Η ψυχολογία της φωτογραφίας

03 Νοεμβρίου 2015



του Stanley Miligram
Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης - περιοδικά "Society" και  "Διάλογος" 1978, (αναδημοσίευση)


Λόγω της μεγάλης εξοικείωσης μαζί της, η φωτογραφική μηχανή δεν μας άπασχολεί παρά σαν τεχνολογικό μέσο. 'Ομως στο παρακάτω άρθρο, πού ανατυπώνεται άπό τό περιοδικό Society, ένας ψυχολόγος εγείρει μερικά πολύ ενδιαφέροντα αλλά και οχληρά ερωτήματα γύρω από την ήθική της φωτογραφίας και τήν σχέση φωτογράφου - θέματος. 'Επίσης, ό συγγραφέας εκφράζει την άποψη πως η φωτογραφία δεν αποτυπώνει μόνο ένα γεγονός, αλλά το δημιουργεί.


Η συνήθεια του να παίρνουμε φωτογραφίες έχει διαδοθεί τόσο πλατειά σήμερα, ώστε ξεχνάμε πόσο πρόσφατη είναι. Στις αρχές του 19ου αιώνα μόνο το ταλέντο για σχέδιο ή ζωγραφική μπορούσε να δώσει στο άτομο την δυνατότητα να άποτυπώσει κάτι που έβλεπε. Προς το τέλος του 19ου αιώνα ο κάθε ένας μπορούσε να κάνει την ίδια δουλειά με την βοήθεια ενός απλού τετράγωνου κουτιού. Κοιτούσε μέσα σε ένα μικρό γυάλινο παραθυράκι, διέγραφε τα πλαίσια της εικόνας πού τον ενδιέφερε και πίεζε το «κουμπί». Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά της Kodak.

Ο καλύτερος τρόπος να συλλάβει κανένας την σημασία, που έχει για τον άνθρωπο η φωτογραφία, δεν είναι να στρέψει το μυαλό του προς την φωτογραφική μηχανή, το φίλμ ή τον τρίποδα και να τα αντικειμενοποιήσει. Το αντίθετο μάλλον πρέπει να γίνει. Όποιος θέλει να συλλάβει την σημασία της φωτογραφίας πρέπει να την δει σαν αναπόσπαστο μέρος της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου, δηλαδή σαν μέρος αυτής  της φύσης του, όπως ο αντίχειράς του. Κάποιο ελάττωμα ύπήρξε κάπου στον τρόπο με τον όποιο λειτουργούσε το σύστημα καταχώρισης τών πληροφοριακών μας στοιχείων  το σύστημα τούτο είχε περιορισμένες μόνο δυνατότητες και η φωτογραφία δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ένας τρόπος υπέρβασης των περιορισμένων αυτών δυνατοτήτων. Το ελάττωμα στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος καταχώρισης των πληροφοριακών στοιχείων του ανθρώπου ήταν πολύ απλά ότι ενώ εκείνος μπορεί να δει τα πράγματα πολύ καλά, δεν μπορεί να καταχωρίσει τα όσα βλέπει με την βεβαιότητα ότι εκείνα δεν θα άλλοιωθούν με τον χρόνο, όπως κάθε σχεδόν άλλο «εναποθηκευμένο» προϊόν.

Έκτος άπ' αυτό, η μνήμη είναι υπόθεση εντελώς ατομική. Έχει την έδρα της στο ουδέτερο μέρος του νευρικού συστήματος και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναπαραγωγή μορφών, που μπορεί να δει και ένας τρίτος. Όταν το άτομο πεθαίνει όλες οι εικόνες στο μυαλό του έξαφανίζονται μαζί με ότιδήποτε άλλα πληροφοριακά στοιχεία έχει συλλέξει στήν ζωή του.

Η παροδικότητα και φθαρτότητα των οπτικών εμπειριών ενέπνευσε την προσπάθεια εξωτερίκευσης των εμπειριών αυτών με την αποτύπωσή τους σε κάτι πιο μόνιμο και πιο κατάλληλο γιά δημόσια προβολή από τα μνημονικά κύτταρα του μυαλού. Η πρώτη λύση πού δόθηκε στό πρόβλημα ήταν τού σχεδίου καί της ζωγραφικής. Ο άνθρωπος είχε τήν ικανότητα να απεικονίζει όσα έβλεπε, άναπαράγοντας τα σχετικά σχήματα καί χρώματα έπάνω σε κάποια επιφάνεια με τήν βοήθεια τού χεριού του. Τό σύστημα τούτο όμως άπαιτεί τήν ύπαρξη ενός ειδικού ταλέντου, ποΰ έλάχιστα άτομα διαθέτουν.



Η μηχανή που σταματάει τον χρόνο

Τον 19ο αιώνα εφευρέθηκε ένα όπτικοχημικό μέσο γιά τήν άποτύπωσή τών μορφών τού υλικού κόσμου. Η φωτογραφία επέτρεπε πιά στον κάθε ένα νά σταματάει τον χρόνο σέ ότι άφορά τήν οπτική εμπειρία καί έτσι νά προεκτείνει τήν μνήμη του καί πέρα άκόμη άπό τήν δικιά του άτομική ζωή, δείχνοντας στούς άλλους τά όσα εκείνος έβλεπε. Γιά τον ψυχολόγο ή νέα αύτή ικανότητα παγώματος τού χρόνου παρουσιάζει μεγάλο ένδιαφέρον, γιατί του δίνει άμέσως τήν δυνατότητα νά διαπιστώσει τι εικόνες διαλέγουν οι άνθρωποι γιά διαιώνιση.

Η φωτογραφική μηχανή μπορεί νά χρησιμοποιηθεί βασικά, γιά τήν άποτύπωσή όποιουδήποτε υλικού γεγονότος. Αποδείχθηκε όμως ότι στήν συντριπτική τους πλειοψηφία, οί άνθρωποι θέλουν νά διαιωνίσουν εικόνες τών ιδίων τών εαυτών τους καί τών άγαπητών τους προσώπων. Ή ανάπτυξη τής φωτογραφίας πορτραίτου μέσα στον 19ο αίώνα άποκάλυψε τήν έκταση τής άνάγκης πού έχει ό άνθρωπος νά διαιωνίζει τον έαυτό του, ή τουλάχιστον τήν μορφή του. 'Ανάμεσα στά έτη 1839 καί 1849 ξεπήδησαν επαγγελματικά φωτογραφικά στούντιο στήν Νέα 'Υόρκη, τό Λονδίνο, τό Παρίσι καί τήν Βασιλεία. Τό 1849 έγιναν μόνο στό Παρίσι 100.000 νταγκερροτυπίες-πορτραίτα. Τό 1860 ή Νέα Υόρκη περηφανευόταν ότι διέθετε πάνω άπό 50 στούντιο ειδικευμένα στήν λήψη πορτραίτων. Είναι αλήθεια ότι μερικοί φωτογράφοι μπόρεσαν νά βγάλουν τό ψωμί τους μέ τό νά πάρουν φωτογραφίες σέ τόπους μακρινούς καί νά τις πουλήσουν σάν άπεικονίσεις «περίεργων» καί «εξωτικών» χωρών. Όμως τά πολλά λεπτά βγήκαν μέ τό πορτραίτο καί σ' αύτόν τον τομέα εργάσθηκε τήν έποχή έκείνη ή συντριπτική πλειονότητα τών φωτογράφων.

Γιά νά καταλάβει κανένας τήν ειδική σημασία τής εξέλιξης αύτής, άρκεί νά συνειδητοποιήσει πώς όταν λίγες δεκαετίες άργότερα νέες μέθοδοι γιά τήν άποτύπωσή, όχι μόνο τών οπτικών άλλά καί τών άκουστικών γεγονότων άρχισαν νά διαδίδονται, τό κοινό δέν έδειξε μεγάλη διάθεση νά αποκτήσει τά σχετικά μηχανήματα και να διαιωνίσει την φωνή του. Τό άντίθετο μάλλον συνέβη. 'Ενώ οί άνθρωποι ήθελαν εικόνες του εαυτού τους, δεν ήθελαν αποτυπώσεις τής φωνής τους καί προτίμησαν άποτυπώσεις μουσικών εκτελέσεων - δηλαδή απρόσωπων μορφωτικών εκδηλώσεων.

Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι, όσον αφορά στήν ψυχολογική τους αντιμετώπιση, υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στις οπτικές και τις ήχητικές άποτυπώσεις. Και σήμερα άκόμη υφίστανται εκατοντάδες καταστήματα όπου μπορούμε νά προμηθευθούμε ήχογραφήσεις κάθε λογής μουσικών εκτελέσεων. Δέν συμβαίνει όμως τό ίδιο σέ ό,τι αφορά στις οπτικές αποτυπώσεις. Εκεί δέν βρίσκομε παρά λίγα σχετικώς καταστήματα - και τά προϊόντα τους δέν έχουν τήν σφραγίδα τής μαζικής κουλτούρας.




Ή παραπάνω διαφορά ανάμεσα στις προτιμήσεις τού κοινού γιά τις ήχητικές και τίς οπτικές άποτυπώσεις μάς αναγκάζει νά εμβαθύνουμε στο όλο θέμα. Ή ηχογράφηση τού μουσικού κομματιού εξαρτάται άπό κάποια εκτέλεση. Δέν συμβαίνει τό ίδιο μέ τή φωτογραφία. Τό φωτογραφούμενο άτομο μπορεί νά μένει έντελώς αδρανές, άλλά νά φωτογραφίζεται συγχρόνως. Ή άντιδιαστολή ανάμεσα στο άδρανές τής φωτογραφίας και τήν δράση πού συνεπάγεται ή ήχοληψία, έχει σχέση μέ αυτές τούτες τις ρίζες τών διαφόρων μορφών ενεργείας, πού σχετίζονται μέ τις δύο τούτες διαφορετικές μορφές αποτύπωσης. Ή ενέργεια, πού δαπανάται γιά τήν ήχογράφηση μιάς φωνής, προέρχεται άπό τον ίδιο τον ομιλητή ή τραγουδιστή. Όμως ή ενέργεια γιά τήν λήψη μιάς φωτογραφίας προέρχεται άπό μιά πηγή έξωτερική καί άσχετη προς τό φωτογραφούμενο άτομο. Μπορείς νά φωτογραφίσεις ένα πτώμα, δέν μπορείς νά τό ήχογραφήσεις. Ή δυνητικά παθητική φύση τού φωτογραφούμενου αντικειμένου χρωματίζει ολόκληρη τήν σχετική διαδικασία σημαίνει ότι ή φωτογραφική μηχανή συλλαμβάνει εκείνο πού είναι τό άτομο, μιά κατάσταση ύπαρξης. Δέν χρειάζεται νά καταβάλει τό άντικείμενο μιά οποιαδήποτε προσπάθεια..'Απλώς ή μηχανή τό «ρουφά» καί τό άποτυπώνει. Αύτός είναι ίσως ό λόγος πού τά στούντιο όπου γίνονται ήχογραφήσεις - καί όπου τον κεντρικό ρόλο παίζει ή εκτέλεση — δέν έχουν διαδοθεί σέ τόσο μεγάλη έκταση όσο τά φωτογραφικά στούντιο. Τά φωτοπορτραϊτα

Τό φαινόμενο τών φωτοπορτραίτων αποκτάει άκόμα μεγαλύτερο ψυχολογικό ενδιαφέρον άν άναλογισθεί κανένας τό στερεότυπο τής όλης τεχνικής. Στο κάτω τής γραφής, άκόμη καί άν τό άτομο επιθυμούσε κάποια οπτική άπεικόνιση τού εαυτού του, θά μπορούσε νά τήν θέλει σέ φάση δράσης, τήν στιγμή πού κάνει κάτι τό αξιόλογο (π.χ. νά δίνει λεπτά σέ κάποιο ζητιάνο, νά βοηθάει ένα κουτσό ζώο, νά δανείζει τά έργαλεία του στον γείτονα). Αντί γιά κάτι τέτοιο βρίσκουμε τους άνδρες καί τίς γυναίκες στρογγυλοκαθισμένους μπροστά άπό τήν κάμερα καί μή κάνοντας τίποτε άλλο παρά νά κοιττούν στο κενό, ή τό πολύ άλλα μέλη τής οίκογένειάς τους ή τού στενού τους κύκλου. Οί άνθρωποι δέν ήθελαν μιά άποτύπωση τού έαυτού τους σέ κατάσταση δράσης. Ηθελαν κάτι, πού νά άποτελεί γενική περιγραφή τής προσωπικότητάς τους.

Δέν είναι δύσκολο νά διαπιστώσει κανένας σέ τί οφείλεται ή παραπάνω τάση. Άπό μιά πλευρά τό φωτοπορτραΐτο έχει τίς ρίζες του στο πατροπαράδοτο ζωγραφικό πορτραίτο, τό όποίο άπλώς αντικατέστησε ή κατά πολύ φθηνότερη φωτογραφική διαδικασία. 'Από μιά άλλη πλευρά είναι γεγονός ότι στά πρώτα της βήματα, ή φωτογραφική τεχνική δέν επέτρεπε τήν άποτύπωση κινούμενων αντικειμένων, πράγμα πού σήμαινε ότι ήταν πολύ πιο εύκολο γιά τον φωτογράφο νά κάνει όλη τή δουλειά του μέσα στο στούντιο. Πολύ περισσότερο άπό όλα αύτά, όμως, ή προτίμηση γιά τό φωτοπορτραΐτο οφείλεται στη βαθύτατη επιθυμία τών περισσότερων ανθρώπων νά διαιωνίζουν τήν μορφή τους μακρυά άπό κάθε εφήμερη δράση. Παρ' όλο πού τό άτομο ήξερε ότι δέν είχε νά κάνει τίποτε περισσότερο παρά νά κάτσει σέ μιά καρέκλα καί νά άφήσει τό φωτογράφο νά κάνει όλη τή δουλειά, ήξερε έπίσης ότι ή υφή όλων τών ψυχολογικών του καταστάσεων καί ή ούσία τών έμπειριών του θά άποτυπώνονταν στήν έκφραση τοϋ προσώπου του πού θά μετέφερε στο φωτογραφικό χαρτί ή μηχανή λήψης. Τό βάρος, πού έπαιρνε έτσι ή στιγμή τής φωτογράφισης, ήταν μεγάλο καί υποκινούσε τό άτομο νά συμβάλει στήν όσο τό δυνατό εύνοϊκώτερη άποτύπωση τής μορφής του. Ή συμβολή αύτή γινόταν απλούστατα μέ τήν πόζα, πού εκείνο έπαιρνε.

Όλοι προχωρούμε σέ ορισμένες προσαρμογές, καθώς παίρνουμε υπό σημείωση τό άτομο μέ τό όποιο έχουμε μιά οποιαδήποτε συναλλαγή. Τελείως υποσυνείδητα είμαστε σέ θέση νά αναπροσαρμόζουμε τήν έμφάνισή μας, έτσι πού νά ταιριάζει στήν άνακύπτουσα ειδική περίπτωση. Τό πρόβλημα, όμως, πού γεννάει ή φωτογραφία, είναι ότι παρ' ότι παίρνεται στά πλαίσια μιάς καί μόνης κατάστασης, θά τήν δούν πολλά άτομα σέ πολλές καταστάσεις. Μέ ποιο τρόπο λοιπόν οφείλουμε νά προσαρμοσθούμε στο φακό τής κάμερας; Πώς νά εκφράσουμε τό είναι μας μέ ένα τρόπο γενικά χρήσιμο, πού νά ξεφεύγει άπό τήν ειδικότητα τής συγκεκριμένης περίπτωσης ή κατάστασης;

Ή πιο συνηθισμένη τακτική, ιδίως όταν ή φωτογραφία άρχισε νά διαδίδεται γύρω στά μέσα τού προηγούμενου αιώνα, ήταν νά προβάλλει κανένας μιά κοινωνικά αποδεκτή έκφραση προσώπου, ή όποία, σέ συνάρτηση μέ τήν τεχνική αναγκαιότητα τής διατήρησης τής άκινησίας γιά μερικά λεπτά τής ώρας, οδήγησε στις άχρωμες στυλιζαρισμένες φωτογραφίες τών προπαππούδων μας καί προγιαγιάδων μας. 'Αντικατοπτρισμοί

'Υπήρχε μιά άνθρώπινη εμπειρία, πού όλοι οί άνθρωποι του 19ου αιώνα είχαν γνωρίσει καί πού τούς έκανε νά υποτιμήσουν τήν αλήθεια τής φωτογραφίας. Δέν μιλάω γιά τά πορτραίτα τών μεγάλων ζωγράφων, πού είχαν σάν αντικείμενο τους μόνο τούς πλούσιους καί ισχυρούς, άλλά κάτι πολύ πιο κοινό καί καθημερινό: τήν εικόνα του καθρέφτη. Αν δέν σάς είχε φωτογραφίσει ποτέ κανένας, ο καλύτερος τρόπος νά δείτε τον εαυτό σας ήταν νά κυττάξετε στον καθρέφτη. 'Εκεί, λοιπόν, έρχόταν ή στιγμή τής έκπληξης. Γιατί ό άνθρωπος σχεδόν ποτέ δέν άπορρίπτει ό,τι βλέπει στον καθρέφτη. 'Αλλά χιλιάδες νταγκερροτυπίες άπορρίφθηκαν άπό άνδρες καί γυναίκες μέ οργή, επειδή πίστευαν ότι ήσαν πιο ωραίοι ή «ενδιαφέροντες» άπό ό,τι τούς παρουσίαζε ή εικόνα τους!

Οί άνθρωποι αύτοί δέν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ή ψυχολογική προετοιμασία πριν κοιτάξουν στον καθρέφτη ήταν τέτοια, ώστε δέν είχαν προβάλει ποτέ τον πραγματικό έαυτό τους. Καί σήμερα άκόμη άτομα πετούν συνεχώς μή κολακευτικές φωτογραφίες τού εαυτού τους, πιστεύοντας άκράδαντα ότι αποκλείεται νά είναι τόσο άποκρουστικοί όσο εκείνες τούς δείχνουν. Πολύ σπάνια όμως θά άντιδράσει τό άτομο μέ ανάλογο τρόπο μπροστά στον καθρέφτη. Ισως λοιπόν έχει κάποια βάση ή παλιά παροιμία, πού λέγει ότι ό καθρέφτης μάς προσφέρει χίλια πρόσωπα, άλλά έμείς δεχόμαστε μόνο τό ένα.

Μέ τό νά άπεικονίζει τό πρόσωπο μας σέ συγκεκριμένη στιγμή καί άπό συγκεκριμένη σκοπιά, ή φωτογραφική μηχανή πολλές φορές προσφέρει ένα άπό αυτά τά πρόσωπα, τά όποία εμείς θά προτιμούσαμε νά άπορρίψουμε. 'Αντίθετα μέ ό,τι συμβαίνει στον καθρέφτη, δέν μάς δίνει τήν δυνατότητα νά προβούμε στις στιγμιαίες εκείνες άναπροσαρμογές- ένα στρίψιμο του κεφαλιού, ένα χαμήλωμα τών βλεφάρων, μιά αναζήτηση τής σωστής οπτικής γωνίας κλπ. - πού έξοστρακίζουν τήν προσβλητική εικόνα. Άπό τον φωτογράφο έχουμε τήν άπαίτηση νά εργάζεται σάν στυλοβάτης του έγώ μας καί νά μάς φωτογραφίζει έτσι όπως θά θέλαμε νά μάς θυμούνται οί άλλοι, τής σημερινής έποχής καί τού μέλλοντος.





