"Εστία" η αιωνόβια εφημερίδα

14 Ιουν 2016






Η εφημερίδα “Εστία” ιδρύθηκε το 1894 από τον  ποιητή  Γεώργιο Δροσίνη ως συνέχεια του ομώνυμου εβδομαδιαίου φιλολογικού περιοδικού που εκδιδόταν στην Αθήνα από το 1876 και είχε συνεργάτες τους γνωστότερους Έλληνες λογοτέχνες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Στέλεχος της εφημερίδας από της εκδόσεώς της ήταν ο Κύπριος δημοσιογράφος Άδωνις Κύρου, στον οποίο ο Δροσίνης μεταβίβασε τη διεύθυνση το 1897. Τέσσερις γενεές της οικογένειας Κύρου εξασφάλισαν την δυναμική παρουσία της Εστίας στον Ελληνικό τύπο επί εκατό και πλέον χρόνια, η έκδοση της οποίας ανεστάλη μόνο κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Η παλαιά έντυπη τεχνολογία της λινοτυπίας - στερεοτυπίας ακολούθησε την αιωνόβια πορεία της Εστίας, αποτυπώνοντας την τελευταία παρουσία της στον τύπο στις 29 Μαρτίου του 1997, οπότε και εκδόθηκε το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας που έκλεισε το κεφάλαιο της παλαιάς τεχνολογίας παγκοσμίως.
Σήμερα η Εστία συνεχίζει την ιστορική πορεία της στους κόλπους της σύγχρονης ηλεκτρονικής τεχνολογίας των εκδόσεων.


 
 το πρώτο φύλλο, 6 Μαρτίου 1864


 Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ στα πρώτα της χρόνια ήταν ένα τετρασέλιδο φύλλο το οποίο άνοιγε ανάποδα κάνοντας πολλούς να μιλάνε για λάθος στη σελιδοποίηση. Μόνο που το τέχνασμα αυτό εξυπηρετούσε τόσο τον διαχωρισμό της ύλης – αρθρογραφική στις εξωτερικές σελίδες, ειδησεογραφική στις εσωτερικές - όσο και την αβίαστη διαφήμιση  του τίτλου.




 Στα πρώτα γραφεία της Εστίας (παλαιά οικία Βούρου, στην πλατεία Καλυθμώνος), ο τότε διευθυντής της εφημερίδας Άδωνις Κύρου (εικονίζεται), το φθινόπωρο του 1898 στην αίθουσα σύνταξης. Απέναντί του ο δημοσιογράφος και ποιητής, Δημήτριος Καραχάλιος.



 Ο «Κύκλος της Εστίας», όπως απαθανατίστηκε γύρω στο 1888, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Από τα αριστερά προς τα δεξία, όρθιοι: Ιωάννης Ψυχάρης, Δημήτριος Κακλαμάνος, Γεώργιος Κασδόνης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Δροσίνης, Γρηγόριος Ξενόπουλος. Καθισμένοι: Θεόδωρος Βελλιανίτης,, Νικόλαος Πολίτης, Στέφανος Στεφάνου, Μίκιος Λάμπρου, Γεώργιος Σουρής, Εμμανουήλ Ροΐδης, Εμμανουήλ Λυκούδης.



πηγές: popaganda.gr,  Νατάσσα Κοτσάμπαση, (απόσπασμα - αναδημοσίευση)













Επί του πιεστηρίου…


Η μακροβιότερη ελληνική εφημερίδα έκλεισε το τυπογραφείο της στην Ανθίμου Γαζή και ενέδωσε στις νέες τεχνικές όχι επειδή επικράτησαν οι εκσυγχρονιστικές τάσεις της τρίτης γενιάς των εκδοτών της, αλλά από απλή έλλειψη πρώτης ύλης. Σταμάτησαν να παράγονται οι μήτρες της στερεοτυπίας. Αυτό ήταν το τελευταίο και ανυπέρβλητο εμπόδιο που παρουσιάστηκε, αφού προηγουμένως η σταδιακή έλλειψη ανταλλακτικών για τα ξεπερασμένα μηχανήματα είχε αναγκάσει τους τεχνικούς της εφημερίδας να αναπτύξουν αξιοθαύμαστη εφευρετικότητα και δεξιοτεχνία στην επισκευή των παλιών εξαρτημάτων. Τελικά όμως στο κατώφλι του 21ου αιώνα η χειροτεχνία δύσκολα επιβιώνει.

