Φωτογραφία Πορτραίτου

6 Απρ 2017


 Η Τέχνη του να βλέπη κανείς το Ανθρώπινο Ον


Ιστορικά ή φωτογραφία πραγματοποίησε τό ξεκίνημα της διά μέσου της τέχνης άπεικονίσεως του άνθρώπου. Στίς 19 Αύγουστου 1839, μιά ώρα μετά την δημόσια ανακοίνωση του Daguerre γιά την νέα τεχνική μέθοδο, που άνοιγε την έποχή της φωτογραφίας, τά παριζιάνικα καταστήματα οπτικών ειδών δέχθηκαν κυριολεκτικά τήν «επίθεση» πολλών άνθρώπων, που ζητούσαν τά άπαραίτητα μέσα ώστε νά μπορέσουν νά άναπαραγάγουν κι' αυτοί τήν εικόνα τους. Δέκα χρόνια άργότερα έκατό περίπου χιλιάδες παριζιάνοι πραγματοποιούσαν δαγκεροτυπίες, γεγονός πού σκανδάλιζε ιδιαίτερα τόν Baudelaire, ό όποιος λυπόταν γιά τό νέο αυτό ναρκιστικό πάθος, άλλά τελικά καί ο ίδιος άφησε νά τόν φωτογραφίσουν.

Η δυνατότητα άναπαραγωγής του άνθρωπίνου προσώπου μέ γκραβούρα, σχέδιο, ζωγραφική, γλυπτική κ.α. ήταν προνόμιο της άριστοκρατίας καί τής πλούσιας μπουρζουαζίας. Ή φωτογραφία όμως έπέτρεψε σ' όλους τούς άνθρώπους ν' αποκτήσουν αύτό τό δικαίωμα.
Είναι άλήθεια ότι δέν ήταν ή τέχνη πού περνούσε σέ πρώτο πλάνο, στήν περίπτωση αύτή, άλλά η άκρίβεια της καί κυρίως η αύταπάτη πού έδινε κατά κάποιο τρόπο στήν αίωνιότητά τής άνθρώπινης ύπαρξης μετά τήν εξαφάνιση της.




William Casby, Richard Avedon

Επίσης ή φωτογραφία γινόταν ένα «είδος άνταλλαγής» καθαρά συναισθηματικού χαρακτήρα μεταξύ γονέων, φίλων ή έρωτευμένων, γεγονός πού έμπλούτιζε τήν συναισθηματική μνήμη, ενώνοντας τό παρόν μέ τό παρελθόν, προσφέροντας μιά σύνθεση πιστότητας καί συγκίνησης. Ή φωτογραφία έρχόταν νά δώσει τέρμα στήν άληθινή μοντέρνα εικονοκλασία, πού άπέρρεε άπό τήν άνακάλυψη του Γουτεμβέργιου. Πράγματι ή πλατιά διάδοση του βιβλίου πού έγινε δυνατή μέ τήν χρήση του τυπογραφείου, εξουσίαζε τήν κουλτούρα τής έποχής προκαλώντας έναν εμπλουτισμό τής πνευματικότητας στόν χώρο τής ενδοσκόπησης καί τής γαλήνης, εις βάρος τών άξιών τής εικόνας καί τής λατρείας τής εικαστικής άναπαράστασης.

Χωρίς καμιά άμφιβολία έπρόκειτο γιά μιά εικονοκλασία λιγότερο δραστικής έκείνων πού εισήχθησαν άλλωτε άπό τούς Εβραίους, τούς 'Αραβες καί τούς Βυζαντινούς, καί κατόπιν άπό τούς Λουθηριανούς καί Καλβινιστές, οι όποιοι είχαν θεωρήσει σάν ολέθρια τήν έπίδραση τών εικόνων. «...Σχολιάζοντας τόν Freud (Moise), ο J.J. Coux έξηγεί ότι ο  Ιουδαϊσμός άρνήθηκε τήν εικόνα γιά νά άποφύγει τόν ρίσκο νά λατρέψει τήν Μητέρα καί ότι ό Χριστιανισμός έπιτρέποντας τήν άναπαράσταση του μητρικού φεμινισμού ξεπέρασε τήν αύστηρότητα τού Νόμου πρός όφελος του φανταστικού». Πέρα τής θρησκευτικής έξήγησης πού καλείται νά δικαιολογήσει κάποια μορφή λατρείας, διαβλέπει έντούτοις κανείς αιτία πολύ πιό βαθειά, φιλοσοφικής ύφής.

