστας Παπαϊωάννου.


Στο πλοίο
Τι είδους συνάλλαγμα είχαν οι νέοι αυτοί; Η δραχμή τότε δεν περνούσε στο εξωτερικό. Πέρα από ελάχιστα ξένα χαρτονομίσματα, το πιο σίγουρο μέσο συναλλαγής ήταν τα τσιγάρα. «Αυτά είχαν πέραση παντού, απλά και πρωτόγονα, έκανες τράμπα». Από τροφή η κατάσταση δεν φαινόταν βελτιωμένη. «Πολλοί είχαν ναυτία και δεν παρουσιάζονταν για πρωινό» διηγείται ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας στη Νέλλη Ανδρικοπούλου. «Και τρώγαμε εμείς διπλή μερίδα και ήμασταν πανευτυχείς». Μετά τις κατοχικές πείνες το εγγλέζικο πρωινό ήταν, το δίχως άλλο, μια όαση. Ινδοί καμαρότοι με άσπρα σακάκια σερβίριζαν βούτυρα, κουάκερ, λουκάνικα και μαρμελάδες...
Από την πρώτη ημέρα οι Αγγλοι επέβαλαν στους νεαρούς επιβάτες να κάνουν ασκήσεις σωστικών μέτρων. Οι εκπαιδευτές ταλαιπωρήθηκαν, ιδιαίτερα στην περίπτωση της χρήσης των σωσιβίων. Δύο σειρές στάθηκαν η μία αντικριστά στην άλλη. Ο άγγλος αξιωματικός έδωσε τις πρώτες οδηγίες και προτού προλάβει να στρίψει ολόκληρη η σειρά είχε ρίξει τα σωσίβια στη θάλασσα: «Θέλαμε να είμαστε ελεύθεροι, να φύγουμε, και τούτα τα σωσίβια μας ήταν εμπόδιο» γράφει ο Ντίκος Βυζάντιος στο γοητευτικό επίμετρο «Η οδύσσειά μου πάνω στο "Ματαρόα"».
«Κάθε λογής συναισθήματα στρέφονται στην Ελλάδα που όλοι αφήσαμε πίσω μας τα ξημερώματα. Θα την ξαναδούμε άραγε;..» θυμάται η συγγραφέας. «Ξορκίζοντας την παγωνιά με γέλια και κουβέντες, μικρές συντροφιές πνίγουν την αγωνία τους σε μια μπουκάλα κονιάκ». Τραυματισμένοι πολιτικά, όπως εξομολογήθηκε ο Αξελός στην Ανδρικοπούλου, «συζητούσαμε περί φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, τέχνης, περί ζωής, αλλά πολιτικά καθόλου».

Φτάνοντας στον  Τάραντα
Το θαλασσοδαρμένο σκαρί του «Ματαρόα» έφθασε στον βομβαρδισμένο σταθμό του Τάραντα στην Ιταλία στις 24 Δεκεμβρίου. Στα βαγόνια του τρένου όπου επιβιβάστηκαν, ξαπλώνοντας στα σανίδια ανά οκτώ, δεν υπήρχαν ούτε παράθυρα ούτε φως ούτε νερό και σύντομα σχεδόν ούτε τουαλέτες.
Για τροφή αντήλλαξαν τσιγάρα για μερικά πορτοκάλια. Το χειρότερο ήταν ότι στον Τάραντα είχε ξεσπάσει πανούκλα. Μετά από μερικούς σταθμούς και αλλαγές τρένων έφθασαν τελικά στη χώρα του Ερυθρού Σταυρού, στην Ελβετία, στις 27 Δεκεμβρίου. Στη Βασιλεία τόσο οι γιατροί όσο και οι ένστολοι άνδρες τους αντιμετώπισαν σαν μαγαρισμένα ζώα. Τους οδήγησαν για καραντίνα μέσα σε ένα μεγάλο καταθλιπτικό νοσηλευτικό ίδρυμα όπου ξεκίνησε ο περιβόητος ψεκασμός με DDT από πάνω ως κάτω και ανάμεσα στα σκέλια ανδρών και γυναικών. «Δεν έπρεπε μικρόβιο μήτε ψείρα να επιβιώσει σε τούτο τον παράδεισο της αυτοσυντήρησης» σημειώνει η Ανδρικοπούλου.
Αυτή η ιστορία, όμως, ως γνωστόν, είχε καλό τέλος. Την Πρωτοχρονιά οι φερέλπιδες φοιτητές γιόρτασαν σε δεξίωση της Fondation Hellenique. Ηταν αληθινά το γύρισμα μιας νέας σελίδας.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές του Μάνου Ζαχαρία, τις οποίες παραθέτει η συγγραφέας: «Ηταν ο πόλεμος, η Κατοχή, γλιτώσαμε, επιζήσαμε και βρεθήκαμε ελεύθεροι στην Ευρώπη. Αυτό ήτανε. Τίποτε άλλο... Τρελαθήκαμε και ήμαστε μεθυσμένοι...».






