Μελετζής Σπύρος

4 Αυγ 2015



O Ελληνολάτρης Φωτογράφος

Ο Σπύρος Μελετζής γεννήθηκε στην Ίμβρο το 1906. Εκεί τέλειωσε το δημοτικό και το Σχολαρχείο. Το 1923, όταν η Ίμβρος παραχωρήθηκε στους Τούρκους, κατέφυγε στην Αλεξανδρούπολη και από κει στην Αθήνα. Στην τέχνη της φωτογραφίας μυήθηκε από άξιους δασκάλους, καλλιτέχνες με υψηλή αισθητική, γνώσεις και πείρα του σκοτεινού θαλάμου όπως ο φωτογράφος των ανακτόρων Μπούκας και ο Γεραλής.
Ο Μελετζής όμως δεν ήταν φτιαγμένος για τους κλειστούς χώρους. Τον γοήτευε η περιπέτεια, η διαδρομή, η φύση, και όσα εκεί συναντούσε. Κι αυτά αποτύπωσε στην τέχνη του.
Μετά από περιοδεία και φωτογράφηση 22 μηνών έκανε στα Ιωάννινα, το1938, την πρώτη του έκθεση. Η έκθεση αυτή μεταφέρθηκε και στην Αθήνα εντυπωσιάζοντας και αποσπώντας επαινετικές κριτικές. Το 1939 φωτογράφισε την Κεφαλλονιά. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής ο φακός του κατέγραψε την Αντίσταση του ελληνικού λαού.
Απ' τα νεανικά του ακόμα χρόνια αποτυπώνει στο έργο του την ομορφιά του τόπου και την λεβεντιά του λαού με ξεχωριστή αγάπη και ποιητική ευαισθησία.





Ακούραστος πεζοπόρος και αθεράπευτα ρομαντικός, περπάτησε την χώρα πέρα ως πέρα και φωτογράφησε με μεράκι όλη την ελληνική ύπαιθρο, κάθε σημαδιακή της γωνία απ' την ιστορία και την μυθολογία, καθώς και τις πιο όμορφες εκδηλώσεις του λαού μας, γάμους πανηγύρια και επίσημες γιορτές.
Οι πρώτες φωτογραφίες του Μελετζή στον πολεμο χρονολογούνται τον Αύγουστο του 1942, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στον Ολυμπο. Οι δεύτερες στην Πελοπόννησο τον Σεπτέμβριο του 1943. Το Φεβρουάριο του 1944 ο Μελετζής οργανώνει το τρίτο και τελευταίο ταξίδι του στα βουνά, συγκεκριμένα στην Ευρυτανία και τη Θεσσαλία, με στόχο να πραγματοποιήσει, όπως ο ίδιος αναφέρει, «το μεγάλο χρέος του, να απαθανατίσει τον αγώνα του ελληνικού λαού που αγωνιζόταν για το ξεσκλάβωμα της Ελλάδας». Η πίστη του στον αγώνα οδήγησε τον Μελετζή να αποτυπώσει «το ηρωικό μεγαλείο που κυριαρχούσε και λαμποκοπούσε στα μάτια των ανταρτών». Η ηρωική μορφή, ο τύπος του ήρωα πολεμιστή ως έμβλημα μεγαλείου και δύναμης, αποδόθηκε ιδανικά στον Μελετζή, ο οποίος σε αρκετές λήψεις εμπλούτισε αυτή την ιδέα με στοιχεία ρητορικής έξαρσης και δεν κατέκτησε άδικα τον τίτλο του «Φωτογράφου της Αντίστασης».....
Σήμερα το σύνολο του έργου του συνθέτει μια ιστορική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, γιατί πραγματώθηκε σε καιρούς που το τοπίο δεν είχε ακόμα πληγωθεί αλόγιστα με την μπουλντόζα , ο δε λαός δεν είχε αλλάξει ακόμα τρόπο ζωής και δεν είχε ξεμακρύνει απ' τους οικογενειακούς του δεσμούς, που επί αιώνες ξεπηδούσαν μέσα από τις γενιές σαν άγραφος νόμος και ομορφαίναν τη ζωή.