Οί έποχές τής εικονοκλασίας δέν είναι έποχές σκοταδισμού, όπως τό τονίζει ιδιαίτερα ό Enrico Fulchignoni, οί έποχές αύτές δέν δηλώνουν μιάν άναδίπλωση τής συνείδησης στόν εαυτό της, σέ κάποιους μυστηριώδεις νόμους, πού άπελευθερώνουν τό άνθρώπινο πνεύμα άπό κάθε είδους άρνητικές καί ύποτιμητικές ύπερκατασκευές.  Υπό αύτήν τήν έννοια θά πρέπει νά έννοήσουμε τήν άπάντηση τού Πλωτίνου σ' έναν γλύπτη: «Δέν άρκεί πού πρέπει νά ύποφέρω τό σώμα μου; Χρειάζεται άκόμη νά τό βλέπω άναπαραγμένο;». Καί ό Ρουμάνος φιλόσοφος Constantin Noica διαβεβαίωνε, στόν 20 αιώνα: «σε αύτόν τόν κόσμο κάθε τι πού είναι άληθινό δέν βλέπεται... έξ άλλου τί είμαστε, οί ζώντες; Είμαστε οί μεσολαβητές μεταξύ τών σκιών, πού δέν ύπάρχουν πλέον καί αύτών πού δέν ύπάρχουν άκόμη».



August Sander


Αλλά παρ' όλες τίς άμφισβητήσεις ή τίς έπιφυλάξεις φιλοσοφικής τάξεως καί όλη την εικονοκλαστική μανία, τό φωτογραφικό πορτραίτο κάνει την έμφάνισή του σ' όλα τά σπίτια. Βέβαια αύτό δεν είναι ένα επιχείρημα πού πιστοποιεί τήν καλλιτεχνική του υπόσταση.

Αντιθέτως άκριβώς ή πλατιά έξάπλωση τής φωτογραφίας καί του κινηματογράφου τά έκανε νά θεωρούνται σάν προϊόντα τρέχουσας κατανάλωσης, τά όποία δέν θά μπορούσαν νά άνεβούν στήν άξία καί στά χαρακτηριστικά τέχνης. Οι άμφιβολίες πού άφορούσαν τίς καλλιτεχνικές άρετές τής φωτογραφίας θεμελιωνόντουσαν πάνω σε υποτιθέμενη έλλειψη προσαρμογής στα βασικά αισθητικά κριτήρια, σάν τήν άφιλοκέρδεια, τήν πρωτοτυπία, τό άδιαίρετο του έργου τέχνης μέ τήν έννοια ένός κοσμοειδούς, τόν ρυθμό, τήν ειδική τοποθέτηση στόν τόπο καί τόν χρόνο, τήν προσφυγή στό φανταστικό κ.λπ.
Λέγεται συνήθως οτι η φωτογραφία δέν δημιουργεί άλλά πιστοποιεί καί έξακριβώνει μιά προϋπάρχουσα πραγματικότητα. Δέν είναι λοιπόν παρά «υψίστη σύμπτωση», μιά «άπόλυτη ιδιαιτερότητα». Οι φωτογραφίες δέν είναι έπιδεκτικές ταξινομήσεως, εισάγουν τήν έντροπία στόν πνευματικό κόσμο, μετασχηματίζουν τόν άνθρωπο άπό υποκείμενο σέ άντικείμενο. Ό σκεπτικισμός πού παρέσυρε αύτόν τόν χείμαρρο των θανατικών κατηγοριών ερμηνεύεται άπό τήν άρχαιότητα τών άλλων τεχνών. Εξοικειωμένοι έδώ καί μερικές χιλιάδες χρόνια στίς κλασσικές τέχνες  φιλολογία, ζωγραφική, γλυπτική, χορός, μουσική, οί άνθρωποι δέν μπόρεσαν νά άφομοιώσουν μονομιάς τόν αισθητικό χαρακτήρα τών νέων τεχνών, θεμελιωμένων σέ καινούργιες τεχνικές.



