Paul Strand, To πορτραίτο του κόσμου

08 Αυγούστου 2015




0 Paul Strand γεννήθηκε το 1890 στη Νέα Υόρκη από γο­νείς Εβραίους. Παρ' όλο που η οικογένεια του είχε οικονομι­κά προβλήματα, ο πατέρας του καταφέρνει να τον γράψει στο γνωστό κολλέγιο Ethical Culture, όπου θα παρακολουθήσει και τα μαθήματα φωτογραφίας τού Lewis Hine γνωρίζοντας έτσι το έργο μεγάλων φωτογράφων, όπως η J. Μ. Cameron, ο D.O. Hill, ο C. White και η G. Kasebier.
Το 1911 θα ξοδέψει όλες του τις οικονομίες κάνοντας ένα ταξίδι στην Ευρώπη, όπου επί ενάμισυ μήνα θα διατρέξει την ήπειρο επισκεπτόμενος όλα τα μεγάλα μουσεία, κάνοντας τε­ράστιες αποστάσεις, πολύ συχνά και πεζός. Λίγο αργότερα, στην Αμερική θα παρατήσει μία δουλειά ασφαλιστή, επιλέγο­ντας οριστικά το επάγγελμα τού φωτογράφου. Ταυτόχρονα γί­νεται μέλος τού Camera Club - όπου χρησιμοποιεί και τον σκο­τεινό θάλαμο - και αργότερα της Photo Secession τού Stieglitz.


Paul Strand

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο L. Hine και ο Α. Stieglitz υπήρξαν δύο προσωπικότητες καθοριστικές για τη διαμόρ­φωση της πνευματικής και καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας τού νεαρού Strand. Γενικεύοντας κάπως θα προσθέταμε ότι ο Hine τον επηρέασε κυρίως πνευματικά και ηθικά, ενώ ο Stieglitz τού άνοιξε νέους καλλιτεχνικούς ορίζοντες με τις απόψεις του για τη φωτογραφία, αλλά και γιατί τον έφερε σ' επαφή με τα έργα τής Ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας της επο­χής. Έτσι ο Hine - αλλά και γενικότερα το περιβάλλον τού Ethical School   έρριξε μέσα του τον σπόρο τής κοινωνικής συνείδησης, ενώ ο Stigleitz τού πρόσφερε τις προϋποθέσεις για να ψάξει και να βρεί τον καλλιτεχνικό του εαυτό κατακτώ­ντας έτσι μια από τις πιο σημαντικές θέσεις στην Αμερικανική φωτογραφία.
Σ'όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Paul Strand θα δουλέψει ως freelance φωτογράφος πάνω σε πολλά και διάφορα θέ­ματα. Η φωτογραφία του δεν έχει όμως καμμιά απολύτως σχέ­ση με τη δημοσιογραφία, την οποία αποστρέφεται (όπως και τον Τύπο γενικότερα). Και εντάσσεται από την αρχή ξεκάθα­ρα στον χώρο τής προσωπικής καλλιτεχνικής έκφρασης μο­λονότι τον αφορά πάντα ο εξωτερικός κόσμος που τον περι­βάλλει. Επομένως από οικονομική άποψη η φωτογραφία δεν μπορούσε να τού προσφέρει πολλά και γι αυτό σύντομα αρχί­ζει να ασχολείται με τον κινηματογράφο και συγκεκριμένα με ένα είδο ς κοινωνικού ντοκυμαντέρ με δραματική όμως πλο­κή. Από εκεί θα κερδίσει τα προς το ζείν μέχρι το 1945, χω­ρίς ωστόσο ποτέ να εγκαταλείψει τη φωτογραφία.

