Magnum Photos, 1947
Ο Capa μου είπε: "Δεν έχεις την ετικέτα του σουρεαλιστή φωτογράφου. Γίνε φωτορεπόρτερ. Διαφορετικά θα καταλήξεις στον μανιερισμό. Διατήρησε τον σουρεαλισμό στη μικρή καρδιά σου, αγαπητέ μου. Μη ταράζεσαι. Κουνήσου!"
Αυτή η συμβουλή με βοήθησε πολύ να διευρύνω την οπτική μου γωνία...
Henri Cartier-Bresson
Η ιστορία της φωτογραφίας αναφέρει ότι μια μέρα του 1947, στη Νέα Υόρκη, τέσσερις φίλοι, ο Robert Capa, ο Henri Cartier-Bresson, ο David Seymour και ο George Rodger έδωοαν ραντεβού στον εξώστη του Museum of Modern Art, για να δημιουργήσουν αυτόν που θα γινόταν ο πιο σημαντικός, ιστορικός και έγκυρος, φωτογραφικός συνεταιρισμός του κόσμου: το Magnum Photos.
Άλλες εκδοχές της ίδιας ιστορίας αναφέρουν ότι στην πραγματικότητα, εκείνη τη μέρα στη Νέα Υόρκη υπήρχε μόνο ο Robert Capa, ενώ ο Cartier-Bresson και ο David Seymour ήταν απασχολημένοι κάπου αλλού, ο Rodger ήταν στην Κύπρο και ότι η ίδρυση του πρώτου συνεταιρισμού φωτογράφων του κόσμου δεν ήταν και τόσο ρομαντική όπως αναφέρει η ιστορία, αλλά απλώς πρακτική, όπως επιβάλλεται για κάθε σύσταση εταιρείας.
Αυτό όμως δεν έχει μεγάλη σημασία: οι ιστορίες και οι μύθοι συνόδευαν πάντοτε το Magnum Photos και εξάλλου, με ιστορίες ζουν οι δημιουργοί της που κατάφεραν, χάρη στις διαφορετικές προσωπικότητες, στο στυλ της ζωής τους και στην απίστευτη περιέργεια που τους διέπει, πρώτα σαν άνθρωποι και στη συνέχεια σαν δημιουργοί, - να καταστήσουν το Magnum, όχι μόνο ένα φωτογραφικό πρακτορείο, αλλά ένα γυμναστήριο ταλέντων, ένα σημείο συνάντησης των δημιουργών και ένα οπτικό μύθο που είναι σε θέση να ανανεώνεται συνεχώς.
Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει λίγο πριν και για τον Robert Capa τον κοσμοπολίτη, Ούγγρο φωτογράφο, που ακολουθούσε τους πολέμους με την επιθυμία να γίνει ένας μεγάλος φωτογράφος της ειρήνης, προσπαθώντας να συλλάβει, σε κάθε σύγκρουση, την ανθρώπινη πλευρά. Ο Henri Cartier Bresson, ο γάλλος θεωρητικός της σημαντικής στιγμής, με πολυετή εμπειρία πνευματικής εξέγερσης και σουρεαλιστικής πίστης, ο David "Chim" Seymour ο Πολωνοεβραίος που είχε μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας την ικανότητα να φωτογραφίζει και να κατανοεί την πραγματικότητα όπως κανένας άλλος, και ο άγγλος George Rodger εκλεπτυσμένος διανοούμενος, ο οποίος έχοντας συγκλονιστεί από την θέα των στρατοπέδων συγκέντρωσης που μόλις είχαν ανοίξει, θα αποφασίσει να αφιερωθεί στην εθνογραφική φωτογραφία.
Γι' αυτούς τους τέσσερις δημιουργούς η ίδρυση του Magnum σήμαινε ότι μπορούσαν να εγκαινιάσουν ένα νέο τρόπο ζωής και εργασίας με την φωτογραφία. "Δημιούργησαν το Magnum", διηγείται ο Fred Ritchin, "για να μπορέσουν να καθρεφτίσουν την ανεξάρτητη φύση τους, σαν άτομα και σαν φωτογράφοι: εκείνη η ξεχωριστή συνάντηση του ρεπόρτερ με τον καλλιτέχνη που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα να καθορίζει το Magnum και να χαρακτηρίζει όχι μόνο αυτό που φαίνεται αλλά και τον τρόπο με τον οποίο το βλέπουμε".
