Βόλος, μιά Πόλη μία Ιστορία

3 Αυγ 2015



αποσπάσμα από το βιβλίο "Βόλος", μιά Πόλη μία Ιστορία,
επιλογή κειμένων Κώστας Ακρίβος, (αναδημοσίευση)

"Βολιώτικαι αναμνήσεις"  
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΑΤΣΟΣ,  αναδημοσίευση άπό τήν έφ. Σημαία, 23.3.1931, Εκδόσεις (ΔΗ.Κ.Ι.), Βόλος 1998


[...]Πρέπει να γνωρίζουν οί αναγιγνώσκοντες τάς αναμνήσεις ταύτας ότι ό Βόλος συνωκίσθη ολίγον κατ' ολίγον καί κατά μακρά χρονικά διαλείμματα καί τούτο ένεκα των υπό της Τουρκικής διοικήσεως παρεμβαλλόμενων δυσυπερβλήτων κωλυμάτων. Ταΰτα προεκάλουν οι άγάδες του Φρουρίου, βλέποντες ούτοι οί νυσταλέοι άνθρωποι, μετά ζηλοτυπίας καί τίνος άορίστου φόβου την άνεγειρομένην πόλιν, την οποίαν καί ώνόμαζον «πόλιν των Γκιαούρηδων». Μέχρι του 1850 τρεις μόνον οίκίαι άνηγέρθησαν έν Βόλω. Ή τοΰ Νικολάου Γάτσου κατά τό 1845 έκτεινομένη μετά των πρό αυτής μαγαζείων άπό τής όδοϋ Δημητριάδος μέχρι τής νυν όδοΰ 'Ιάσονος, ύστερον δέ κατά τό 1847 ή του Ίσραηλίτου Λιάχου ή οικία ή χρησιμεύουσα τότε ώς αποθήκη των εκ τής δεκάτης προερχομένων δημητριακών καρπών, ή του Χρήστου Άποστολίδου καταγομένου έκ Πλατάνου του Αλμυρού, ή του Γιαλλα (άδελφου του διακεκριμένου φιλολόγου και φιλοσόφου καθηγητοΰ τοΰ Έθνικοΰ Πανεπιστημίου Φιλίππου Ιωάννου), του έκ Μακρυνίτσης Ιωάννου Τσιμπούκη, έπανελθόντος τότε μετά εύδοκίμους μακράς έργασίας έκ Κωνσταντινουπόλεως, του έκ Πορταριάς κατελθόντος άλλ' έξ 'Αγράφων καταγομένου Γιανναχού Ριζοδήμου, του Νικολάου Τσοποτού, του 'Αθανασίου 'Αθανασάκη έκ Πορταριάς, του 'Ιωάννου Μπάτζιου έκ Μακρυνίτσης, όπου τώρα τό Ώδεΐον τής κ.Τσολάκη, του 'Αθανασίου Λάσκου έκ Κατηχωρίου, του Κ. Τσακμάκη έκ Μακρυνίτσης, του Μ. Ματθαιοπούλου, του Δημητρίου Σπυρίδου έκ Πορταριάς καί του Γεωργατζή καί άλλοι τινές, ων τά ονόματα διαφεύγουσιν έκ τής μνήμης μου.




Κατόπιν έπί σειράν έτών ή Τουρκική κυβέρνησις άπηγόρευσε ρητώς τήν άνέγερσιν οικοδομών εις τήν πόλιν μας. Ότε κατόπιν έτών καί πολλών προσπαθειών κατωρθώθη χάρις εις τήν μεσολάβησιν του έν Λαρίση μουτεσαρίφη Τζαβήτ πασά ή άρσις τής άπαγορεύσεως, ήρχισεν άθρόα ή άνοικοδόμησις έν τή πόλει μας. Άπό του 1866 έως τό 1872 άνεγέρθησαν αι οίκίαι του Κωνσταντάκη Τσοποτοΰ έκ Πορταριάς, του Γρηγορίου Χατζηλαζάρου έκ Μακεδονίας, του 'Αριστείδου Μουσούρη έκ Κεφαλληνίας, του Θεοδώρου Χρυσογοΐδου έκ Κατηγωοίου. Τότε παρά τό έξοχικόν καφενεΐον του 'Αποστόλη, όπου περίπου κείται ή Εξωραϊστική, έκτίσθη υπό του Γουλιέλμου Μπόρελ, πάππου έκ μητρός του συμπολίτου μας 'Αλεξάνδρου Άποστολίδου, και ή νυν σήμερον διατηρούμενη οικία. Aι οίκίαι αύται έκτίσθησαν έπί τό εσωτεριστικώτερον, μέ περισσοτέρας έσιοτερικάς άνέσεις καί μέ κάποιαν άρχιτεκτονικήν συμμετρίαν, έπίβλεψιν καί έξωτερικήν χάριν.

