Μία από τις μεγαλύτερες μορφές του ελληνικού φωτορεπορτάζ, που έμεινε γνωστός στο χώρο της δημοσιογραφίας με το ψευδώνυμο «Κωνσταντινουπολίτης», γεννήθηκε το 1912, στην Κωνσταντινούπολη, από γονείς Τηνιακούς. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από το Κτικάδο και της μητέρας του από τη Στενή της Τήνου. Μαθητής ακόμα, βίωσε τα γεγονότα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής Καταστροφής και του σταδιακού αφελληνισμού της Πόλης.
Αποφοιτώντας από το Ζωγράφειο Γυμνάσιο, έδειξε ιδιαίτερη κλίση για τη δημοσιογραφία. Το 1933 ανέλαβε θέση στελέχους στο Πρακτορείο Εφημερίδων Κωνσταντινούπολης. Μετά το 1940, συνεργάστηκε με τοπικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης αλλά και ως ανταποκριτής των Εφημερίδων «Έθνος» και «Μακεδονία».
Ο Δημήτριος Καλούμενος καταγόταν από οικογένεια φωτογράφων. Ο πατέρας του Πέτρος από το 1890 ήταν μύστης της φωτογραφικής τέχνης. Ο θείος του Ματθαίος ασχολείτο επαγγελματικά με τη φωτογραφία από το 1900 και ήδη το 1918 λειτουργούσε, συνεταιρικά με κάποιον Ιταλό, ένα μεγάλο κατάστημα, το «Φωτοσπόρ». Το 1924 δημιούργησε το μεγαλύτερο φωτογραφείο στην Τουρκία, το «Fotolumiere», αντιπροσωπεύοντας αγγλικές, γαλλικές και γερμανικές εργοστασιακές φίρμες.
Παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα φωτογραφίας από την οικογένειά του, ο Δ. Καλούμενος προσλήφθηκε το 1940 από τον Πατριάρχη Βενιαμίν ως φωτογράφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ επί των ημερών του Αθηναγόρα Α΄ (1940-58), διετέλεσε επίσημος φωτογράφος-δημοσιογράφος της Πατριαρχικής Αυλής. Με το φακό του απαθανάτισε μία σειρά από γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του ελληνισμού και της γειτονικής μας χώρας. Επισκέψεις επισήμων, πορτρέτα πατριαρχών, δημόσια κτίρια, ναοί, εκκλησιαστικά κειμήλια, τοποθεσίες, αλλά και περιστατικά που συγκλόνισαν την εκκλησιαστική ζωή, όπως το βουλγαρικό σχίσμα.
«Η φωτογραφία δεν είναι απλά μια όμορφη απασχόληση. Τη θεωρώ επιστήμη της αιωνιότητας», αφηγείται ο Δ. Καλούμενος. «Τώρα είναι όλα εύκολα. Τότε έπρεπε να είσαι χημικός, να γνωρίζεις τη χρήση του φαρμάκου για τα φιλμ, του χαρτιού, να ελέγχεις τη θερμοκρασία. Είναι σπουδαίο, επάνω στο λευκό χαρτί που βάζεις στη λεκάνη ν’ αρχίσει να αποτυπώνεται μια εικόνα».
Από το 1948 ήταν ο Διευθυντής του Πρακτορείου Διανομής Αθηναϊκού Τύπου στην Πόλη. Υπήρξε στην Κωνσταντινούπολη ανταποκριτής του γερμανικού περιοδικού “Photo-Magazin”. Όντας στην Κωνσταντινούπολη, από το 1936 δημοσιογραφούσε ως ανταποκριτής πολλών ελληνικών εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα, επί 16 χρόνια του «Έθνους» και της «Μακεδονίας».
Το σημαντικότερο από τα ντοκουμέντα του Δ. Καλούμενου είναι η καταγραφή της τουρκικής επίθεσης στην Κωνσταντινούπολη, στις 6-7 Σεπτεμβρίου του 1955, όπου σκοτώθηκαν είκοσι δύο άτομα, κάηκαν τριάντα επτά χριστιανικοί ναοί, καταστράφηκαν άλλοι 67, καθώς και σχολεία, δύο χιλιάδες σπίτια και τέσσερις χιλιάδες καταστήματα Ελλήνων.