Sarah Bernandt, Felix Nadar


Σήμερα είναι πλέον δύσκολο νά υποστηρίζει κανείς ότι ή καλλιτεχνική φωτογραφία είναι μιά άπλή άναπαραγωγή τής πραγματικότητας. Η άντικειμενικότητα τής φωτογραφίας δέν άποκλείει τήν υποκειμενικότητα τού καλλιτέχνη πού χειρίζεται τήν μηχανή. Ό καλλιτέχνης φωτογράφος προβαίνει σέ μιά προφανή μετάθεση του πραγματικού,προσφεύγοντας σέ πολλές διαδικασίες, καδράρισμα, έπιλογή γωνίας λήψεως, χρόνου έκθεσης, φωτισμού, σκηνοθεσίας, διακόσμου καί προσώπων  καί θέτοντας σέ ένέργεια τό ταλέντο του, τό όποίο έκδηλώνεται άπό τήν έπιλογή τών θεμάτων, τήν τεχνική ύποβολής τής αύθεντικότητας, τήν τέχνη έπιλογής τών άποκαλυπτικών λεπτομερειών, καί τήν παρατήρηση αυτών πού μπορούν νά περάσουν άπαρατήρητα.
Ή έργασία του συνεχίζεται στό έργαστήριο όπου έξασθενίζει ή δυναμώνει τούς τόνους καί καταφεύγει σέ διάφορα τεχνάσματα διπλοτυπώματα, σολαρίσματα, άποκωδικοποιήσεις, φλουταρίσματα, τροποποίηση τών προοπτικών, προκλήσεις στούς νόμους τού πιθανού ή τού δυνατού, κολλάζ, shinorama, κ.λπ. όλα μέσα φωτογραφικής δημιουργίας.
Ό φακός όλο καί πιό διερευνητικός στήν όξύτητά του καί μιάς κρυστάλλινης φωτεινότητας έπιτρέπει τήν άπόδοση τών λεπτομερειών τής άνθρώπινης εκφραστικότητας, πού άλλες τέχνες δέν μπορούσαν νά συλλάβουν. Τό ρυτιδιασμένο πρόσωπο τού γέρου Νέγρου William Casby, γεννημένου σκλάβου, πού φωτογραφήθηκε άπό τόν Richard Avedon, μαρτυρεί μιά έντυπωσιακή άποτύπωση τού πόνου καί τών ταπεινώσεων πού ξεπεράστηκαν μέ τήν δύναμη τής άνθρώπινης άξιοπρέπειας.

Τά άριστουργήματα τής καλλιτεχνικής φωτογραφίας έχουν τήν χαρακτηριστική τους πρωτοτυπία, είναι αδιάσπαστα, έπιβάλλονται στήν άντίληψη σάν οργανικές υλότητες, μέ δικό τους ρυθμό, πού στηρίζει τήν δυναμική, τήν ισορροπία καί τήν συνυφασμένη άρμονία. Τά στοιχεία σύνθεσης τής φωτογραφικής τέχνης δέν έμφανίζονται σκόρπια καί άτακτα άλλά σάν συγκεντρωτικές ένέργειες, ενωμένες σέ μιά ολότητα βιώσιμη καί συνεχή. Οί ρυθμικές σχέσεις τής σύνθεσης άγγίζουν τήν συναισθηματικότητα καί διεγείρουν τήν φαντασία του θεατή, πού μπαίνει σέ διάλογο μέ τό πνεύμα τού καλλιτέχνη, τό όποιο είναι ένσωματωμένο μέσα στό έργο. Τό θαύμα τής φωτογραφίας, είναι τό σταμάτημα του χρόνου, η άκινητοποίηση τής στιγμής. Ή επιθυμία τού Faust  «στιγμή σταμάτα...!» έγινε πραγματοποιήσιμη στήν φωτογραφική εικόνα.