Η δουλειά του Μελετζή ζωντανεύει καιρούς και εποχές, που ολότελα χάθηκαν, δουλεμένη με την όμορφη ματιά του δημιουργού και την μαγεία της αλήθειας και της πραγματικότητας, που μόνο η φωτογραφία μπορεί να αποδώσει....
Mετά την απελευθέρωση φωτογραφίζει έργα Ελλήνων ζωγράφων του 19ου αιώνα.Συνεργάζεται, το 1947 με τo ίδρυμα "Βασιλεύς Παύλος". Περιοδεύει φωτογραφίζοντας και εκθέτει τη δουλειά του από το Άγιο όρος, τον Όλυμπο, τα Τέμπη, τις Κυκλάδες. Το 1950 συμμετέχει σε δυο ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη. Το 1951 οργανώνεται έκθεση στην Κύπρο. Το 1952 συμμετέχει, ως ιδρυτικό μέλος της Ε.Φ.Ε ( Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία), στο τμήμα φωτογραφίας παραδίδοντας μαθήματα σκοτεινού θαλάμου, αισθητικής και σύνθεσης. Το 1953 συμμετέχει σε εκθέσεις στο Ρότσεστερ, Μπέρμπιγχαμ, Μπουένος-Άϋρες, όπου αποσπά βραβείο και τιμητικές διακρίσεις. Το 1956 συμμετέχει με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους σε αποστολή στη Μόσχα, όπου και εκθέτει έργα του. Επί υπουργίας Κ. Καραμανλή του ανατίθεται η φωτογράφηση όλων των δημόσιων έργων. Το 1957 η διεθνής Ομοσπονδία Ερασιτεχνών Φωτογράφων (F.Ι.Α.Ρ) του απονέμει τον τίτλο του "τεχνοκρίτη".
Από το 1960 και μετά το ενδιαφέρον του στρέφεται στη φωτογράφηση αρχαιοτήτων (αγαλμάτων, αρχαιολογικών χώρων, βυζαντινών μνημείων) και στην έκδοση οδηγών για το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Δελφών, Ολυμπίας, Επιδαύρου, Κορίνθου, Μυκηνών, Ρόδου, σε συνεργασία με την Ελένη Παπαδάκη.




Το 1974 εκδίδει το λεύκωμα "Με τους αντάρτες στα βουνά". Το 1987 εκδίδει βιβλίο με θέμα τον Όλυμπο. Το 1993 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Βιέννη τον προσκαλεί και του οργανώνει προσωπική έκθεση με θέμα την Ελλάδα. Το 1997 εκδίδεται, με τη συνεργασία των ανιψιών του Μαριάννας Αγγελοπούλου και Ελένης Αιματίδου-Αργυρίου, η οποία έγραψε τα κείμενα, το λεύκωμα "ΙΜΒΡΟΣ" που είναι μια κατάθεση ψυχής στην ιδιαίτερη, σκλαβωμένη πατρίδα του. Έχει φωτογραφίσει κατά καιρούς τις σημαντικότερες προσωπικότητες, από βασιλείς και πολιτικούς μέχρι καλλιτέχνες και διανοούμενους. Έχει διατρέξει όλη την Ελλάδα και ολόκληρη σχεδόν η ελληνική γη και οι άνθρωποι της, με τα ήθη και τα έθιμα τους, βρίσκονται καταγραμμένοι στο πλουσιότατο φωτογραφικό Αρχείο του.


Tο Γενάρη του 1994, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φωτογράφων ανακήρυξε τον Σπύρο Μελετζή επίτιμο πρόεδρό της, σε μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσε με την Ενωση Καλλιτεχνών Φωτογράφων. Επίτιμο μέλος της ΕΣΗΕΑ, ο Σπύρος Μελετζής τιμήθηκε για την προσφορά του με την απονομή του Σταυρού του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο το 1995.
Ο Σπύρος Μελετζής πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 97 ετών την Πέμπτη 14 Νοέμβρη 2003.





