Συλλογή Κωστάκη, η Ρωσική πρωτοπορία

26 Σεπ 2015



κείμενο: Μαρία Τσαντσάνογλου, Διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και επιμελήτρια της συλλογής Κωστάκη
πρώτη δημοσίευση περιοδικό ΤΕΧΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - Φεβρουάριος 2012, δημοσιογραφική επιμέλεια: Άγγελος Αγγελίδης. (απόσπασμα - αναδημοσίευση)




Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΜΙΑΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΥΛΛΕΚΤΗ


Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΣΤΑΚΗΣ

Ο Γιώργος Κωστάκης γεννήθηκε στη Μόσχα το 1913. Ο πατέρας του ήταν έμπορος από τη Ζάκυνθο και είχε εγκατασταθεί οικογενειακώς στη Μόσχα. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη ρωσική πρωτεύουσα και εργάστηκε ως οδηγός στην ελληνική πρεσβεία μέχρι το 1940. Όταν η ελληνική πρεσβεία λόγω του πολέμου έκλεισε, ο Γ. Κωστάκης συνέχισε να εργάζεται στην καναδική πρεσβεία. Στα πλαίσια των επαγγελματικών του καθηκόντων συνόδευε ξένους διπλωμάτες στις επισκέψεις τους σε παλαιοπωλεία και οίκους τέχνης.
 Χωρίς να έχει ιδιαίτερη καλλιτεχνική παιδεία και επαφή με τη μοντέρνα τέχνη, προικισμένος όμως με ένα σπάνιο ένστικτο, εντυπωσιάστηκε όταν αντίκρισε το 1946 ένα πίνακα της Όλγας Ροζάνοβα. Από τότε άρχισε να ενδιαφέρεται για τη ρωσική πειραματική τέχνη των αρχών του 20ού αιώνα. Ήρθε σε επαφή με τις οικογένειες και τον στενό κύκλο των καλλιτεχνών καθώς και με όσους καλλιτέχνες βρίσκονταν ακόμη στη ζωή και για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες συγκέντρωνε μεθοδικά έργα «ρωσικής πρωτοπορίας» δημιουργώντας μια περίφημη συλλογή η οποία διέσωσε από την καταστροφή και τη λήθη αυτό το εξαιρετικά σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής τέχνης του 20ου αιώνα. Σε πολλές περιπτώσεις αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες διότι το σταλινικό καθεστώς είχε θέσει σε απαγόρευση τα έργα της ρωσικής πρωτοπορίας, επιβάλλοντας στην τέχνη το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.


 Ο Γιώργος Κωστάκης φωτογραφημένος από τον Bresson


Ο ίδιος πίστευε ότι η παραγνώριση της τέχνης της «ρωσικής πρωτοπορίας» ήταν ένα τραγικό λάθος και ότι «οι άνθρωποι θα την χρειάζονταν και θα την εκτιμούσαν κάποια μέρα». Το 1977 ο Κωστάκης έφυγε από τη Μόσχα και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα αφήνοντας στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ ένα σημαντικό μέρος της συλλογής του. Πέθανε στην Αθήνα το 1990.
Η συλλογή Κωστάκη στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης απαρτίζεται από 1277 έργα τέχνης (πίνακες ζωγραφικής, σχέδια, κατασκευές, κεραμικά κ.α.) σημαντικών καλλιτεχνών της ρωσικής πρωτοπορίας, όπως οι Κ. Μαλέβιτς, Λ. Ποπόβα, Β. Τάτλιν, Α. Ρότσενκο, Ι. Κλιουν, Γ. Κλούτσις, Σ. Νικρίτιν, Ο. Ροζάνοβα, Β. Στεπάνοβα, Ν. Ουνταλτσόβα, Μ. Ματιούσιν, Π. Φιλόνοφ και πολλών άλλων. Η συλλογή είναι αντιπροσωπευτική όλων των ρευμάτων και των τάσεων της ρωσικής πρωτοπορίας, μιας από τις πιο ρηξικέλευθες και ενδιαφέρουσες περιόδους της παγκόσμιας τέχνης που άνθισε στη Ρωσία στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου  αιώνα. Όπως θα πούμε πιο αναλυτικά παρακάτω, η αγορά της συλλογής Κωστάκη έγινε από το ελληνικό δημόσιο το Μάρτιο του 2000 και με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού περιήλθε στο νεοϊδρυθέν Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης.










ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΩΣΤΑΚΗ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ

Το διαμέρισμα του Γιώργου Κωστάκη στη Μόσχα ήταν στις δεκαετίες 1960 και 1970 άμεσα συνδεδεμένο με την απαγορευμένη τέχνη της πρωτοπορίας και λειτουργούσε σαν ένα ανεπίσημο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Διανοούμενοι και καλλιτέχνες θυμούνται το περίφημο διαμέρισμα της λεωφόρου Βερνάτσκι, εκεί όπου σχεδόν καθημερινά συναντιόνταν οι πιο ανομοιογενείς παρέες: νέοι καλλιτέχνες, ξένοι διπλωμάτες και πολιτικοί, φοιτητές, συγγραφείς και δημιουργοί. Σε ατμόσφαιρα δημιουργικής ευφορίας, με μουσική και βότκα, συζητούσαν περιβαλλόμενοι από τοίχους καλυμμένους από την οροφή ως το δάπεδο με έργα ρωσικής πρωτοπορίας. Έργα που τα χρόνια εκείνα δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται εκτεθειμένα πουθενά αλλού, εκτός από το διαμέρισμα του Κωστάκη. Ο τρόπος που η ρωσική πρωτοπορία επηρέασε ορισμένους νεώτερους καλλιτέχνες, όπως τη Λίντια Μαστερκόβα, τον Φραντσίσκο Ινφάντε , τον Έντουαρντ Στέινμπεργκ κ.ά. διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την επαφή των καλλιτεχνών με τα έργα της ρωσικής πρωτοπορίας που βρίσκονταν στο διαμέρισμα του Γιώργου Κωστάκη. Στα τετράδια των επισκεπτών του διαμερίσματος του Κωστάκη στις δεκαετίες 1960 – 1970 διαβάζει κανείς συγκινητικές αφιερώσεις καλλιτεχνών, σπουδαστών, πολιτικών, ιστορικών και φιλότεχνων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι σημειώσεις του Μαρκ Σαγκάλ, του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, του Αντρέι Βάϊντα, της Μάγιας Πλισέτσκαγια, της κόρης του Καζιμίρ Μαλέβιτς Ούνα, της συζύγου του Βασίλι Καντίνσκι Νίνας, του Έντουαρντ Κέννεντι, του Ντέιβιντ Ροκφέλερ και πολλών άλλων. Οι νέοι, τότε, Ρώσοι καλλιτέχνες Ανατόλι Ζβέρεφ, Βλαντίμιρ Γιάκοβλεφ, Φραντσίσκο Ινφάντε, Ολέγκ Βασίλιεφ, Λεφ Κροπιβνίτσκι, Αλεξάντρ Χαριτόνοφ, Ντμίτρι Πλαβίνσκι, Ίγκορ Μακαρέβιτς, Ίγκορ Βούλοχ, Λεονίντ Λαμμ κ.ά. σχεδιάζουν πρωτότυπες αφιερώσεις, όχι στον συλλέκτη, αλλά στον καλό φίλο και συμπαραστάτη Γιώργο Κωστάκη.





Ενώ μοιάζει εύκολο να μιλήσει κανείς για τη συλλογή Κωστάκη, δεν είναι και τόσο εύκολο. Καταρχήν πάρα πολλά έχουν ήδη γραφεί και ειπωθεί. Εννοώ για τη διορατικότητα του συλλέκτη και για τον πλούτο της συλλογής του, που απλώνεται σε όλο το πλάτος και το μήκος της λεγόμενης ρωσικής πρωτοπορίας.
Η «ρωσική πρωτοπορία» είναι ένας όρος που εμφανίστηκε στον δυτικό κόσμο, στη δεκαετία του 1960 και δημιουργήθηκε για να περιχαρακώσει όλα τα αισθητικά, καλλιτεχνικά, εικαστικά, λογοτεχνικά κ.ά. πειραματικά και νεωτεριστικά κινήματα που ξεκινούν από το 1900 και λήγουν περίπου στο 1930, έτσι ώστε να μιλούμε γι’ αυτά με έναν όρο. Η «ρωσική πρωτοπορία» δεν είναι κίνημα, είναι μια αισθητική περίοδος που έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: το πρώτο είναι ότι οι καλλιτέχνες αναζητούν μια νέα γλώσσα βασισμένη στη φόρμα και όχι στο περιεχόμενο– έρχονται δηλαδή σε σύγκρουση με τις προγενέστερες τάσεις του ρεαλισμού και του συμβολισμού στις τέχνες και το δεύτερο είναι ότι διεκδικούν έναν ρόλο στην διαδικασία της αλλαγής της κοινωνίας έχοντας καταληφθεί από τον «επαναστατικό τρόπο σκέψης» που κυριαρχεί σε μεγάλη μερίδα της ρωσικής διανόησης ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Ο Κωστάκης επεδίωξε και κατόρθωσε να δημιουργήσει μια συλλογή που από μόνη της είναι ικανή να αναβιώσει μια εποχή. Είχε καταλάβει ότι η απεριόριστη αξία της ρωσικής πρωτοπορίας βρίσκεται στην ανάδειξη του ευτελούς υλικού και στην προσήλωση στην καθαρή μελέτη η οποία, μέσα από τους πολύ-επίπεδους και συνθετικούς πειραματισμούς αποκτά μια αυτοτέλεια που την κάνει να στέκεται ισότιμα απέναντι σε οποιοδήποτε μνημειακό και εμβληματικό έργο της παγκόσμιας ιστορίας της τέχνης.
Όταν ο Κωστάκης έφυγε από την Σοβιετική Ένωση το 1977 δημιούργησε μία εταιρεία για την διαχείριση της συλλογής του, την Art Co. έχοντας πάντα ο ίδιος την γενική επίβλεψη και οργάνωση. Με έδρα την Κολωνία, η συλλογή περιόδευσε με μεγάλη επιτυχία σχεδόν σε όλο τον δυτικό κόσμο. Η αρχή έγινε στο Ντίσελντορφ και συνέχισε στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αγγλία, τη Γερμανία, την Σουηδία, τη Φιλανδία. Η μεγάλη αναγνώριση της συλλογής στον δυτικό κόσμο έγινε το 1981 με την έκθεση στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης.
Με εξαίρεση το βιβλίο της Κάμιλα Γκρέι «Το Μεγάλο Πείραμα στην Τέχνη» που κυκλοφόρησε το 1969 στα αγγλικά και ορισμένες λιγοστές εκθέσεις με συμμετοχή έργων καλλιτεχνών που είχαν φύγει από την Ρωσία και την ΕΣΣΔ και είχαν εγκατασταθεί στον δυτικό κόσμο (Σαγκάλ, Καντίνσκι, Γκοντσαρόβα, Λαριόνοφ κλπ.) η «ρωσική πρωτοπορία» ως μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της τέχνης του 20ού αιώνα και – γιατί όχι; - ως κεφάλαιο στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης άρχισε να γράφεται μετά το 1977, όταν δηλ. ο Κωστάκης έβγαλε από την Σοβιετική Ένωση ένα μέρος της συλλογής του μετά από συμφωνία με το σοβιετικό Υπουργείο Πολιτισμού.  