Η αίσθηση του μέτοικου
«Το Παρίσι μας φάνηκε ζοφερό, κακοφωτισμένο, όλες οι προσόψεις του ήταν σκοτεινές...», γράφει ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος. Και η Μιμίκα Κρανάκη, μόλις πέντε χρόνια μετά το ταξίδι του «Ματαρόα», περιγράφει την πραγματικότητα αυτού του νέου κόσμου: «Ως τότε, όμως, κοιτάζω να επιβιώσω όπως όπως, έμαθα να κάνω κάτι αυτόματες κινήσεις, μηχανικές, ότι χρειάζεται για την καθημερινή ζωή, μα τούτο δε σημαίνει αναγκαία ότι ζω. Πώς μπορεί να υπάρξει φιλία σε μια τόσο τεράστια πολιτεία;»
Και συνεχίζει με το σαράκι της νοσταλγίας: «Μου 'ρχονται στο νου όσα άφησα μισοτελειωμένα 'κει κάτω, τα νησιά που δεν είδα, οι άνθρωποι που δεν γνώρισα. Αλλά κι αυτά που ήξερα τ' αγαπούσα τόσο άσκημα και τόσο λίγο. Με πνίγει το πρόχειρο, το ημιτελές, τ' ανεπανόρθωτο».
Η αίσθηση του ξένου, του μέτοικου, του ανθρώπου που δεν ξέρει πού να βαδίσει και με ποιους να μιλήσει και ζει «στην κόψη του σπασμένου γυαλιού», περιγράφεται συγκλονιστικά στο κείμενο της Μιμίκας Κρανάκη. Γιατί πίσω από τις πολιτικές ισορροπίες και τις διπλωματικές προσπάθειες, οι διακόσιοι νέοι άνθρωποι που έφτασαν μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 1945 στο Παρίσι ήταν ξένοι στη μέση της Ευρώπης. Κι έπρεπε να επιβιώσουν. Η απέλαση ήταν πάντα μπροστά τους.
Το ΚΚΕ προς το τέλος του Εμφυλίου ζητούσε από τα μέλη του να επιστρέψουν και να ενισχύσουν τις γραμμές του. Ελάχιστοι το αποφάσισαν. Οι περισσότεροι είχαν πάρει ήδη το δρόμο τους και τις αποφάσεις τους: «Δεν είχα πλέον καμιά διάθεση να πάω ούτε στο βουνό ούτε στις πολιτικές οργανώσεις, γιατί ήμουν βέβαιος ότι δεν θα πρόσφερα τίποτα το ουσιαστικό. Εκανα ένα είδος επιλογής. 'Ημουν σίγουρος ότι η επιστημονική δουλειά που θα έκανα στη Γαλλία θα ωφελούσε το όλο κίνημα περισσότερο από την παρουσία μου στην Ελλάδα», εκμυστηρεύεται πολλά χρονιά μετά ο Νίκος Σβορώνος στον Τάσο Γουδέλη.
Δύο μήνες κράτησε το ταξίδι των φοιτητών, μέσω Ελβετίας και Ιταλίας, για να φθάσουν τελικά στην Gare de l' Est, στο Παρίσι, τα μεσάνυχτα της 28ης Δεκεμβρίου και να οδηγηθούν άλλοι στο ελληνικό περίπτερο της Cite Universitaire και άλλοι στο «Lutetia», ξενοδοχείο της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, όπου είχαν καταλύσει αντιναζιστές συγγραφείς, όπως ο γερμανός νομπελίστας Τόμας Μαν και ο Τζέιμς Τζόις.
Αρχηγός της ομάδας τότε ήταν ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης, μέλη της ήταν οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, Κώστας Αξελός, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι φοιτητές αρχιτεκτονικής Εμμανουήλ Κινδύνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Νικόλας Χατζημιχάλης, Γιώργος Κανδύλης, Πάνος Τσολάκης, Τάκης Ζενέτος, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, ο τεχνοκριτικός Αγγελος Προκοπίου, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, ο ποιητής Ανδρέας Καμπάς, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς, και πολλοί άλλοι.
Ο συνθέτης Ιάνης Ξενάκης, ο οποίος είχε τραυματιστεί στο μάτι στα Δεκεμβριανά, έφτασε αργότερα μόνος του στο Παρίσι.