Αποσπασμα συνέντευξης στον Γιάννη Βέλλη
[....] Κύριε Μελετζή πριν λίγα χρόνια, το 1992 νομίζω, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Βιέννης φιλοξενήθηκε Έκθεσή σας με έργα από το σύνολο της τότε δουλειάς σας (1923-1991) και παράλληλα εκδόθηκε ένα Φωτογραφικό Λεύκωμα. Τι ήταν αυτό που συγκίνησε τους ξένους στο έργο σας;
- Πιστεύω πως τους ξάφνιασε ευχάριστα το γεγονός ότι είχαν τη δυνατότητα, μέσω του έργου ενός Έλληνα φωτογράφου να ξεναγηθούν στη χώρα του. Τους συγκίνησε η γνωριμία με τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας, το ανυπόταχτο και η πάλη του όπως απεικονιζόταν στις φωτογραφίες της Εθνικής Αντίστασης, οι αρχαιολογικοί χώροι, που ίσως οι περισσότεροι επισκέπτες γνώριζαν μόνο από περιγραφές βιβλίων. Τους συγκίνησε η ομορφιά της Ελλάδας όπως απεικονιζόταν στις φωτογραφίες μου.
[--] Είσαστε από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας. Μήπως θυμόσαστε στην εναρκτήρια συνάντηση που έγινε κάποια σημεία από το λόγο σας ή άλλων ομιλητών;
- Στην Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία που ήταν από τις πρώτες σημαντικές προσπάθειες ένωσης των φωτογράφων, θυμάμαι πως έκανα μια αναδρομή στην ιστορία της φωτογραφίας, στην εξέλιξή της και στο ρόλο που μπορεί να παίξει σε κρίσιμες περιπτώσεις, καταγράφοντας σημαντικά γεγονότα της κοινωνικής ζωής, του ιστορικού γίγνεσθαι. Θυμάμαι, μάλιστα, πως απευθύνθηκα κυρίως στους ερασιτέχνες φωτογράφους γιατί θεωρώ πως αυτοί έχουν περισσότερη διάθεση για αναζήτηση, σε αντίθεση με τους επαγγελματίες που οι περισσότεροι, οχυρώνονται στα στενά όρια ενός στούντιο, παγιδεύονται στις ανάγκες της καθημερινότητας αλλά και στην απληστία της παραγωγικής καταναλωτικής διαδικασίας.
[--] Έχετε κάνει φωτορεπορτάζ, φωτογράφηση αρχαίων μνημείων, τελευταίως φωτογραφήσατε την ιδιαίτερη πατρίδα σας την Ίμβρο, μέσα από τα σημάδια του χρόνου, της εγκατάλειψης και του ξένου δυνάστη. Τελικά πόσο σταθερά, κατά τη γνώμη σας, είναι τα ερεθίσματα ενός φωτογράφου και πόσο αυτό επηρεάζει το έργο του;
- Τα ερεθίσματα του φωτογράφου είναι στενά συναρτημένα με την ευαισθησία του, την καλλιέργειά του, το ταλέντο, ακόμη και με τη συναισθηματική φόρτιση της στιγμής. Αυτές θεωρώ σταθερές παραμέτρους δημιουργίας και μέσα απ' αυτές μορφώνεται κάθε φορά το ερέθισμα του καλλιτέχνη. Όσο οι παράμετροι αυτές εξελίσσονται, τόσο η φωτογραφία πλησιάζει σ' αυτό που λέμε «καλλιτεχνική δημιουργία», εκπέμποντας το μήνυμα που θέλει ο δημιουργός της. Διαφορετικά θα παραμείνει απρόσωπη και ψυχρή απεικόνιση του αντικειμένου.
[--] Πρόσφατα παρουσιάσατε την νέα σας φωτογραφική δουλειά μέσα από το Φωτ. Λεύκωμα «ΙΜΒΡΟΣ». Θα μιλήσετε λίγο και για αυτό;
- Το Λεύκωμα αυτό αποτελεί την πραγμάτωση ενός πολύ παλιού σχεδιασμού, μιας συναισθηματικής οφειλής στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Ίμβρο. Είναι μια «κατάθεση ψυχής» όπου, και από μένα με το φακό μου και από την ανιψιά μου, Ελένη Αιματίδου – Αργυρίου με τα κείμενα, γίνεται μια προσπάθεια σφαιρικής θα' λεγα παρουσίασης της Ίμβρου. Του πανέμορφου χαμένου νησιού και της ιστορίας του, παλιάς και νεώτερης. Φαίνεται παντού η τραγική εικόνα του, μεθοδικά, ξεριζωμένου Ελληνισμού σε αντίθεση με την πάντα, παρά τις τουρκικές οικολογικές παρεμβάσεις, εντυπωσιακή φυσική του ομορφιά. Είναι πιστεύω ένα βιβλίο που εκτός από την οπτική απόλαυση προσφέρει και αφορμές προβληματισμού για τις σχέσεις μας με τους ανατολικούς γείτονές μας.