Ο ίδιος ο Κωστάκης ήθελε να ιδρυθεί στη Μόσχα ένα Μουσείο Πρωτοποριακής Τέχνης και σ’ αυτό να δωρίσει τη συλλογή του. Είχε συζητήσει το θέμα αυτό με την Υπουργό Πολιτισμού της Σοβιετικής Ένωσης, Ε. Φούρτσεβα. Όμως στη δεκαετία του 1960 κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί. Αντίθετα, η τέχνη αυτή αντιμετωπιζόταν με καχυποψία, ήταν απαγορευμένη. Το 1977, λίγο προτού εγκαταλείψει την Σοβιετική Ένωση ο Κωστάκης, διοργανώθηκε στη Μόσχα το διεθνές συνέδριο της ICOM και στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ παρουσιάστηκαν πενήντα περίπου έργα από τη συλλογή Κωστάκη σε έκθεση κλειστή για το ευρύ κοινό. Ο ίδιος ο Κωστάκης δεν ήταν καν καλεσμένος.

Η αυξανόμενη καχυποψία και εχθρότητα των μυστικών υπηρεσιών ανάγκασαν τον Κωστάκη να εγκαταλείψει τη χώρα. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1974, όταν οι μπουλντόζες κατέστρεφαν την πρώτη υπαίθρια έκθεση εναλλακτικής τέχνης στην περιοχή Μπελιάεβο της Μόσχας (έκθεση που έμεινε στην ιστορία ως «Η έκθεση της μπουλντόζας», ο Γιώργος Κωστάκης δεν δίστασε να πλησιάσει τους ανθρώπους των μυστικών υπηρεσιών και να τους φωνάξει οργισμένος: «Είστε φασίστες!». Ο ίδιος περιγράφει ότι από τότε ξεκίνησε ένας κρυφός και ύπουλος πόλεμος εναντίον του. Ο ίδιος θεωρεί ότι ο πόλεμος γινόταν από χαμηλόβαθμα στελέχη της KGB και όχι από τους αξιωματούχους της κυβέρνησης, οι οποίοι σέβονταν την προσφορά του στον πολιτισμό.
Παρόλο που ο Κωστάκης αισθανόταν μέχρι το τέλος της ζωής του ταυτόχρονα Ρώσος και Έλληνας, ο ρωσικός πολιτισμός ήταν αυτός που είχε διαμορφώσει τη ζωή του.




 Φεύγοντας άφησε μέρος της συλλογής ρωσικής πρωτοπορίας στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ και άλλες συλλογές (θρησκευτικές εικόνες, λαϊκά παιγνίδια) στα μουσεία Ρουμπλιόφ και Διακοσμητικής Τέχνης στη Μόσχα. Ο Κωστάκης πάντοτε δήλωνε ιδιαίτερα ικανοποιημένος από το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος της συλλογής ρωσικής πρωτοπορίας βρίσκεται στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ. Πίστευε πως μια μέρα η τέχνη αυτή θα αποκαλυφθεί και πάλι στον κόσμο. Σήμερα, είμαστε στην πολύ ευχάριστη θέση να λέμε ότι το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και η Πινακοθήκη Τρετιακόφ έχουν πολύ καλές σχέσεις συνεργασίας και αυτό που μας ενώνει είναι η συλλογή Κωστάκη.