Από την αρχή και ως το τέλος ο Paul Strand δουλεύει φω­τογραφικά με έναν τρόπο επίπονο και χρονοβόρο χρησιμο­ποιώντας σχεδόν αποκλειστικά μεγάλου φορμά μηχανές και προσέχοντας πάρα πολύ το τεχνικό μέρος και κυρίως την εκτύπωση, όπου οι γνώσεις του και οι ικανότητες του αγγί­ζουν τα όρια τής αλχημείας. (Λέγεται ότι συχνά τού έπαιρνε τρεις γεμάτες μέρες για να τυπώσει ένα αρνητικό). Μετά την πρώτη του συμμετοχή στην ομαδική έκθεση το 1916 στην γκα­λερί 291 τού Stieglitz, η οποία υπήρξε σταθμός για την Αμερικανική, αλλά και για την παγκόσμια, φωτογραφία, θα τα­ξιδέψει πολύ στην Αμερική και στο Μεξικό κινηματογραφώ­ντας και φωτογραφίζοντας έως το 1945 οπότε αφοσιώνεται αποκλειστικά στη φωτογραφία. Η αναγνώριση του ωστόσο ως μεγάλου φωτογράφου θα καθυστερήσει αρκετά και είναι χα­ρακτηριστικό ότι η πρώτη του μεγάλη αναδρομική έκθεση θα γίνει στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης τής Νέας Υόρκης μό­νο το 1945, πράγμα που δεν φάνηκε ποτέ να τον απασχόλη­σε ιδιαίτερα. Η ειρωνεία είναι ότι μετά τον ερχομό τής επιτυ­χίας και την αναγνώριση αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αμερική   την εποχή τού μακαρθισμού  για να μην υποχρεω­θεί να κάνει συμβιβασμούς και γιατί ήταν βαθύτατα απογοη­τευμένος από την Αμερικανική πραγματικότητα.
Η ειρωνεία επίσης είναι ότι, όταν εγκαταλείπει οριστικά τον κινηματο­γράφο για τη φωτογραφία, η τελευταία παρουσιάζει τεράστια άνθιση στον δημοσιογραφικό χώρο και στα γνωστά περιοδικά τής εποχής, ενώ η καθαρή καλλιτεχνική φωτογραφία παρου­σιάζει μάλλον μιαν ύφεση, τουλάχιστον στη Γαλλία, όπου ο Paul Strand εγκαθίσταται οριστικά το 1950 με την τρίτη σύζυ­γο του, φωτογράφο επίσης, την Hazel Kingsbury, στην οποία θα βρεί την ιδανική σύντροφο. Στο Orgeval, κοντά στο Παρίσι, θα αγοράσουν μαζί ένα απομονωμένο αγρόκτημα, όπου φτιά­χνει για πρώτη φορά έναν σκοτεινό θάλαμο όπως τον ονει­ρευόταν πάντα. Με τη Hazel - και κυρίως με τη δική της πα­ραίνεση - θα ταξιδέψει και θα φωτογραφίσει σε διάφορα μέ­ρη τού κόσμου με μιαν απίστευτη ζωτικότητα. Κι όταν η αρ­ρώστια θα τον καταβάλει στα 85 του χρόνια, θα φωτογραφί­σει με πείσμα τον υπέροχο κήπο του στο Orgeval και θα ξα­ναρχίσει να τυπώνει παλιές φωτογραφίες. Το 1976 λίγο πριν πεθάνει είχει πεί ότι, αν γινόταν, θα συνέχιζε να δουλεύει άλ­λα πενήντα χρόνια.





Ο Strand δεν συμπαθούσε πολύ τις εκθέσεις μεταξύ άλ­λων δεν εμπιστευόταν εύκολα τα πολύτιμα τυπώματά του  και δημοσίευσε τη δουλειά του κυρίως σε βιβλία που επιμελήθη­κε πάντα ο ίδιος. Συνήθως όλα περιείχαν και κάποια κείμενα  όχι αναγκαστικά δικά του και που πάντως δεν αναφέρονταν στις φωτογραφίες του καθώς τον γοήτευε ιδιαίτερα το πά­ντρεμα τών εικόνων με τον γραπτό λόγο. 0α πρέπει να προ­σθέσουμε ότι ο Strand υπήρξε ένας άνθρωπος πολιτικοποιη­μένος, αυτό που θα λέγαμε ένας έντιμος Αμερικανός ιδεο­λόγος με αριστερές αποκλίσεις τής προ-μακαρθικής Αμερικής. Σ' όλη του τη ζωή παρέμεινε βαθύτατα «στρατευ­μένος» στην ιδέα τής αξιοπρέπειας, αλλά και τής αξίας τών απλών ανθρώπων, τους οποίους θεωρούσε στηλοβάτες τής ανθρωπότητας. Ακόμα κι όταν εγκατέλειψε απογοητευμένος την Αμερική, η πίστη του αυτή δεν τον εγκατέλειψε. Αν αυτή η στράτευση δεν επηρέασε ούτε στο ελάχιστο την ποιότητα τής δουλειάς του, αυτό το χρωστάει στο τεράστιο ταλέντο του, στην ευφυία του και στην αυθεντικά καλλιτεχνική του φύση.