[--] Σήμερα στη χώρα μας έχουμε πληθώρα φωτογραφικών σχολών, σεμιναρίων, διαλέξεων για τη φωτογραφία, αποφοίτων φωτογραφίας και επαγγελματιών φωτογράφων. Πιστεύετε ότι η φωτογραφία μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες θα δώσει καλύτερα αποτελέσματα στην Τέχνη ή ότι θα αποτελέσει, κυρίως, ένα καλό προϊόν της παραγωγικής και της καταναλωτικής μας κοινωνίας;
- Η πληθώρα των φωτογραφικών σχολών δεν εξασφαλίζει κα την ποιότητα των μαθητών τους. Μου έχουν τύχει περιπτώσεις αποφοίτων που, σε φωτογράφηση υπαίθρου, οι νεαροί πτυχιούχοι φωτογράφοι είχαν παντελή άγνοια βασικών κανόνων π.χ. του ρόλου του φωτός και πως πρακτικά εκμεταλλευόμαστε τα παιχνιδίσματά του. Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ: Μα τι μαθαίνουν, άραγε, στις σχολές τους;
Όπως βλέπετε, λοιπόν, τα διπλώματα και τα σεμινάρια δεν αποτελούν εγγύηση.
Τα πάντα εξαρτώνται από την προσωπική ολοκλήρωση, θεωρητική και πρακτική, του φωτογράφου και τους στόχους του. Τα σύγχρονα μέσα θα βοηθήσουν, αν τους γίνει σωστή χρήση και μακάρι οι στόχοι των νέων να ξεφύγουν από τον καταναλωτισμό και να υπηρετήσουν την Τέχνη. Οι νέοι θα αποφασίσουν για αυτό.
[--] Τελειώνοντας, τι θα προτείνατε στους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με τη φωτογραφία;
- Θα τους πρότεινα να μελετούν, να μελετούν και πάλι να μελετούν. Να επισκέπτονται τα Μουσεία παρατηρώντας την εξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής Τέχνης. Να μάθουν «να βλέπουν», να συνηθίσει το μάτι τους την αρμονία. Να μελετήσουν σύνθεση. Συγχρόνως όμως να παρακολουθούν και τις τεχνολογικές εξελίξεις, ώστε να μπορούν να τις εκμεταλλευτούν αποδίδοντας, όσο γίνεται καλύτερα, ό,τι η ευαισθησία και γνώση τους, το υποδεικνύει. Ασφαλώς, όπως σε όλες τις τέχνες, προϋπόθεση για το ξεχωριστό είναι το ταλέντο, το οποίο τελειοποιώντας το κανείς, θα μπορέσει να δώσει κάτι αξιόλογο που να ανεβάζει και να καταξιώνει τη φωτογραφία ως «καλλιτεχνικό έργο».
Όποιος λοιπόν έχει φιλοδοξίες για κάτι ανώτερο από τις συνήθεις διαφημίσεις και φωτογραφίες ταυτοτήτων, πρέπει να κουραστεί, να διευρύνει τις γνώσεις του, άρα και το πνεύμα του, και τότε, αξιοποιώντας τις δυνατότητές του, θα εκπλαγεί με τα αποτελέσματα της δουλειάς του. Τίποτα δεν μας χαρίζεται, παιδιά, θα τους έλεγα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλα θέλουν προσπάθεια, γνώση, επιμονή και το ποιο σημαντικό: αγάπη σε ό,τι κάνουμε....]




 Ο Σπύρος Μελετζής στο βουνό μαζί με το ζωγράφο Βάλια Σεμερτζίδη





 εφημερίδα "Καθημερινή - Επτά Ημέρες ", Μάιος 1994, (αναδημοσίευση)


 H φωτογραφική τέχνη του Σπύρου Μελετζή  
 Αποτύπωσε τα γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο τα τελευταία εβδομήντα χρόνια


