«ρούφηξε με τις εικόνες του από την Αμερική ένα θλιμμένο ποίημα και συντάχτηκε αυτομάτως με τους τραγικούς ποιητές αυτού του κόσμου». «Με τη σβελτάδα, το μυστήριο, την ιδιοφυΐα, τη μελαγχολία και την παράξενη μυστικότητα μιας σκιάς, ο Φρανκ φωτογράφησε σκηνές που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ σε φιλμ...»
Τζακ Κέρουακ
Ο μύθος λέει ότι ο Φρανκ έδειξε τις φωτογραφίες του έξω από ένα πάρτι στον Κέρουακ ο οποίος δέχτηκε να γράψει κάτι γι’ αυτές, δίνοντας μια παραπάνω μπιτ διάσταση σε αυτό το φωτογραφικό υλικό, που αποδομεί βουβά την αλλοιωμένη εκδοχή του αμερικανικού ονείρου της δεκαετίας του '40 και του ’50.
Μετά τη μετεγκατάσταση του Φρανκ στη Νέα Υόρκη από το Παρίσι 1947, ο ελβετός Ρόμπερτ Φρανκ συνεισέφερε ένα χαρακτηριστικά διαφορετικό σχέδιο στη μεταπολεμική φωτογραφία της Νέας Υόρκης. Στην αρχή ακολούθησε μια πορεία παρόμοια με εκείνη των συναδέλφων του (με φωτογραφίες για το περιοδικό του Μπρόντοβιτς "Harper's Bazaar", με φωτογραφίες μόδας για το "McCall's", και ένα αρχικό ενδιαφέρον από τον Στάιχεν, ο οποίος περιέλαβε έξι από τις εικόνες του στην «Οικογένεια του ανθρώπου»), αλλά στη συνέχεια ο Φρανκ εστίασε το έργο του κυρίως σε έναν ρητό διάλογο με τον Γουόκερ Έβανς (ο οποίος μαζί με τον Μπρόντοβιτς υποστήριξε την επιτυχημένη αίτηση του Φρανκ για συνεργασία με το Μουσείο Γκουγκενχάιμ το 1954).
Η μελέτη μεθόδων και υποκειμένων από την κληρονομιά του αμερικανικού ντοκιμαντέρ κατά τη διάρκεια οδικών ταξιδιών παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε ως αποτέλεσμα το έργο του "Οι Αμερικανοί", το οποίο ακόμη και με τον τίτλο του αποδίδει φόρο τιμής στο γνωστό έργο του Γουόκερ Έβανς "Αμερικανοί φωτογράφοι". Το βιβλίο του Φρανκ πρωτοδημοσιεΰθηκε με τίτλο "Les Americains" στο Παρίσι το 1958 και ακολούθως στη Νέα Υόρκη το 1959.
Το οδικό ταξίδι ανά τις Ηνωμένες Πολιτείες είχε γίνει ένας ψυχαναγκασμός για τους Ευρωπαίους, όπως ήταν η περιοδεία στην Ιταλία τον 18ο αιώνα. Στην περίπτωση του Φρανκ, είχε ως αποτέλεσμα την περιγραφή κοινωνικών και πολιτικών τάσεων στη νέα χώρα του, δρόμων που δεν ακολουθήθηκαν.
Συγκρίσιμο από πολλές άποψεις με το "Minima Moralia" του Τεοντόρ Αντόρνο του 1946 (το οποίο έβλεπε επίσης την κουλτούρα των Ηνωμένων Πολτειών σαν ένα πανόραμα του μέλλοντος), το βιβλίο με τις 83 εικόνες δεν διατύπωνε μόνον ένα όραμα το οποίο καθοριζόταν από την πρόσφατη αναχώρηση Φρανκ από την Ευρώπη του Ολοκαυτώματος και της καταστροφής της υποκειμενικότητας από τον ολοκληρωτισμό, αλλά διερευνούσε επίσης το μέλλον των κοινωνικών σχέσεων και της υποκειμενικότητας στο ισχυρότερο κράτος έθνος που αναδύθηκε στη μεταπολεμική περίοδο.
Η αμερικανική έκδοση περιλάμβανε μια εισαγωγή του Τζακ Κερουάκ, του μπίτνικ ποιητή του "Στο δρόμο", και οι εικόνες του, όπως το κουρείο και οι εσωτερικοί χώροι, συχνά αποτίνουν φόρο τιμής στον Γουόκερ Έβανς, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι οι κοινωνικές σχέσεις και η πολιτική οργάνωσή τους - τις οποίες η φωτογραφία ντοκιμαντέρ μπορεί να είχε θεωρήσει, εσφαλμένα, προσιτές, ακόμη και διάφανες - είχαν χαθεί για πάντα, καλυμμένες από τα συστήματα σημείων της αυτοκίνησης και της κατανάλωσης των μέσων ενημέρωσης.
Παρ' όλα αυτά, τουλάχιστον τέσσερις εικόνες είναι αφιερωμένες στην αναγνώριση της εργασίας, και ενώ οι φωτογραφίες του Φρανκ που δείχνουν εργάτες μπροστά στον κυλιόμενο ιμάντα είναι εξίσου θολές με τα καρέ των Ρώσικων Μπαλέτων του Μπρόντοβιτς δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, στην περίπτωση του Φρανκ όμως η καταχνιά υποδηλώνει την αμφιβολία σχετικά με την πρόσβαση της φωτογραφίας στις κοινωνικές σχέσεις και όχι ψευδαισθητικές επικλήσεις του παρελθόντος.