Tο όνομα ιού Paul Strand είναι άρρη­κτα συνδεδεμένο με μία αποφασι­στική καμπή στην ιστορία της Αμερικανικής φωτογραφίας, και συγκεκρι­μένα με τη γέννηση τού μοντερνισμού και την επικράτηση της λεγόμενης καθαρής (straight, pure) φωτογραφίας. Πρόκειται για μια νέα αισθητική αντίληψη, που έρχεται να παραγκωνίσει το πικτοριαλιστικό κίνημα και σύμφωνα με την οποία το φωτογραφικό μέ­σο πρέπει να στηρίζεται στις δικές του εγ­γενείς δυνατότητες και να μην δανείζεται στοιχεία από άλλες τέχνες όπως π.χ. η ζω­γραφική. Η αντίληψη αυτή εντάσσεται μέσα στο γενικότερο πνεύμα τού μοντερνισμού, που ήθελε τα διάφορα είδη τέχνης απολύ­τως διακριτά.
Ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας τού 1910 στις Η.Π.Α επικρατεί σχεδόν αδιαμφι­σβήτητα η πικτοριαλιστική φωτογραφία. Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με την πικτο­ριαλιστική άποψη για να μπορεί η φωτογρα­φία να εκληφθεί σοβαρά ως Τέχνη, πρέπει να μοιάζει με ζωγραφικό έργο τόσο θεματο- λογικά όσο και υφολογικά. Η ακριβής από­δοση της πραγματικότητας αποτελεί μειο­νέκτημα, εφόσον θυμίζει τη μηχανική υπό­σταση της φωτογραφίας και τη συνακόλου­θη επάρατη ευκολία της κατασκευής της. Ελάχιστοι υπήρξαν οι πικτοριαλιστές φωτογράφοι, οι οποίοι διέθεσαν την απαιτούμενη ευαισθησία και ευφυία ή ένα αληθινό πηγαίο ταλέντο ώστε να μπορέ­σουν να δημιουργήσουν ένα έργο ξεχωριστό, έστω και μέσα στα γενικά πλαίσια αυτής της αντίληψης. Η Julia Margaret Cameron, ο Clarence White, η Gertrude Kasebier και ο David Octavius Hill ήταν οι κυριότεροι από αυτούς και είναι χα­ρακτηριστικό ότι ο νεαρός Strand τούς θαύμαζε ιδιαίτερα.

To Camera Club τής Νέας Υόρκης, τού οποίου ο Alfred Stieglitz υπήρξε πρό­εδρος, καθώς και η Photo Secession, που ο ίδιος ιδρύει το 1902, σκοπό είχαν αρχικά να καλλιεργήσουν το είδος αυτό τής φωτογραφίας, το οποίο ήταν ταυ­τόσημο με την καλλιτεχνική φωτογραφία. Συγχρόνως, ο Stieglitz σε συνεργασία με τον νεαρό φωτογράφο και ζωγράφο Edward Steichen, που ζει στο Παρίσι, εκ­θέτει στη Μικρή Γκαλερί τής Photo Secession, που γίνεται γνωστή ως «291» από τον αριθμό τού οικήματος τής 5ης λεωφόρου όπου στεγαζόταν  έργα σύγ­χρονων Ευρωπαίων καλιτεχνών, όπως ο Cezanne, ο Matisse, ο Rodin, ο Picasso κ.α. Περί τα μέσα τής δεκαετίας, εν μέρει κάτω από την επίδραση αυτής τής καλλιτεχνικής όσμωσης με τη σύγχρονη Ευρωπαϊκή Τέχνη, εν μέρει σαν συνέ­πεια τών ραγδαίων αλλαγών, που επιφέρει σ' όλους τους χώρους ο Α'Παγκόσμιος Πόλεμος (με τον οποίο ο κόσμος μπαίνει ουσιαστικά στον 20ο αιώνα), ένας νέος άνεμος αρχίζει να πνέει στους κόλπους τής Photo Secession σε σχέση με την καλλιτεχνική φωτογραφία. Η ουσία αυτής τής αλλαγής συνο­ψίζεται, όπως είπαμε ήδη, στην αυτονόμηση τής φωτογραφίας με βάση τα ιδιαί­τερα χαρακτηριστικά της. 0 Alfred Stieglitz διατυπώνει το θέμα ως εξής: «Κάθε τέχνη έχει τον δικό της χώρο. Αν η φωτογραφία δεν έχει αποκλειστικά δικές της εκφραστικές δυνατότητες, τότε αποτελεί απλά μια διαδικασία, όχι Τέχνη. Αν δε­χτούμε όμως ότι είναι Τέχνη, τότε θα πρέπει να στηριχτεί ανεπιφύλακτα πάνω α' εκείνες τις δυνατότητες, που θα την κάνουν να δώσει τα καλύτερα αποτε­λέσματα».

Αν όμως οι προϋποθέσεις μιας αλλαγής υπήρχαν πια, χρειαζόταν η ιδιοφυία ενός ανθρώπου, για να μπορέσει να την πραγματώσει με έναν τρόπο τόσο επα­ναστατικό και τόσο καίριο, ώστε να αποτελέσει το θεμέλιο μιας νέας Τέχνης τής φωτογραφίας. Κι ο άνθρωπος αυτός υπήρξε ο Paul Strand. Η συμβολή τού Strand υπήρξε ανεκτίμητη. Η συμβολή του δεν εξαντλήθηκε με την εμπέδωση στις συνειδήσεις τών πιο εξώφθαλμων χαρακτηριστικών τού φωτογραφικού μέ­σου (ευκρίνεια, τονικός πλούτος, ακρίβεια περιγραφής, συγχρόνως όμως και προσωπικό ύφος μέσα από την φορμαλιστική αναζήτηση και την αφαίρεση), αλ­λά προχώρησε πιο βαθιά και ανακήρυξε  με τα λόγια του, αλλά κυρίως με το έργο του - τον Χρόνο ως το θεμελιώδες γνώρισμα τής φωτογραφίας, ως την κυ­ρίαρχη συνιστώσα τής διαφορετικότητας της. Η πορεία που διαγράφει ο Strand παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί εμ­φανίζει μια μεγάλη συνέπεια και εσωτερική συνοχή, καθώς αναζητά τον δρόμο του με σοβαρότητα και ειλικρίνεια από την αρχή, για να καταλήξει πολύ σύντομα σ' έναν εν­συνείδητο και ανεπιφύλακτο διαχωρισμό τού ουσιώδους από το επουσιώδες και να παραμείνει πια πιστός στις αρχές του μέ­χρι το τέλος. Πράγματι - αφού πέρασε και αυτός, όπως είναι φυσικό, από μια πικτοριαλίζουσα φάση - που μέσα της όμως δια­κρίνουμε ήδη τα σπέρματα μιας αναζήτησης  περνάει σ' ένα στάδιο έντονης φορμαλι­στικής αναζήτησης με επαναστατικά για την εποχή αποτελέσματα, για να καταλήξει αμέσως μετά στο είδος εκείνο τής φωτο­γραφίας που θα καλλιεργήσει με θαυμαστή ζωτικότητα και συνέπεια μέχρι το τέλος. Μια φωτογραφία όπου η φόρμα είναι πια τό­σο κατακτημένη, ώστε να υποχωρεί διακρι­τικά μπροστά σ' ένα περιεχόμενο συγκε­κριμένο και ταυτόχρονα υπερβατικό μέσα στον χρόνο και συγχρόνως έξω από αυτόν.





