Dennis Hopper 1936 - 2010

25 Οκτ 2015


Hθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και φωτογράφος, εντυπωσίασε το κοινό με την πρώτη εμφανισή του στο "Επαναστάτης χωρίς αιτία" (1955) και "Giant" (1956). Άλλαξε το πρόσωπο του αμερικάνικου σινεμά με το "Easy Rider" (1969), το οποίο σκηνοθέτησε, έγραψε το σενάριο  και πρωταγωνίστησε. Συμμετείχε σε εκατοντάδες αξέχαστες ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές, όπως το "Apocalypse Now" (1979), το "Blue Velvet" (1986), "Hoosiers" (1986), "True Romance" (1993), "Basquiat" (1997), και την τηλεοπτική σειρά "Crash" (2008).


 Dennis Hopper, self portrait

Εκκεντρικός και  μποέμ ο Χόπερ κινείται διαρκώς ανάμεσα σε δύο κόσμους  δημιουργικός - αυτοκαταστροφικός, δύο ποπ πολιτισμούς East coast pop - West coast pop, δύο τέχνες Κινηματογράφος - Φωτογραφία και δύο  είδωλα, «ιερά τέρατα»  τον Τζέιμς Ντιν, τον μέντορά του, ο οποίος μάλιστα τον έπεισε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία και τον Μάρλον Μπράντο,  με τους οποίους έχει συνυπάρξει στα κινηματογραφικά πλατό,  από τον «Επαναστάτη χωρίς αιτία» (1955), στον «Γίγαντα» (1956) και, 23 χρόνια αργότερα, στο «Αποκάλυψη τώρα», υποδυόμενος τον πολεμικό ανταποκριτή και φωτορεπόρτερ.  Ουσιαστικά υποδύθηκε τον εαυτό του...

Ο Hopper σε ηλικία 25 χρονών αρχίζει να ζωγραφίζει και να τραβάει φωτογραφίες με μια Nikon 35mm δώρο της συζύγου του Brooke Hayward για τα γενέθλιά του.
Το 1968 κάνει τον πρώτο του γάμο από τους πέντε. 'Ετσι έγινε πολύ φίλος με τον παιδικό φίλο της γυναίκας του, Peter Fonda και αποφάσισαν μαζί να κάνουν ένα σύγχρονο Western, όπου θα αντικαθιστούσαν τα άλογα με μηχανές. Η ταινία, "Easy Rider", την οποία έγραψε ο Hopper και σκηνοθέτησε, ακολουθούσε τις περιπέτειες δύο μηχανόβιων στην μακριά αναζήτηση για την αλήθεια, καθ’οδόν για το Mardi Gras, στη Νέα Ορλεάνη.
Κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ των Καννών το 1969 (αν και είχε μόνο έναν αντίπαλο) και ο Hopper προτάθηκε για Όσκαρ σεναρίου, ενώ κάποιος Jack Nicholson... προτάθηκε για βραβείο β’ ανδρικού ρόλου.

Η μεγάλη επιτυχία του  “Easy Rider”  όμως συνδέθηκε  με την κοκαίνη, την ανέμελη ζωή, την απελευθέρωση, τα ταξίδια, την φυγή. Η επιτυχία  οδήγησε  τον Χόπερ σε μια μεγάλη και μακρά περίοδο καταχρήσεων, κάτι για το οποίο ο ίδιος αργότερα παραδέχθηκε ότι έτσι διέλυσε  την ζωή του και κατάστρεψε την καριέρα του.


Dennis Hopper , Apocalypse Now



Ο Φωτογράφος

"Έκανα κάτι που σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να έχει ένα αντίκτυπο κάποτε. Με πολλούς τρόπους, αυτές οι φωτογραφίες με διατήρησαν ζωντανό δημιουργικά". - Dennis Hopper


  "Οι φωτογραφίες του Ντένις Χόπερ αντιπροσωπεύουν καθημερινές στιγμές της αμερικανικής κουλτούρας, είναι σχεδόν σαν ένα περιοδικό. Αυτές οι στιγμές έχουν τραβηχθεί από έναν μοναδικό πρωταγωνιστή της, με ξεχωριστό ταλέντο και διαίσθηση"  -   Pedro Almodovar 



'Οταν τα πρώτα χρόνια εμφανιζόταν στα στούντιο με μία φωτογραφική μηχανή, όλοι έλεγαν «έρχεται ο τουρίστας». «Είναι περίεργο», θυμάται ο Χόπερ, για τον οποίο η φωτογραφία ήταν πάθος, τρόπος επικοινωνίας και εργαλείο, «όλοι οι ηθοποιοί πίστευαν πως είμαι φωτογράφος, ενώ όλοι οι φωτογράφοι ήξεραν πως είμαι ηθοποιός».