Από την άλλη, συνειδητοποιούμε ολοένα και καλύτερα - και αυτή είναι, νομίζω, μια κοινή διαπίστωση όλων των ερευνητών που έρχονται σε επαφή με τη συλλογή – ότι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που ο Κωστάκης μας άφησε σαν παρακαταθήκη. Ο Κωστάκης είχε πει στα μέσα της δεκαετίας του 1970 μια φράση η οποία, μάλιστα, καταγράφηκε στην κινηματογραφική κάμερα: Εάν μια μέρα το φαινόμενο αυτό αποκαλυφθεί ο κόσμος θα μείνει κατάπληκτος.
 Αναμφισβήτητα υπήρξαν μεγάλοι ερευνητές και στη Σοβιετική Ένωση και στη Δύση που επί δεκαετίες κατόρθωσαν να αγνοήσουν την εκατέρωθεν ψυχροπολεμική εκμετάλλευση του μεγάλου αισθητικού φαινομένου με την γενική κωδική ονομασία «ρωσική πρωτοπορία»  και οι οποίοι έθεσαν τις αντικειμενικές βάσεις για τη μελέτη του. Αυτό είναι ένα θέμα που απαιτεί ειδική εξέταση γι’ αυτό θα περιοριστώ να παραπέμψω στο πολύ εμπεριστατωμένο σχετικό άρθρο του Τζον Μπόουλτ, με τον τίτλο «Για μια ιστοριογραφία της ρωσικής πρωτοπορίας»2. Από το 1995 που δημοσιεύτηκε το άρθρο έχουν περάσει, βεβαίως, 13 χρόνια και μια νέα γενιά ερευνητών της ρωσικής πρωτοπορίας έχει συνεισφέρει ουσιαστικά στη μελέτη του μεγάλου αυτού αισθητικού φαινομένου.




Ίσως, για το ευρύ κοινό η έκπληξη για την οποία μίλησε ο Κωστάκης να προκλήθηκε για πρώτη φορά με την έκθεση «Μόσχα – Παρίσι 1900-1930» που έγινε το 1979 στο κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Μόσχα. Ο Κωστάκης είχε τότε ήδη εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Πολλά έργα της διαιρεμένης πλέον συλλογής του είχαν σταλεί στο Παρίσι και από τον ίδιο αλλά και από την Πινακοθήκη Τρετιακόφ για τις ανάγκες αυτής της έκθεσης. Ήταν η πρώτη φορά μεταπολεμικά που έργα της ρωσικής πρωτοπορίας παρουσιάστηκαν συγκεντρωμένα σε τόσο μεγάλο αριθμό. Στη δεκαετία του 1980 και κυρίως μετά την περεστρόικα, όταν άρχισε να χαλαρώνει κάπως η αυστηρότητα στη διέλευση των συνόρων, η αισθητική της ρωσικής πρωτοπορίας και μαζί και η σύγχρονη, τότε, ρωσική τέχνη άρχισαν να δανείζουν στη Δύση - που διψούσε να απορροφήσει αισθητικές προτάσεις που δεν είχαν ακόμη παγιωθεί - νέες εικόνες, που  πολλές φορές κατέληγαν σε – συχνά άκομψες - απομιμήσεις κονστρουκτιβιστικών γραφιστικών σχεδίων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 μια κατά κάποιον τρόπο απομίμηση κονστρουκτιβιστικής αισθητικής στον γραφιστικό σχεδιασμό αλλά και στη μόδα της Δύσης είχε ταυτιστεί για τον πολύ κόσμο με την νεο-ανακαλυφθείσα σοβιετική τέχνη της δεκαετίας του 1920.