Παρά την επιβολή του στρατιωτικού νόμου που απαγόρευε τις φωτογραφίσεις, ο Δ. Καλούμενος κατόρθωσε να τραβήξει χίλιες φωτογραφίες χρησιμοποιώντας μία μηχανή Leica, που η οικογένειά του κρατάει ακόμα ως ενθύμιο.
«Ήμουν τόσο εξασκημένος στη φωτογραφία, που τραβούσα πολύ γρήγορα, χωρίς καν να σηκώσω τη μηχανή στο μάτι μου», θυμάται σήμερα ο ίδιος. Τετρακόσιες από αυτές περιλαμβάνονται στο λεύκωμα "Η Σταύρωση του Χριστιανισμού" που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Ο Δ. Καλούμενος ήταν ο πρώτος που έβγαζε έγχρωμες φωτογραφίες στην Τουρκία, εφαρμόζοντας την τεχνική που διαδόθηκε το 1951 στο Λεβερκούζεν της Γερμανίας. Το πρώτο αντιστρεπτό έγχρωμο φιλμ, το Kodachrome, είχε κυκλοφορήσει από την Kodak το 1936. Ωστόσο, μόνο μετά το 1951 έγινε δυνατή η τυποποίηση στην εκτύπωση των έγχρωμων φωτογραφιών.
Λάτρης της τεχνολογίας, ο Δ. Καλούμενος, χρησιμοποιούσε πάντοτε τα νέα επιτεύγματα στο χώρο των φωτογραφικών μηχανών: Roleflex, Blaubell, με μεγεθυντήρες Leica, Russell και φίλτρα Quaim Hunter. Δίδαξε, μάλιστα, για δύο χρόνια φωτογραφία στη Θεολογική Σχολή. «Πολλοί από τους σημερινούς μητροπολίτες έχουν μάθει από εμένα πώς να τραβούν πόζες και να πλένουν τα φιλμ», έλεγε.
Παράλληλα, ασχολήθηκε ενεργά με τη δημοσιογραφία, διατελώντας συνεργάτης στα γραφεία Τύπου της Αγγλικής Πρεσβείας (1941-48) και του Ελληνικού Προξενείου (1943-58), στην Κωνσταντινούπολη. Διετέλεσε διευθυντής στο Πρακτορείο Εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης (1948-58). Ωστόσο, εκείνο που ενόχλησε ιδιαίτερα τις τουρκικές αρχές ήταν η δημοσιογραφική του ιδιότητα και για η φωτογράφηση των γεγονότων της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955. Έτσι, το 1957 συνελήφθη και φυλακίστηκε για τρίτη φορά στην καριέρα του από το καθεστώς της Άγκυρας. Υποβλήθηκε σε βασανιστήρια, και απελάθηκε με την κατηγορία του «εχθρού της Τουρκικής Δημοκρατίας».
Μετά την απέλασή του από την Τουρκία στις 28 Ιανουαρίου 1958, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Έθνος», «Βήμα» και «Μακεδονία», ενώ ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στο «Σωματείο Απελαθέντων εκ Τουρκίας», και τον προσφυγικό «Σύλλογο Ιμβρίων-Τενεδίων-Κωνσταντινουπολιτών-Ανατολικοθρακών Κομοτηνής», στα οποία υπήρξε ιδρυτικό μέλος και επίτιμος πρόεδρός του. Υπήρξε, εξάλλου, ιδρυτικό μέλος του Λουριδείου Ιδρύματος «Μνήμαι της Πόλεως», όπου δημιούργησε και φωτογραφικό τμήμα, με σκοτεινό θάλαμο εμφανίσεως και στο οποίο έχει δωρίσει μεγάλο αριθμό βιβλίων της βιβλιοθήκης του.
Ιδρυτικό μέλος και μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Προστασίας Εθνικής Κληρονομιάς, που ιδρύθηκε το 1975 και που είχε έδρα το Μέγαρο της Ενώσεως Κωνσταντινουπολιτών. Ως εκπρόσωπος της Εταιρίας είχε δώσει πολλές συνεντεύξεις στον Τύπο, στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Επιμελήθηκε και το βιβλίο της Εταιρίας Μικρά Ασία. Ο υπό τουρκικής κατοχής ιερός χώρος των Ελλήνων (1996).
Υπήρξε και μέλος της ΕΣΗΕΑ, συνέχισε να ασχολείται επαγγελματικά με τη φωτογραφία έως το 1975.