Αρχικά λοιπόν, δηλ. γύρω στο 1910, ο Strand, όπως και οι περισσότεροι σύγχρο­νοι φωτογράφοι, χρησιμοποιεί έναν φακό soft focus, που έχει την ιδιότητα να αμβλύ­νει τις λεπτομέρειες και να δίνει μια τε­χνητή συνοχή και έναν ιμπρεσσιονιστικό τό­νο στην εικόνα. Ήδη όμως σ' αυτές τις πρώτες φωτογραφίες διακρίνει κανείς ένα νεύρο και μία παρέμβαση στο κάδρο και στην προοπτική, που δεν συναντά­με στον πικτοριαλισμό. Λίγο αργότερα θ' αρχίσει να περιφέρεται στους δρόμους τής παλλόμενης από ζωή Νέας Υόρκης, «βλέποντας τα πάντα», όπως αναφέ­ρει κάπου, «αλλά μη ξέροντας τι να κάνω με αυτά που έβλεπα». Η αμηχανία του δεν θα διαρκέσει πολύ. Καταλαβαίνει ότι τού χρειάζεται μια νέα γλώσσα. Μέσα σε δύο χρόνια, από το 1914 ως το 1916 μετά από επίμονη αναζήτηση, θα την έχει βρεί και κατακτήσει για να την θέσει αμέσως μετά στην υπηρεσία εκείνου που πάντα θα διακηρύσσει ότι θεωρεί ως το πιο σημαντικό: το περιεχόμενο, την ουσία, το νόημα τής ζωής και τού κόσμου που τον περιβάλλει και με το οποίο νοιώθει ότι βρίσκεται σε μια συνεχή σχέση ευεργετικής αμοιβαιότητας. Η διε­τία 1914-1916 θα είναι για τον Strand μια περίοδος αποκλειστικής ενασχόλη­σης με τη μορφή, που θεωρεί ότι είναι ζωτικής σημασίας για την καλλιτεχνική φωτογραφία.

Γιατί για τον Strand η φωτογραφία από μόνη της δεν είναι Τέχνη, είναι ένα απλό εκφραστικό μέσο, που όπως κάθε εκφραστικό μέσο μπορεί κάτω από προ­ϋποθέσεις να οδηγήσει και στο έργο Τέχνης. Σε ένα άρθρο του στο περιοδικό Seven Arts το 1917 που δημοσιεύεται και στο Camera Work τού Stieglitz και που θεωρείται το μανιφέστο τής καθαρής φωτογραφίας, ο Strand λέει ότι εκείνο που αποτελεί την αιτία ύπαρξης τού φωτογραφικού μέσου, δηλ. το χαρακτηριστικό που το καθιστά μοναδικό είναι η απόλυτη αντικειμενικότητα. Αυτό άλλωστε εί­ναι και εκείνο που την περιορίζει. Η δυνατότητα τής φωτογραφίας να γίνει Τέχνη έγκειται στην ικανότητα τού φωτογράφου να «οργανώσει» αυτήν την αντικειμε­νικότητα. Στο σημείο αυτό είναι που υπεισέρχεται στη φωτογραφία και η προ­σωπική του αίσθηση τής φόρμας, η οποία είναι συνάρτηση τού ψυχισμού του και τής ευφυίας του, η οποία «είναι το ίδιο απαραίτητη γι αυτόν πριν πατήσει το κου­μπί, όσο είναι για τον ζωγράφο πριν ακουμπήσει το πινέλο του στον καμβά».
Στα πλαίσια αυτής τής έντονης αναζήτησης γύρω απ' τη μορφή ο Strand θα επιδιώξει μεταξύ άλλων να καταλάβει την αφαιρετική διαδικασία και την κατα­σκευή τής εικόνας στο έργο τών σύγρονων Ευρωπαίων ζωγράφων. Μελετώντας τον Cezanne, τον Matisse, τον Braque, τον Leger και τον Picasso αντιλαμβάνε­ται ότι π.χ. η προσέγγιση τών κυβιστών δεν αποτελεί μια νέα διέξοδο συγκινη­σιακής έκφρασης αλλά ένα καθαρά φορμαλιστικό μέλημα. Οι φωτογραφίες που εκθέτει ο Strand το 1916 στη «291» και που δημοσιεύονται και στο Camera Work αποτελούν τον καρπό τών αναζητήσεων αυτών και χαρακτηρίζονται από μιαν έντονα αφαιρετική διάθεση. Ωστόσο, αυτή θα είναι και η τελευταία φορά, που θα ασχοληθεί με την αφαίρεση ως καθαρή ενασχόληση με την μορφή και μόνο. Έχοντας μάθει όλα όσα ένοιωθε πως έπρεπε να μάθει και έχοντας αποκρυ­σταλλώσει πια τις σκέψεις του για τη φωτογραφία, θα συνεχίσει να ανιχνεύει τον δικό του δρόμο και την «οργάνωση της αντικειμενικότητας» όπως αυτός την αντιλαμβάνεται.