Τότε τό πρώτον έγένετο εις τάς άνεγειρομένας οίκοδομάς καί χρήσις μαρμάρων, τά όποια έλάξευον μαρμαράδες έπί τούτω μετακληθέντες έκ Σύρου. Όλη ή ζωή καί ή κίνησις της τότε πολίχνης συνεκεντροϋτο μέχρι τό 1868 εις τήν όδόν Δημητριάδος. Έπί της νυν καλούμενης όδοΰ Έρμου αί πρώται κτισθεΐσαι οίκίαι ήσαν τοϋ Χρήστου Μπίκου (νυν 'ιδιοκτησία Κ. Λούλη) του έκ Κονίτσης της 'Ηπείρου, ή οικία Ζ. Μοσχοβίδου (ιδιοκτησία νϋν Σοφοκλέους Παρθένη καί της όποιας πρό τίνων ήμερων ήρξατο ή κατεδάφισις), τοΰ Κολατση, όπου ένεκαθιδρύθη καί τό πρώτον Παρθεναγωγεΐον Βόλου, ή τοΰ Αθανασίου Βοδανάρα έξ 'Άνω Βόλου, ή μεγάλη καί ωραία οικία τοΰ Νικολάου Αντωνοπούλου του έκ Κυθήρων καταγομένου, καί του ίατρού Μπάϊλα. Μετά ταΰτα δέ έκτίσθησαν αί δύο μεγάλαι οίκίαι τών έξ 'Ηπείρου Περδίκη καί Νικολαΐδου καί ή τοΰ 'Ιωάννου Ζάχου έκ Μακεδονίας. Τότε έκτίσθησαν καί αί οίκίαι τών έξ Αιγύπτου έπανακαμψάντων άδελφών Καρτάλη, Γεωργίου καί Κωνσταντίνου, ουχί όμως έπί της όδοΰ Έρμοΰ, αλλά παρά καί πρό της πλατείας τοΰ Αγίου Νικολάου.






Ή νΰν καλουμένη όδός 'Ιάσονος δέν υπήρχε. 'Υπήρχε έκεΐ μόνον εν κρηπίδωμα κάκιστα κατεσκευασμένον, ΰψος ένός περίπου μέτρου άπό της έπιφανείας της θαλάσσης, χρησιμεΰον ώς είδος κυματοθραύστου, παρεμποδίζοντος τά κύματα νά θραύωνται έπί τών τοίχων τών διαφόρων οικημάτων καί σιταποθηκών. Τοΰτο δέ συνέβαινε πολλάκις, δταν ιδίως έφυσοΰσε γερή νοτιά. Τό άτελώς κατεσκευασμένον αυτό κρηπίδωμα εις πέντε σχεδόν μέτρων άπόστασιν άπό τών οικημάτων διήκεν μέ μεγάλα δμως καί έπάλληλα κενά παραλλήλως πρός δλην τήν έκτασιν της όδοΰ Δημητριάδος. Πρό τοΰ πενιχρού τούτου κρηπιδώματος, δπου σήμερον ή ευρεία δενδρόφυτος καί άσφαλτόστρωτος καί πλήρης έμπορικής ζωής οδός 'Ιάσονος, πολλάκις κατά τάς μέχρι μεσημβρίας ώρας έγίνετο άμπωτις καί έσχηματίζετο μία πλατυτάτη άμμουδιά, έξικνουμένη σχεδόν μέχρι τών κρηπιδωμάτων της σημερινής ώραιοτάτης παραλίας μας. Ή έκ της άμπώτιδος ταύτης σχηματιζομένη άμμουδιά ήτο τότε η χαρά καί τό πανηγύρι τών μαθητών τοϋ μοναδικοΰ μας σχολείου, μικρών καί μεγάλων. Έκεΐ τάς Κυριακάς μετά τήν άπόλυσιν της θείας λειτουργίας μας ώδήγουν οί άείμνηστοι διδάσκαλοι μας νά παίξωμεν, νά μαζέψωμεν ωραία κοχύλια καί νά πιάσωμε καβουράκια.