Οι χιλιάδες ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες που έφερε από την Πόλη ο Δ. Καλούμενος εμπλούτισαν τα αρχεία διαφόρων κωνσταντινουπολιτικών σωματείων. Το φωτογραφικό του αρχείο των γεγονότων της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 της Πόλης, το έχει δωρίσει στο Υπουργείο Εξωτερικών. Επί 12 χρόνια 400 φωτογραφίες από τον ξεριζωμό του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της Πόλης σε μέγεθος 30×40 παρουσιάστηκαν με κινητή έκθεση σε όλη την Ελλάδα, κυρίως σε στρατόπεδα εκπαίδευσης του στρατού.
Δημιούργησε, το 1974, το Γραφείο Τουρκικών Θεμάτων στο Γραφείο Τύπου του υπουργείου Προεδρίας, διατηρώντας επί μία εικοσαετία τη θέση του υπεύθυνου για τη λειτουργία του, έως το 1994. Ο ίδιος συμμετείχε συχνά ως φωτογράφος σε αποστολές του Γραφείου στο εξωτερικό.
Είχε μεγάλη αγάπη για την Τήνο, και το 1975 εξέδωσε έγχρωμο ιστορικό, γεωπολιτικό και τουριστικό χάρτη της Τήνου με περίληψη της ιστορίας της Τήνου και με ιστορικές και γεωγραφικές αναφορές.
Επιμελήθηκε το χάρτη «Μικρά Ασία, η εθνική μας κληρονομιά», με συγκεντρωτικό πίνακα του πληθυσμού της Μικράς Ασίας το 1922, που εξέδωσε η Εταιρεία Προστασίας Εθνικής Κληρονομιάς.
Τιμήθηκε για την προσφορά του στον Ελληνισμό της Ανατολίας από την Ακαδημία Αθηνών (1979), το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Γενικό Επιτελείο Στρατού, το Ίδρυμα της Παναγίας Σουμελά και αρκετά κωνσταντινουπολίτικα σωματεία, ενώ εκλέχθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών.
Συνέγραψε μία σειρά από βιβλία, όπως: "Τα τραγικά γεγονότα της 6-7 Σεπτεμβρίου εις την Κωνσταντινούπολιν", "Η συρρίκνωσις του ελληνισμού", "Από το δράμα των απελάσεων", "Ο ξεριζωμός του ελληνισμού", "Η Σταύρωση του Χριστιανισμού".
Απεβίωσε στις 13 Ιανουαρίου 2006.
κείμενο : Αριστείδης Χαράλαμπος Κοντογεώργης.
Επίκ. Καθηγητής Τμήματος Φωτογραφίας και Οπτικοακουστικών Τεχνών, Σχολής Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών, Τ.Ε.Ι. Αθήνας, Πρόεδρος Διεθνούς Ομοσπονδίας Φωτογραφικών Φεστιβάλ (I.P.F.F.), Επίτιμος Πρόεδρος Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (Ε.Φ.Ε.)
*Το κείμενο αυτό έχει γραφτεί ύστερα από πολλές συζητήσεις με τον Δημήτριο Καλούμενο, πριν από μερικά χρόνια.
πηγή : περιοδικό "Αρχαιολογία", (αναδημοσίευση)
Ιστορικό πλαίσιο
Το οργανωμένο πογκρόμ κατά της ελληνικής μειονότητας, 6 και 7 Σεπτέμβρη 1955
Η απότομη διακοπή του μήνα του μέλιτος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις λόγω του Κυπριακού το 1954-1955 δεν μπορούσε να αφήσει ανέπαφους τους Ελληνορθόδοξους της Πόλης και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς η Αγκυρα κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει το διπλωματικό πλεονέκτημα της Τουρκίας στο ελληνοτουρκικό μειονοτικό ισοζύγιο που είχε επιτευχθεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Με το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο βιοτικό και μορφωτικό της επίπεδο, αλλά και την ανεκτίμητη περιουσία των εκκλησιαστικών, εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών της ιδρυμάτων, η κωνσταντινουπολίτικη Ρωμιοσύνη δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πολύ πιο περιορισμένη παρουσία, εκτόπισμα και συλλογική οργάνωση της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη. Η ασύμμετρη ελληνοτουρκική μειονοτική συνιστώσα γινόταν ακόμη πιο έκδηλη εξαιτίας της παρουσίας στην τουρκική επικράτεια του ιστορικού Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχαιρε διεθνούς αναγνώρισης και κύρους. Τον ισχυρό διαπραγματευτικό μοχλό της κωνσταντινουπολίτικης Ρωμιοσύνης «αξιοποίησε» ad nauseam η τουρκική διπλωματία προκειμένου να υποχρεώσει την Ελλάδα σε παραχωρήσεις στο Κυπριακό. Αλλωστε πάγια και διαχρονική υπήρξε η τουρκική επιθυμία να ξεφορτωθεί κάθε ελληνική παρουσία στην Τουρκία.