Η γλώσσα που κατακτά ο Strand τα χρόνια αυτά, αλλά που δεν θα πάψει πο­τέ να ερευνά και να τελειοποιεί είναι η γλώσσα τής οπτικής ενότητας και τής συμπύκνωσης. Η αφαίρεση τον βοηθάει να καταλάβει πως ό,τι κι αν περιέχει μια εικόνα θα πρέπει να παρουσιάζει μιαν αδιάσπαστη ενότητα μορφής, να μην πε­ριέχει «νεκρά σημεία», δηλ. σημεία χωρίς λόγο ύπαρξης, περιττά και ασύνδε­τα. Οι αφηρημένες φωτογραφίες, μάς λέει ,»μού έμαθαν πώς οικοδομείται μια εικόνα, πώς το ένα σχήμα συνδέεται με το άλλο, πώς γεμίζουν οι κενοί χώροι, πώς το σύνολο πρέπει να έχει μιαν ενό­τητα... Ήθελα να δώ, ακόμα, πώς μπορεί κανείς να εφαρμόσει τις αρχές αυτές για να αποδώσει τον εξωτερικό κόσμο...»
Ο εξωτερικός κόσμος, η αποκάλυψή του  κι όχι απλώς η περιγραφή του  θα είναι αυτό προς το οποίο οι ψυχικές και οπτικές κεραίες τού Strand θα παραμεί­νουν για πάντα στραμμένες: ο εξωτερι­κός κόσμος σε αντιδιαστολή με τον εσω­τερικό κόσμο τού φωτογράφου, ή καλύ­τερα με την υπερβολική ενδοσκόπηση που θέτει την πραγματικότητα σε δεύτε­ρη μοίρα. Γιατί ο Strand  όπως και ο Cartier Bresson αργότερα  πιστεύει ότι ο εξωτερικός κόσμος είναι τόσο ανεξά­ντλητος και γεμάτος από ενδιαφέροντα πράγματα, ώστε ο καλλιτέχνης φωτογράφος να μην χρειάζεται την φαντασία του παρά μονάχα για να τον αποδώσει καλύτερα. Είναι φανερό επομένως ότι η έμφαση τού Strand στον εξωτερικό κό­σμο, στη ζωή αποτελεί διασάφηση τού τι αποτελεί περιεχόμενο γι αυτόν και όχι έμφαση τής σημασίας τού περιεχομένου σε βάρος τής μορφής. Είναι ανάγκη να τονιστεί αυτό διότι όπως είναι λάθος αυ­τό που λέγεται για τον Cartier Bresson, ότι δηλ. τον απασχολούσε μόνο η φόρ­μα, έτσι είναι λάθος αυτό που επίσης λέ­γεται για τον Strand ότι τον απασχολού­σε μόνο το περιεχόμενο. Πρόκειται για μια θεμελιακή παρανόηση και στις δύο περιπτώσεις και για άλλη μια φορά κιν­δυνεύουμε να γίνουμε βαρετοί τονίζο­ντας πόσο αδιανόητη είναι η άποψη ότι είναι δυνατόν οποιοσδήποτε καλλιτέχνης να μη δίνει το ίδιο βάρος τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην μορφή.

Η ενότητα και η συμπύκνωση αποτε­λούν λοιπόν για τον Strand το ζητούμενο σε μια φωτογραφική εικόνα. Η ενότητα αφορά τη διάταξη τών σχημάτων και την αποφυγή τού περιττού  είτε αυτό είναι κάποιο ανένταχτο οπτικό στοιχείο είτε κάποιο ανεπιθύμητο κενό. Η συμπύκνω­ση έχει να κάνει με την περιεκτικότητα τής εικόνας σε σημαντικές παρατηρή­σεις, με τη μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση όλων εκείνων τών στοιχείων που συναπαρτίζουν ένα πράγμα και που όλα μαζί μάς δίνουν την αίσθηση τού πράγ­ματος αυτού. Η ενότητα αφορά κυρίως στη φόρμα, η συμπύκνωση στο περιεχόμενο, όμως και τα δύο μαζί δουλεύουν για τον κοινό σκοπό να δημιουργήσουν μια εικόνα απλή αλλά ταυτόχρονα πυκνή. Τα θέματα που φωτογραφίζει είναι πολ­λά. Παράλληλα με τις αφηρημένες φωτογραφίες - που κι αυτές όμως εδράζο­νται σε κάποιο πραγματικό αντικείμενο  ο Strand είχε ήδη κάνει μια σειρά φω­τογραφιών στην Ν. Υόρκη προσπαθώντας να αποδώσει  αφαιρετικά και πάλι  την κίνηση στους δρόμους καθώς και μια άλλη στην οποία είχε φωτογραφίσει διάφορους ανθρώπους στον δόρμο εν αγνοία τους (χρησιμοποιώντας ένα πα­ραπλανητικό σύστημα φακών για να μην γίνει αντιληπτός). Εδώ ανήκει η περί­φημη «Τυφλή Γυναίκα» για την οποία ο Walker Evans είχε πεί ότι τον είχε επη­ρεάσει βαθιά. Συγχρόνως φωτογραφίζει διάφορα αντικείμενα, μηχανές, φυτά αλ­λά και πορτραίτα. Καθώς περνούν τα χρόνια και με όλα τα διαλείμματα που τού επιβάλλει η ενασχόληση του με τον κινηματογράφο, ο Strand θα στραφεί ολοέ­να και περισσότερο προς το τοπίο καθώς ταξιδεύει στις Η.Π.Α. (Maine, Nova Scotia, New Mexico) και στο Μεξικό. Προσπαθεί συνειδητά να οργανώσει τα στοιχεία ενός τοπίου δουλεύοντας με διάφορες μηχανές. Τα τοπία του περι­λαμβάνουν πολλές φορές και στοιχεία αρχιτεκτονικά. Αναφέρεται συχνά στον Cezanne που τού δίδαξε πώς ένα τοπίο μπορεί και πρέπει να είναι ένας «ζω­ντανός και ολοκληρωμένος οργανισμός».




Με τον καιρό το ενδιαφέρον του εντο­πίζεται στη φωτογράφιση διαφόρων πολι­τιστικών ομάδων (π.χ. στο Μεξικό) που τεί­νουν σιγά-σιγά να εκλείψουν. Προσπαθεί μέσα από τις εικόνες του να δώσει την «αί­σθηση» ενός τόπου, όπως λέει ο ίδιος, τη φυσιογνωμία του, το βαθύτερο πείσμα του, εντοπίζοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που το συναπαρτίζουν. Οα μπορούσε κανείς να πει ότι επιχειρεί ένα είδος προσωπογρα­φίας τού κόσμου και τών πραγμάτων, όχι όμως με τρόπο συστηματικό ή γενικό, αλ­λά ξεκινώντας πάντα από κάτι πολύ συ­γκεκριμένο. Γιατί ο Strand πιστεύει ότι στη φωτογραφία, όπως άλλωστε και στον κι­νηματογράφο αλλά και στην Τέχνη γενικό­τερα, μόνο μέσα από το πολύ ειδικό και συ­γκεκριμένο μπορούμε να φτάσουμε στο γε­νικό. Ο ρόλος τού φωτογράφου γι αυτό δεν είναι να κάνει αόριστες παρατηρήσεις πά­νω σε κάποιες γενικές ανθρωπιστικές αξίες  επομένως αποκλείονται εξ ορισμού τα εύκολα μηνύματα και σύμβολα - αλλά να διεισδύει βαθιά σ' ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και να δίνει μια περιεκτική και πυ­κνή εικόνα του, η οποία ακριβώς μέσα από τη συγκεκριμένη της υπόσταση αποκτά πα­γκοσμιότητα και διάρκεια. «Η Τέχνη είναι πάντα συγκεκριμένη, ποτέ γενική», έλεγε.