Ο Χόπερ είχε  την ικανότητά  να βλέπει προοπτικά τα πράγματα και τα πρόσωπα, όχι μέσα, αλλά πέρα από τον φακό. Αποκομίζει κανείς βάσιμα την εντύπωση ότι οι φωτογραφίες του, στις λεπτομέρειες και τις τοιχογραφίες, στα πορτρέτα και τα ενσταντανέ, στη μελαγχολία και την αισιοδοξία τους, είναι πρωτίστως η προέκταση του ίδιου διαπεραστικού βλέμματος, που διεισδύει με ένστικτο, επιμονή, περιέργεια και διαίσθηση στα πρόσωπα και τα πράγματα, τα οποία όχι απλώς τον περιβάλλουν, αλλά τον διαμορφώνουν, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνονται από αυτόν.

Σε αυτήν τη «διαλεκτική του βλέμματος» παρουσιάζονται μπροστά στον φακό του ο Α. Γουόρχολ, η Τζ. Φόντα, ο Π. Νιούμαν, ο Π. Φόντα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και πολλοί άλλοι, ενώ «μέσα στην κάμερα» κρύβονται ο Μαρσέλ Ντυσάν. Ο Χόπερ θα τον φωτογραφίσει πάντως μαζί με τον Ουόλτερ Χοπς, το 1963, έλεγε:  «ο καλλιτέχνης του μέλλοντος θα δείξει κάτι με το δάχτυλό του, κι αυτό θα είναι η Τέχνη».  Πολλές φωτογραφίες του αποπνέουν ανάλογη μοναχικότητα, αποξένωση και προσμονή σε άσπρο-μαύρο...




Ο Χόπερ πειραματίζεται, πρωτοτυπεί και προκαλεί, καθώς εντάσσει τη μόδα στην τέχνη, συμφιλιώνει το Χόλιγουντ με το ανεξάρτητο σινεμά, γεφυρώνει το «glam» με τις γκαλερί και τη μουσική με την πολιτική, καθώς προοικονομεί την ποπ κουλτούρα μέσα από το ακατέργαστο υλικό του underground. Στις φωτογραφίες του Χόπερ, ο οποίος στον πολυτάραχο βίο του θα γνωρίσει την αξία της ζωής και θα επηρεαστεί σημαντικά από τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, δεν αποτυπώνεται απλώς μία τεχνοτροπία, αλλά κυρίως αποκρυσταλλώνεται η ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη.

Τα πρόσωπα αποκαλύπτουν χαρακτήρες και τα τοπία μεταβάλλονται σε σκηνικά που απαθανατίζονται στην κινηματογραφική και ταυτόχρονα εικαστική σκηνοθεσία του στοπ-καρέ, το οποίο εμπεριέχει ήδη ως σύλληψη το ανολοκλήρωτο φιλμ. Το φωτογραφικό υλικό γίνεται το χρονικό του παλιού κόσμου και της νέας μποεμίας, ένα ντοκουμέντο της φυγής, της απελευθέρωσης, αλλά και της κοινωνικής ανισότητας.

Αυτό το νέο αμερικανικό όνειρο, μέχρι τις δολοφονίες των Τζον και Ρόμπερτ Κένεντι, του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, αλλά και του «Ξένοιαστου καβαλάρη», είναι ένα εκρηκτικό μείγμα από ελευθερία, αυτοκαταστροφικές διαθέσεις, ψυχοτρόπους ουσίες και ιδεαλισμό, που απελευθερώνει μια ποίηση, με την αμφισημία του όρου: να συγκρουστεί με το παλιό, κυρίως όμως να νοηματοδοτήσει το χάος. Ο Ντένις Χόπερ υπήρξε ένας ατίθασος, «ξένοιαστος καβαλάρης», στη ζωή και την τέχνη, και οι φωτογραφίες του είναι ένα «συναισθηματικό ταξίδι στο παρελθόν», συναρπαστικό και πρωτίστως αυθεντικό, όσο και ο δημιουργός τους.




Η σημαντική τρίγλωσση έκδοση της Taschen που κυκλοφόρησε με τίτλο «Dennis Hopper. Photographs 1961-1967»,  φωτίζει την έντονη προσωπικότητα του Ντένις Χόπερ. Κυρίως όμως αποτυπώνει την εποχή, μέσα από το βλέμμα και τον φακό ενός σημαντικού δημιουργού, με ιδιαίτερες ευαισθησίες και ικανότητες,  υποκριτικές, εικαστικές, σκηνοθετικές και φωτογραφικές, αλλά και μοναδικές ερμηνείες, από τον «Ξένοιαστο καβαλάρη» μέχρι τον «Αμερικανό φίλο», την πρώτη κινηματογραφική του επιτυχία μετά το «The Last Movie» και το «Μπλε βελούδο».


κείμενο: J.Eco
πηγές: εφμ. Η Καθημερινή 12/2011 (Κώστας Καλφόπουλος), The Guardian, Taschen Books (αποσπάσματα - αναδημοσιεύσεις)