Η ναυτική σταδιοδρομία του "Ματαρόα"
Το πλοίο καθελκύστηκε στις 2 Μαρτίου 1922 στα ναυπηγεία Harland and Wolff στο Μπέλφαστ υπό την ονομασία Diogenes για λογαριασμό της Aberdeen Line. Μπορούσε, τότε, να χωρέσει 130 επιβάτες Α΄ θέσης και 422 Γ΄ θέσης. Μεταπωλήθηκε τον Ιούνιο του 1926 στην Shaw, Savill & Albion Line και έλαβε την ονομασία Mataroa, τον ίδιο καιρό με το αδελφό πλοίο του, το Sophocles που μετονομάστηκε σε Tamaroa. Τα καύσιμά του άλλαξαν τότε, περνώντας από το κάρβουνο στο πετρέλαιο, κάτι που του επέτρεπε να φτάνει ταχύτητα 15 κόμβων.
Το "Ματαρόα" διαλύθηκε για παλιοσίδερα λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γλασκώβη, ενώ η καμπάνα του δόθηκε προς χρήση σε ένα σχολείο της Νέας Ζηλανδίας. Η νεοζηλανδική εταιρεία Shaw Savill & Albion το είχε ναυλώσει το 1926 από τη σκωτσέζικη Aberbeen Line, ενώ έξι χρόνια αργότερα το αγόρασε , μετονομάζοντας το από «Διογένης» σε «Ματαρόα». Κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου το πλοίο μετέφερε χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες στη Βόρειο Ιρλανδία για την προετοιμασία της απόβασης στη Νορμανδία, ενώ μετά τον πόλεμο μετέφερε στην Παλαιστίνη εκατοντάδες Εβραίους που επέζησαν του Ολοκαυτώματος.
Αρχιλογιστής του «Ματαρόα» δεν ήταν άλλος από τον διασωθέντα πλωτάρχη του Τιτανικού, Χέρμπερτ Πίτμαν, τον οποίο μέχρι το τέλος της ζωής του τον στοίχειωνε η σκέψη ότι θα μπορούσε να είχε σώσει κι άλλους επιβάτες μετά τη βύθιση του μυθικού υπερωκεανίου.




το "Ματαρόα" στην Χάιφα το 1945


Το ταξίδι των Εβραίων προσφύγων
Τον Αύγουστο του 1945 το "Ματαρόα" ναυλώθηκε για να πραγματοποιήσει το δρομολόγιο από Μασσαλία ως την Χάιφα για την μεταφορά 173 εβραιόπουλων για λογαριασμό της γαλλικής ανθρωπιστικής οργάνωσης Εuvre de secours aux enfants (OSE), τα οποία είχαν γλιτώσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, όπου τα μέλη των οικογενειών τους ήταν ήδη στην Παλαιστίνη.
Αργότερα μετέφερε και 1.200 έγκλειστους από το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν Μπέλζεν προς το νεοιδρυθέν κράτος του Ισραήλ.