Τα ανθελληνικά και αντιπατριαρχικά πάθη ανέλαβαν να υποδαυλίσουν η φιλοκυβερνητική εφημερίδα Hürriyet και οι ακραίες εθνικιστικές οργανώσεις «Η Κύπρος είναι τουρκική» και η «Εθνική Ομοσπονδία Τούρκων Φοιτητών». Ο κεντρικός σχεδιασμός της εκστρατείας αυτής ανατέθηκε στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας (τη διαδέχθηκε η σημερινή ΜΙΤ), κεντρικός βραχίονας του τουρκικού βαθέος κράτους που προσχεδίασε και μεθόδευσε εξ ολοκλήρου το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955. Αφετηρία της στοχοποίησης του Πατριαρχείου αποτέλεσε το αίτημα για δημόσια καταγγελία του αγώνα των Κυπρίων εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, από τον οποίο οι εθνικιστικές οργανώσεις απαιτούσαν να επιβάλει, με την ιδιότητα του Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πειθαρχικά μέτρα εναντίον του «ιεραρχικά υφισταμένου του»(!) Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Οταν ο Αθηναγόρας αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις αυτές, το ανθελληνικό μένος των Τούρκων εθνικιστών στράφηκε κατά του Οικουμενικού θεσμού αξιώνοντας πλέον την απομάκρυνσή του από την Τουρκία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν εξαιρετικά λεπτή η θέση του Αθηναγόρα, ο οποίος αρκέστηκε να δηλώσει την προσήλωσή του στην ελληνοτουρκική φιλία, εκφράζοντας συνάμα την ευχή για την ειρηνική επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο γειτονικών λαών. Αποκορύφωμα του ανθελληνικού μένους και φανατισμού ήταν τα Σεπτεμβριανά γεγονότα, όταν μέσα σε μία νύχτα, στις 6/7 Σεπτεμβρίου 1955, άνω των 20.000 (κατά την πλέον συντηρητική εκτίμηση) φανατισμένων διαδηλωτών έσπειραν τη καταστροφή και τον τρόμο στον ελληνορθόδοξο πληθυσμό αλλά και στους υπόλοιπους μη μουσουλμάνους μειονοτικούς της Κωνσταντινούπολης. Οι διαδηλωτές επιτέθηκαν με ιδιαίτερη μανία εναντίον ελληνικών στόχων με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοσχερώς 1.004 κατοικίες, ενώ άλλες περίπου 2.500 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές. Καταστράφηκαν επίσης 4.348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, πέντε πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις τριών ελληνόγλωσσων εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια. Την αποτρόπαιη εκείνη νύχτα δολοφονήθηκαν 18 ελληνορθόδοξοι και βιάστηκαν, σύμφωνα με τα στοιχεία του ομογενειακού νοσοκομείου Βαλουκλή, τουλάχιστον 200 κοπέλες.