Όταν φτάνουμε στο σημείο να μιλούμε για μία ακόμη έκθεση ή για ένα ακόμα βιβλίο σχετικά με τη ρωσική πρωτοπορία σημαίνει ότι η έκπληξη στην οποία είχε αναφερθεί ο Κωστάκης έχει ήδη προκληθεί και παρέλθει. Αυτό που αφήνει πίσω της η έκπληξη, όμως, είναι πιο μεγάλο: είναι ο δρόμος για τη μελέτη και την έρευνα.  Γι’ αυτό, όσο κι αν φαίνεται ότι όλα έχουν ειπωθεί, ίσως τελικά τώρα – την τελευταία δεκαετία - να αρχίζουν να αποσαφηνίζονται ο αισθητικός διάλογος και οι διαφορές μεταξύ των καλλιτεχνών, οι σχέσεις τους με τη δυτική τέχνη, οι επιρροές, η πολιτική των καλλιτεχνικών θεσμών και εργαστηρίων... Αλλά και κάτι ακόμα: αρχίζουμε να διαπιστώνουμε ότι η ρωσική πρωτοπορία δεν είναι ένα συμπαγές πλαίσιο, αλλά μάλλον ένα πολύ ρευστό πλαίσιο μέσα στο οποίο ομάδες, καλλιτέχνες, τεχνικές και θεωρίες μεταξύ τους αλληλοϋποστηρίχτηκαν και αλληλοσυγκρούστηκαν, εξελίχτηκαν και αυτοαναιρέθηκαν, διακήρυξαν και αποκήρυξαν. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι δεν κινήθηκαν όλοι στο ίδιο ρεύμα, ότι και μεταξύ αυτών των καλλιτεχνών της πρωτοπορίας υπήρξαν μεγάλες αντιπαραθέσεις, αντιθέσεις, διαφωνίες κλπ.







Είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς τη διαδρομή που ακολουθεί μια συλλογή μετά το συλλέκτη. Η τακτική του Κωστάκη ήταν να συγκεντρώνει ό,τι υλικό είχε σχέση με την περίοδο της ρωσικής πρωτοπορίας. Όχι μόνο μεγάλους και ολοκληρωμένους πίνακες γνωστών ζωγράφων αλλά και προσχέδια, και σημειώσεις, και ασκήσεις σπουδαστών. Οτιδήποτε μπορούσε να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες. Σήμερα ο Κωστάκης μπορεί να μην υπάρχει πια, μας έδειξε όμως έναν τρόπο μελέτης που ακολουθεί πιστά τη δική του μέθοδο συλλογής. Αυτό που λέω δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Η πλειοψηφία των συλλεκτών αναζητά έργα επώνυμα, μεγάλα και ολοκληρωμένα. Εμάς μας ώθησε ο ίδιος ο Κωστάκης να συνειδητοποιήσουμε πολύ καλά ότι κάθε μικρό χαρτάκι έχει την ανεπανάληπτη αξία του και ότι είναι πολύ πιθανό ένα μικρό σχέδιο με μολύβι σ’ ένα σκισμένο κομμάτι χαρτί να αποδειχτεί ότι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία για τη μελέτη ενός ζητήματος της τέχνης απ’ ό,τι μπορεί να έχει ένας ολοκληρωμένος και λεπτομερώς τεκμηριωμένος από ιστορικής πλευράς πίνακας, ο οποίος ασφαλώς έχει εκατονταπλάσια χρηματιστηριακή αξία από αυτή του μικρού σχεδίου. Στη συλλογή υπάρχουν μεγάλα ολοκληρωμένα έργα με μεικτές τεχνικές καθώς και μικρά σχέδια με μολύβι.


Όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω για διαδρομή της συλλογής Κωστάκη μετά την αγορά της από το ελληνικό κράτος, φαντάστηκα πως θα ανταποκριθώ γρήγορα και εύκολα στο αίτημα, αφού η τέχνη της ρωσικής πρωτοπορίας γενικότερα και ειδικότερα η συλλογή Κωστάκη είναι ένα αντικείμενο με το οποίο ασχολούμαι περίπου είκοσι χρόνια.
Ομολογώ, όμως, πως τελικά δυσκολεύτηκα πολύ να αποφασίσω πώς θα οργανώσω την ομιλία. Αναρωτήθηκα σε τί βαθμό θα πρέπει να μιλήσω για τη συλλογή και την ιστορία της, για τον συλλέκτη και την μέθοδό του, για το ίδιο το αισθητικό φαινόμενο της ρωσικής πρωτοπορίας και τους εκπροσώπους της. Σκέφτηκα πως αν περιοριστώ σε ορισμένες εκθέσεις χωρίς να κάνω μια, έστω συνοπτική, αναδρομή στην εκθεσιακή ιστορία της συλλογής, θα παρουσιάσω μια αποσπασματική και ελλιπή εικόνα, ιδίως για όσους δεν γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες της συλλογής Κωστάκη. Και τέλος, προβληματίστηκα ως προς τα κριτήρια με τα οποία θα επιλέξω ορισμένες από τις εκθέσεις που επιμελήθηκα. Είναι πολλά, λοιπόν, θέματα μαζί. Γι αυτό αποφάσισα να περιγράψω την συλλογή και να μιλήσω εισαγωγικά για τον συλλέκτη