Ζημέρης Κώστας


Ή τέχνη πού πλησιάζει περισσότερο τήν φωτογραφία είναι άναμφισβήτητα ή ζωγραφική. Πολλοί ύπήρξαν οί καλλιτέχνες φωτογράφοι πού έξήσκησαν έπίσης τό επάγγελμα τού ζωγράφου ή πού μελέτησαν τά αριστουργήματα τής ζωγραφικής ώστε να άνακαλύψουν τά μυστικά της. Ό Ρουμάνος φωτογράφος Armand Rosental, δημιουργός διακεκριμένων πορτραίτων, σύχναζε σέ πινακοθήκες, ώστε νά μάθει καλύτερα νά πλαισιώνει τό άνθρώπινο πρόσωπο ή νά μεταχειρίζεται τήν προοπτική ξεκινώντας άπό τήν δυναμική ζωντανών σκηνών. Οί Ιάπωνες καλλιτέχνες φωτογράφοι, πού έμπνέονται γύρω στά 1920 άπό τήν νέα τέχνη καί τήν τέχνη Deco, χρησιμοποιούν έξ' ίσου μέσα στίς συνθέσεις τους τίς υποδείξεις τών πινάκων τού Piero Delia Fiancesca. Μερικοί έκπρόσωποι τής σχολής «ύπερεαλιστών», ονομαζόμενοι «φωτορεαλιστές» και στίς  'Ηνωμένες Πολιτείες  ζωγραφίζουν βάσει φωτογραφιών.

Οί μεγάλοι φωτοπορτραιτίστες όπως Nadar, Avedon, Sander ήταν έπηρεασμένοι στά έργα τους άπό τήν αισθητική του ζωγραφισμένου πορτραίτου τής έποχής τους. Εκεί παρατηρεί κανείς τίς ίδιες μελετημένες πόζες (κυρίως σέ πρόσωπα, πού άποτελούσαν τμήμα τής άριστοκρατίας ή τής μεγάλης μπουρζουαζίας, διότι οί μεγάλοι ήθοποιοί ή οι άνθρωποι τής έργατικής τάξης στήνονταν μπροστά στόν φακό μέ περισσότερη φυσικότητα), καθώς καί τό ίδιο ύφασμα γιά τό φόντο.

Στό μεταξύ ή φωτογραφία άπελευθερώθηκε διαδοχικά άπό τήν ζωγραφική, δημιουργώντας μιάν αύτόνομη καί έξελίξιμη τέχνη, στόν τομέα τής ρητορικής τής εικόνας, πρός μερικές κύριες κατηγορίες πηγών έμπνευσης, τοπία, άντικείμενα, πορτραίτα, γυμνά καί στήν περίπτωση τής φωτοδημοσιογραφίας, γεγονότων.