Elliott Erwitt. Back row (standing): Paul Fusco, Raymond Depardon, Leonard Freed, Peter Marlow Middle row (standing): Ian Berry, Steve McCurry, Abbas, Inge Morath, (...)
Φαίνεται ότι ακριβώς ο Robert Capa είχε από καιρό την ιδέα να δημιουργήσει μια οργάνωση αυτού του είδους, όπου δεν θα ήταν τα περιοδικά αλλά οι φωτογράφοι οι οποίοι θα παρέμεναν πάντοτε ιδιοκτήτες των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των εικόνων, όπου οι φωτογράφοι θα ήταν σε θέση συνεπώς να διαχειρίζονται την παραγωγή και να αποφασίζουν πού, πώς και για ποιον θα εργαστούν. Ο George Rodger θυμήθηκε με αυτό τον τρόπο τον συνάδελφο του Capa και τον ιδανικό δυναμισμό που είχε διαποτίσει την δημιουργία αυτής της νέας οργάνωσης: "Ο Capa αναγνώρισε τόσο την ευελιξία των φωτογραφικών μηχανών μικρών διαστάσεων, ταχύτατες και αθόρυβες στη χρήση, όσο και την μεγάλη ευαισθησία που αποκτήσαμε όλοι εμείς κατά την διάρκεια των ετών του πολέμου - χρόνια μεγάλων, συναισθηματικών υπερβολών.
Ο Capa οραματίστηκε ένα μέλλον, για εμάς, σ' αυτό τον συνδυασμό ανάμεσα στις μικρές μηχανές και στα μεγάλα μυαλά". Το πρακτορείο δημιουργήθηκε συνεπώς από αυτή τη δυναμική φλόγα και αμέσως επιβλήθηκε, λόγω της σφριγηλής και νέας ικανότητάς του να βρίσκεται στον κόσμο και στην είδηση. Η άμεση επιλογή μιας διπλής έδρας - Παρίσι και Νέα Υόρκη, στην οποία τα τελευταία χρόνια προστέθηκε η έδρα του Λονδίνου και στη συνέχεια του Τόκιο - δεν σκοπεύει να αποκλείσει τίποτα από το πεδίο δράσης που από τώρα και στο εξής θα είναι ο κόσμος. Οι τέσσερις ιδρυτές μοιράστηκαν την σφαίρα επιρροής και όταν ο Cartier-Bresson επέλεξε την Ανατολή, με μεγάλα ταξίδια στην Κίνα, Ινδία, Βιρμανία και Ινδονησία, ο Seymour επικεντρώθηκε στην Ευρώπη, ο Rodger στην Αφρική, ενώ ο Capa, από την Αμερική, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για κάθε προορισμό, ένας τέλειος "πολεμικός ανταποκριτής" και όχι μόνο.
Magnum παρίσι 1947, Seymour, Bischof, Capa
Η ελευθερία δράσης σήμαινε επίσης ότι δεν θα παρέμεναν υποταγμένοι στις εκδοτικές ανάγκες των περιοδικών, που ήταν υπερβολικά περιοριστικές μερικές φορές, αλλά θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μεγαλόπνοα ρεπορτάζ, πιο προσωπικά, όπου το βλέμμα του δημιουργού, το ίδιο βλέμμα που εμείς ακόμα και σήμερα έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε και να ταξινομούμε, όπως στο Magnum, θα μπορούσε να εξιστορήσει καλύτερα, περισσότερο και σε βάθος μια είδηση, μια πραγματικότητα, ένα πρόσωπο.
Σε μια συνέντευξη του 1957 στο Popular Photography, ο Cartier-Bresson συνόψιζε με πληρότητα ποιος ήταν αυτός ο τρόπος που εκινείτο στο Magnum: "Εμείς συχνά φωτογραφίζουμε γεγονότα που ονομάζονται ειδήσεις αλλά μερικοί διηγούνται την είδηση βήμα - βήμα, με λεπτομέρειες, σαν να επρόκειτο για ένα λογιστικό ισολογισμό. Αυτοί οι φωτογράφοι δυστυχώς έχουν ένα κοινότυπο τρόπο προσέγγισης, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Δεν υπάρχει ένας καθορισμένος τρόπος για να προσεγγίσεις μια ιστορία. Εμείς θα πρέπει να επικαλεστούμε μια κατάσταση, μια αλήθεια. Αυτή είναι η ποίηση της πραγματικότητας της ζωής".