Ιδιαίτερο στόχο αποτέλεσαν τα θρησκευτικά καθιδρύματα, με μόνο επτά από τις 80 ελληνορθόδοξες εκκλησίες της Πόλης να διαφύγουν την καταστροφή και την ερήμωση, ενώ υπέστησαν σοβαρές ζημιές τα αγιάσματα, οι ιστορικές μονές και τα κοιμητήρια της Ρωμιοσύνης. Από την οργή των βανδάλων δεν γλίτωσαν ούτε οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών στον περίβολο της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή. Οσον αφορά τους ιεράρχες του Φαναρίου, ο εξέχων και λόγιος μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος Αραμπατζόγλου υπέστη επίθεση και τραυματίστηκε στην κεφαλή και στο πρόσωπο όταν ο όχλος εισέβαλε στην ιδιωτική του κατοικία στον Βόσπορο (ο Γεννάδιος απεβίωσε μερικούς μήνες αργότερα εξαιτίας των τραυμάτων αυτών). Συγκλονιστική ήταν η περιπέτεια του υπερήλικα μητροπολίτη Δέρκων Ιάκωβου Παπαπαϊσίου ο οποίος απέφυγε τον θάνατο πραγματικά την τελευταία στιγμή, όταν πήδηξε από το παράθυρο του γραφείου του στον δεύτερο όροφο του καιόμενου μητροπολιτικού μεγάρου στα Θεραπειά του Βοσπόρου. Επιθέσεις δέχθηκαν οι κληρικοί του ιστορικού μοναστηριού στο Βαλουκλή με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ο άνω των 90 ετών ιερέας της μονής, Χρύσανθος Μαντάς, ενώ ο επίσκοπος Παμφύλου Γεράσιμος κατάφερε να επιβιώσει παρά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχθηκε την τρομακτική εκείνη νύχτα.
Μόνο το συγκρότημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι (αλλά και το γενικό προξενείο της Ελλάδας) απέφυγε την καταστροφή, αφού ισχυρές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις είχαν σταλεί πριν από τα επεισόδια για τη φρούρησή του.
Χλιαρές αντιδράσεις χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα
Αποκλεισμένος στο Φανάρι, ο Πατριάρχης απέστειλε στις 15 Σεπτεμβρίου 1955 επιστολή δια-μαρτυρίας προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές ζητώντας την προστασία της ελληνορθόδοξης μειονότητας και την «εφεξής ομαλήν εκπλήρωσιν της αποστολής» της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Αντιμέτωπος με την κατηγορία της διοργάνωσης των αντιχριστιανικών επιδρομών και εκτρόπων, ο Μεντερές προέβη σε υποσχέσεις για την αποκατάσταση των ζημιών στις εκκλησίες, στα σχολεία και την καταβολή πλήρους αποζημίωσης στους παθόντες. Οι υποσχέσεις όμως αυτές αποδείχθηκαν φρούδες και αποτέλεσαν ένα προπέτασμα καπνού προς συγκάλυψη των ευθυνών της κυβέρνησης για το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955. Τελικά η τουρκική κυβέρνηση κατέβαλε ελάχιστες αποζημιώσεις, ενώ η επίσημη Τουρκία δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη από τους μη μουσουλμάνους πολίτες της για τις υλικές και ψυχολογικές βλάβες που υπέστησαν εξαιτίας των ταραχών που έλαβαν χώρα πριν από ακριβώς 65 ακριβώς χρόνια.
Η τουρκική κυβέρνηση απέρριψε κάθε παρέμβαση της Ελλάδος υπέρ της ελληνικής μειονότητας και των ιδρυμάτων της, προειδοποιώντας ότι τέτοιες πρωτοβουλίες «δεν θα είχαν το ποθούμενο αποτέλεσμα και θα υπέσκαπταν την ελληνοτουρκική φιλία». Οι Τούρκοι θεώρησαν «αντιτουρκική ενέργεια» ακόμη και τη δημοσίευση της «Μαύρης Βίβλου», ειδικού τόμου για τα γεγονότα που συνέταξαν οι Χριστόφορος Χρηστίδης και Αλέξανδρος Πάλλης, επιτυγχάνοντας τελικά τη μη έκδοσή του. Είναι σαφές ότι με δεδομένες τις γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί κατά τη δεκαετία του 1950, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να παρέμβει δυναμικά και ουσιαστικά υπέρ των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Ελληνισμού της Τουρκίας. Αλλά και η διπλωματική κινητοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν έφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Παρά την όποια ευαισθησία που επέδειξε η κοινή γνώμη στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ αλλά και στον ορθόδοξο κόσμο, η επίσημη στάση των αμερικανικών και των βρετανικών αρχών αλλά και του ΝΑΤΟ υπήρξε ιδιαιτέρως χλιαρή και συγκρατημένη. Στην κρίσιμη και κομβική φάση που διήνυε ο Ψυχρός Πόλεμος, η Δύση δεν ήταν διατεθειμένη να δυσαρεστήσει την Αγκυρα.