Τό φωτογραφικό πορτραίτο φαίνεται σάν ένα είδος ξεχωριστό χαρακτηριζόμενο άπό τήν παρουσία μέσα στό οπτικό κέντρο τής εικόνας, μιάς άνθρώπινης ύπαρξης, τής όποιας τό έμφανέστερο τμήμα είναι τό πρόσωπο, μέ τήν πιό εύγλωττο φυσιογνωμική έκφραση όσον άφορά τήν προσωπικότητα του άτομου πού μεταδίδει κάτι τό γόνιμο άπό τόν κόσμο τών σκέψεων καί συναισθημάτων του, συνεισφέροντας μιάν άσύνηθη νότα, άποτέλεσμα τής άξίας τής παρουσίας τού μοντέλου καί τής συνθετικής τέχνης τού φωτογράφου. Ή άναγκαιότητα τής βαθύτερης διείσδυσης στήν εσωτερική ζωή τού άτομου, άπαιτεί συχνά τήν εκλογή μιας μετωπικής οπτικής γωνίας καί μιά ιδιαίτερη φροντίδα άπόδοσης τής έκφραστικότητας του βλέμματος, τού στόματος, τήν άπόδοση τών σκιών καί του φωτισμού του προσώπου, τήν προβολή τού πηγουνιού, τήν στάση του κεφαλιού ώς πρός τό μπούστο, τόν «χάρτη» τών ρυτίδων, όλα στοιχεία πού έχουν τήν εξειδικευμένη εύγλωττία τους.

Γιά νά άξιοποιήσει καλύτερα τήν έκφραστικότητα του προσώπου, τό πορτραίτο πού άποβλέπει στό νά αποδώσει τήν βαθειά έσωτερική ζωή τού άνθρώπου, είναι γενικώς περιορισμένο στό κεφάλι καί τό μπούστο. Αντιθέτως, καδράροντας όλο τό σώμα, μετατοπίζεται τό ενδιαφέρον πρός τήν στάση τού άτομου, πρός τούς έξωτερικούς παράγοντες τής προσωπικότητάς του, ενδυμασία, περιβάλλον κ.λπ.
Τό προφίλ καί τό ήμιπροφίλ είναι πλεονεκτικότερα στίς συλλογιστικές πόζες, στίς μελαγχολικές, στίς τρυφερές, άφαιρώντας άπό τό πρόσωπο ένα μέρος άπό τίς λεπτομέρειές του καί καθιστώντας τήν φωτογραφία περισσότερο «σιωπηλή» πρός όφελος τής καλλιτεχνικής ιδέας.



Ρούσσης  Κώστας


Τό πορτραίτο είναι συχνότερα, ένα προϊόν επεξεργασμένο, μελετημένο, σκηνοθετημένο. Ή αύθορμητικότητα έκεί είναι όλιγώτερη άπό τήν περίπτωση ένός στιγμιοτύπου, έπειδή επηρεάζεται άπό διάφορα προκαταρκτικά: στήσιμο τού ντεκόρ, τού φωτισμού στουντίου, κ.λπ. Αλλά μπορούμε έξ' ίσου νά κάνουμε καί φωτογραφικά πορτραίτα έξω στήν ύπαιθρο ή μέσα σ' ένα οποιοδήποτε έσωτερικό κάδρο, περίπτωση όπου είναι εύχής έργον νά διαλέξετε σάν «ύφασμα φόντου» ένα έπεξηγηματικό στοιχείο όσον άφορά τήν προσωπικότητα του άτομου. Μιά ρουμάνικη φωτογραφία τραβηγμένη τό 1890 άπό άγνωστο φωτογράφο, παριστάνει έναν ξυλοκόπο μέ τά έργαλεία του κρεμασμένα στήν ζωνη νά άκουμπάει σ' ένα δένδρο. Δέν ύπάρχει πράγματι τίποτα πιό άληθινό γιά έναν έπαγγελματια πού έργάζεται στήν κοπή τών ξύλων.

Από τήν άποψη τής δραστηριότητας, τό πορτραίτο είναι περισσότερο στατικό άπό άλλα είδη φωτογραφίας. Ό δυναμισμός του περιορίζεται σέ χαρακτηριστικές χειρονομίες ή στήν φυσιογνωμία πού συλλαμβάνει.
Η φαντασία καί τό δημιουργικό πνεύμα τών φωτογράφων πορτραίτου έκδηλώνεται στήν έπιλογή τού μοντέλου, στήν στάση πού θά τού ύποδείξουν νά λάβει, στήν κατανομή τού φωτισμού καί στήν προσεκτική παρατήρηση, πού γίνεται ύπομονετικά, άπό τήν μιμητική του άτομου γιά νά καθορισθεί η πλέον χαρακτηριστική έκφραση τής πνευματικής κατάστασης, άπό τήν ιδέα ή τήν συγκίνηση πού ό καλλιτέχνης άπαιτεί νά μεταβιβάσει στόν θεατή.