Yπάρχουν άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τη ζωή σαν ένα θαύμα, του οποίου είναι καθημερινά κοινωνοί. Αντλούν χαρά και γνώση από κάθε τι, δείχνοντας με τη φωτεινή και δροσερή σαν αύρα παρουσία τους ότι υπάρχουν δρόμοι για μια γεμάτη αρμονία ζωή. Στους ξεχωριστούς αυτούς ανθρώπους ανήκει ο φωτογράφος Σπύρος Μελετζής, που στα ογδόντα οκτώ του χρόνια, σκαρφαλώνει ακόμα στον Ολυμπο και τρέχει να φωτογραφήσει τους Δελφούς, όταν ανθίζουν οι παπαρούνες. Οσοι τον γνώρισαν, καλοτυχίζουν τον εαυτό τους. Είναι γελαστός, καλόγνωμος και δεινός αφηγητής, όταν μαζί με τις περιπέτειές του διηγείται γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του τόπου, τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Γεγονότα που αποτύπωσε με το φακό του, υπηρετώντας τη φωτογραφία, που υπήρξε όπως ο ίδιος λέει «το μεγάλο σχολείο της ζωής του».
Τον Σπύρο Μελετζή και το έργο του παρουσιάζουν στις σελίδες που ακολουθούν άνθρωποι που έζησαν και συνεργάστηκαν μαζί του. Εμείς θα περιοριστούμε σε ορισμένες μόνο στιγμές της ζωής του, ξεκινώντας από την Ιμβρο και συγκεκριμένα το χωριό Αγιοι Θεόδωροι, γενέτειρα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου, όπου γεννήθηκε το 1906.
Οπως το ήθελε η παράδοση στο νησί, ο πατέρας του Σπύρου Μελετζή, τενεκιτζής στο επάγγελμα, ονειρευόταν να δει τον πρωτότοκο γιο του δεσπότη. Πέθανε όμως νέος, γεγονός που ανάγκασε τον δωδεκάχρονο τότε Σπύρο να εγκαταλείψει το σχολείο και να μπει στη βιοπάλη, επωμιζόμενος τα βάρη της φτωχής του οικογένειας που είχε άλλα τέσσερα μικρότερα παιδιά.

Τον Ιανουάριο του 1923, όταν οι Ιμβριοι είχαν πλέον βάσιμους φόβους ότι το νησί τους θα παραχωρηθεί στην Τουρκία, ο Μελετζής έφυγε για την Αλεξανδρούπολη, όπου επί ένα χρόνο εργάσθηκε σε υφασματοπωλείο. Στη συνέχεια άρχισε να δουλεύει στο εργαστήριο του φωτογράφου και συγγενή του Α.Παναγιώτου, όπου αγάπησε τη φωτογραφία.





Αλεξανδρούπολη
Ενα πρωινό γοητευμένος είδε στην παραλία μία εικόνα μοναδικής ομορφιάς. Πάνω στα καΐκια στέγνωναν τα βρεγμένα από τη βραδινή βροχή πανιά, ενώ μαούνες και βενζίνες μετέφεραν εμπορεύματα από τα αραγμένα στο βάθος του λιμανιού βαπόρια, καθώς ο ήλιος σχημάτιζε ένα φωτεινό μονοπάτι πάνω στη θάλασσα. Αμέσως έτρεξε στο εργαστήριο, πήρε τον τρίποδα και τη μηχανή και επέστρεψε στην παραλία. Η φωτογραφία του κέρδισε το πρώτο βραβείο σε έκθεση της Θεσσαλονίκης (1924), μόνο που δεν βραβεύτηκε ο ίδιος, αλλά ο Παναγιώτου, που την παρουσίασε για δική του. «Δεν πειράζει. Οταν είσαι υπάλληλος, δεν γίνεται διαφορετικά», θα πει ο Σπύρος Μελετζής.
Τεσσερισήμισι χρόνια αργότερα πήγε στην Αθήνα όπου χρειάστηκε όλη τη μακροθυμία του για να αντέξει το δύσκολο χαρακτήρα του γνωστού φωτογράφου και εργοδότη του Γιώργου Μπούκα. Ακόμη θυμάται την ημέρα που έπαθε ίκτερο, όταν ο Μπούκας, αφού τον έβαλε να αντιγράψει έξι φορές την ίδια φωτογραφία, του είπε: «Εσύ δεν πρόκειται να γίνεις φωτογράφος».
Χρειάστηκαν δέκα χρόνια σκληρής δουλειάς για να αποσπάσει τη σιωπηλή αποδοχή του Μπούκα. Τότε όμως τον κέρδισε η υπαίθριος, για την οποία εγκατέλειψε το σκοτεινό θάλαμο, γοητευμένος από το τοπίο της Ηπείρου, όπου ταξίδεψε νιόπαντρος, το 1937, με τη γυναίκα του Ιουλία. Οταν επέστρεψε στην Αθήνα υπέβαλε παραίτηση και ξεκίνησε την πρώτη περιοδεία στην Ηπειρο, που κράτησε 22 μήνες, και υπήρξε ο πρώτος μεγάλος σταθμός της φωτογραφικής του πορείας.