Οι ισχυρές προσωπικότητες των τεσσάρων ιδρυτών προσέδωσαν στο Magnum μια δυναμική κίνηση και ένα στυλ, το οποίο σιγά-σιγά συγκέντρωσε δυνάμεις και τράβηξε το ενδιαφέρον όσων νεώτερων συναδέλφων κατανοούσαν την γοητεία και το μέγεθος ενός παρόμοιου τρόπου σκέψης, σαν άνθρωποι και σαν φωτογράφοι, της εργασίας τους.
Ο Ελβετός Werner Bischof και ο αυστριακός Ernst Haas ήταν οι δύο πρώτοι, νέοι συνέταιροι του Magnum. Και οι δύο ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον δικό τους συγκεκριμένο δρόμο, ανάμεσα στην ντοκουμε-νταρίστικη φωτογραφία και την προσωπική αναζήτηση και εάν ο Bischof παρατηρούσε ότι μπροστά στις μεγάλες τραγωδίες της ιστορίας - όπως ο λιμός στην Ινδία -οι εφημερίδες παρέμεναν συχνά αδιάφορες και σιωπηρές.
Ο Haas ήθελε να δοκιμάσει νέα οπτικά λεξιλόγια, να πειραματιστεί τις αισθητικές δυνατότητες και το περιεχόμενο του χρώματος. "Δεν ενδιαφέρομαι να φωτογραφίσω νέα πράγματα", δήλωσε, "ενδιαφέρομαι να παρατηρήσω τα πράγματα με ένα καινούριο τρόπο. Κατ' αυτό τον τρόπο, είμαι ένας φωτογράφος με τα προβλήματα ενός ζωγράφου και η επιθυμία μου είναι να ανακαλύψω τα όρια της φωτογραφικής μηχανής για να μπορέσω να τα υπερβώ".
Τόσο ο Bischof όσο και ο Haas βρήκαν στο Magnum το ιδεώδες περιβάλλον για να συνεχίσουν την προσωπική αναζήτησή τους με αποτελέσματα τα οποία παραμένουν ακόμα και σήμερα παγκόσμια, πολιτιστική κληρονομιά. Ο "αριστοτεχνικός κύκλος" της φωτογραφίας διευρύνονταν και σε διάστημα πέντε ετών από την ίδρυση του, το Magnum είχε προσθέσει μεταξύ των μελών της και άλλους, ταλαντούχους νέους, όπως η Eve Arnold, ο Burt Glinn, ο Erich Hartmann, ο Erich Lessing, ο Marc Riboud, ο Dennis Stock και ο Kryn Taconis.
Ο καθένας είχε επιλέξει για τον εαυτό του να εργαστεί όσο το δυνατόν πιο κοντά στο δικό του τρόπο αντίληψης των πραγμάτων. Ο Riboud ξεκίνησε για την Κίνα, ακολουθώντας τα ίχνη και το παράδειγμα του Cartier-Bresson, η Eve Arnold δημιούργησε μια σειρά από σημαντικά πορτραίτα της μαύρης, μουσουλμανικής κοινότητας της Αμερικής και ούτω καθ' εξής. Πολύ σύντομα ήρθαν και άλλοι για να συμμετάσχουν σ' αυτή την απίστευτη ομάδα: ο Rene Burri, ο Cornell Capa (μικρότερος αδελφός του Robert), ο Elliott Erwitt και η Inge Morath. Το πρακτορείο δυνάμωνε, αποκτώντας μια ολοένα και πιο πρωτότυπη και αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία, διαφορετική από κάθε άλλη.
To Magnum όμως πέρασε και δύσκολες στιγμές, πένθη και ξαφνικές αλλαγές που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Την πρώτη δεκαετία της ζωής του, τρεις φωτογράφοι, μεταξύ των οποίων δύο από τους ιδρυτές της, ο Robert Capa και ο David Seymour, μαζί με τον νεαρό Werner Bischof, βρήκαν τραγικό και αιφνίδιο θάνατο, βυθίζοντας ολόκληρη την ομάδα σε μια κατάσταση απελπισίας και μεγάλης σύγχυσης. Όμως το Magnum αντέδρασε, αντλώντας δύναμη από την ιδέα ότι ακόμα και για τους νεκρούς συναδέλφους θα έπρεπε να συνεχίσει με ακόμα μεγαλύτερη πίστη. Η ανεξαρτησία της κρίσης, η επιλογή να επιβεβαιώνεται πάντοτε η ελευθερία της ερμηνείας, ποτέ δεν απετέλεσαν ένα εύκολο στόχο που θα έπρεπε να επιτευχθεί και κυρίως να διατηρηθεί.
Σε μια επιστολή του 1962 που απευθύνονταν σε όλους τους φωτογράφους, η οποία παρέμεινε αξιομνημόνευτη οτα χρονικά του πρακτορείου, ο Henri Cartier-Bresson υπενθύμιζε ποιες ήταν οι υποχρεώσεις των μελών του Magnum και οι αρχές της έμπνευσης που θα έπρεπε να ακολουθούνται στην καθημερινή πρακτική καταγραφής του κόσμου, οι μεταμορφώσεις του, καθώς και η επισήμανση της οπτικής γωνίας του δημιουργού, "θα ήθελα να υπενθυμίσω σε όλους ότι το Magnum δημιουργήθηκε για να μας επιτρέψει, και εκ των πραγμάτων να μας υποχρεώσει, να καταγράψουμε τον κόσμο μας και τα σύγχρονα γεγονότα, ακολουθώντας ο καθένας τις δικές του ικανότητες και την δική του ερμηνεία.
Σ' αυτή την περίπτωση δεν επιθυμώ να αναφέρω λεπτομέρειες για ποιον, τι πράγμα και πού... Όμως όταν συμβαίνουν γεγονότα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, όταν δεν εμπλέκεται η δαπάνη μεγάλων, χρηματικών ποσών και όταν συμβαίνουν γύρω μας, θα πρέπει να είμαστε σε επαφή, από φωτογραφικής άποψης, με τις διάφορες πραγματικότητες που περνούν μπροστά από τους φακούς μας και να μην χρονοτριβούμε, θυσιάζοντας την άνεση και την ασφάλεια. Αυτή η επιστροφή στις ρίζες θα πρέπει να κρατάει τα μυαλά μας και τους φακούς μας πάνω από την τεχνητή ζωή που συχνά μας περιβάλλει...".
Μια επίκληση στην επιτακτική ανάγκη, την οποία ακολούθησαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σημαντικά, φωτογραφικά ρεπορτάζ, που ακόμα και σήμερα ξεχωρίζουν για την τόλμη, την ανεξαρτησία της κρίσης και την ικανότητα οικειοποίησης εκείνης της επιθυμίας για την υπέρβαση της "επιτηδευμένης ζωής" και προχωρώντας ακόμα περισσότερο, γνωρίζοντας καλύτερα και βαθύτερα τον κόσμο. Με αυτή την ώθηση, δημιουργήθηκαν εργασίες, όπως αυτές του Bruce Davidson στη New York και η ζωή του έξω από τα τυποποιημένα, εντυπωσιακά σχήματα των μεγάλων περιοδικών.
Ο Νίκος Οικονομόπουλος φωτογραφίζει την ετήσια συνάντηση, Παρίσι, 2002
"Vietnam Inc", το εκπληκτικό φωτογραφικό και λογοτεχνικό δοκίμιο με το οποίο ο Philip Jones Griffiths θέλησε να διηγηθεί το "δικό του Βιετνάμ" το 1971, αλλά και τα μεγάλα ρεπορτάζ για τις φάσεις και τις αλλαγές των εποχών, από το αμερικανικό κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα (Freed) στη ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία (με τις εκπληκτικές φωτογραφίες του Kou-delka, που δημοσιεύτηκαν και βραβεύτηκαν, για πολλά χρόνια ανώνυμα με μέριμνα του Magnum), από τον πόλεμο στην Παλαιστίνη ή το κίνημα του '68, η ζωή στους δρόμους του Παρισιού (Barbey), μέχρι πιο πρόσφατα, στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν στο Πεκίνο (Stuart Franklin και Patrick Zachmann). Οι εικόνες αυτών των ρεπορτάζ, όπως και πολλών άλλων με την υπογραφή του Magnum, παραμένουν ακόμα και σήμερα χαραγμένες στην ιστορική μνήμη. Επιζούν της φθοράς του χρόνου και της ανάγκης των πρωτοσέλιδων, ακριβώς επειδή τραβήχτηκαν όχι μόνο με τη σκέψη στην ταχύτητα εκτέλεσης αλλά και με την επιθυμία της κατανόησης.
To Magnum όμως δεν σημαίνει μόνο μεγάλα γεγονότα. Είναι επίσης η ικανότητα διήγησης όλων αυτών που δεν βλέπουμε, η συνύφανση της συγκίνησης και σχεδόν σιωπηλά, κομμάτια από ιστορίες που δεν έχουν ποτέ διηγηθεί στα όρια των συναισθημάτων, κομματιών από ιστορίες που ποτέ δεν ειπώθηκαν, όπως η συρρίκνωση του παλιού κόσμου (Martine Franck), ή η καθημερινή βία της αστυνομίας (Freed) ή ο "ξεχωριστός" κόσμος των ναυτικών των ανοικτών θαλασσών (Jean Gaumy) και των ανθρακωρύχων του Καμί στη Βολιβία (Ferdinando Scianna).
Ακολουθώντας αυτή τη διπλή γραμμή της επικαιρότητας των "πρωτοσέλιδων", εξιστορούμενης όμως με ασυνήθιστο τρόπο καθώς και η προσωπική αναζήτηση αυτών που είναι οι πληγές του κόσμου, μερικές φορές μυστικές και ανομολόγητες, μερικές φορές υπερβολικά προφανείς κάτω από τα μάτια όλων, οι φωτογράφοι του Magnum κατάφεραν να ανανεώνονται συνεχώς και να προτείνουν διαφορετικές και επίκαιρες ιστορίες.
Οι τσιγγάνοι του Koudelka, το Απαρχάιντ της Νοτίου Αφρικής του Ian Berry, η μετααποικιακή Αφρική του Chris Steele-Perkins, η Ιαπωνία του Pinkhassov και του Peter Marlow, οι ρώσοι έφηβοι της Lise Sarfati, οι σύγχρονοι πόλεμοι, φωτογραφημένοι από τον Thomas Dworzak, τον Alex Majoli και Paolo Pellegrin και άλλα πολλά... Οι εικόνες των φωτογράφων του Magnum κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια ιδανική γέφυρα που ακόμα και σήμερα συνδέει τπν δημοσιογραφία και την τέχνη, την παρατήρηση και την προσωπική άποψη. Κανένας φωτογράφος δεν είναι ίδιος με κάποιον άλλο και η δύναμη της ομάδας, που είναι πραγματικά εντυπωσιακή, γεννιέται ακριβώς από αυτή την διαφορετική δημιουργικότητα και από τα προσωπικά επιτεύγματα του καθενός.
Παρά το γεγονός ότι οι φωτογραφίες του Magnum συχνά δείχνουν τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθηθεί, αυτά τα ρεπορτάζ δεν βρίσκουν πάντοτε ικανοποιητικό χώρο στις σελίδες των περιοδικών και γι' αυτό το λόγο, για πολλούς δημιουργούς η σωστή διάσταση για την έκφραση είναι η πιο επεξεργασμένη και ανεξάρτητη ενός βιβλίου ή η πιο ελεύθερη και δημιουργική σε μια έκθεση.
Τα τεύχη για την Νικαράγουα της Susan Meiselas, Cocaine true Cocaine blue του Eugene Richards, Caos του Koudelka, Small World του Martin Parr, Allah ο Akbar του Abbas, Errance του Raymond Depardon, Central Park του Bruce Davidson, αντιπροσωπεύουν μόνο μερικές προσωπικές και εμπεριστατωμένες απόπειρες για την εξιστόρηση, με ένα ανεξάρτητο πνεύμα, έξω από κάθε περιορισμό των περιοδικών ποικίλης ύλης, μιας πραγματικότητας και της προσωπικής άποψης γι' αυτήν.