Octave Merlier
Η προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα


Ως διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη του σε κέντρο ανταλλαγών και πνευματικού κοσμοπολιτισμού και βοήθησε στην διάδοσημ των ελληνικών γραμμάτων στη Γαλλία. Επέκτεινε τις δραστηριοτητές του δημιουργώντας, πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, 37 παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα και εφοδιάζοντάς το παράλληλα με τυπογραφείο.
Μαζί με την σύζυγό του ίδρυσε το 1930 το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, το οποίο μεταξελίχθηκε στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – Ίδρυμα Μέλπως και Οκτάβιου Μερλιέ. Στο ίδιο ίδρυμα φυλάσσεται και το αρχείο Παπαδιαμάντη, στο οποίο περιέχονται πολλές φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος ο Μερλιέ από τα ταξίδια του στην Σκιάθο.
Υπήρξε μελετητής του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Κωστή Παλαμά και ιδιαίτερα του Διονυσίου Σολωμού, για τον οποίο διοργάνωσε σημαντικότατη έκθεση το 1957 με αφορμή τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του. Αρθρογραφούσε σε αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες όπως η Νέα Εστία κ.α. καθώς και σε γαλλικά περιοδικά μεταφράζοντας ποιήματα του Κωστή Παλαμά και γράφοντας περί της δημοτικής γλώσσας.
Το 1960 αρνήθηκε να παραδώσει στον Γάλλο πρέσβη τα αρχεία του Μικρασιατικού Κέντρου Σπουδών, που στεγαζόταν στο κτίριο του Γαλλικού Ινστιτούτου, θεωρώντας ότι ήταν κτήμα του Ελληνικού λαού με αποτέλεσμα τον επόμενο χρόνο να απολυθεί από την θέση του. Μετά την απόλυσή του εργάστηκε ως καθηγητής της Νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Aix-en-Provenc, έδρα την οποία διατήρησε μέχρι το 1971. Από τη θέση αυτή εξέδιδε το περιοδικό νεοελληνικές μελέτες. Το 1964 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1956 εκδόθηκε από γνωστούς λογοτέχνες και διανοούμενους της εποχής τρίτομος τόμος προς τιμήν του ζεύγους Μερλιέ. Σήμερα στο κτίριο του Γαλλικού Ινστιτούτου υπάρχει η βιβλιοθήκη Οκτάβιος Μερλιέ ενώ ο παρακείμενος δρόμος από το Γαλλικό Ινστιτούτο (προέκταση της οδού Αραχώβης) φέρει το όνομά του.
Το Ιούλιο του 1976 απεβίωσε στην Αθήνα και ενταφιάστηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

πηγές: εφμ "Το Βήμα", "Καθημερινή", Wikipedia, (αναδημοσίευση)





Δείτε το ντοκυμαντέρ  του Στέλιου Πάγγαλου, με αφηγητές την Νέλλυ Ανδρικοπούλου, Μάνο Ζαχαρία και Δημήτρη Γιατζουδάκη







Από το Αρχείο της ΕΡΤ - αφιέρωμα στο Ελληνικό Ίδρυμα (Fondation Hellenique) της διεθνούς πανεπιστημιούπολης του Παρισιού (Cite Internationale). Μέσα από τις μαρτυρίες διακεκριμένων προσωπικοτήτων της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών που υπήρξαν ένοικοι του «ελληνικού σπιτιού», μεταξύ των οποίων οι: ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ, ΝΤΙΚΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, ΜΑΝΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ, ΝΕΛΛΗ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ, ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΛΚΗ ΖΕΗ, ΡΟΒΗΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ κ.ά., καθώς και αρχειακό οπτικοακουστικό υλικό, ξετυλίγεται η ιστορία του ιδρύματος από τα εγκαίνιά του το 1932 έως και το 2008. Παρουσιάζεται η εγκατάσταση των πρώτων φοιτητών τη δεκαετία του 1930, το ταξίδι του πλοίου «Ματαρόα» το 1945, η ζωή στη Fondation τις δεκαετίες του 50 και του 60.