Το παλαιότερο εμπορικό κατάστημα της Ελλάδας, στο Λεωνίδιο Αρκαδίας
Εμπορικό κατάστημα Κανάκη, το γένος Ρουσσάλη
Αρκεί να διαβείς τη στενή, παλιά δίφυλλη πόρτα, από αυτές τις ταμπλαδωτές με την περίτεχνη σιδεριά στο πάνω μέρος, για να βρεθείς ενώπιος ενωπίω με μια ιστορία πολλών δεκαετιών. Η είσοδος στο εμπορικό κατάστημα «Ρουσσάλη», στο Λεωνίδιο, στο «παλαιότερο εν Ελλάδι» από το 1864 όπως λένε με περηφάνια ο Κώστας Κανάκης - τρισέγγονος του ιδρυτή - και η σύζυγός του Πόπη, οι οποίοι υποδέχονται τον πελάτη πάντα με ένα πλατύ χαμόγελο, είναι μια έκπληξη. Γύρω από το στενό διάδρομο, στοιβαγμένα τόπια με υφάσματα για κάθε χρήση. Στους τοίχους ράφια με υφάσματα, κάποια «Πειραϊκής Πατραϊκής» και γύρω - γύρω κρεμασμένα ρούχα σύγχρονα ή μιας άλλης εποχής. Όπως εκείνα τα κρεμασμένα στο βάθος παιδικά φορεματάκια, που θαρρείς και είναι βγαλμένα από ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Διαφημιστικές ταμπέλες - κάποιες με εμφανή τα σημάδια του χρόνου - που γοητεύουν τους κυνηγούς αναμνήσεων ή ξεχασμένων από το χρόνο αντικειμένων.
Είχα την τύχη, να περιπλανηθώ στους χώρους του. Το ζεύγος Κανάκη με περίσσεια ευγένεια και προθυμία με ξενάγησε στο πίσω μέρος, πίσω από τα «βουνά» υφασμάτων και αντικειμένων, αυτά που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Κουτιά παλιά με πολυτελή «υποκάμισα», της εταιρείας «Κρόνος» ή από το «τελειότερον εργοστάσιον εις το είδος του εν Ελλάδι» - «Ταράσης», με τη φίρμα γραμμένη και στα γαλλικά! Κουτιά με βαφτιστικά ρούχα για παιδιά που είναι πλέον το λιγότερο μεσήλικες, δείγματα νυφικών φορεμάτων και παπουτσιών… Πιο δίπλα παπουτσάκια βαφτιστικά, «από το μπάρμπα Λια», παπούτσια για τα κτήματα, παπούτσια νυφικά… Στον άλλο διάδρομο νήματα και βαφές. Μπροστά τους η παραδοσιακή ζυγαριά Από την εποχή που οι γυναίκες έγνεθαν και ύφαιναν μόνες τους ρούχα και στρωσίδια, έβαφαν μόνες τους τα νήματα για να δώσουν χρώμα στα υφάσματα και τα χαλιά τους… Κάποτε υπήρχαν κλωστές «Κιθάρας» ή ραπτομηχανές Singer. Δεν λείπουν και οι σκουριασμένες πια πρόκες για τα τσαρούχια, καλά φυλαγμένες στο κουτί τους.
«Παίρναμε τα πράγματα κατευθείαν από τα εργοστάσια. Ρετσίνες των εργοστασίων Κρυστάλλη και Μπαρμπέτα από τη Σύρο, τα μετάξια ‘Χρυσαλλίδας’ από το Βόλο. Πουκάμισα ερχόταν σε ξύλινα κουτιά, από την Πάτρα… Ήταν η πιο πολυτελής αγορά. Είχαμε ποτά και πετρέλαιο. Υπάρχουν οι νταμιτζάνες ακόμη», λέει ο κύριος Κώστας… Και πράγματι στο ανήλιο υπόγειο – κελάρι, υπάρχουν οι νταμιτζάνες και τα κιούπια για το λάδι «γιατί αν το αφήσεις στον ήλιο, το λάδι χάλασε», η κάσα για τα κάρβουνα και τα ξύλα του χειμώνα. Τα πάντα πουλιόταν εδώ.
Η άδεια του καταστήματος, κρεμασμένη πάνω από την είσοδο, χρονολογείται από το 1874. Σε μια από τις επισκέψεις μου, με μεγάλη χαρά είδα καθισμένη στην καρέκλα την ενενηντάχρονη Ευτυχία Ρουσσάλη, αδελφή της μητέρας του Κώστα Κανάκη, η οποία αφού με καλωσόρισε στα τσακώνικα θυμήθηκε… «Από μικρό παιδί, 5 χρονών, μ’ άφηνε η μητέρα μου να έχω την έννοια. Ήταν τόσο κι άλλο τόσο. Και πουλάγαμε πίτουρα, αλεύρια και όλη τη μπακαλική. Το παλαιότερο μαγαζί. Και το μέτωπο καθαρό! Δεν παίρναμε τα λεφτά σου… Μας είχαν εμπιστοσύνη. Όλα τα παλιά μαγαζιά στον Πειραιά και την Αθήνα, αν τους ρωτούσες ‘ξέρεις την Ελένη Ρουσσάλη;’ (τη μητέρα της) νάβλεπες τι θα σου απαντούσαν… Οι Πηγαδιώτισες με είχαν σαν κορίτσι τους. Ερχόταν να αφήσουν τα πράματά τους. Αφήστε τα τους έλεγα, εκεί στην πόρτα…» Στο μαγαζί πουλούσαν «από φόρεμα, μέχρι μανέστρα και αλάτι» όπως μας λέει ο κύριος Κώστας, τονίζοντας ότι τα 42 χρόνια που το έχει ο ίδιος, η διαφορά είναι μεγάλη. «Εμείς σταματήσαμε τα είδη μπακαλικής. Η εξέλιξη της εποχής, επέβαλε το διαχωρισμό των ειδών».