Αναφερόμενη στο Μουσείο και στο σήμερα, θα ήθελα να πω πως η συλλογή Κωστάκη είναι μοναδική και ιδιαίτερη για δύο λόγους:
Καταρχήν – όπως τονίσθηκε ήδη - πρόκειται για μια εξειδικευμένη συλλογή που είναι αντιπροσωπευτική όλων των ρευμάτων και των τάσεων της ρωσικής πρωτοπορίας, μιας από τις πιο ρηξικέλευθες και ενδιαφέρουσες περιόδους της παγκόσμιας τέχνης που άνθισε στη Ρωσία τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου  αιώνα.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι ότι η συλλογή ανήκει σήμερα σ’ ένα ελληνικό μουσείο, στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης. Η διαχείριση μιας σπουδαίας συλλογής έργων της ρωσικής πρωτοπορίας – της μεγαλύτερης τέτοιας συλλογής εκτός Ρωσίας – από ένα ελληνικό Μουσείο αλλάζει τα δεδομένα στην εικαστική πολιτιστική πολιτική της Ελλάδας. Είναι γεγονός ότι η συλλογή Κωστάκη μας βάζει σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαπολιτισμική διαδικασία προβολής αυτής της σπουδαίας ρωσικής τέχνης που είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της τέχνης του 20ού αιώνα. Για τον λόγο αυτό έχω πει πολλές φορές ότι θεωρώ πως η αγορά της συλλογής Κωστάκη από το ελληνικό κράτος ήταν η πιο προνοητική επένδυση που έγινε στην Ελλάδα στο χώρο των εικαστικών τεχνών.

Όταν μιλούμε για διεθνή πολιτιστική κληρονομιά, είναι σαφές ότι αναφερόμαστε σε μια τέχνη που δεν περιορίζεται στην εθνικότητά της. Όπως υπάρχουν ελληνιστές που δεν είναι Έλληνες, έτσι κι εγώ ασχολούμαι με μια τέχνη που γεννήθηκε στη Ρωσία. Ασχολούμαι με καλλιτέχνες που αρχικά πειραματίστηκαν με τις σλαβικές τους ρίζες και παραδόσεις, που επανειλημμένα συγκρούστηκαν με τον λεγόμενο δυτικό πολιτισμό, που τελικά θέλησαν να δημιουργήσουν ένα νέο σοβιετικό πρότυπο αισθητικής της καθημερινής ζωής. Αυτό το κατεξοχήν ρωσικό αισθητικό φαινόμενο είναι σήμερα αναπόσπαστο τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής ιστορίας και έχει επηρεάσει και επηρεάζει ακόμα καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο.
Η επιμέλεια της συλλογής ξεκινά, καταρχήν, από τη μελέτη και την ταξινόμησή της. Μπορεί η συλλογή Κωστάκη στο ΚΜΣΤ να έχει αντιπροσωπευτικά έργα από όλες τις περιόδους της ρωσικής πρωτοπορίας και να καλύπτει όλο το φάσμα των καλλιτεχνών της εποχής αυτής, διακρίνεται όμως και για το εξειδικευμένο υλικό της το οποίο είναι καθοριστικό για ολοκληρωμένες θεματικές ή μονογραφικές έρευνες.




 Έτσι διακρίνονται οι επιμέρους ενότητες μέσα στην γενική συλλογή που προανέφερα. Θα σταθώ σε ορισμένα παραδείγματα:
- Πάνω από 200 έργα της Liubov’ Popova δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσει κανείς όλη την πορεία της τόσο σπουδαίας αυτής καλλιτέχνιδος που αν και έφυγε πολύ νέα από τη ζωή διήνυσε όλο τον δρόμο από τον συμβολισμό στον κυβοφουτουρισμό, τον σουπρεματισμό, τον κονστρουκτιβισμό και την παραγωγική τέχνη.

- Ο Solomon Nikritin, ένας καλλιτέχνης της δεύτερης γενιάς της ρωσικής πρωτοπορίας, ιδρυτής του κινήματος του προβολισμού έχει ολοκληρωμένη αντιπροσώπευση στη συλλογή, αφού το μεγαλύτερο μέρος του έργου του μοιράζεται σήμερα ανάμεσα στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ της Μόσχας και στο ΚΜΣΤ της Θεσσαλονίκης. Τον Ιανουάριο του 2004 συνδιοργανώσαμε με την Πινακοθήκη Τρετιακόφ την πρώτη διεθνώς αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη αυτού.

- Το ίδιο ισχύει για τον Ivan Kliun και τον Gustav Klucis. Ο μεγάλος αριθμός προσχεδίων του Kliun μας δίνει τη δυνατότητα να ανασυνθέσουμε πολλά, χαμένα σήμερα, έργα του καλλιτέχνη αυτού. Λίγα έργα του λετονού Klucis, ο οποίος εκτελέστηκε από το σταλινικό καθεστώς το 1938 έχουν διασωθεί. Ορισμένα από αυτά βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη στη Ρίγα. Ωστόσο 80 από τα πιο σπάνια έργα του ανήκουν στη συλλογή Κωστάκη του ΚΜΣΤ.

