Παυλίδης Αβραάμ

4 Αυγ 2015



Καθόμαστε σε μια καφετέρια, πρωί Κυριακής. Μετά τις πρώτες κουβέντες, ο Αβραάμ Παυλίδης βγάζει στο τραπέζι τον έναν μετά τον άλλο χάρτινους φακέλους και μας δείχνει την πρόσφατη φωτογραφική του συγκομιδή.
Τον γνωρίσαμε τυχαία πριν δύο χρόνια και ξέρουμε πλέον ότι ένας καφές ή μερικά τσίπουρα μαζί του δεν είναι μια ανέμελη υπόθεση. Θα οδηγηθούμε αναπόδραστα στο ιδιαίτερο σύμπαν που μεθοδικά ανιχνεύει εδώ και δυό δεκαετίες: εσωτερικά κτιρίων, κάμαρες παλιών σπιτιών, παλιοκαιρισμένα καφενεία και εργαστήρια, ξεχασμένοι ναοί και τελευταία, κλειστά εργοστάσια και κουφάρια κάθε είδους δημόσιων ιδρυμάτων. Τα οικοδομικά αζήτητα της σύγχρονης επιτάχυνσης. Σε πολλές φωτογραφίες είναι τόσο συντριπτική η φόρτιση του χώρου, τόσο απροσδόκητες οι συνέπειες από τη δράση του χρόνου που αισθάνεσαι τσιμπήματα από αόρατες μαχαιριές. Ξεφυλλίζεις τις εκτυπώσεις ανύποπτος, κάνεις τα προβλεπόμενα σχόλια, εκφράζεις απορίες και επαίνους και δεν συνειδητοποιείς αυτό που φουσκώνει μέσα σου μέχρι που νοιώθεις ξαφνικά ένα βούρκωμα που μετά βίας συγκρατείς.




Ο Αβραάμ, καπνίζοντας ασταμάτητα, εξηγεί που έγιναν οι λήψεις, αλλά αν και συνεπαρμένος δεν λέει πολλά. Όπως και στις φωτογραφίες του, κρατάει μια σοφή απόσταση ασφαλείας από τον συναισθηματικό κορεσμό. Όμως, κάτι δύσκολο να ειπωθεί μένει μετέωρο στον αέρα. Κάτι που την σκοτεινή γραμματική του ο Αβραάμ τη σπουδάζει χρόνια τώρα μπαινοβγαίνοντας σε έρημα κτίρια για να απαθανατίσει την επιθανάτια αγωνία τους. Κάτι τόσο φευγαλέο και αμετάδοτο όσο το χνώτο που η περασμένη ζωή έχει αφήσει επάνω στις ετοιμόρροπες επιφάνειες.
Αυτό που με συγκινεί πιο πολύ κι από το καλλιτεχνικό επίτευγμα των φωτογραφιών του Αβραάμ είναι το πώς ολόκληρη η ύπαρξή του περιστρέφεται γύρω από την αποστολή που έχει επινοήσει για το εαυτό του. Μοιάζει να τάχθηκε σ' αυτήν από μια ανήμερη παρόρμηση, από έναν ενδότερο προορισμό. Πλησιάζει τα θέματά του με την ευλάβεια που έχει το αληθινό, χωρίς υπολογισμούς, δόσιμο. Σαν να γηροκομεί μια φανταστική μητέρα, να της κρατάει το χέρι και να ακούει τους ακατάληπτους ψιθύρους και το λαχάνιασμα ενός βίου που τελειώνει. Γι αυτό, μου αρέσει να πιστεύω ότι οι ξένοι χώροι που φωτογραφίζει του ξεκλειδώνονται όχι μόνον κυριολεκτικά αλλά και στο επίπεδο ενός ψυχικού συντονισμού.


Ακουμπάει ετοιμοθάνατα πράγματα, όχι όμως για να φτάσει στην πραγματογνωσία ενός ανατόμου ή ενός αρχαιολόγου. Η όραση του Αβραάμ δεν είναι αναλυτική αλλά δοξαστική. Φωταγωγεί τον κόσμο των ταπεινών πραγμάτων, καταξιώνει ασήμαντα τεκμήρια και αποκαλύπτει αινιγματικά νεύματα. Αν και την αποτυπώνει με δεξιοτεχνία, νομίζω ότι δεν τον έχει αποπλανήσει η φαντασμαγορία των μορφών και της φθοράς τους, αυτό που θηρεύει είναι το σιωπηλό παράπονο με το οποίο τα σπαράγματα του χθες είναι ξεβρασμένα στο παρόν. Παθιάζεται με το ίδιο το γεγονός της ζωής που κατοίκησε αυτούς τους χώρους και που τα αποτυπώματά της συνεχίζουν να εξανθρωπίζουν τα ερείπια. Γι αυτό ισχύει κάτι παράδοξο: το στοιχείο της απουσίας, του τέλους και του θανάτου που διαβρώνει όλες τις εικόνες του λειτουργεί ως αίσθηση επιβεβαιωτική της ζωής. Σε αντίθεση με τη νεκρική χροιά που έχει συχνά η φωτογραφική απόδοση της σύγχρονης κι απαστράπτουσας αρχιτεκτονικής.
Η περιήγηση στις φωτογραφίες του Αβραάμ σχεδόν μας καταβάλλει. Λίγη από τη σκόνη, την μούχλα και την αναστάτωση αυτών των χώρων περνάει μέσα μας. Επίπονα αλλά και καθαρτήρια. Μετέχοντας για μερικές στιγμές σε αυτήν την αποσύνθεση, στα ξεχασμένα σημάδια και στους χαλασμένους τοίχους σα να αρχίζει, με μια ομοιοπαθητική δράση, να ξεφλουδίζεται και ένα μέρος από το τοξικό βερνίκι που αποστειρώνει τον κόσμο μας. Τα κύτταρα των πραγμάτων ξαναβρίσκουν οξυγόνο, αρχίζουν και σαλεύουν, να αποτινάξουν την σκληρή επίστρωση και να εκπέμψουν πάλι τους χρησμούς τους.
Ευχαριστώ τον Ηρακλή Παπαϊωάννου για το ευαίσθητο κείμενό του ευλαβική μαρτυρία απώλειας που μου έδωσε ιδέες.

κείμενο : Κώστας Μανωλίδης, (αναδημοσίευση)