Jeanloup Sieff, "Torses Nus"

1 Οκτ 2018




Με τη διάθεση για κακόγουστα αστεία που με χαρακτηρίζει, ήθελα να ονομάσω αυτό το βιβλίο «Hommage a Mammaire» (στην απλότητα των μαστών), αλλά τελικά υπέκυψα στις πιέσεις του εκδότη μου και κράτησα τον αυθεντικό τίτλο, «Torses Nus» (Γυμνά Κορμιά) που, πρέπει να παραδεχτώ πως είχε το πλεονέκτημα να διαθέτει την ίδια απλότητα με τα μοντέλα που δέχτηκαν να ποζάρουν για μένα.

Εκτός από μερικά πορτραίτα που έγιναν στη δεκαετία του '70 και έδειχναν την ύπαρξη μιας φιλοδοξίας να φτιάξω αυτό το βιβλίο, οι περισσότερες φωτογραφίες πάρθηκαν στο διάστημα μερικών καλοκαιρινών μηνών, όχι γιατί υπήρχε η αναγκαιότητα της επιλογής μιας συγκεκριμένης εποχής αλλά για να προσφέρω τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες ώστε να νιώθουν άνετα οι γυναίκες που πόζαραν γυμνές! Είναι λίγο παράξενο αλλά τα κριτήρια που με οδήγησαν στην επιλογή των μοντέλων μου δεν ήταν η τελειότητα του στήθους αλλά τα χέρια και η λάμψη των ματιών τους. Τα υπόλοιπα ακολούθησαν φυσιολογικά.

Φυσικά, σχεδόν όλες αυτές οι κοπέλες τυχαίνει να είναι επαγγελματίες μοντέλα: όπως οι γιατροί σχετίζονται με νοσοκόμες, οι ανώτεροι υπάλληλοι με γραμματείς ή οι ναυαγοσώστες με κολυμβύτριες, έτσι κι εγώ είμαι συνηθισμένος να συναναστρέφομαι περισσότερο με μοντέλα παρά, ας πούμε, με γυναίκες επιστήμονες ή καθηγήτριες φιλοσοφίας. Στις μέρες μας η πλειοψηφία των μοντέλων αποτελείται από κοπέλες , φοιτήτριες ή νοσοκόμες,  που στον ελεύθερο χρόνο τους ζητούν με έναν εύκολο τρόπο να κερδίσουν ορισμένα πρόσθετα χρήματα. Είναι ένα προσωρινό επάγγελμα, απαλλαγμένο από κοινωνικές ή πνευματικές αναφορές που προσελκύει μελλοντικές ηθοποιούς, κομμώτριες, νοικοκυρές ή με άλλα λόγια, κλασικούς αστούς.

Συνηθισμένες γυναίκες, άλλες πιο όμορφες άλλες λιγότερο, άλλες πιο έξυπνες κι άλλες πιο κουτές. Το μόνο ίσως κοινό σημείο που έχουν μεταξύ τους είναι ότι για ένα σύντομο χρονικό διάστημα έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν χρήματα με την εμφάνισή τους. Σε μερικά χρόνια, όταν θα κοιτάζουν αυτές τις φωτογραφίες, που έβγαλαν στο άνθος της νιότης τους, θα λένε στα παιδιά τους: «Κοίταξε, αυτή είναι η μαμά σου». Και όλη η οικογένεια θα κρατά αυτές τις εικόνες σαν ενθύμιο μιας άλλης εποχής. Ο πραγματικός όμως λόγος της έκδοσης αυτού του βιβλίου είναι μια αντίδραση την οποία θα μπορούσα να ονομάσω «το σύνδρομο της προτομής του Βολταίρου από τον Ουντόν», για να σταματήσω επιτέλους το χρόνο πάνω στη λάμψη της νεότητας και να μην παρουσιάζεται πια ο Βολταίρος , ο ενσαρκωτής της νεότητας σαν μια ρυτιδιασμένη μαρμάρινη φιγούρα στα μάτια των φανατικών θαυμαστών του.




Το να παρουσιάζω τις γυναίκες γυμνόστηθες, στην προκλητική ομορφιά της νεότητάς τους είναι ένας καλός τρόπος να εναντιωθώ στο μίσος και την ζήλια μ' έναν ύμνο στην ομορφιά. Αυτό το βιβλίο επομένως αποτελεί ένα φόρο τιμής στο Βολταίρο. Στις σελίδες του μπορεί ν' ανακαλύψει κανείς λίγες διασημότητες και πολλά άγνωστα πρόσωπα, απ' τα οποία ίσως μερικά γίνουν διάσημα κάποια μέρα. Η δόξα είναι προσωρινή όπως και η ομορφιά.