- Πολύ σημαντική θέση στη συλλογή κατέχουν τα έργα των Ender (δύο αδελφές και δύο αδελφοί, όλοι μαθητές του Mikhail Matiushin). Μέσα από αυτά τα έργα μπορεί κανείς με ολοκληρωμένο τρόπο να διαπιστώσει την εφαρμογή της θεωρίας του Ματιούσιν για τη διευρυμένη όραση, την τέταρτη διάσταση και την οργανική σχέση της τέχνης με τη φύση και τη βιολογία.

- Μεγάλη επιστημονική αξία έχουν τα σχέδια που συγκέντρωσε ο Κωστάκης με θέμα την σχέση της «κατασκευής» με την «σύνθεση», προϊόντα ενός διαλόγου που είχε ανοίξει το 1921 στο Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Παιδείας της Μόσχας. Τα μικρά αυτά σχέδια αποτέλεσαν την «μαγιά» του κινήματος του κονστρουκτιβισμού και ανήκουν σήμερα στο ΚΜΣΤ.

- Ιδιαίτερης αξίας είναι η συλλογή πινάκων και σχεδίων του Aleksandr Rodchenko που χρονολογούνται πριν από το 1921. Ο Rodchenko αποκήρυξε τη ζωγραφική το 1921 και στράφηκε στη φωτογραφία. Η εξαιρετικά σπάνια προγενέστερη ζωγραφική του περίοδος έχει μοναδική εκπροσώπηση (και συνεπώς σπουδαιότητα) στη συλλογή Κωστάκη του ΚΜΣΤ.

- Σημαντική είναι και η συλλογή αντικειμένων πορσελάνης από καλλιτέχνες όπως ο Vassily Kandinsky, ο Natan Altman, ο Nikolai Suetin κ.ά.







- Ένας σημαντικός αριθμός έργων που δημιουργήθηκαν από τους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές του 1940 μας δίνει τη δυνατότητα να επαναπροσεγγίσουμε το τέλος της ρωσικής πρωτοπορίας, ένα θέμα ενδιαφέρον και ιδιαίτερα ανοιχτό στην έρευνα.
Παρά το γεγονός ότι η συλλογή το 1977 διασπάστηκε σε δύο κύρια μεγάλα μέρη – αυτό που δωρήθηκε από τον συλλέκτη στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ της Μόσχας και αυτό που πήρε μαζί του ερχόμενος να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στην Ελλάδα – ο Γιώργος Κωστάκης κατόρθωσε και σ’ αυτήν ακόμη τη διαίρεση να δώσει στίγματα τέτοια που να μην διασπούν τις ενότητες των δύο υποσυνόλων. Αυτό το επισημαίνω και ως βασική απόδειξη της ικανότητας του ίδιου του συλλέκτη να εισέρχεται σε ρόλο επιμελητή και να μας δίνει, εκ των υστέρων, την δυνατότητα να βρίσκουμε επιμελητικές λύσεις βασισμένες στην μέθοδο που ο ίδιος ακολούθησε για τη συλλογή του.

Η πρώτη έκθεση της συλλογής Κωστάκη αναφέραμε ήδη ότι οργανώθηκε το 1977 στο Ντύσελντορφ, αμέσως μετά την εξαγωγή της συλλογής και την αναχώρηση του Γιώργου Κωστάκη από την ΕΣΣΔ.

Ακολούθησαν κάποιες εκθέσεις με μεγάλη συμμετοχή έργων της συλλογής, όπως η ιστορική έκθεση “Μόσχα-Παρίσι” που έγινε το 1979 στο κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι, όμως η συλλογή έγινε γνωστή κι άρχισε να περιοδεύει στη δεκαετία του 1980, μετά την πρώτη επιστημονική ταξινόμησή της, την συντήρηση της και τέλος την έκθεσή της στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης το 1981.

Εκείνη η πρώτη έκθεση που στη συνέχεια περιόδευσε σε πολλά μέρη του κόσμου είχε οργανωθεί με την λογική των πολλαπλών μονογραφιών και της χρονολογικής σειράς. Ήταν μια πολύ καλά οργανωμένη καταγραφή της συλλογής που αποτυπώθηκε στον κατάλογο των εκδόσεων Harry N. Abrams και παρόλα τα λάθη που σήμερα διαπιστώνουμε, η πληρότητά της και η πρώτη τεκμηρίωση που έγινε από τον Ρώσο ιστορικό τέχνης Vassilii Rakitin και σε συνεργασία με τον ίδιο τον συλλέκτη αποτελούν έως και σήμερα σημαντικό βοήθημα.