'Ηπειρος
Οι περιπέτειές του δεν είχαν τελειωμό. Οταν δεν έβρισκε λεωφορείο ταξίδευε με τα πόδια, φορτωμένος στην πλάτη δεκαπέντε οκάδες φορτία (πλάκες, μηχανή, τρίποδα). Ακόμη θυμάται πόσα ζευγάρια αρβύλες έλιωσε κατά τις πολύωρες πεζοπορίες του (16-20 ώρες) στα Τζουμέρκα, όπου ήταν ευτυχής όταν μοιραζόταν το ξεροκόμματο κάποιου τσομπάνη. Δεν έλειψαν οι φορές που ξεγέλασε την πείνα του με μούρα και με κράνα. Και παρά τις διαμαρτυρίες της Ιουλίας που μοιράστηκε μαζί του ξεροκόμματα τηγανισμένα στο λάδι, δεν δίσταζε να εγκαταλείπει τα μέρη (Αρτα, Ιωάννινα κ.ά.), όπου μετά από σύντομη εγκατάσταση κέρδιζε το 1938 έως και 27.000 δραχμές όταν -τότε- ο μέσος μηνιαίος μισθός ήταν 1.500 δραχμές.
Ετσι, συνέχισε τη ζωή του, αδιαφορώντας για τα χρήματα που ποτέ δεν απέκτησε. Αγαπούσε τόσο πολύ την Ελλάδα, τους ανθρώπους της και τη φωτογραφία ώστε του ήταν αδιανόητο να κλειστεί σε ένα στούντιο, όταν η χώρα ζούσε ιστορικές στιγμές, όπως η Κατοχή και η Εθνική Αντίσταση.

Ακόμα θυμάται με θαυμασμό τι του απάντησε η γερόντισσα που συνάντησε στη Βίνιανη, το στρατηγικό κέντρο των ανταρτών, όταν τη ρώτησε πώς άντεχε, τόσο γριά, να κουβαλάει ζαλίγκα μια κασόνα: «Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή. Αμα τον κερδίσουμε, τα κερδίζουμε όλα, κι όταν τον χάσουμε, τα χάνουμε όλα».




Ελένη Παπαδάκη
Τρίτος σταθμός στη ζωή του στάθηκε η γνωριμία του με την Ελένη
Παπαδάκη, χάρη στην οποία βρήκε τη δύναμη να μελετήσει, με υπομονή μικρού μαθητή, την αρχαία ιστορία και τέχνη, για να γράψουν μαζί τους οδηγούς των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων που φωτογραφίζουν από το 1952.
Την άρτια αυτή δουλειά δεν στηρίζει κανένας αρμόδιος φορέας, ενώ η Πολιτεία δεν τίμησε τον Σπύρο Μελετζή και το μοναδικό για την ιστορία του τόπου έργο του, με καμία σύνταξη. Απέρριψε την αίτησή του για τη σύνταξη που παρέχει το ΥΠΠΟ στους λογοτέχνες και κώφευσε στο επίμονο διάβημα του Συνδέσμου Δημοσιογράφων της Αντίστασης να δοθεί σύνταξη σ' έναν φωτογράφο του οποίου το έργο βραβεύτηκε σε ελληνικές αλλά και διεθνείς εκθέσεις.






Σπύρος Μελετζής, ο 'Ελληνας Φωτογράφος 

 Απαθανάτισε πρόσωπα και τόπους με την ευαισθησία του αθεράπευτα ρομαντικού πατριδολάτρη
 Του Κώστα Mπαλάφα , (αναδημοσίευση)


Ο Σπύρος Μελετζής είναι ο θεμελιωτής και δάσκαλος της ελληνικής φωτογραφίας. Τον γνώρισα το 1937 όταν ανέβηκε στα Θεοδώριανα, πεζοπορώντας από την Αρτα, με εκείνα τα βαριά τότε σύνεργα για να φωτογραφίσει το πανηγύρι της 15ης Αυγουστου.
Παιδί, μας ήρθε απ' τις χαμένες πατρίδες, γιομάτος όνειρα κι ελπίδες. Γεννημένος ωραιολάτρης και οραματιστής από τα μαθητικά θρανία, διατηρούσε στη φαντασία του ζωντανούς τους θεούς του Ολύμπου και τους αγίους του Βυζαντίου που έμελλε αργότερα να γίνουν κυρίαρχο στοιχείο της φωτογραφικής του θεματογραφίας. Μελέτησε μεθοδικά μυθολογία, αρχαιολογία και βυζαντινή ιστορία που τον βοήθησαν να τεκμηριώσει σκέψεις και ιδέες για να πραγματοποιήσει τις καλύτερες καλλιτεχνικές εκδόσεις οδηγών μουσείων και αρχαιολογικών χώρων.
Για τον Μελετζή η φύση στάθηκε γενναιόδωρη. Τον προίκισε με σπάνιο ταλέντο, ποιητική ευαισθησία και ανθρωπιά. H φωτογραφία έγινε γι' αυτόν τρόπος ζωής και καλλιτεχνικής έκφρασης. Είναι άνθρωπος ακάματος και αεικίνητος με ανεξάντλητη υπομονή. Εργάστηκε όσο λίγοι για τη φωτογραφική καταγραφή του ελλαδικού χώρου και περιέσωσε σε εικόνα πολύτιμα πολιτισμικά και ηθογραφικά στοιχεία απ' αυτά που κάθε μέρα φθείρει ο χρόνος και καταστρέφει ο πολιτισμός.
Ο Μελετζής δεν έζησε για να ζήσει ή ακόμα και για να πλουτίσει, αλλά για να δημιουργήσει έργο μεγάλο για την τέχνη και την ιστορία. Περπάτησε και φωτογράφισε όλη την Ελλάδα με την ευαισθησία του αθεράπευτα ρομαντικού πατριδολάτρη. Τότε, οι καιροί ήταν δύσκολοι και τα συγκοινωνιακά μέσα λιγοστά ή ανύπαρκτα για τις δύσβατες και κακοτράχαλες περιοχές. Ομως, ο Μελετζής πεζοπορώντας με κυρατζήδες και λαϊκούς οργανοπαίχτες, έφθασε ώς τα απόμακρα χωριά και απαθανάτισε λαϊκά ξεφαντώματα, γάμους και πανηγύρια.
Ολα τ' αγκάλιασε με αγάπη, ανθρώπους και φυσικούς χώρους, παλεύοντας για την ποιότητα και την ομορφιά, κυριαρχημένος απ' το ανικανοποίητο στην επιθυμία του ν' αποδώσει φωτογραφικά τον μαγικό κόσμο των ονείρων του.



Ξεχωριστή μαστοριά
 H φωτογραφία δεν ήταν γι' αυτόν κάτι πρόχειρο και αβασάνιστο. Πάλευε με το υλικό για να μεταπλάσει τα οράματά του και να μετουσιώσει την ιδέα σε εικόνα. Δούλεψε με ξεχωριστή μαστοριά την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μέσα απ' τη δουλειά του καθρεπτίζονται η ιστορία του τόπου και οι αγώνες του λαού για μια ανθρωπινότερη ζωή και δικαιότερη κοινωνία. Είναι μια δουλειά που ταυτίζεσαι μαζί της και σε οδηγεί σ' έναν όμορφο κόσμο κι ένα βαθύ ανθρωπισμό της μεγάλης καρδιάς που τον δημιούργησε.
H σκηνοθετημένη, στατική δουλειά του στούντιο όπου δούλεψε τα πρώτα χρόνια, δεν ικανοποιούσε τον Μελετζή και γρήγορα φρόντισε ν' απαλλαγεί και σα λεύτερο πουλί να ξεχυθεί στην ορεινή Ελλάδα. Μπολιάστηκε με την Ηπειρο και δέθηκε συναισθηματικά με το χώρο της. Ονειροπόλος, όπως είναι, κάθησε με τις ώρες στις κορφές και τα καταρράχια και καμάρωνε τους αετούς του Βίκου και του Σουλίου ν' ακροζυγιάζουν τα φτερά τους, πετώντας νωχελικά στο χαοτικό, απόκοσμο, ανάμεσα στα φαράγγια.

Επηρεασμένος απ' τους πολέμους και την ιστορία ανέβηκε πολλές φορές στο Σούλι και το Κούγκι και με την καρδιά του μικρού παιδιού χτύπησε
την καμπάνα του Σαμουήλ για ν' αντηχήσουν οι πλαγιές απ' την παλιά τους δόξα. Διάβηκε τον Αχέρωντα, φωτογράφισε την Πάργα, έφθασε στο Ζάλογγο και πέρασε πέρα ώς το Σέλτσο, ακολουθώντας τη μαρτυρική πορεία των ξεριζωμένων Σουλιωτών.
Με τη συμβία του ζαλικωμένη βαριά τριπόδια και φωτογραφικά σύνεργα -εκείνου του καιρού- ανέβηκε στα Τζουμέρκα κι Αγραφα και φωτογράφισε ιστορικά μοναστήρια, φυσικές ομορφιές, λαϊκά πανηγύρια, αρχοντικά σπίτια και πέτρινα γιοφύρια που τα δούλεψε με μεράκι το ζεστό χέρι του ανώνυμου λαϊκού τεχνίτη.
Απεικόνισε φωτογραφικά τη βουνίσια λεβεντιά της Πίνδου και της Ηπείρου, παλικάρια και γεροντόβλαχους με τα σκαμμένα από το χρόνο και τις κακουχίιες πρόσωπα, σαν τις τραχιές πληγές των βουνών που ρίζωσαν στις καρδιές τους. Ξενύχτησε σε αγρυπνίες, σε απόμακρα μοναστήρια που το όνομά τους δέθηκε με την ιστορία. Θα περπατήσει φωτογραφίζοντας: Μέτσοβο, Ζαγόρι, Κόνιτσα και Τσαμουριά.