Τα έργα του Harry Gruyaert, του Alex Webb για το Μαρόκο και την Καραϊβική, αφηγούνται το όνειρο και την σκληρή πραγματικότητα αυτών των χωρών. Τα έργα του Gilles Peress, αφιερωμένα στη Ρουάντα και στη Βοσνία, προσφέρουν ένα απροσδόκητο, οπτικό διαλογισμό, τα βιβλία του Zachmann για την προσωπική και ιστορική μνήμη, που χάθηκε και ξανάνθισε στη Χιλή, όπως και στην κινεζική διασπορά, οι μεγάλες και καινοτομικές "εισβολές" του Ferdinando Scianna στον κόσμο της μόδας, Acta Est της Use Sarfati ή Winterreise του Luc Delahaye, Zona του Carl de Keyzer, εκθαμβωτικές και επώδυνες αναγνωρίσεις της πραγματικότητας της Ανατολικής Ευρώπης, αποτελούν επιτυχημένα πειράματα ενός νέου τρόπου επικοινωνίας και ζωής της φωτογραφίας χωρίς σύνορα και χωρίς όρια.
Κατ' αυτό τον τρόπο, πολλοί φωτογράφοι του Magnum, περιλαμβανομένων των νεώτερων που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια (που εκλέγονταν πάντοτε σύμφωνα με το καταστατικό από την συλλογικότητα των συναδέλφων τους), εξερεύνησαν νέους τρόπους και νέες προσεγγίσεις της ντοκουμενταρίστικης φωτογραφίας. Με μια διαδικασία που υπογραμμίζει και τονίζει την μοναδικότητά τους καθώς και το κριτικό βλέμμα του καθενός, προσωπικό προνόμιο της ιδιότητας του δημιουργού, θέτουν πάντοτε υπό συζήτηση τα όρια της φωτογραφίας σαν ένα "τέλειο" μέσο για την αποκάλυψη και παρουσίαση της πραγματικότητας.
Ο Josef Koudelka, η Use Sarfati, ο Gueorgui Pinkhassov ενδιαφέρονται περισσότερο για την δική τους οπτική αναζήτηση του κόσμου, παρά για την καταγραφή της επικαιρότητας της στιγμής. Άλλοι, όπως ο Martin Parr, ο Carl de Keyzer, ο Donovan Wylie, δημιουργούν ντοκουμενταρισμένες, θεματικές ενότητες, με μια συνεχή εξέταση για το ποια είναι σήμερα η άποψη του παραδοσιακού "φωτογραφικού δοκιμίου" στο οποίο αναμετρήθηκαν ολόκληρες γενιές φωτορεπόρτερ.
Αν και η εκδοτική διέξοδος παραμένει παραδοσιακά η σπονδυλική στήλη του Magnum, πολλοί φωτογράφοι αναζητούν την δημιουργία των δικών τους προσωπικών έργων με βιβλία, πωλήσεις φωτογραφιών, υποτροφίες, συνέδρια και εργαστήρια (workshops). Κάθε προσωπικότητα βρίσκει τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο για να αντιμετωπίσει την πρόκληση που προτείνει η σύγχρονη φωτογραφία, με την συνεχή και ταχεία εξέλιξή της. Το Magnum, υπό αυτή την έννοια, αποτελεί ένα ευέλικτο εργαλείο για την δημιουργία και την προώθηση της κάθε εργασίας.
Ακόμα και σήμερα, μετά από εξήντα χρόνια από την ίδρυσή της, παραμένουν αξιόπιστα τα λόγια με τα οποία η Inge Bondi, από το προσωπικό του Magnum, απάντησε σε μια συνέντευξη του 1955, όταν την ρώτησαν ποιος είναι ένας φωτογράφος του Magnum; "Είναι ένας ρεπόρτερ, ένας σχολιαστής και μερικές φορές ένας ποιητής, όλα αυτά σε ένα μόνο πρόσωπο".
κείμενο: Alessandra Mauro, 2004
επιμέλεια: J.Eco