Η απώλεια του αυθορμητισμού

Η πράξη τής φωτογράφισης, όπως ή πράξη τού βλέπειν, συντελείται μέσα σέ μιά μεγάλη ποικιλία άνθρώπινων καταστάσεων καί προϋποθέτει πάντοτε ένα είδος διαλόγου. Έδώ φαίνεται καθαρά τί άκριβώς συμβαίνει όταν άνταλλάσει κανένας τήν παθητική άπόλαυση μιάς μοναδικής στιγμής μέ τήν ενεργό διαδικασία τής φωτογράφισής της. Τό άτομο, πού βλέπει μιά όμορφη σκηνή καί έχει μαζί του φωτογραφική μηχανή, σταματάει γιά νά τήν φωτογραφίσει. Όμως ή παραπάνω πράξη μειώνει τελικά τήν ίκανότητά του νά γευθεί στήν πληρότητά της τήν έμπειρία αύτή. Δέν είναι μόνο ότι τό άτομο έχει τον μπελά του νά κουβαλάη τό μηχάνημα, αλλ' ότι διακόπτει τήν άπό μέρους του στενή έπαφή μέ τήν σκηνή, χάρη στις διάφορες ενέργειες πού πρέπει νά κάνει γιά νά πάρει τή φωτογραφία. 'Ετσι τό άτομο μοιράζει τήν προσοχή του ανάμεσα στήν άπόλαυση τής στιγμής καί τήν άντικειμενοποιό διαδικασία τής διαιώνισής της. Ή φωτογραφική πράξη υποβιβάζει τον αυθορμητισμό τής εμπειρίας, καθώς ό φωτογράφος άνταλλάσσει τήν πληρότητα τής αίσθησης τού παρόντος μέ τήν αφαίρεση τής άποτύπωσης γιά τό μέλλον.

Αύτή ή σημασία ορισμένων δραστηριοτήτων, όπως π.χ. τού ταξιδιού, μεταμορφώνεται σάν άποτέλεσμα τής ύπαρξης τής φωτογραφικής μηχανής. Πηγαίνουμε σέ μέρη ορισμένα όχι μόνο έπειδή αύτά είναι όμορφα, άλλ' έπειδή είναι κατάλληλα γιά νά τά φωτογραφίσουμε. Ή όμάδα τών τουριστών, φορτωμένη φωτογραφικές μηχανές, φθάνει στον πύργο τού Άιφελ έχοντας τήν αίσθηση ότι έκείνος άποτελεί τό άποκορύφωμα μιάς φωτογραφικής άναζήτησης. Τό κτίσμα άποκτάει δευτερεύουσα σημασία σέ σχέση μέ τίς φωτογραφικές του δυνατότητες. Ή σημασία τών διακοπών μας θά εξαρτηθεί όχι μόνο άπό τά όσα θά νιώσουμε κατά τήν διάρκειά τους, άλλά καί άπό τό πώς θά μπορέσουμε νά τίς άποτυπώσουμε στο φωτογραφικό χαρτί ή τήν διαφάνεια. Αύτή ή ανάμιξη τής φωτογραφικής άναγκαιότητας μέ τήν άπόλαυση τής στιγμής κάνει ολοένα περισσότερους άνθρώπους νά έγκαταλείπουν τήν κάμερά τους στο σπίτι, όταν φεύγουν γιά διακοπές.

Τό γεγονός ότι ή φωτογραφική πράξη άποτελεί είδος ανταλλαγής, φαίνεται ξεκάθαρα όταν εμείς φωτογραφίζουμε άλλους άνθρώπους. Τί όμως είναι τό άντικείμενο τής άνταλλαγής αύτής; Ή ίδια ή γλώσσα τό άποκαλύπτει. Ό φωτογράφος παίρνει τήν φωτογραφία. Δέν τήν δημιουργεί ούτε τήν δανείζεται, τήν παίρνει. Ό μανιώδης φωτογράφος ταξιδεύει στήν ξένη χώρα, βλέπει ένα χωρικό στά χωράφια και τον φωτογραφίζει. Άλλά γιατί νομίζει ό φωτογράφος ότι έχει τό δικαίωμα νά πάρει τήν εικόνα του χωρικού; Είναι άλήθεια πώς ό φωτογράφος έπενδύει χρόνο, φιλμ καί προσπάθεια στήν φωτογραφική τούτη πράξη. Δύσκολα όμως μπορεί νά δεί κανένας άπό πού έλκει τό δικαίωμα νά κρατήσει γιά τούς δικούς του σκοπούς τήν εικόνα του χωρικού.