'Ολυμπος
Γυρνώντας στην Αθήνα ξαναθυμήθηκε τους θεούς του Ολύμπου των παιδικών του χρόνων. Ανεβοκατέβηκε πολλές φορές τον Ολυμπο, φωτογράφισε τις κορφές του -τα άντρα των θεών- και το θρόνο του Διός, απ' όπου ο θεός των θεών μοίραζε με κεραυνούς δικαιοσύνη στους θνητούς. Εκεί μεσ' την ομίχλη και τα αστραποκαμένα ρόμπαλα που τ' ανεμόδερναν οι καιροί, μέσα στο βουητό του «Ρογκά» και τη θολούρα της αντάρας και των διαλογισμών, ξαναζωντάνεψε στη φαντασία θεούς και τιτάνες να κονταροχτυπιούνται στον ανταριασμένο Ολυμπο κι έγραψε το τελευταίο του βιβλίο.
Είναι από τη φύση του πληθωρικός και υπερευαίσθητος, παιδί του ήλιου και της Ανατολής, φορτισμένος με ποιητικές εικόνες που φτερούγιζαν στη φαντασία και μορφοποιούνται με εκείνο το ονειροπόλο βλέμμα που βλέπει μόνο Ελλάδα. Η φωτογραφική του εικόνα είναι αυτόνομη, καθαρή, δημιουργική είναι ελληνική και χαρακτηρίζει δυναμική σύνθεση στη δομή, απογυμνωμένη από φλύαρα στοιχεία και φτηνά τεχνάσματα που ψευτίζουν το συναίσθημα.
Τελευταία θέλησε να ξαπαπερπατήσει και να φωτογραφίσει την ελληνική ύπαιθρο, αλλά απογοητεύτηκε όταν σε γνώριμους και παλιότερους χώρους αντίκρισε τον ρημαγμένο τόπο από την άπονη εγκατάλειψη και αντάμωσε γερασμένες μορφές να σέρνονται σε ερειπωμένα σπίτια που συναγωνίζονται με τους ενοίκους στον πόνο και την αντοχή.




Αλλά η μεγαλύτερη εθνική προσφορά του Σπύρου Μελετζή είναι η φωτογράφιση του Αγώνα 1940-1944, που δίκαια τον καταξίωσε φωτογράφο της Εθνικής Αντίστασης. Είχε την καλή τύχη να βρεθεί στην καρδιά της Ρούμελης, κοντά στο αρχηγείο ανταρτών του ΕΛΑΣ και να απαθανατίσει εκείνες τις ιστορικές μορφές που με τον ηρωισμό και τη θυσία σημάδεψαν τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Μορφοποίησε σε φωτογραφική εικόνα το τραγούδι της λευτεριάς πάνω σε δύο φωτογραφικά μουσικοτονικά πατήματα του άσπρου και του μαύρου με την ευαισθησία και την ποίηση που μόνο αυτός ξέρει να καταγράφει φωτογραφικά σε έναν καλλιτεχνικό διάλογο με βάση την αλήθεια και την ωμή πραγματικότητα.
Για όσους είχαμε το προνόμιο να 'μαστε φίλοι του Μελετζή μάθαμε μαζί του πράγματα που δεν διδάσκονται στα σχολεία και δεν αναφέρονται στα βιβλία, τόσο για την ίδια την τέχνη όσο και τη ζωή. Είναι η απλότητα, η σεμνότητα και η άδολη ανθρωπιά με την απεριόριστη καλοσύνη που συλλειτουργούν και συνθέτουν τον χαρισματικό καλλιτέχνη, που στοχεύει στην τελειότητα αποτυπώνοντας στο χαρτί με ευαισθησία και ποίηση τα οπτικά του οράματα και που έμεινε πιστός στην αξία της ομορφιάς.