Μόνο το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών επέδειξε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την τύχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποστέλλοντας πενταμελή αποστολή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 7 και 14 Νοεμβρίου 1955. Η αντιπροσωπεία κατέγραψε λεπτομερώς τις καταστροφές των ελληνορθόδοξων εκκλησιών και άλλων κοινωφελών ιδρυμάτων, σε εμπεριστατωμένη έκθεση που έφερνε στο φως την επισφαλή θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ρωμιοσύνης στην Τουρκία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αντιπροσωπείας, μόνον οι καταστροφές στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ξεπερνούσαν τα 150 εκατομμύρια δολάρια.
Σοφή και ψύχραιμη η στάση του Πατριάρχη
Οι βιαιοπραγίες και οι εκτεταμένες καταστροφές προκάλεσαν ανεπούλωτο ψυχικό τραύμα στους Ρωμιούς της Πόλης, με τον ιμβριακής καταγωγής Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο να χαρακτηρίζει τα Σεπτεμβριανά γεγονότα την «τρίτη άλωση» της Κωνσταντινούπολης. Οδήγησαν δε τον Αθηναγόρα να αναθεωρήσει τις μέχρι τότε απόψεις του, αφού ήταν πλέον σαφές ότι είχε πέσει θύμα της βαθιάς και καλοπροαίρετης πίστης του στην ελληνοτουρκική φιλία. Σε συνάντησή του λίγες ημέρες μετά τις ταραχές με τον επιφανή Ελληνα διπλωμάτη Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, που υπηρετούσε τότε στο γενικό προξενείο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποδέχθηκε ότι είχε υπερεκτιμήσει την προθυμία των Αμερικανών (που είχαν άλλωστε πρωτοστατήσει στην ανάδειξή του στον Οικουμενικό Θρόνο μόνο επτά χρόνια νωρίτερα) να στηρίξουν το Φανάρι. Εξέφρασε δε την αποφασιστικότητα να επικεντρώσει πλέον τις προσπάθειές του στη συνέχιση της ιστορικής αποστολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην επούλωση των πληγών του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, εμψυχώνοντας με κάθε δυνατό τρόπο το ποίμνιό του. Οταν στην έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου στις 15 Σεπτεμβρίου 1955 πολλοί Φαναριώτες ιεράρχες τάχθηκαν υπέρ της κήρυξης της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εν διωγμώ, ο Αθηναγόρας διαφώνησε υπογραμμίζοντας ότι μια τέτοια ενέργεια θα έθετε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε νέες και πολύ πιο επικίνδυνες περιπέτειες.
Μπορούμε να συμπεράνουμε εκ των υστέρων ότι η σοφή και ψύχραιμη στάση του Αθηναγόρα, σε εκείνη την πολύ δύσκολη καμπή της πατριαρχίας του, συνέβαλε καταλυτικά στη διατήρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ιστορική του έδρα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες και προοπτικές, ο Αθηναγόρας κατάφερε να αναδείξει το Φανάρι σε οικουμενικό πνευματικό κέντρο παγκόσμιας εμβέλειας και κύρους κατά τη δεκαετία του 1960. Το έργο αυτό συνέχισαν οι διάδοχοί του Δημήτριος και Βαρθολομαίος, ο οποίος επανειλημμένως έχει εκφράσει την αποφασιστικότητα της συρρικνωμένης πλέον Ρωμιοσύνης να συνεχίσει την παρουσία της στην Κωνσταντινούπολη. Στο ίδιο μήκος κύματος οι εκπρόσωποι της νεότερης γενιάς των εναπομεινάντων Κωνσταντινουπολιτών διατρανώνουν τη βούλησή τους να παραμείνουν in situ στη γενέτειρά τους, με τον Λάκη Βίγκα, ηγετικό λαϊκό στέλεχος και κοινοτικό παράγοντα της ελληνορθόδοξης μειονότητας, να δηλώνει την πεποίθησή του «για τη συνέχιση της πορείας της Ρωμιοσύνης ως μικρής, αλλά αυτόνομης, διακριτής και χρήσιμης κοινότητας για την ευρύτερη κοινωνία της Κωνσταντινούπολης».
κείμενο : Αλέξης Αλεξανδρής, Μέγας Ρήτωρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
πηγή : εφμ. "Καθημερινή", (αναδημοσίευση)
Δείτε από το αρχείο της ΕΡΤ και την εκπομπή "Μαρτυρίες" τον Δ. Καλούμενο να αφηγείται τα Σεπτεμβριανά του 1955