 Μέσα σ' ένα άδειο στούντιο, εξοπλισμένο με μια μόνο καρέκλα κι ένα βυσσινί, βελούδινο ύφασμα τα μοντέλα μου έπρεπε να γεμίσουν το μικρό καρέ του 6X6 με την παρουσία τους, δειλή ή ναρκισσιστική, και δεν ήταν πάντα εύκολο. Ο χρόνος έχει ήδη σκεπάσει μερικά απ' αυτά τα πορτραίτα, σαν τις παλιές σχολικές φωτογραφίες που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι απέγιναν αυτά τα πρόσωπα. Σύντομα ο χρόνος θα γεράσει τα μοντέλα μου και θα χαθούν στην ομίχλη, για να γίνουν σκιές αυτού που ήταν κάποτε. Έτσι κάποιος νιώθει τη διάθεση να καθίσει και να σημειώσει ένα όνομα ή μια ημερομηνία και να γράψει μια λεζάντα σαν νεκρολογία, μια και αυτό το βιβλίο είναι ένα κοιμητήριο γεμάτο από ταριχευμένα αποσπάσματα της νεότητας.

Όταν πήγαινα σχολείο είχα δει μια ταινία στον κινηματογράψο. Δε θυμάμαι αν ήταν καλή ή όχι αλλά διηγόταν μια καταπληκτική ιστορία για ένα χωριό στο Θιβέτ όπου ο χρόνος είχε σταματήσει. Εκεί ζούσαν άνθρωποι φοβερά μεγάλης ηλικίας που διατηρούσαν όμως τη υεανική τους όψη όσο έμεναν μέσα στα τείχη του χωριού. Όταν έβγαιναν έξω ο χρόνος άρχιζε να φαίνεται επάνω τους και μέσα σε λίγη ώρα γερνούσαν και πέθαιναν. Ήταν η παραβολή του κήπου της Εδέμ και της αγάπης για την νεότητα. Αυτό το χωριό, που λεγόταν Shangri La έχει χαραχτεί στη μνήμη μου, αμετάκλητα συνδεδεμένο με το «Rosebud» και τον «Πολίτη Κέιν»,  που αντιπροσώπευαν τη χαμένη παιδική ευτυχία. «Η ευτυχία είναι μια πνευματική κατάσταση», είχε πει κάποτε ο Stravinsky για να διασκεδάσει τον εαυτό του όταν ήταν πια πολύ γέρος για να ελπίζει. Όμως όχι.

Η νεότητα είναι μια σύντομη κατάσταση ομορφιάς, δείγματα της οποίας διατηρούνται σ' αυτές τις εικόνες. Κάθε φορά που προσπαθώ να αναλύσω τις φωτογραφίες μου αμερόληπτα, είτε δείχνουν πρόσωπα ή φόρμες, τοπία ή μόνο φώτα, είναι μια προσπάθεια να αρνηθώ τη σκληρή αλήθεια του «αυτό που δεν υπάρχει πια», κάτι που αναφέρεται στο συναίσθημα ιδιαίτερων στιγμών αλλά και σε εικόνες σύντομων αλλά πραγματικών γεγονότων. Ίσως να μην ήταν σύμπτωση πως την ίδια χρονιά που απόκτησα την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή, ήμουν περίπου δεκαπέντε χρονών τότε, έμαθα απ' έξω ένα ποίημα του Βίκτωρ Ουγκό που τέλειωνε έτσι, «Θα φύγω σύντομα, στη μέση της γιορτής, αλλά ο κόσμος δε θα χάσει τίποτα απ' το μέγεθος και τη δόξα της».

Εκείνο που έχει τελικά σημασία είναι πως η γιορτή πρέπει να γίνει και ότι εμείς ίσως βρούμε φωτογραφίες , όπως κορδέλες στο πάτωμα ύστερα από ένα χορό, για να κρατήσουμε το γεγονός ζωντανό στη μνήμη όσων χόρευαν όλη τη νύχτα ή να το ζωντανέψουμε στη φαντασία όσων δεν ήρθαν.


κείμενο: Jeanloup Sieff, (από την Εισαγωγή του βιβλίου του «Torses Nus»)

επιμέλεια: J.Eco
πηγή: "Φωτογραφία", 1987, (απόσπασμα-αναδημοσίευση)









Jeanloup Sieff