Ή παιδική αύτη άπόλαυσις διήρκει μέχρι μεσημβρίας, δτε τό έπερχόμενον κύμα ήρχισε νά βρέχη τούς πόδας μας. Οί σεβαστοί μας διδάσκαλοι παρηκολούθουν καί συμμετεϊχον τών παιγνιδιών μας· κι' ό Γεροστάθης έπίσης, τοΰ βιβλίου τοΰ χρησιμεύοντος εις ημάς ως θαυμάσιον άναγνωστικόν. 'Αλλά δέν άπουσίαζον έκ της παιδικής ταύτης συγκεντρώσεως ούτε οί αύστηροί καί εμπνευσμένοι 'Εφοροι τών σχολείων, οί αείμνηστοι Γεώργιος Καρτάλης, Αργύρης Κανταρτζής καί Γεώργιος 'Αθανασάκης. Έθεώρουν τό άξίωμα τοΰ 'Εφόρου τοΰ σχολείου ώς ιερόν λειτούργημα. Καί έπαίζαμε, καί έπαίζαμε μικροί καί μεγάλοι μαθηταί άκούραστοι καί ζωηροί, άπολαμβάνοντες άκορέστως τών απείρων θελγήτρων της θαλάσσης.
'Ησαν τότε τά ήθη άπλα καί άπέριττα καί οί πόθοι μας παιδικοί. Ό κινηματογράφος δέν είχεν άνακαλυφθή, ούτε έβλέπαμε έκτυλισσομένην τήν ταινίαν τών κατορθωμάτων της «Μαύρης χειρός» διαπαιδαγωγούσης τάς άπαλάς ψυχάς μας πρός άπομίμησιν. Τό «Μπουκέτο» καί τό «Φλέρτ» δέν έξεδίδοντο τότε ούτε κατά συνέπειαν αί σελίδες αύτών κατεβροχθίζοντο ύπό τών μαθητών καί έντός αύτών τών παραδόσεων. Οί διδάσκαλοι μας καί οί γονείς μας μας συνεβούλευον τότε εκτός τών μαθημάτων νά διαβάζωμεν τήν «Εύτέρπην», τήν «Χρυσαλλίδα», τήν «Πανδώραν», περιοδικά τά όποια έγραφον ό Ραγκαβής, ό Καλλιγάς, ό Εύστάθιος Σΐμος, ό Άγγελος Βλάχος καί άλλοι μεγάλοι λόγιοι της έποχής έκείνης. 'Ησαν θαυμάσια περιοδικά μέ πλουσιωτάτην καί ποικίλην ύλην, περιλαμβάνοντα τά τιμαλφέστερα τών προϊόντων της παγκοσμίου πνευματικής παραγωγής.




Οί μαθηταί τήν έποχήν έκείνην καθυστέρουν. Ούτε έκάπνιζον, ούτε ούζόπινον, είχον δέ τήν άφέλειαν νά μήν αίσχρολογοΰν καί άκόμη περισσότερον έχαιρέτων καί έπροσηκώνοντο πρό τών πρεσβυτέρων. Κάποιο πνεύμα σπαρτιατικής άγωγης διέπνεε λεληθότως τό παιδαγωγικόν σύστημα των πατέρων μας. Όταν έπαίζαμε είς τήν παραλίαν οί διδάσκαλοι μας έδείκνυον μετά ίεροϋ σεβασμού τήν Έλληνικήν Σημαίαν κυματίζουσαν είς τά έλλιμενισμένα ύδραϊκά καί σπετσιώτικα τρεχαντήρια. Μας έδείκνυον τούς βρακοφοροϋντας τότε ναύτας καί μας έλεγαν σιγανή τή φωνή: «Νά έτσι ήταν ντυμένος καί ό Μιαούλης καί ό Κανάρης καί ό Παπανικολής καί ό Σαχτούρης».
'Αλλοτε πάλιν μας έλεγαν νά στρέφωμεν διαρκώς τά μάτια μας πρός τήν Νέαν Μιντζέλαν καί τά βουνά τής Γούρας, διότι άπό έκεΐ θά έλθουν οί έλευθερωταί μας. Καί έρροφούσαμεν οί μαθηταί τό θείον αύτό νέκταρ έκ τών χειλέων των διδασκάλων μας. Καί όταν άπό τήν έπίδρασιν τών τοιούτων διδαγμάτων τών διδασκάλων μας, παραδιδόμενοι μόνοι μας είς τάς παιδικάς μας ονειροπολήσεις καί τούς παιδικούς μας ρεμβασμούς έβλέπαμεν έκ τής προσφιλεστάτης αύτής παραλίας τά βουνά τής Γούρας κυανόλευκα έκ τής άποστάσεως, ένομίζαμεν ότι είναι κυανόλευκα διότι ήσαν ελληνικά, ήσαν ελεύθερα καί διά τούτο είχον τό χρώμα τής Σημαίας μας.
'Ω τής ιεράς παιδικής άφελείας! "Ετσι έπαιδαγώγουν γονείς, οικείοι, διδάσκαλοι τήν έποχήν έκείνην τά παιδιά. Κάθε ένας άπό τούς σεβαστούς αυτούς άνθρώπους ήτο άνεπιγνώστως ένας Πλούταρχος καί ένας Πεσταλότσκι καί ένας Φίχτε. 'Ετσι διαπαιδαγωγήθηκαν αί γενεαί αί άναστήσασαι διά μυρίων θυσιών έκ του τάφου τήν Ελλάδα καί έπετέλεσαν τήν έθνικήν αυτήν ένότητα.
Αλλά ας έπανέλθω είς τό θέμα έξ ού μέ παρεξέκλινε ή γλυκεία άνάμνησις τών παιδικών χρόνων. [...]







"Αναμνήσεις άπό τή ζωή μου"
ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ,  μτφρ. 'Εμμυ Λαμπίδου-Βαρουξάκη, 'Υψιλον - βιβλία, 'Αθήνα 1985

[...]Στο μεταξύ μεγάλωνα. Ή περιέργεια μου καί ή προσοχή μέ τήν όποια παρακολουθούσα τό θέατρο τής ζωής μεγάλωνε. Στόν Βόλο ό πατέρας μου ζήτησε άπό ένα νεαρό υπάλληλο τών σιδηροδρόμων νά μου παραδίδει μαθήματα σχεδίου. Ό πρώτος αυτός δάσκαλος μου λεγόταν Μαυρουδής κι ήταν 'Ελληνας άπό τήν Τεργέστη πού μιλούσε λίγο τά ιταλικά μέ προφορά βενετσιάνικη. Σχεδίαζε θαυμάσια.
[...] Όταν βρισκόμουν άπέναντι άπό τό σκιτσογράφο Μαυρουδή, τόν κοιτούσα, καί κοιτώντας τον πλανιόμουν σ' ένα χιμαιρικό κόσμο φαντασιώσεων. Φανταζόμουν ότι ό άνθρωπος έκεΐνος θά μπορούσε νά ζωγραφίσει τά πάντα, άκόμα καί άπό μνήμης, άκόμα καί στό σκοτάδι, άκόμα καί χωρίς νά βλέπει, ότι θά μπορούσε νά σχεδιάσει τά σύννεφα πού δραπετεύουν πάνω στόν ουρανό, καί τά φυτά τής γής, τά φουντωτά κλαδιά τών δέντρων πού σαλεύουν άπό τόν άνεμο, καί τά λουλούδια μέ τά πιό πολύπλοκα σχήματα, τούς άνθρώπους καί τά ζώα, τά φροϋτα καί τά λαχανικά, τά έρπετά καί τά έντομα, τά ψάρια πού γλιστρούν μέσα στά νερά, καί τά πουλιά πού πετοΰν ψηλά, σκεφτόμουν δτι δλα, δλα θά μπορούσε νά τά σχεδιάσει μέ τήν άκρη τοΰ μαγικού του μολυβιού έκεΐνος ό καταπληκτικός άνθρωπος. Κοιτώντας τον φανταζόμουν δτι ήμουν έκεΐνος... Ναι, θά ήθελα τότε νά ήμουν ό άνθρωπος έκεΐνος, θά ήθελα νά ήμουν ό σκιτσογράφος Μαυρουδής.



[...] Ή ζωή στή μικρή έκείνη κωμόπολη, τόν Βόλο, ήταν γεμάτη άπό γεγονότα μεταφυσικά καί έπαρχιώτικα. Κατασκεύαζα χαρταετούς: είχα γίνει ένας πραγματικός μάστορας στήν κατασκευή χαρταετών πού έφτιαχνα μέ χρωματιστά χαρτιά. Όταν πήγαινα νά άμολήσω τούς άετούς αυτούς σέ μιά πλατεία πού βρισκόταν άπέναντι στό σπίτι μας, ήμουν σχεδόν πάντα μόνος· τά χαμίνια άπό μιάν άλλη γειτονιά έρχονταν κι αυτά νά πετάξουν τούς άετούς τους σ' έκείνη τήν πλατεία, άλλά στέκονταν μακριά μου καί προσπαθούσαν νά τούς πετάξουν πιό ψηλά άπό τόν δικό μου, γιά νά μπορέσουν μετά νά μπλέξουν τόν άετό μου στό σπάγκο πού συγκρατούσε τόν δικό τους άετό καί μ' αυτόν τόν τρόπο νά τόν γκρεμίσουν. Αύτή ή έπιχείρηση λεγόταν στήν τοπική διάλεκτο φανέστρα. 'Αν άπό τή λέξη φανέστρα δημιουργήσουμε αυθαίρετα τό ρήμα φανεστρώνω, θά μπορούσα νά πώ ότι, δταν μέ φανέστρωναν, άντιδροΰσα βίαια, πετώντας πέτρες στους φανεατραόρονς.
'Ημουν πολύ έπιδέξιος στό νά πετάω πέτρες μέ τή σφεντόνα. Αυτή τήν Ικανότητα τήν έχω άκόμα καί τώρα καί, όταν μου λείπει μιά πραγματική σφεντόνα, μπορώ νά κάνω τήν ϊδια δουλειά μέ τή ζώνη τοϋ παντελονιοϋ μου. Μιά μέρα, μετά άπό μιά φανέστρα έναντίον ενός ώραιότατου άετοΰ μου πού είχε ζωηρά χρώματα, άρχισε ένας πετροπόλεμος πιό βίαιος άπό τούς άλλους. Νομίζω δτι μαζί μου ήταν κι ό άδελφός μου κι ένα άλλο παιδάκι συνομήλικο μου,γιός ένός γάλλου μηχανικοϋ. Αλλά ό άδελφός μου ήταν μικρότερος άπό μένα καί ό συνομήλικος μου πετοϋσε τις πέτρες χωρίς ψυχή. Μέ λίγα λόγια, έγώ τά έκανα δλα, έγώ ήμουν ό μονομάχος, έκεινος δηλαδή πού μένει μόνος νά πολεμήσει στό πεδίο τής μάχης, όπως μόνος παραμένω στό πεδίο τής καλής ζωγραφικής, πεδίο λιγότερο έπικίνδυνο βιολογικά άλλά πολύ πιό δύσκολο γιά τήν κατάκτηση τής νίκης, γιατί πράγματι είναι πολύ πιό δύσκολο νά ζωγραφίσει κανείς έναν καλό πίνακα παρά νά κερδίσει δέκα μάχες, είτε μέ τις πέτρες είτε μέ τά κανόνια είτε καί μέ άτομικές βόμβες άκόμα. Όταν σκέφτομαι τήν τοτινή ζωή μου, βλέπω νά έπαναλαμβάνονται ορισμένα γεγονότα, κι άς είναι σέ διαφορετικά μέρη, σέ διαφορετικές περιστάσεις, σέ διαφορετικά έπίπεδα.




Ακόμα καί τότε έκείνα τά χαμίνια τής Θεσσαλίας ώθοϋνταν άπό τό φθόνο, δταν προσπαθούσαν νά ρίξουν κάτω τό χαρταετό μου επειδή ήταν πιό όμορφος καί πιό μεγάλος άπό τούς δικούς τους. Επιπλέον έβλεπαν δτι έμενα σ' ένα σπίτι πιό ωραίο άπό τό δικό τους, δτι ντυνόμουν καλύτερα άπ' αύτούς κι δτι θά 'πρεπε νά είμαι πιό έξυπνος καί νά ξέρω πιό πολλά πράγματα άπ' δσα ήξεραν αυτοί, κι έπομένως «'Επάνω του!». 'Ακριβώς όπως συμβαίνει τώρα πού ζωγράφοι, διανοούμενοι, μοντερνιστές καί μερικοί άλλοι φθονεροί άμαθεΐς, σχημάτισαν ένα είδος 'Ιεράς Συμμαχίας γιά νά μοϋ βάλουν έμπόδια στό δρόμο καί νά μοϋ κάνουν κακό στή δουλειά μου ως ζωγράφου. Μόνο πού τώρα μιλάω άλλη γλώσσα καί είναι λίγο πιό δύσκολο νά γκρεμίσουν τή ζωγραφική μου άπ' δσο ήταν τότε γιά κείνα τά χαμίνια νά φανεστρώνονν τό χαρταετό μου.
'Εκείνη τή φορά ό πετροπόλεμος τελείωσε πιό δραματικά άπό τις προηγούμενες. Έγώ έφαγα στό κεφάλι μιά γερή πετριά πού άντήχησε σάν καμπάνα μέσα στό μυαλό μου. Γιά καλή μου τύχη φορούσα ένα είδος μεγάλου μπερέ πού έπεφτε πάνω στό ένα αύτί, καί ή πέτρα μέ χτύπησε σέ κείνο τό μέρος έτσι πού τό χτύπημα μετριάστηκε άπό τό πάχος τοϋ μπερέ. Ένώ έγώ είχα χτυπήσει στό κεφάλι, ό μάγειρας ό Νικόλας, πού βγήκε μέσα άπό ένα καπηλειό στήν άλλη μεριά τής πλατείας γιά νά μέ τραβήξει άπό κείνες τις φασαρίες, έφαγε μιά πέτρα στό στόμα άπό σφεντόνα καί τινάχτηκε πάνω σ' ένα τραπέζι πού βρισκόταν έξω.Τό πρόσωπο τοΰ μάγειρα έγινε μές στά αίματα. "Εξω φρενών ό Νικόλας, πού ειχε μούσκουλα άτσαλένια καί δέν άστειευόταν, όρμησε άνάμεσα στά χαμίνια μοιράζοντας κλοτσιές καί μπάτσους στά τυφλά. Μέ κείνο τόν καταιγισμό τοΰ ξύλου τά χαμίνια σκόρπισαν ως διά μαγείας, καί τότε ό Νικόλας, άρπάζοντας μέ τό ένα χέρι έμένα καί μέ τό άλλο τόν άδελφό μου, καταριώντας καί βλαστημώντας, μας τράβηξε στό σπίτι σχεδόν σηκωτούς. Τό βράδυ έγινε ένα είδος οικογενειακού συμβουλίου. Δέν θυμάμαι τί αποφασίστηκε, μόνο θυμάμαι δτι κάποια στιγμή ό πατέρας μου κατέληξε φιλοσοφικά λέγοντας: «Εύτυχώς πού φορούσε τόν μπερέ του».




Μέ ευνοϊκές συνθήκες, δταν ό καιρός ήταν ήρεμος, πηγαίναμε γιά ψάρεμα, μέ βάρκα. Σ' αύτές τις εξορμήσεις ήμασταν ή μητέρα μου, έγώ, ό άδελφός μου καί δύο υπάλληλοι τών σιδηροδρόμων πού λέγονταν ό ένας Μεσσαρίτης κι ό άλλος Καλογερόπουλος κι ήταν ειδικοί στό ψάρεμα μέ πετονιά. Ό Μεσσαρίτης ήταν ονειροπόλος καί ρομαντικός. Είχε ένα μυτερό γενάκι καστανόχρωμο, ήταν μετρίου άναστήματος καί θύμιζε έκείνους τούς κομπάρσους πού, ντυμένοι σάν αυλικοί ή σάν ευγενείς στόν Ριγολέττο ή σέ άλλα παλιά μελοδράματα, σουλατσάρουν στό βάθος τής σκηνής ένώ μπροστά οί πρώτοι τραγουδιστές ξελαρυγγιάζονται τραγουδώντας τούς πόνους καί τις χαρές τών προσώπων πού παριστάνουν. Ό Μεσσαρίτης ήταν ειδικός στήν οδήγηση τών άτμομηχανών καί, δπως ό μακαρίτης βασιλιάς Βόρις τής Βουλγαρίας, τοϋ άρεσε νά φωτογραφίζεται, βουτηγμένος ολόκληρος στό κάρβουνο, πάνω στήν άτμομηχανή μέ τό δεξί χέρι άκουμπισμένο πάνω σ' ένα μοχλό. 'Αλλά τό βράδυ, δταν τελείωνε ή δουλειά, ντυνόταν μέ σχετική κομψότητα: φοροΰσε γιλέκο άπό άσπρο λινό καί πήγαινε νά δειπνήσει στόν κήπο τοΰ «Ξενοδοχείου τής Γαλλίας». Τό ξενοδοχείο αύτό ήταν χτισμένο σχεδόν πάνω στή θάλασσα, καί έκεϊ ό Μεσσαρίτης παράγγελνε πιλάφια έξαίρετα, νοστιμότατα, καί κομμάτια ψητό άρνί, παχουλό, τρυφερό καί σχεδόν γλυκό σάν τούρτα. Ό Μεσσαρίτης ήταν πολύ συναισθηματικός καί ρομαντικός. ΤΗταν πάντα ερωτευμένος μέ κυρίες καί δεσποινίδες απλησίαστες γιά κεΐνον, κι δταν τό βράδυ καθόταν μαζί μας στό καφενείο έμπρός στή θάλασσα κι ή καρδιά του πλημμύριζε άπό συγκρατημένο πάθος, γιά νά άνακουφιστεί, μοΰ τραγουδούσε, σά γι' άστεΐο, μέ χαμηλή φωνή, άποσπάσματα άπό ελληνικά λαϊκά τραγούδια:
Αυτά τά μαϋρα μάτια που μέ κοιτάζουν Χαμήλωσ' τα, αχ φως μου, Γιατί μέ σφάζουν.






Ό Καλογερόπουλος άντίθετα ήταν σκεπτικός καί χλευαστικός άλλά 'ίσως πιό βαθύς καί μεταφυσικός άπό τόν Μεσσαρίτη. "Επαιζε βιολί καί βιολοντσέλο κι έπαιρνε μέρος σέ κοντσέρτα δωματίου στό σπίτι τής γυναίκας τοϋ αύστριακοΰ προξένου πού λεγόταν Μιντσάκι. Τό ζεύγος Μιντσάκι ήταν άπό τήν Τεργέστη, κι έγώ γνώρισα στή Βενετία έναν άνιψιό τους, τόν μηχανικό 'Ερενφρόυντ, πού στή Βενετία όλοι φώναζαν Φρούμι. 'Επίσης ό Καλογερόπουλος τραγουδοΰσε άλλά τό έκανε στά κρυφά γιά γούστο. Άπ' τό πολύ πού άκουγε ιταλικές όπερες, στά ιταλικά, ειχε καταλήξει νά μάθει λίγο τή γλώσσα μας.
[...] Γιά νά πάμε γιά ψάρεμα, σηκωνόμασταν πολύ πρωί καί, όταν μπαίναμε στή βάρκα πού θά μάς πήγαινε στ' άνοιχτά, στή μέση τοϋ κόλπου, ξημέρωνε άκόμα. Ή θάλασσα ήταν καθρέφτης· ποτέ ξανά σέ άλλες χώρες δέν είδα έναν τόσο όμορφο ύδάτινο καθρέφτη. Κάθε τόσο, πάνω σ' έκείνη τή λαμπερή έπιφάνεια, κάποιο ψάρι, κάποιος θεϊκός κέφαλος, έκανε ένα πήδημα έξω άπ' τό νερό.
Μετά άπό τόσα χρόνια ξαναβλέπω αύτό τό θέαμα όπως τό έβλεπα τότε, άλλά, άν ήθελα νά τό περιγράψω μέ άκρίβεια, νά τό παρουσιάσω μέ τήν πένα, τό μολύβι ή τό πινέλο, δέν θά τά κατάφερνα καθόλου. Ή Ελλάδα ένέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες σ' όλες τις εποχές, άλλά υπάρχουν πράγματα τόσο όμορφα, πού μόνο νά τά φανταστεί μπορεί κανείς. Γι' αύτό είναι μεγάλη άλήθεια τά λόγια τοΰ έλληνα ζωγράφου τοΰ δέκατου ένατου αιώνα Νικολάου Γύζη πού είπε: «Δέν μπορώ νά ζωγραφίσω τήν Ελλάδα τόσο ωραία όσο τή φαντάζομαι».




Κατά τήν παραμονή μας στόν Βόλο, στά 1897, ξέσπασε ό πόλεμος μεταξύ Ελλήνων καί Τούρκων. Υπήρξα μάρτυρας φοβερών έπεισοδίων πού προκαλούσαν άγωνία, οίκτο, θλίψη, πολλές φορές καί άηδία, καί πού, πολλαπλασιασμένα έπί έκατό καί χίλια, τά ξαναεΐδα μετά άπό πολλά χρόνια, στόν πρώτο πόλεμο καί, άργότερα άκόμα, στό δεύτερο πόλεμο. Όταν κηρύχτηκε ό έλληνοτουρκικός πόλεμος, υπήρξαν, δπως κατ' άρχήν σέ δλους τούς πολέμους, στιγμές ένθουσιασμοϋ' οί έπιστρατευμένοι περνούσαν τραγουδώντας. Πολλοί πολίτες πού δέν έπιστρατεύθηκαν πήγαιναν στό πεδίο βολής νά εξασκηθούν στή σκοποβολή μέ τουφέκι τύπου Γκράς, πού ήταν τότε τό τουφέκι τοΰ έλληνικοΰ στρατοΰ.Τό δπλο Γκράς ήταν μονοβολικό καί μέ κεντρική κρούση· άνακαλύφθηκε νομίζω άπό ένα γάλλο άξιωματικό ονόματι Γκράς καί ήταν μιά τελειοποίηση τοΰ παλιοΰ δπλου Σασπώ.
"Εφθασαν οί πρώτες κακές ειδήσεις. Οί Τοΰρκοι προέλαυναν στή Θεσσαλία- ό στρατός τοΰ διαδόχου πρίγκιπα Κωνσταντίνου ειχε νικηθεί. Στόν Βόλο έγινε πανικός· πολλοί τό έσκασαν μικρά άτμόπλοια, άκόμα καί ιστιοφόρα, παραφορτωμένα μέ φυγάδες έβγαιναν άγκομαχώντας άπό τόν κόλπο μέ κατεύθυνση τήν 'Αττική.
[...] Κατά τή διάρκεια τής τουρκικής κατοχής στόν Βόλο, μιά μέρα παίζοντας στόν κήπο έπεσα καί μετατοπίστηκαν τά κόκαλα τοΰ δεξιοΰ μου άγκώνα. Τό χέρι μου έμεινε διπλωμένο καί άκαμπτο καί δέν μποροΰσα νά τό κουνήσω μέ κανέναν τρόπο. Ή μητέρα μου ζήτησε άπό ένα γέρο Εβραίο, πού έμπορευόταν άδεια μπουκάλια κι έλεγε δτι είναι καί λίγο γιατρός, νά θεραπεύσει τό μπράτσο μου. Αύτός μοΰ έκανε έντριβές μέ λίπος χοιρινό άλλά τό μπράτσο μου δέν καλυτέρευε καί χρειάστηκε νά καλέσουμε τό γιατρό τοΰ πλοίου Βεζούβιος πού ήρθε καί μέ παρακολούθησε μέχρι πού έγινα τελείως καλά. 'Εκείνος ό γερο Έβραιος άγόραζε μποτίλιες άδειες γυρίζοντας στή μικρή πόλη μ' ένα σάκο στούς ώμους. "Οταν τύχαινε στό σπίτι μας, ένώ βρισκόταν έκεϊ ό πατέρας μου, έδινε εντολή στούς υπηρέτες νά τοΰ δίνουν όλα τά άδεια μπουκάλια καί νά μήν τοΰ παίρνουν λεφτά. Τά χαμίνια τής γειτονιάς γελοΰσαν δταν έβλεπαν τό γερο Έβραΐο νά έρχεται καί τόν πειράζανε. Μιά φορά, καθώς έβγαινε άπό τό σπίτι μας μέ τό σακούλι γεμάτο μπουκάλες, αύτό άρχισε νά στάζει γιατί καθώς φαίνεται μερικές μπουκάλες μεταλλικού νερού δέν ήταν τελείως άδειανές.