Κώστας Κανάκης
Όντας από εμπορική οικογένεια, στα ακούσματά του είναι η εμπορική ιστορία του Λεωνιδίου, το οποίο «είχε γνωρίσει μεγάλη ακμή. Το Λεωνίδιο είχε εδώ και 200 χρόνια, τράπεζα. Την Τράπεζα Αθηνών. Είχε όμως και τοπική τράπεζα. Ήταν ένας Τσουκάτος, μεγαλέμπορος και τραπεζίτης. Διέθετε όλα τα είδη παντοπωλείου, ξυλεία, τσιμέντα, τα πάντα… Μέχρι καφέ έφερναν κατευθείαν από τη Βραζιλία. Πολλοί που ήταν στο εξωτερικό, του έδιναν τα χρήματα τους, σαν τράπεζα. Είχε όλη την περιοχή της Πλάκας, κτίρια, διάφορα ζώα, μέχρι παγώνια. Τελικά επτώχευσε».
Στο εμπορικό κατάστημα Ρούσσαλη, η συναλλαγή γινόταν πολλές φορές με ανταλλαγή. «Έφερναν προϊόντα. Τυρί, κάστανο, μαλλί κυρίως. Έπαιρναν πράγματα ή λίρες και παλαιότερα φλουριά. Το τυρί το μάζευαν και το πήγαιναν στον Πειραιά να το πουλήσουν. Παλαιότερα υπήρχε εμπόριο με την Κωνσταντινούπολη. Από εκεί ερχόταν τα πεντόλιρα», λέει ο κ. Κώστας. Κάποτε τα μαγαζιά άνοιγαν και την Κυριακή το πρωί, μετά την εκκλησία, ενώ στο πανηγύρι που γινόταν από παλιά στο Λεωνίδιο του Αγίου Κωνσταντίνου οι έμποροι πήγαιναν εκεί τα προϊόντα τους.
Δεν έλειπε βέβαια και ο βερεσές. Και όπως λέει με το χαρακτηριστικό τρόπο της η κυρία Ευτυχία, «ε! μπόραγες να αποφύγεις το βερεσέ σε ανθρώπους που τους ήξερες τόσα χρόνια; Που ντρεπόσουνα να τους πεις όχι δε σου δίνω; Ντρε-πό-σου-να!» Ήταν και ορισμένοι, που συνήθιζαν να πληρώνουν ανά εξάμηνο ή όποτε πληρωνόταν. Μια γρήγορη ματιά στα παλιά βερεσέδια πάντως δείχνει άσβηστους, δηλαδή απλήρωτους λογαριασμούς από το 1959! «Σβήσαμε πολλά βερεσέδια. Κάποιοι έχουν πεθάνει. Τι να κάνεις; Να τα ζητήσεις από τα παιδιά;» αναρωτιέται η Πόπη Κανάκη.
Γλυκύτατη και ευγενική, η κυρία Πόπη μου έδειξε ένα υπέροχο οικογενειακό τσακώνικο χαλί με περίτεχνη γιρλάντα, αλλά και το παραδοσιακό τσακώνικο πάπλωμα και τα χαλκώματα που έπαιρναν προίκα οι κοπέλες. Στου Ρουσσάλη άλλωστε έβρισκαν τα πάντα για την προίκα. «Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να έχεις ένα ζευγάρι μπαούλα για τα προικιά. Τρία κιλίμια, απαραιτήτως, τα ΄ζεστά’, στρωσίδια για το κρεβάτι, το πάπλωμα –κόκκινο και χρυσαφί, τα χαλκώματα, υφάσματα για τα ρούχα. Πήγαινε μοδίστρα στο σπίτι και τα έραβε. Ζακέτα χοντρή, μαύρη για επίσημη και για το πένθος των γονιών. Όλα τα πράγματα τα σημειώνανε. Το ύφασμα για το νυφικό, κι’ αυτό το ράβανε. Εδώ τους δίναμε τα πάντα. Από κουβαρίστρα και βελόνα, μέχρι μπογιά για να βάψουν τα νήματα. Όλα τα είδη, όλα τα ‘τσιταΐ’…» λέει η κυρία Ευτυχία.
κείμενο: εφημερίδα "Aρκάδων Χρόνοι"
φωτογραφίες" Ντίνα Βιτζηλαίου (poulithragr.blogspot.com) και J.Eco
επιμέλεια: J.Eco