 Μετά την οριστική του εγκατάσταση στη Γαλλία, ο Strand θα κάνει πολλά ταξίδια φωτογραφίζοντας με το ίδιο πνεύμα. Συγχρόνως τον απασχολεί το πορτραίτο όλο και πιο πολύ για το οποίο γράφει χα­ρακτηριστικά το 1960. «Όταν κάνεις ένα προτραίτο, βάζεις μέσα σ' αυτό όχι απλώς μια φευγαλέα ενόραση, αλλά την κατανόησή σου, τών ανθρώπων και τής ζωής και την άποψή σου για ένα ανθρώπινο πλάσμα και για την θέση του στη ζωή. Προσπα­θώντας να δώσεις την ουσία του κάνεις βα­σικά ένα σχόλιο πάνω στην ίδια τη ζωή, ένα σχόλιο που εμένα μού πήρε εβδομήντα χρόνια για να το συγκροτήσω. Υποθέτω πρόκειται για εκείνη την ολότητα που βλέ­πει κανείς στα πορτραίτα τού Rembrandt και στα τοπία τού Cezanne. Πρόκειται για εκείνο το βάθος τής ματιάς, την κατανόηση, το συναίσθημα και την ικανότητα να τα δέσεις όλα αυτά μαζί σε ένα οπτικό σύνολο που είναι η Τέχνη». Οι παρα­πάνω σκέψεις ισχύουν βέβαια όχι μόνο για τα πορτραίτα αλλά για όλες τις φω­τογραφίες τού Strand. Το σχόλιο πάνω στη ζωή στο οποίο αναφέρεται εδώ, αλ­λού το αποκαλεί νόημα ή σημασία τών πραγμάτων, «φωτογραφίζεις, λέει κάπου, το νόημα, τη σημασία που έχει ο γύρω κόσμος για σένα. Αυτό φωτογραφίζεις».

Ανάμεσα όμως στα στοιχεία που είναι μοναδικά στη φωτογραφία ο Strand θε­ωρεί ως το σπουδαιότερο το στοιχείο τού χρόνου, τη μοναδική στιγμή που η φω­τογραφία συλλαμβάνει και αιχμαλωτίζει παντοτινά. «Αν η στιγμή εκείνη», μάς λέει, «είναι μια στιγμή ζωής για τον φωτογράφο, αν σχετίζεται οργανικά με άλ­λες στιγμές της ζωής του κσι αν ξέρει πώς να δώσει μορφή ο' αυτή τη σχέση, τότε μπορεί να κάνει με μια μηχανή κάτι που το ανθρώπινο μυαλό και χέρι είναι αδύνατο να κάνουν μέσα από τη μνήμη».
Αυτή η έμμονη αλλά και διφορούμενη παρουσία τού χρόνου είναι εκείνο που χαρακτηρίζει περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο τις φωτογραφίες τού Paul Strand. Στο μεταίχμιο ανάμεσα στο εφήμερο και στο αιώνιο, μοιάζουν όσο πε­ρισσότερο τις κοιτάμε, να εκλύουν από το βάθος τής ύπαρξής τους μια μυστη­ριώδη εσωτερική ζωή, κάτι σαν αναπνοή. Η αμεσότητα τής λεπτομέρειας, η συ­γκλονιστική καθαρότητα σε συνδυασμό με την συνήθη απουσία καθοδηγητικών σημείων αναφοράς, είναι κι αυτά στοιχεία που συντελούν σ' αυτό το περίεργο κράμα παρόντος  απόντος, ενός χρόνου αλλά και εκτός αυτού.

Η γοητευτικά ρευστή αίσθηση τού χρόνου τών φωτογραφιών τού Strand είναι βέβαια κάτι που συναντάμε στους περισσότερους σημαντικούς φωτογράφους. Η ζωή είναι ένα ταξίδι, έλεγε και όσο μεγαλύτερο ταλέντο έχει κανείς (στη ζωή και στην Τέχνη) τόσο πιο πλούσιο αποκαλύπτεται το ταξίδι. Από κει και πέρα, ο καλλιτέχνης κρίνεται από το πόσο αποτελεσματικά μάς περιγράφει το ταξίδι αυ­τό. Αλλά όπως είπε κάποιος, δεν μπορεί κανείς να πει περισσότερα απ' όσα βλέπει.


κείμενο Γκλόρυ Ροζάκη, περιοδικό Φωτοχώρος, 1998, (αναδημοσίευση)