Η δεύτερη και εξίσου σημαντική τεκμηρίωση έγινε το 1995 στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, πέντε χρόνια μετά το θάνατο του συλλέκτη. Η Άννα Καφέτση που ήταν επιμελήτρια της έκθεσης αυτής έκανε μια μαραθώνια προσπάθεια να ταξινομήσει τα έργα, αυτή τη φορά όχι ανά καλλιτέχνη αλλά ανά καλλιτεχνικό κίνημα. Επίσης, για πρώτη φορά τα δύο βασικά συστατικά μέρη της συλλογής καθώς και μεμονωμένα έργα που με την πάροδο του χρόνου είχαν περιέλθει σε άλλες συλλογές, επανενώθηκαν σε μεγάλο ποσοστό αποκαλύπτοντας ακόμη καλύτερα το εύρος και την πληρότητα της συλλογής. Γύρω από την Άννα Καφέτση εργάστηκε μια μεγάλη ομάδα σημαντικών ερευνητών, Ρώσων και δυτικών και είχα κι εγώ την μεγάλη χαρά και τιμή να εργαστώ ως βοηθός επιμελήτρια. Οι δύο τόμοι του καταλόγου είναι ένα διαχρονικό επιστημονικό εργαλείο για την μελέτη της ρωσικής πρωτοπορίας. Στον πρώτο τόμο γίνεται μια πιο ολοκληρωμένη τεκμηρίωση, τα έργα εντάσσονται στα κινήματα και τις καλλιτεχνικές ομάδες της περιόδου και διορθώνονται πολλά από τα παλαιότερα λάθη. Ο δεύτερος τόμος είναι μια πλούσια ανθολογία σωστά επιλεγμένων κειμένων της περιόδου της ρωσικής πρωτοπορίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι πληρέστερη σχετική ανθολογία δεν έχει ακόμη υπάρξει διεθνώς.

Η έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη έκανε ευρύτερα γνωστό τον Κωστάκη και τη συλλογή του και ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο για τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην αγορά της συλλογής από το ελληνικό κράτος.
Το 1998 το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας αποφάσισε να αγοράσει το τμήμα της συλλογής Κωστάκη που ο συλλέκτης, με την άδεια των σοβιετικών αρχών, είχε πάρει μαζί του το 1977 και η συλλογή, αφότου περιήλθε πλέον στο Μουσείο, άρχισε μια δεύτερη διαδρομή στην ιστορία της.

Στο διάστημα από το 2000 ως το 2010, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης διοργάνωσε πολλές εκθέσεις με άξονα τη συλλογή Κωστάκη. Οι περισσότερες ήταν θεματικές εκθέσεις και έγιναν με την συνεργασία και με δάνεια έργων και από άλλα μουσεία ενώ πραγματοποιήθηκε και μία έκθεση-μονογραφία το 2004 για τον καλλιτέχνη Solomon Nikritin σε συνεργασία με την πινακοθήκη Τρετιακόφ της Μόσχας και την οικογένεια του καλλιτέχνη.






Η πράσινη λωρίδα, το έργο της Olga Rozanova που εντυπωσίασε τόσο τον Γιώργο Κωστάκη, ώστε να τον κάνει να στραφεί στα έργα της Ρωσικής Πρωτοπορίας και να εγκαταλείψει την συλλογή έργων της ολλανδικής σχολής που ούτως ή άλλως δεν τον ενθουσίαζαν. Γι' αυτήν του την ανακάλυψη, ο ίδιος είχε δηλώσει στον Bruce Chatwin το 1977 : "Ήταν σήματα για μένα. Δεν με ένοιαζε τι ήταν... αλλά κανείς δεν ήξερε και τι ήταν τι εκείνες τις μέρες." .
"Αγόρασα τον πίνακα, τον έβαλα στο σαλόνι μου κι ήταν σαν να άνοιξα ένα μεγάλο παράθυρο στον τοίχο και να μπήκε τόσο εκτυφλωτικό φως ώστε να έσβησε όλους τους άλλους πίνακες που ήταν κρεμασμένοι γύρω του.
 Συνέλεγα δεκάδες πίνακες με Φλαμανδούς κυρίως ζωγράφους αλλά... ποτέ δεν μου άρεσαν. Ήθελα να τους γρατζουνίσω ελπίζοντας ότι κάτω από την επιφάνειά τους -δεν μπορεί, έλεγα- θα υπήρχε κάτι άλλο...”, έλεγε πολλά χρόνια αργότερα ο Γεώργιος Κωστάκης περιγράφοντας το πάθος για τις συλλογές έργων τέχνης και ειδικά αυτών της απαγορευμένης από το σταλινικό καθεστώς “Ρώσικης πρωτοπορίας”.

 Ο πίνακας με την “πράσινη λωρίδα” δεν συμπεριελήφθη στα 1277 έργα της περίφημης συλλογής Κωστάκη που αγόρασε η ελληνική κυβέρνηση και παραχώρησε ως “προίκα” στο υπό ίδρυση τότε Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης.