Ο Γεώργιος Λαμπάκης ως Περιηγητής και Φωτογράφος, Πρωτοπόρος της Φωτογραφικής Τεκμηρίωσης
κείμενο : Βασιλική Χόρτη, (αναδημοσίευση)
Θράκη – Κωσταντινούπολη, οδοιπορικό (1902) - Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 2007, συντελεστές έκθεσης: Γιασμίνα Μωυσείδου, Ευγενία Χαλκιά, Δημήτριος Κωνστάντιος, Απόστολος Μαντάς, Ευγενία Χαλκιά, Βασιλική Χόρτη
Ο Γεώργιος Λαμπάκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου του 1854. Μεγάλωσε φτωχικά και σε κλίμα βαθιάς θρησκευτικότητας με το όνειρο να γίνει ιερέας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και χριστιανική αρχαιολογία στο Μόναχο, τη Λειψία, το Βερολίνο και το Ερλάνγκεν, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ.
Όταν επέστρεψε από τη Γερμανία εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον για τη μελέτη και τη διάσωση των χριστιανικών μνημείων και την προαγωγή των σπουδών της χριστιανικής αρχαιολογίας. Η στροφή προς το κλέος της κλασικής αρχαιότητας που χαρακτήρισε την Ελλάδα του 19ου αιώνα τον άφησε αδιάφορο. Γι' αυτόν η συνέχεια του έθνους, κυρίαρχο ζητούμενο του 19ου αιώνα, ταυτιζόταν με την αδιάσπαστη συνέχεια της Εκκλησίας.
Όλα αυτά που πρέσβευε βρήκαν απήχηση σε μια ομάδα λογίων της εποχής, με τους οποίους τον Δεκέμβριο του 1884 ίδρυσε τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία (ΧΑΕ). Σκοπός της ήταν η διάσωση των μνημείων της χριστιανικής αρχαιότητας, η συλλογή αντικειμένων και η σύσταση Μουσείου Χριστιανικής Αρχαιολογίας. Ψυχή της Εταιρείας αναδείχθηκε ο Γ. Λαμπάκης, καθώς εργάσθηκε με αξιοθαύμαστο ζήλο για την επίτευξη των στόχων της. Το σημαντικότερο έργο του ήταν η δημιουργία και η σχολαστική τεκμηρίωση της Συλλογής της ΧΑΕ, η οποία αρχικά (1890) στεγάστηκε σε κτήριο της Ιεράς Συνόδου στην πλατεία Καρύτση και στη συνέχεια (1893), προσωρινά και πάλι, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στο έργο του βρήκε αρωγούς και συμμάχους τη βασίλισσα Όλγα, της οποίας υπήρξε γραμματέας από το 1885, και την Εκκλησία. Διαφοροποιήθηκε όμως και κράτησε αποστάσεις από την επιστημονική κοινότητα της εποχής του, καθώς το έργο του αποτελούσε έκφραση ενός πληθωρικού ρομαντισμού, χωρίς να συνοδεύεται από αυστηρή επιστημονική πειθαρχία.
Έτσι, όταν το 1912 ιδρύθηκε η έδρα Βυζαντινής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η ανάγκη για αμιγώς επιστημονική μελέτη του Βυζαντίου υποσκέλισε τη Χριστιανική Αρχαιολογία του Γ. Λαμπάκη, και ο ίδιος δεν κατέλαβε τη θέση αυτή, αν και διακαώς την επιθυμούσε. Πέθανε δύο χρόνια αργότερα, στις 15 Μαρτίου 1914.
Κατά την περίοδο 1891-1908 ο Γ. Λαμπάκης πραγματοποίησε σειρά περιηγήσεων στην Ελλάδα καθώς και σε άλλα κέντρα του ελληνικού και χριστιανικού κόσμου. Τα ταξίδια αυτά, πολλά από τα οποία σχετίζονταν με το φιλανθρωπικό έργο της βασίλισσας Όλγας, του έδωσαν τη δυνατότητα να δει, να καταγράψει και να φωτογραφήσει σημαντικά χριστιανικά μνημεία, αλλά και να περισυλλέξει αντικείμενα για τον εμπλουτισμό του Μουσείου της ΧΑΕ. Με τις συστάσεις της Εκκλησίας και του κράτους παρότρυνε ιερείς και μοναχούς να του παραδώσουν αντικείμενα που δεν ήταν πλέον σε χρήση. Η τεράστια αυτή συλλεκτική προσπάθεια απέδωσε, καθώς ενισχύθηκε επιπλέον από δήμους και ιδιώτες.
Μερικοί από τους πιο σημαντικούς προορισμούς των περιοδειών του ήταν η Θεσσαλονίκη, το Αγιον Όρος και η Βέροια το 1901, η Μακεδονία, η Θράκη και η Κωνσταντινούπολη το 1902, οι Κυκλάδες το 1904, οι Αγιοι Τόποι το 1905, η Μικρά Ασία το 1906-1907. Ταξίδευε συνήθως κατά τους θερινούς μήνες χρηματοδοτούμενος από τη βασίλισσα Όλγα και τη ΧΑΕ. Συνοδοιπόρος του ήταν από το 1905 και η σύζυγός του Ευθαλία.
Τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες και εντυπώσεις, την περιγραφή των μνημείων που επισκεπτόταν, καθώς και τις επιστημονικές παρατηρήσεις του δημοσίευε στο «Δελτίο» της ΧΑΕ, το οποίο εξέδιδε σχεδόν μόνος από το 1892 έως το 1910. Περιγράφοντας τις περιηγήσεις του στην Ελλάδα το 1892 αναφέρει: «'Ως τις μύρμηξ ζητών κόκκον, ούτως άνά πάσας τάς διευθύνσεις τού ορίζοντος περιφερόμεθα, και πανταχού τρέχομεν, όπως εστω και τμήμα κόκκου της έπιστήμης εις το Μουσειον ημών εισενέγκωμεν. Και τί μεν υφιστάμεθα άνά τά ορη και τάς έρήμους τρέχοντες, φόρτον την φωτογραφικην μηχανην ημών και την τροφην ημών περιφέροντες, οΰτε λέγεται οΰτε ευκόλως περιγράφεται.»
Στο πνεύμα αυτό συνέλεγε και κατέγραφε οτιδήποτε θεωρούσε σημαντικό για την ιστορία της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από τον χρόνο κατασκευής του ή την καλλιτεχνική του αξία. Έτσι λοιπόν κατέγραψε και δημοσίευσε στο Δελτίο της Εταιρείας, εξίσου, πλήθος επιγραφών, κτήρια και κινητά αντικείμενα, ακόμα και τα σύγχρονά του, προσφέροντάς μας πολύτιμες μαρτυρίες και για τον 19ο αιώνα.
Ο Γ. Λαμπάκης δεν ήταν μόνο μελετητής της Εκκλησίας, αλλά και ενεργό μέλος της. Οι επισκέψεις του στα χριστιανικά μνημεία πολλές φορές συνοδεύονταν με κήρυγμα στους πιστούς και με τη διοργάνωση ειδικών ακολουθιών, ενώ κάποια από τα ταξίδια του είχαν κυρίως χαρακτήρα προσκυνήματος και λιγότερο αρχαιολογικής περιήγησης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περιγραφή του οδοιπορικού του στους Φιλίππους το 1902. Στο κείμενό του, διανθισμένο με ευαγγελικά χωρία, το ενδιαφέρον του μονοπωλεί η βάπτιση της Λυδίας, της πρώτης χριστιανής στην Ευρώπη, από τον απόστολο Παύλο. Στα μνημεία αφιερώνει μόνο μια σύντομη παράγραφο σημειώνει μάλιστα ότι φωτογράφησε το ποτάμι όπου έγινε η βάπτιση και ότι πήρε από αυτό νερό σε φιάλη, την οποία στη συνέχεια κατέθεσε στο Μουσείο της Εταιρείας.
Επιπλέον παραθέτει ολόκληρη την ημερολογιακή σημείωση που κράτησε «έν μέσω τών έρειπίων καθήμενος», στην οποία εκφράζει τη συγκίνησή του που βρέθηκε στον χώρο από όπου πέρασε ο Παύλος. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι λίγο πριν φτάσει στους Φιλίππους κοινώνησε «τών άχράντων Μυστηρίων», ώστε να είναι εξαγνισμένος πριν προσέλθει στα ιερά αυτά εδάφη. Παρ' όλα αυτά θα επιθυμούσε τη συντροφιά κάποιου ιερέα, ο οποίος θα λειτουργούσε πάνω στα ερείπια «έν μέσω τής πρωτογόνου Εκκλησίας τής όλης Ευρώπης».
Ο Γ. Λαμπάκης συνήθιζε να συγκεντρώνει συστηματικά και φωτογραφίες, οι οποίες καταγράφονταν και σχολιάζονταν στο βιβλίο εισαγωγής της Εταιρείας, όπως κάθε αντικείμενο. Πρόκειται για φωτογραφίες που απεικονίζουν κυρίως χριστιανικά μνημεία, αρχαιολογικούς τόπους, καθώς και αντικείμενα που δεν ήταν δυνατόν να αποκτηθούν. Πολλές από αυτές προέρχονταν από αγορές ή δωρεές, ενώ οι περισσότερες ελήφθησαν από τον ίδιο τον Γ. Λαμπάκη, ο οποίος αποδείχτηκε εξαίρετος φωτογράφος. Πρωτοπόρος της φωτογραφικής τεκμηρίωσης, κατάφερε να συγκεντρώσει σπουδαίο υλικό, για το οποίο ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος. Στο Δελτίο της ΧΑΕ του 1910 (τεύχος Θ') δημοσίευσε κατάλογο και ευρετήριο των φωτογραφιών.
Η πρωτοποριακή για την εποχή χρήση της φωτογραφίας ως μέσου τεκμηρίωσης την οποία ακολούθησε ο Γ. Λαμπάκης οφείλεται και στο γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αδερφός του Ιωάννης (1851-1916) ήταν επαγγελματίας φωτογράφος. Ο τελευταίος υπήρξε συνεργάτης ενός από τα παλαιότερα φωτογραφεία της Αθήνας, των Φίλιππου Μαργαρίτη και Ιωάννη Κωνσταντίνου, ενώ μετά το 1892 εργάστηκε ανεξάρτητα. Ενδέχεται λοιπόν κάποιες από τις φωτογραφίες του αρχείου Λαμπάκη να αποτελούν λήψεις του επαγγελματία Ιωάννη, το μεγαλύτερο μέρος τους όμως ανήκει στον ερασιτέχνη Γεώργιο σε πολλά δημοσιεύματά του εξάλλου αναφέρει ότι φωτογραφίζει μόνος του. Ωστόσο, η εμφάνιση και η εκτύπωση γίνονταν πιθανότατα στο φωτογραφικό εργαστήριο του Ι. Λαμπάκη.
Στο πλούσιο αυτό φωτογραφικό υλικό αντανακλάται η προσωπική ματιά του Γ. Λαμπάκη, ο οποίος χρησιμοποιούσε τη φωτογραφία ως μέσον αξιόπιστης τεκμηρίωσης και ταυτόχρονα ως μέσον καλλιτεχνικής έκφρασης....
Πολλές από τις φωτογραφίες του αποτελούν δείγματα υψηλής αισθητικής, ενώ στο σύνολό τους αποκαλύπτουν έναν έμπειρο φωτογράφο με ξεχωριστή ματιά, δημιουργό εξαιρετικών συνθέσεων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φωτογραφίες που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών του. Συχνά ο φακός του ξέφευγε από τα μνημεία και αποτύπωνε μπροστά σε αυτά σκηνές και πρόσωπα της καθημερινότητας με μια εμπνευσμένη σκηνοθετική αντίληψη. Ακραίο παράδειγμα «σκηνοθετημένης» λήψης αποτελεί η φωτογραφία (ΧΑΕ 6131) που ελήφθη κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στη Μικρά Ασία, και συγκεκριμένα στη Λαοδίκεια. Στη φωτογραφία αυτή σκηνοθετεί εαυτόν να αναπαριστά χωρίο της Αποκάλυψης (δ' 20) —το χωρίο χρησιμοποίησε αργότερα για τον υπομνηματισμό της
φωτογραφίας στο ευρετήριο του Μουσείου: «Ό Διευθυντής του χριστιανικού Μουσείου Γ. Λαμπάκης κρούων τήν θύραν οικίας τινός κατά το Αποκαλ. δ' 20».
Παράλληλα, στοχεύοντας στην τεκμηρίωση της εκκλησιαστικής ζωής αλλά και στην ιδεολογική ενίσχυση της Εκκλησίας, αφενός φωτογράφιζε συναθροίσεις που σχετίζονταν με επίσημες εκκλησιαστικές τελετές κι αφετέρου επιχείρησε να συγκροτήσει ένα αρχείο με φωτογραφικά πορτρέτα των ορθόδοξων επισκόπων του κόσμου.
Πάνω απ' όλα όμως ο Γ. Λαμπάκης χρησιμοποίησε τη φωτογραφία για να απαθανατίσει τα χριστιανικά μνημεία. Από την προσπάθειά του προέκυψε ένα πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο βυζαντινών μνημείων με εξαιρετικής ποιότητας λήψεις, χρονολογημένες και σχολιασμένες, το οποίο επιπλέον προσφέρει μια ζωντανή εικόνα της Ελλάδας στο γύρισμα του 19ου αιώνα.
Θράκη Κωσταντινούπολη οδοιπορικό
κείμενο: Ευγενία Χαλκιά
Τμήμα ακόμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Θράκη κατά την εποχή αυτή διέσωζε λαμπρά μνημεία από το βυζαντινό παρελθόν της, αλλά και σημαντικά μεταβυζαντινά. Πολλά από αυτά χάθηκαν οριστικά στη δίνη των ταραχών που γνώρισε ο τόπος, με αποκορύφωμα το 1922.
Οι φωτογραφίες από τη Θράκη δεν είναι πολλές, όπως πολλές δεν ήταν και οι πόλεις που κατάφερε να επισκεφθεί ο ταξιδευτής μελετητής: Ξάνθη, Άβδηρα-Πολύστυλον, Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδέαγατς), Αίνος, Διδυμότειχο, Αδριανούπολη. Αρκετές από τις πόλεις όμως αυτές υπήρξαν σημαντικά κέντρα την περίοδο που η Θράκη αποτελούσε προπύργιο της βυζαντινής πρωτεύουσας, αλλά και αργότερα, όταν τις κατοικούσαν εύρωστες ελληνικές κοινότητες.
Τις πόλεις, αλλά κυρίως τα μνημεία που διέσωζαν, αποτύπωσε με τον φακό του ο Γ. Λαμπάκης. Τα περιέγραψε επίσης — πολλές φορές και με σχεδιαστικές λεπτομέρειες— στα ταξιδιωτικά του ημερολόγια, στα οποία καταγράφει με γλαφυρότητα και συχνά με έντονη ρομαντική διάθεση την εμπειρία από τις περιοδείες του. Τα πρωτότυπα ημερολόγια του περιηγητή, τα οποία είχε την καλοσύνη να μας δανείσει ο κ. Ιωάννης Λαμπάκης για τις ανάγκες της έκθεσης, είναι πολύτιμα όσο και οι φωτογραφίες, καθώς αμφότερα αποτελούν σπάνιες, ακόμη και μοναδικές, μαρτυρίες για ναούς που δεν υπάρχουν πιά, επιγραφές που χάθηκαν, μνημεία που υπέστησαν μεταγενέστερες επεμβάσεις οι οποίες αλλοίωσαν, αλλά και ορισμένες φορές αποκατέστησαν, την αρχική μορφή τους.
Αλλες φωτογραφίες πάλι συνιστούν ένα είδος ηθογραφικής καταγραφής, καθώς απαθανατίζουν σκηνές από την καθημερινή ζωή μικρών κοινοτήτων, με πρωταγωνιστές κατοίκους κάθε ηλικίας.
Από την Κωνσταντινούπολη ο ίδιος ο Γ. Λαμπάκης τράβηξε ελάχιστες φωτογραφίες. Παρότι συνεπαρμένος από τα μνημεία που επισκέφθηκε και περιγράφει αναλυτικά στα ημερολόγιά του, δεν προχώρησε στη φωτογραφική τους αποτύπωση. Φρόντισε ωστόσο να εμπλουτίσει το αρχείο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας με λήψεις άλλων φωτογράφων (δωρεές ή αγορές), ιδιαίτερα σημαντικά τεκμήρια για τα σπουδαιότερα μνημεία της πρωτεύουσας. Η Αγία Σοφία, όταν ακόμη λειτουργούσε ως τέμενος και δεν είχε ολοκληρωθεί η αποκάλυψη όλων των ψηφιδωτών της, η Μονή της Χώρας πριν από τον καθαρισμό του ζωγραφικού διακόσμου και πριν από την καθαίρεση του τοίχου που έφρασσε την είσοδο του παρεκκλησίου, είναι μερικά από τα δείγματα του πολύτιμου αυτού αρχείου.
«Μαρτυρίες και κατάλοιπα» είναι ο υπότιτλος του 4ου Διεθνούς Συμποσίου για τη Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες για κατάλοιπα στη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούν και οι φωτογραφίες αυτής της έκθεσης.
Από τη Θράκη στην Κωνσταντινούπολη...
κείμενο : Απόστολος Γ. Μαντάς
Στις 5 Ιουνίου του 1902 ο Γεώργιος Λαμπάκης έλαβε ένα έγγραφο από το Υπουργείο «Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως», με το οποίο εκαλείτο να μεταβεί στις Σέρρες, για να συμβάλει στη διάσωση «του εκείσε κινδυνεύοντος ψηφοθετήματος της Μητροπόλεως». Το έγγραφο αυτό στάθηκε αφορμή για την πραγματοποίηση μεγάλης περιοδείας, κατά την οποία ο ερευνητής επισκέφθηκε «την Μακεδονίαν, Άδριανούπολιν, Κωνσταντινούπολιν και Μικράν Άσίαν».
Ο Γ. Λαμπάκης αναχώρησε από τον Πειραιά στις 26 Ιουλίου και πρώτος σταθμός του ταξιδιού του ήταν η Θεσσαλονίκη (29 Ιουλίου), όπου συνέχισε την καταγραφή και μελέτη των χριστιανικών μνημείων της πόλης και των περιχώρων της, εργασία που είχε αρχίσει το προηγούμενο έτος. Από εκεί πήγε στις Σέρρες (3 Αυγούστου), όπου φρόντισε για τη στερέωση, τον καθαρισμό και τη φωτογραφική τεκμηρίωση του ψηφιδωτού με την «Κοινωνία των Αποστόλων», το οποίο κοσμούσε τον ημικύλινδρο της αψίδας του Βήματος στον ναό των Αγίων Θεοδώρων (Μητρόπολη). Παράλληλα κατέγραψε και άλλα χριστιανικά μνημεία της πόλης και επισκέφθηκε την παρακείμενη Μονή του Προδρόμου. Στη συνέχεια μετέβη στη Δράμα (14 Αυγούστου), από όπου επισκέφθηκε τους Φιλίππους, την Καβάλα και το Δοξάτο.
Στις ι8 Αυγούστου έφυγε από τη Δράμα και ο πρώτος του σταθμός στη Θράκη ήταν η Ξάνθη, όπου φιλοξενήθηκε «έν τφ ο'ικω του φιλτάτου παλαιού [...] συμμαθητού έν τη Ριζαρείω Σχολή [...] 'ιατρού κ. Γ. Μαλετσίδου, άνδρος τά μάλα πατριώτου και ρέκτου». Στην πόλη αυτή επισκέφθηκε τον ναό του Προδρόμου (Μητρόπολη), τον Ταξιάρχη, τον «άξιοσημείωτον διά τήν έπωνυμίαν» ναό του Ακαθίστου, τον Άγιο Βλάσιο και τον Άγιο Γεώργιο. Από τα τρία μονύδρια που βρίσκονταν στα γύρω βουνά, επισκέφθηκε αυτά του Ταξιάρχη και της Θεοτόκου Αρχαγγελιώτισσας (Εισόδια).
Τα μνημεία που είδε στην Ξάνθη ο ερευνητής δεν κέντρισαν αρκετά το ενδιαφέρον του ώστε να τα αποτυπώσει φωτογραφικά. Έτσι τράβηξε δύο μόνο φωτογραφίες με το σύνολο της πόλης.
Ο δεύτερος σταθμός του οδοιπορικού του στη Θράκη ήταν τα αρχαία Άβδηρα (20 Αυγούστου), καθώς και τα παρακείμενα χωριά Μουσαφακλή (Φελόνη), Μπουλούστρα (Πολύστυλο) και Γιενιτζέ (Γενισαία). Ο Γ. Λαμπάκης αναφέρει ότι από τα αρχαία Άβδηρα δεν είχαν διασωθεί παρά λείψανα των τειχών της πόλης, τα οποία και φωτογράφησε. Πλήθος χριστιανικών μνημείων βρήκε στο χωριό Πολύστυλο, το οποίο απέχει «τέταρτον περίπου τής ώρας τών έρειπίων τών Άβδήρων». Ο μεγάλος αριθμός και η παλαιότητα των λειψάνων τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα Άβδηρα «λίαν ένωρις έδέξαντο τον Χριστιανισμόν».
Αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον του στο Πολύστυλο, και ταυτόχρονα προκάλεσε την έντονη οργή του, ήταν η θραύση μιας βυζαντινής (κατά τη γνώμη του) σαρκοφάγου, η νεώτερη συμπλήρωση του διακόσμου της και η χρήση της ως εξώστη στο σχολείο αρρένων του χωριού. Τη «σαρκοφάγο» αποτύπωσε φωτογραφικά, και η συγκεκριμένη φωτογραφία αποτελεί μία από τις ωραιότερες του αρχείου του. Φωτογράφησε επίσης και τη νεώτερη βρύση του χωριού, παρά το γεγονός ότι εκφράζεται εντελώς απαξιωτικά για τον διάκοσμό της. Στο Πολύστυλο επισκέφθηκε τέλος τον ναό της Αγίας Παρασκευής, ενώ στο Γιενιτζέ τον ναό της Υπαπαντής.
Από την περιοχή των Αβδήρων ο Γ. Λαμπάκης μετέβη την 21η Αυγούστου στην Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδέαγατς), από την οποία δεν τράβηξε καμία φωτογραφία. Επισκέφθηκε τον μοναδικό, νεόδμητο ναό της πόλης, αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο. Εκεί είδε και κατέγραψε πολλά ιερά αντικείμενα που προέρχονταν από τις «αρχαίες» εκκλησίες της Αίνου, ενώ παράλληλα παροτρύνθηκε από τον Μητροπολίτη Αίνου να επισκεφθεί την πόλη. Έτσι, όπως ο ίδιος αναφέρει, «μετά ώραΐον δέ πλούν θαλάσσιον ε'ισερχόμεθα εις τον ποταμον Έβρον, όπου προς τά δεξιά τούτου έφαπλούται ή συμπαθής, ή άρχαιοπρεπής και άρχοντική πόλις Αίνος».
Το συναίσθημα που προκάλεσε στον Γ. Λαμπάκη η εικόνα της πόλης, την οποία ονόμασε «μέγα μουσείον τής χριστιανικής τέχνης, διά τάς έν αύτή περισωζομένας προχριστιανικάς και κυρίως τάς χριστιανικάς άρχαιότητας», εκφράζεται πολύ παραστατικά στις «Περιηγήσεις» του: «άναλογιζόμενος ό περιηγητής τον πάλαι ποτέ έκ τής ναυτιλίας πλούτον τής Αίνου και τήν λοιπήν δόξαν και εΰκλειαν ταύτης, ύπο άνεκφράστου καταλαμβάνεται μελαγχολίας, όλόκληρον σήμερον τήν πόλιν τής Αίνου οιονεί έκτεταμένα έρείπια βλέπων».
Στην Αίνο ο ερευνητής έφτασε στις 23 Αυγούστου και παρέμεινε τρεις ημέρες, ενώ στις 26 του μηνός επισκέφθηκε την παρακείμενη Μονή Σκαλωτής. Στην πόλη κατέγραψε συνολικά 23 βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς, πολλά ιερά αντικείμενα και επιγραφές. Τράβηξε συνολικά 11 φωτογραφίες, στις οποίες αποτύπωσε όψεις της πόλης, καθώς και ναούς. Η σημασία των λήψεων αυτών είναι μοναδική, καθώς το σύνολο σχεδόν των μνημείων της πόλης έχει σήμερα καταστραφεί.
Όπως προαναφέρθηκε, ο ερευνητής συγκλονίστηκε από την εικόνα εγκατάλειψης της Αίνου. Έτσι, λίγο πριν να αναχωρήσει, «έν μέσω τών άπείρων έρειπίων καί συντριμμάτων [...] ώς τις Ιερεμίας καθήσας», κατέγραψε τα συναισθήματά του σε κείμενο με τίτλο «τά έρείπια θρηνωδούντα». Οι σκέψεις αυτές, που διαπνέονται από έντονη ποιητική διάθεση, μαρτυρούν την απογοήτευση του Γ. Λαμπάκη για την τύχη των χριστιανικών —και όχι μόνο— αρχαιοτήτων της πόλης, οι οποίες βρίσκονταν διασκορπισμένες, σε θέση και χρήση άσχετη με την αρχική τους.
Στον δρόμο προς τη Μονή Σκαλωτής επισκέφθηκε το «καθαρώς έλληνικον χωρίον» Μαΐστρο(ς) (σημ. Yenigekoy), όπου είδε τον ναό του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο δεν εντόπισε κάτι το αξιόλογο. Κατέγραψε τέσσερις επιγραφές, από τις οποίες η μία βρισκόταν σε ιδιωτική οικία, ενώ παράλληλα σχεδίασε ένα θραυσμένο θωράκιο από διάστυλο, το οποίο τοποθέτησε χρονολογικά στον 5°-6° αιώνα. Επισκέφθηκε, τέλος, το ήδη διαλυμένο μονύδριο του Αγίου Παντελεήμονος, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το χωριό. Εκεί κατέγραψε επιγραφές εικόνων, δεν αποτύπωσε όμως τίποτα φωτογραφικά, όπως συνέβη και με το(ν) Μαΐστρο.
Στις 28 Αυγούστου έφτασε «περί βαθεΐαν νύκτα» στο Διδυμότειχο. Με γλαφυρό τρόπο περιγράφει την περιπλάνησή του στους λαβυρινθώδεις και σκοτεινούς δρόμους της πόλης, καθώς και τη συνάντησή του με χριστιανό νυκτοφύλακα που περιπολούσε, ο οποίος τον θεώρησε ύποπτο και έτσι τον υπέβαλε σε «ποικίλας έρωτήσεις καί έξετάσεις». Το πρωί επιδόθηκε στη σπουδή των μνημείων της χριστιανικής αρχαιότητας, επισκεπτόμενος τη Μητρόπολη, τον ναό του Χριστού και αυτόν της Παναγίας. Στις εκκλησίες κατέγραψε πλήθος επιγραφών, οι οποίες βρίσκονταν στους τοίχους, σε εικόνες ή σε ιερά αντικείμενα. Φωτογραφικά αποτύπωσε τον ημιερειπωμένο ναό της Αγίας Αικατερίνης, έναν πύργο των τειχών η μία πύλη της πόλης, ενώ παράλληλα σχεδίασε τα μονογράμματα που είδε σε μάρμαρο εντοιχισμένο σε ιδιωτική οικία.
Η τελευταία πόλη της Θράκης που επισκέφθηκε ο Γ. Λαμπάκης ήταν η Αδριανούπολη, για την οποία γράφει: «εύχής έργον αν τις τών έκεΐ λογίων συνέγραφε μονογραφίαν τών περισωθέντων μνημείων, καί 'ιδία τών μαρμάρων τών άποκομιζομένων έν τή αύλή τής Μητροπόλεως έκ τών κατεδαφιζομένων έκάστοτε βυζαντινών φρουρίων καί έτέρων παλαιών οικων». Ο ναός της Μητροπόλεως του προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση «διά τήν έσωτερικήν αύτού μεγαλοπρέπειαν καί τήν πλουσίαν ξυλογλυπτικήν διακόσμησιν». Φωτογράφησε τις παραστάσεις των Επτά Οικουμενικών Συνόδων που είχαν εικονιστεί στον νάρθηκα, τμήμα Μηναίου από τον κυρίως ναό και ένα χρυσάργυρο αρτοφόριο, ενώ παράλληλα κατέγραψε επιγραφές εικόνων και ιερών αντικειμένων. Επισκέφθηκε ακόμη τον σταυρόσχημο ναό του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, όπου επίσης κατέγραψε επιγραφές, εργασία που επανέλαβε και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Παντελεήμονος.
Την 31η Αυγούστου ο Γ. Λαμπάκης έφυγε βιαστικά από την Αδριανούπολη, για να μπορέσει να παρευρεθεί στην τελετή της Νέας Ινδικτιώνος, που θα ετελείτο το πρωί της ιης Σεπτεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη. Τη χρονιά εκείνη (1902) θα κηρυσσόταν η λήξη της 15ης Ινδικτιώνος και η έναρξη της ιης. Στη «Μεγάλη Εκκλησία» παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία, μετά την οποία «έν ψαλμοΐς καί υμνοις, τού κλήρου προηγουμένου, ό Πατριάρχης καί
οΐ συν αύτφ λογάδες καί κεκλημένοι άνήλθομεν έπί τής Πατριαρχικής α'θούσης, ένθα κατανυκτικώς έψάλησαν ή Άκολουθία καί τά Τροπάρια τής Νέας Ίνδικτιώνος».
Η ιδιαίτερη συγκίνηση που του προκάλεσε η ευχή που διαβάζεται για την έναρξη του νέου έτους καταδεικνύεται από το ότι την παραθέτει ολόκληρη στις «Περιηγήσεις» του. Παράλληλα παρακάλεσε τον Πατριάρχη «όπως μεταλαμπαδεύση καί [...] ε'ις τήν Έλευθέραν Ελλάδα τήν εναρξιν τού Νέου Έτους. Ή δέ Α. Π. έχάραξεν έν τφ ήμετέρω Λευκώματι τήν Νέαν Ίνδικτιώνα». Εικόνα μάλιστα του «χαράγματος» παρεμβάλλει στο κείμενο της περιήγησής του.
Στις 2 Σεπτεμβρίου ο ερευνητής επισκέφθηκε την Αγία Σοφία. Πιστός στο πνεύμα της εποχής, το οποίο ήθελε να καταδείξει την άρρηκτη συνέχεια του Ελληνισμού, ο Γ. Λαμπάκης συγκρίνοντας τον ναό με τον Παρθενώνα γράφει «Ή Ελλάς, Μήτηρ πάσης σοφίας καί τέχνης, έστί το διά πάντων τών α'ιώνων μέγα Μουσεΐον τού ένιαίου άθανάτου πνεύματος τής Ελληνικής φυλής. Παρθενών (ή άπο τής κεφαλής τού Διος έξερχόμενη θεά τής Σοφίας Άθηνα) καί Αγία Σοφία (ή Σοφία τού Θεού) μία διάνοια έν δυσί διαφόροις τέχνης τύποις».
Από την Αγία Σοφία ο Γ. Λαμπάκης περιγράφει κυρίως τις σκέψεις και τα συναισθήματα που τον κατέκλυσαν κατά την επίσκεψή του στον ναό, καθώς —όπως χαρακτηριστικά αναφέρει— για το κορυφαίο αυτό μνημείο της Χριστιανοσύνης έχουν γραφεί αρκετά τόσο από παλαιότερους όσο και από σύγχρονούς του μελετητές. Ο ερευνητής δεν αποτύπωσε φωτογραφικά τίποτα από τον ναό, εξασφάλισε όμως μεγάλο αριθμό φωτογραφιών (ΧΑΕ 3644-3715). Το μεγαλύτερο τμήμα τους δώρησε στη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία ο Λεωνίδας Καλαμίδας, ενώ κάποιες άλλες αγοράστηκαν αρκετά αργότερα (1910). Η αξία των εν λόγω φωτογραφιών είναι μεγάλη, καθώς σήμερα αποτελούν πολύτιμες —και σε κάποιες περιπτώσεις μοναδικές— μαρτυρίες για την τότε κατάσταση του ναού.
Το δεύτερο μνημείο της Κωνσταντινούπολης που περιγράφει ο Γ. Λαμπάκης είναι ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου, «ος διά το χθαμαλον καί σκοτεινον αύτού μυστικήν τινα άποπνέει μελαγχολίαν, λαμπρώς συμβολίζουσαν τού Γένους καί τής Εκκλησίας τήν ταλαίπωρον καιρικήν διέλευσιν». Στην εκκλησία κατέγραψε ιερά αντικείμενα και επιγραφές, ενώ παράλληλα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τα ιερά λείψανα που φυλάσσονταν εκεί, και τα οποία είχαν μεταφερθεί από τη Μονή Παμμακαρίστου.
Στις «Περιηγήσεις» του ο Γ. Λαμπάκης αναφέρει στη συνέχεια τη Μονή της Χώρας, την οποία εξαιτίας των λαμπρών ψηφιδωτών και τοιχογραφιών θεωρεί ως «περίσεμνον Μουσείον τής καθόλου Χριστιανικής τέχνης». Και από τον ναό αυτόν ο ερευνητής δεν αποτύπωσε τίποτα φωτογραφικά, πάλι όμως ο Κωνσταντινουπολίτης μηχανικός Λεωνίδας Καλαμίδας του δώρησε πλήθος φωτογραφιών. Το ίδιο συνέβη και με τον ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, του οποίου ο ερευνητής δημοσίευσε την κτητορική επιγραφή στο Δελτίο της ΧΑΕ.
Στον ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών ο Γ. Λαμπάκης θυμάται ότι εκεί εψάλη για πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος. Έξω από αυτόν είδε μία μαρμάρινη κολυμβήθρα και συνέστησε να μεταφερθεί στο Πατριαρχείο. Για τον ναό της Αγίας Θεοδοσίας,
μετά από σύντομη περιγραφή, απευθύνει έκκληση στους βυζαντινολόγους της εποχής του να τον ερευνήσουν. Για τη Μονή Στουδίου γράφει ότι «παρουσιάζει άξιοθρήνητον κατάστασιν έσχάτης έγκαταλείψεως καί καταρρεύσεως».
Τη Μονή Παμμακαρίστου επισκέφθηκε μαζί με τον «λογάδα τού Γένους» Σιδερίδη, ο οποίος είχε δημοσιεύσει την επιγραφή του ναού και κάτοψή του. Στον Άγιο Γεώργιο «περί τήν πύλην τής Άδριανουπόλεως» κατέγραψε επιγραφή επί λίθου, ενώ περισσότερες επιγραφές κατέγραψε στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Στην Εκκλησία του Χριστού στον Γαλατά εντυπωσιάστηκε από το τέμπλο, ενώ στον ναό της Μεταμορφώσεως του νεκροταφείου αγανακτεί με ψηφιδωτό που εικονίζει τον Θεό-Πατέρα και παρακαλεί τον Πατριάρχη να απαλείψει «το γελιογραφικον τούτο τερατούργημα».
Από τα χερσαία τείχη της πόλης, «μεγαλοπρεπή, άλλά καί συγχρόνως άνεξήγητόν τινα μελαγχολίαν τφ όδοιπόρω έμπνέοντα», κατέγραψε την επιγραφή του 1439, ενώ ιδιαίτερα στάθηκε στη Χρυσή Πύλη ενθυμούμενος το παρελθόν της. Στις 26 Σεπτεμβρίου επισκέφθηκε πάλι με τον Σιδερίδη (το μικρό όνομα του οποίου δεν αναφέρει) το Επταπύργιο, ενώ με τον ίδιο συνοδό πήγε στις 30 του μήνα στον υποτιθέμενο τάφο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Αναφερόμενος στον τελευταίο, γράφει ότι «σκαπάνη καί έρευνα, καί προ παντος έπιστημονική έλευθερία» θα επιτρέψουν την ανεύρεση του πραγματικού χώρου ταφής του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα. Από την πόλη κατέγραψε, τέλος, επιγραφές που είδε στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο, καθώς και στο Εθνικό Μουσείο.
Στο Νεοχώριο επισκέφθηκε τους ναούς του Αγίου Γεωργίου και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στους οποίους κατέγραψε εικόνες και επιγραφές, πράγμα που συνέβη και με τους ναούς του Αγίου Νικολάου και της Μεταμορφώσεως στο Μάλτεπε. Στη Χαλκηδόνα (Κατίκιοϊ) κατέγραψε επιγραφές τάφων. Στις 28 Σεπτεμβρίου μετέβη στη Χάλκη, όπου επισκέφθηκε τους ναούς της Αγίας Τριάδος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στους οποίους κατέγραψε εικόνες, επιγραφές και ιερά αντικείμενα. Την επόμενη μέρα πήγε στη νήσο Αντιγόνη, από όπου πήρε μία πλίνθο, την οποία και έφερε στο Χριστιανικό Μουσείο.
Στις 2 Οκτωβρίου του 1902, ημέρα Τρίτη, ο Γ. Λαμπάκης αναχώρησε με το ατμόπλοιο «Ιωνία» από την Κωνσταντινούπολη. Από το πλοίο αποτύπωσε φωτογραφικά μια άποψη της πόλης, στην οποία δεσπόζει ο ναός της Αγίας Σοφίας. Τα μελαγχολικά συναισθήματα που του προκάλεσε η αναχώρηση καταγράφει αναλυτικά στις «Περιηγήσεις» του, ονομάζοντας χαρακτηριστικά νεκρική λαμπάδα τον μεγάλο φάρο που υψωνόταν στην παραλία.