Η άνθρώπινη ύπαρξη είναι τό δυσκολότερο μοντέλο γιά άναπαράσταση σέ φωτογραφία,όπως καί γιά τήν ζωγραφική. Κάθε προσπάθεια πού άποβλέπει στό νά άποδόσει τήν πολυπλοκότητα τών έσωτερικών του έμπειριών φαίνεται άνώφελη.




Μπαλάφας Κώστας


Στίς άλλες τέχνες οί δημιουργοί συνθέτουν, χρησιμοποιώντας έξειδικευμένη καλλιτεχνική γλώσσα, άνθρώπινα μοντέλα πού δέν ύπάρχουν στήν πραγματικότητα άλλά άποτελούν προϊόν τής καλλιτεχνικής φαντασίας, δηλαδή έπινοήσεις. Ό πορτραιτίστας φωτογράφος, δέν μπορεί ό ίδιος νά άπαλλαγεί άπό ένα συγκεκριμένο μοντέλο, άλλά έάν φθάσει, μέ τήν φωτογραφία πού τραβάει, νά μεταδώσει τό άσύλληπτο, νά μεταφέρει τό ένδιαφέρον όχι πάνω στήν ιδιαίτερη ταυτότητα τού μοντέλου, άλλά πάνω στήν ολότητα τής ψυχικής του κατάστασης, νά έπιτύχει μιά κοινωνία μεταξύ τών καλλιτεχνικών προθέσεων καί τής εύαισθησίας τού άποδέκτη, αύτό σημαίνει ότι συγκέντρωσε όλες τίς προϋποθέσεις τής τέχνης.

Ό φωτογράφος δέν μπορεί νά έξουσιάζει τό μοντέλο του όπως τό κάνει ό ζωγράφος. Πρέπει νά ύποκαθίσταται στό μοντέλο, νά μπαίνει στό πετσί του, νά τό κατανοεί καί νά τό έκφράζει διά τής φωτογραφικής τεχνικής καί διά τής καλλιτεχνικής ιδέας. Αύτή η υποκατάσταση είναι παρόμοια μ' αύτή του σκηνοθέτου παρά μέ έκείνη του ήθοποιού. Ό φωτογράφος πραγματικά «θέτει έπί σκηνής», τό έργο του, χρησιμοποιόντας τά στοιχεία τής φύσης. Κάνει δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, έργο δημιουργού.
Λέγεται ότι η μουσική άνύψωσε τόν Beethoven πολύ κοντά στόν Θεό. Καμμιά τέχνη δέν έφθασε τό Απόλυτο. Ή άνθρώπινη δημιουργία στήν όλότητά της τείνει πρός τήν τελειότητα καί η φωτογραφία σάν τέχνη συγκεντρώνει τίς προσπάθειές της σ' αυτό τό ριψοκίνδυνο έγχείρημα. Τό φωτογραφικό πορτραίτο συνθέτει έναν απο τούς πιό έντονους τρόπους αισθητικής γνώσης τής άνθρώπινης ύπαρξης, έπιτελώντας τό θαύμα τής άποδόσεως τών προσώπων του παρελθόντος. Είναι δηλαδή μιά υλοποίηση τής συναισθηματικής μνήμης, πού ό χρόνος καί η λήθη δέν μπορούν πλέον νά σκιάσουν.


κείμενο Victor Botez, (απόσπασμα - αναδημοσίευση) "εφ, Ελληνική Φωτογραφία", 1991
επιμέλεια: J.Eco