Η επιμονή όμως της εφημερίδας να συνεχίσει να εκδίδεται με την παλιά τεχνολογία παρά τις αντιξοότητες της χάρισε μια «πρωτιά». Της έδωσε τον τίτλο της τελευταίας εφημερίδας του πλανήτη που τυπωνόταν με τη μέθοδο της λινοτυπίας και της στερεοτυπίας. Οταν δηλαδή ακόμη και στις δοκιμαζόμενες χώρες της Αφρικής ή της Ασίας οι εφημερίδες προσχωρούσαν η μία μετά την άλλη στη σύγχρονη εκτύπωση, στο τυπογραφείο της Ανθίμου Γαζή η παράδοση συνέχιζε αμετακίνητη, εξασφαλίζοντας στην εφημερίδα ένα παγκόσμιο ρεκόρ. Οταν έκλεισε και το τελευταίο ειδικευμένο εργοστάσιο το οποίο κατασκεύαζε μήτρες στερεοτυπίας, ήρθε ο εκσυγχρονισμός.

Η «Εστία» τυπώνεται πια με τη νέα τεχνολογία, διπλώνεται όπως όλες οι εφημερίδες του κόσμου και ξεφυλλίζεται από δεξιά. Απέκτησε δύο διευθυντές, καθώς στον τελευταίο διευθυντή της παλαιάς τεχνολογίας προστέθηκε ο Αλέξης Ι. Ζαούσης, διάδοχος της οικογενείας από την πλευρά της μητέρας του. Η σελιδοποίηση της εφημερίδας άλλαξε και… ναι, ναι, χρησιμοποιείται ακόμη και χρώμα για την υπογράμμιση του τίτλου της. Η καθαρεύουσα όμως και η στίξη μένουν αμετακίνητες.




«Το απολεσθέν θέλγητρον»


Την ιστορία του τελευταίου αιώνα της παλαιάς τυπογραφίας αλλά και της γηραιότερης εφημερίδας αφηγείται ο Αδωνις Κύρου, ο τελευταίας διευθυντής της «Εστίας» με την παλιά τεχνολογία, σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο «Το απολεσθέν θέλγητρον». Πρόκειται για μια νοσταλγική αλλά χειρουργικά ακριβή και λεπτομερή περιγραφή όλης της διαδικασίας της έκδοσης με τη μέθοδο της λινοτυπίας – στερεοτυπίας, έτσι όπως την έζησε και όχι απλώς την είδε, ένας εκδότης που γνωρίζει τη δουλειά στο μάρμαρο όσο και οι τυπογράφοι. Είναι, όπως λέει ο ίδιος ο κ. Κύρου, «μία καταγραφή σκέψεων και αναμνήσεων από έναν κόσμο που έσβησε για πάντα, αλλά του οποίου η απώλεια πληγώνει όσους τον έζησαν και προκαλεί αισθήματα νοσταλγίας σε όσους δεν παρασύρονται από τους αγχώδεις ρυθμούς και την πεζότητα της σύγχρονης εποχής». Το πόσο λίγο όμως μπορούν οι νοσταλγοί να αντισταθούν στην πεζότητα της σύγχρονης εποχής φαίνεται ακόμη και από την… επωνυμία της εταιρείας που ανέλαβε τη στοιχειοθεσία του βιβλίου. Ονομάζεται «Νοοτροπία Πολυμέσων».


Το βιβλίο χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο σε μια πολύ κατατοπιστική πληροφόρηση για την ιστορία της τυπογραφίας από τον περασμένο αιώνα ως πρόσφατα. Η αφήγηση δένεται με την ιστορία του εντύπου από την εποχή που εκδιδόταν ως φιλολογικό περιοδικό από τον Γεώργιο Δροσίνη το 1876 για να μετατραπεί το 1894 σε απογευματινή εφημερίδα. Σε αυτό το μέρος, που καταλαμβάνει περίπου τον μισό τόμο, η εικονογράφηση βασίζεται κυρίως σε αρχειακό υλικό. Σε σχέδια, γελοιογραφίες, πίνακες και παλιές φωτογραφίες, ενώ οι αναφορές στους λογίους της εποχής που αποτέλεσαν τον λεγόμενο «Κύκλο της Εστίας» καθώς και στα πολιτικά γεγονότα που τάραξαν την Ελλάδα στο γύρισμα του αιώνα μεταφέρουν τον αναγνώστη στους ρυθμούς μιας άλλης εποχής.


Το δεύτερο μισό του λευκώματος είναι κυρίως φωτογραφικό, στηρίζεται στον φακό της Νατάσσας Κοτσάμπαση και του Κώστα Ξενάκη και ο συγγραφέας απλώς συμπληρώνει την εικονογράφηση με την αμεσότητα του ανθρώπου που γνωρίζει την κάθε λεπτομέρεια της δουλειάς. Σε κάθε σελίδα οι ρεαλιστικές φωτογραφίες «κονταροχτυπιούνται» με τη νοσταλγία του μαρμάρου με τις μαυρισμένες χαρακιές, της συρμάτινης βούρτσας που καθαρίζει τα στοιχεία από τα ρινίσματα του μολυβιού, της ξύλινης κάσας, του μαγκαζίνου, του ρολού για το μελάνωμα της στοιχειοθετημένης σελίδας, του ρυθμικού κτυπήματος των πλήκτρων της λινοτυπικής μηχανής και αυτής της ιδιαίτερης μυρωδιάς που είχαν τα τυπογραφεία. Ηταν ένα περίεργο μείγμα, που είχε να κάνει με το πυρακτωμένο μολύβι, το αντιμόνιο και τα λάδια της μηχανής. Σε αυτό λοιπόν το τελευταίο μέρος του βιβλίου, όπου οι φωτογραφίες είναι τόσο έντονες και ζωντανές και η περιγραφή τους τόσο δωρική, γίνεται αισθητή η σχέση που γεννήθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους που δούλεψαν τις παλιές μηχανές. Και εδώ, σχεδόν αναρωτιέται ο αναγνώστης αν προσθέτουν τίποτε οι στίχοι που σποραδικά συνοδεύουν την εικονογράφηση, έστω και αν ανήκουν στον Σικελιανό, στον Καβάφη ή στον Ρίτσο.


Τα ρολά του παλιού τυπογραφείου είναι τώρα κατεβασμένα, τα λάδια ξεραίνονται στις παλιές μηχανές, ο τελευταίος διευθυντής της εφημερίδας της παλιάς τεχνολογίας αφιέρωσε στους συνεργάτες του και στις μηχανές ένα λεύκωμα. Είναι όμως αμφίβολο αν η νέα γενιά των δημοσιογράφων που κάθονται μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή θα μπορέσει να καταλάβει την ιδιαίτερη αίσθηση του λαδωμένου μετάλλου, του ξασπρισμένου από τη χρήση πενταλιού της μηχανής και ακόμη και την κρυφή ικανοποίηση των παλιών διευθυντών όταν με το μελανί μολύβι διόρθωναν στη βρεγμένη σελίδα το όποιο λάθος. Ζούμε στην εποχή που στα χαρτοπωλεία δεν υπάρχει πια μελανί μολύβι και οι μηχανές του παλιού τυπογραφείου που δούλευαν ως πέρυσι έχουν αποκτήσει μουσειακή αξία.




κείμενο: Xαρά Κιοσσέ, εφμ."Το Βήμα", 2008












http://archive.ert.gr/7288/










Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι της  Νατάσσας Κοτσάμπαση : "To Απολεσθέν Θέλγητρον", Φωτογραφικό Λεύκωμα για το παραδοσιακό τυπογραφείο της "ΕΣΤΙΑΣ". Η έκδοση έγινε από τον 'Αδωνι Κύρου.  Αθήνα 1998, (ευγενική παραχώρηση).















'Αδωνις Κύρου