Εκείνη τή μέρα ή φασαρία τών παιδιών τής γειτονιάς έφτασε στό άποκορύφωμα, βλέποντας τό γερο Έβραΐο σαστισμένο, άκίνητο στή μέση τοΰ δρόμου, περιμένοντας νά σταματήσει νά τρέχει τό σακούλι πίσω άπό τις πλάτες του. Ό πατέρας μου, πού κατά τύχη είχε παρακολουθήσει τή σκηνή, θύμωσε καί κυνήγησε τά παιδιά μαλώνοντας καί άπειλώντας τα. Σάν όλους τούς πραγματικούς εύγενείς τοϋ δέκατου ένατου αιώνα, ό πατέρας μου ήταν φιλοσημίτης. Έκεινα τά άλητάκια πού περιγελούσαν τό γερο Έβραΐο, έτσι άνυπεράσπιστος όπως ήταν, μόνος καί άνίκανος νά άμυνθεΐ, έδειχναν σέ μικρογραφία αύτό πού συνέβη πολλά χρόνια άργότερα: τήν αισχρή άντισημιτική προπαγάνδα πού προκλήθηκε άπό τόν Χίτλερ καί βρήκε ιδανικό έδαφος γιά νά άναπτυχθεί στή σαδιστική διαστροφή τοΰ γερμανικοΰ λαού. Ό άντισημιτισμός δέν είναι άλλο άπό σαδισμό πού άπό ένα άπλό γεγονός, όπως όταν λές ότι κάποιος είναι Εβραίος, όταν «άνακαλύπτεις» τόν Εβραίο, οδηγεί στις άτιμίες τοΰ μαρκήσιου ντέλ Γκρίλλο, πού κουβαλούσαν μνήμες του 1700, καί πού ύστερα μέσω γεγονότων λιγότερο ή περισσότερο σοβαρών, του είδους της ύπόθεσης Ντρέιφους, μπορεί νά φτάσει στό σαδισμό καί στήν έγκληματικότητα πού έδειξαν οί σημερινοί Γερμανοί μέ τή συστηματική καταδίωξη καί τίς μαζικές σφαγές.
Εκείνα τά άλητάκια τοΰ Βόλου, ίσως άπό μιά ύποσυνείδητη άνάγκη νά δικαιώσουν τήν κακία τους, λέγανε γιά τό γερο Έβραΐο ότι «δέν πίστευε στό Θεό». Έγώ περίεργος θέλησα μιά μέρα νά ξεκαθαρίσω τό πράγμα καί, ενώ ό γερο Έβραΐος έβγαινε άπό τόν κήπο τοΰ σπιτιοΰ μας μέ τό σάκο γεμάτο άδειες μπουκάλες, τόν πλησίασα καί τόν ρώτησα τί είναι Θεός. Αύτός σταμάτησε, μέ κοίταξε, άκούμπησε μαλακά τό σάκο του χάμω καί άφου μου έδειξε μέ τό μακρύ άσαρκο χέρι του τίς πλαγιές του Πηλίου πού ύψωνε στό βοριά τή ράχη του, κατάσπαρτη άπό άσπρα χωριά, άφου μου έδειξε τόν ούρανό καί τά σύννεφα πού πλανιόνταν ψηλά, μου είπε: «Νά, Θεός είναι τά βουνά, ό ουρανός,τά σύννεφα...». [...]



'Ολες οι φωτογραφίες προέρχονται από το πολύ ενδιαφέρον site:  Μαγνησία στο πέρασμα του χρόνου - http://volosmagnisia.wordpress.com/