Οι οξυδερκείς παρατηρήσεις του Φρανκ για τον αυστηρό φυλετικό διαχωρισμό που γνώρισε στην Αμερική της δεκαετίας του 1950 είναι πιθανώς πιο σημαντικές. Παρότι στοχαστικό έργο, οι "Αμερικανοί" είναι ένα βιβλίο που εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από την παρόρμηση του ντοκιμαντέρ να καταστήσει τη φωτογραφία μέσο πολιτικού διαφωτισμού και κοινωνικής αλλαγής, και τα λάιτμοτιφ του Φρανκ υποδεικνύουν τη διαγνωστική του ευκρίνεια: η επανάληψη και τοποθέτηση σε κεντρική θέση εικόνων της αμερικανικής σημαίας, του αυτοκίνητου και των τεχνολογιών της κουλτούρας των μέσων ενημέρωσης (κινηματογράφοι, τηλεοράσεις και τζουκ-μποξ), προσδιορίζουν τις δυνάμεις που διαμορφώνουν τη διογκούμενη κυριαρχία της αμερικανικής καταναλωτικής κουλτούρας και άνομης κοινωνίας.
Σε κάθε στροφή δρόμου, ο Φρανκ φαίνεται να κοιτάζει τον Νέο Κόσμο όχι απλώς με τα ορθάνοιχτα έκθαμβα μάτια του άρτι αφιχθέντος Ευρωπαίου, αλλά σοκαρισμένος από το μοντέλο των όσων μέλλει γενέσθαι....
αναδημοσίευση - απόσπασμα από το βιβλίο "Η Τέχνη από το 1900"
Cartier Bresson, Sarah Moon, Robert Frank
Την άνοιξη του 1955, κατόπιν αίτησης την οποία είχε συντάξει ο Έβανς, ο Φρανκ έλαβε υποτροφία από το ίδρυμα Guggenheim για να ολοκληρώσει ένα πρότζεκτ το οποίο αόριστα περιέγραφε με τη φράση «φωτογραφίζοντας την Αμερική». Όπως έγραφε ο Έβανς μάλλον στην αίτηση που υπέγραφε ο Φρανκ, αυτό που είχε στο μυαλό του ο φωτογράφος ήταν «η παρατήρηση και η καταγραφή αυτού που μπορεί να δει ένας πολιτογραφημένος Αμερικανός στις Ηνωμένες Πολιτείες... μια κωμόπολη τη νύχτα, ένα πάρκινγκ, ένα σουπερμάρκετ, μια λεωφόρο, τον άνθρωπο που έχει τρία αυτοκίνητα και τον άνθρωπο που δεν έχει κανένα».
Το αποτέλεσμα ήταν οι συγκλονιστικές (ειδικά τότε, αλλά και διαχρονικά) φωτογραφίες που αποτέλεσαν το λεύκωμα «The Americans», μια από τις πιο σημαντικές φωτογραφικές δουλειές του 20ού αιώνα (και συνεπώς όλων των εποχών) παρότι στην πρώτη κυκλοφορία του, το έργο συνάντησε απίστευτη εχθρότητα και κατηγορήθηκε μέχρι και για αντιαμερικανική προπαγάνδα.
Ο Φρανκ έκανε μια σειρά από ταξίδια ανά την αμερικανική επικράτεια, καλύπτοντας πάνω από τριάντα πολιτείες και διανύοντας τουλάχιστον 10.000 μίλια σε διάστημα εννέα μηνών, μέχρι και το τέλος του καλοκαιριού του 1956. Από τα 27.000 καρέ που τράβηξε, κράτησε τελικά για το βιβλίο μόλις 83 φωτογραφίες που για τον ίδιον αποτελούσαν την πεμπτουσία του εγχειρήματος που είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει.
Το βιβλίο εκδόθηκε καταρχάς στη Γαλλία, σε μια έκδοση που ο ίδιος ο Φρανκ ουδόλως ενέκρινε, θεωρώντας ότι δεν αντιπροσώπευε την ουσία της δουλειάς του, ειδικά εξαιτίας των κειμένων (Τοκβίλ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ρίτσαρντ Ράιτ) που είχαν επιλεγεί για να συνοδεύσουν τις εικόνες και έκαναν αυτό το πολυσύνθετο φωτογραφικό δοκίμιο να μοιάζει με αντιαμερικανική πραγματεία. Όταν το 1959 κυκλοφόρησε και στην Αμερική το βιβλίο, τα κείμενα απομακρύνθηκαν και ο σχεδιασμός ανταποκρίθηκε σ' αυτό που είχε οραματιστεί ο Φρανκ.
Στην αμερικανική έκδοση εμφανίστηκε ως εισαγωγικό σημείωμα και το κείμενο που είχε ζητήσει ο φωτογράφος από τον Τζακ Κέρουακ (και οι Γάλλοι εκδότες είχαν απορρίψει) στο οποίο έγραφε ότι ο Ρόμπερτ Φρανκ «ρούφηξε με τις εικόνες του από την Αμερική ένα θλιμμένο ποίημα και συντάχτηκε αυτομάτως με τους τραγικούς ποιητές αυτού του κόσμου». «...Με τη σβελτάδα, το μυστήριο, την ιδιοφυΐα, τη μελαγχολία και την παράξενη μυστικότητα μιας σκιάς, ο Φρανκ φωτογράφησε σκηνές που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ σε φιλμ...».
επιμέλεια : J.Eco
διαβάστε τη συνέντευξη του Robert Frank στην εφημερίδα Le Monde το 1994
διαβάστε το άρθρο : Robert Frank και Κινηματογράφος