«Όταν επιστρέφεις στην Αθήνα μετά από αρκετά χρόνια στη Γερμανία, το πρώτο που σε ξαφνιάζει είναι το φως, τα αρχαία που είναι σπαρμένα παντού και φυσικά τα πρόσωπα», γράφει ο Νίκος Δεληβοριάς προλογίζοντας το φωτογραφικό αφιέρωμα της Κατερίνας Ζωιτοπούλου Μαυροκεφαλίδου στην Αθήνα του 1966.
«Στην Αθήνα δε θα δεις επίσης ούτε και την κτιριακή ομοιομορφία της Ευρώπης. Εδώ κάθε σπίτι έχει τη δική του όψη και σε κάθε δρόμο θα βρεις κτήρια που θα σε ξαφνιάσουν με την ομορφιά ή με την ασχήμια τους», συνεχίσει ο Νίκος Δεληβοριάς. «Γι’αυτό και στην Αθήνα δεν κοιτάς ποτέ τα κτήρια, μόνο το αρχαίο πρόσωπο της πόλης και τα πρόσωπα των κατοίκων της. Κι αυτό έκανε η Κατερίνα. Κοίταξε και αποτύπωσε στο φιλμ τα πρόσωπα αυτής της πόλης».
Η Κατερίνα Ζωιτοπούλου Μαυροκεφαλίδου μετανάστευσε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στο Δυτικό Βερολίνο, μια πόλη με ανοιχτά τα τραύματα του ναζισμού, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του χωρικού διχασμού από την ανατολική της πλευρά με το Τείχος.
Για να διεισδύσει στην καρδιά της και να γνωρίσει τους ανθρώπους στις λαϊκές συνοικίες πήρε τη φωτογραφική της μηχανή και ξεκίνησε ένα οδοιπορικό, αποτυπώνοντας την ανθρωπογεωγραφία της πόλης. Σπούδαζε ήδη στη Σχολή Φωτογραφίας και Κινηματογράφου. Με τη μελαγχολική αισθαντικότητα της κινηματογραφικής της γραφής δημιούργησε εικόνες του Βερολίνου στο μεταίχμιο δύο εποχών. Ένας άνεμος εκσυγχρονισμού που θα οδηγούσε στη μεταπολεμική κοινωνία της αφθονίας συνυπήρχε με το βάρος της πρόσφατης τραγωδίας του ναζισμού που φώλιαζε στα σκοτεινά κτίρια και τα λυπημένα πρόσωπα των παιδιών. Το φωτογραφικό της αυτό έργο παρουσιάστηκε στην έκθεση του Ινστιτούτου Γκέτε, τον Μάρτιο του 2005, και την έκδοση με τίτλο «Βερολίνο, Berlin».
Η Κατερίνα Ζωιτοπούλου Μαυροκεφαλίδου επέστρεψε το 1966 στην Αθήνα, μετά από δέκα χρόνια παραμονής στο Βερολίνο. Η πόλη είχε αρχίσει ν’ ανασαίνει από το ασήκωτο βάρος των διαδοχικών αντιδραστικών καθεστώτων, του πολέμου, της κατοχής και των διώξεων της Αριστεράς στις φυλακές και τα ξερονήσια. Ζει την επανασύνδεσή της μέσα από τους χωρικούς μικρόκοσμους και τους λαϊκούς ανθρώπους, συλλαμβάνοντας με το φωτογραφικό της φακό τη διάχυτη ατμόσφαιρα προσμονής λίγο πριν ξεσπάσει η θύελλα της δικτατορίας.
Η Κατερίνα Ζωιτοπούλου Μαυροκεφαλίδου συνδέθηκε με τον κινηματογράφο και απέδωσε πρόσωπα και χώρους, διαφυλάσσοντας τη μοναδικότητά τους σε μια στιγμή του χρόνου, μια στιγμή της ιστορίας.
Φτάνοντας στην Αθήνα από το Βερολίνο ξεκίνησε το φωτογραφικό της οδοιπορικό στις αρχαιότητες και τους μικρόκοσμους της πόλης. Η Ακρόπολη αποτέλεσε την αφετηρία. Ο Παρθενώνας, ελεύθερος από μελλοντικές αποκαταστάσεις, με ελάχιστους τουρίστες, επιβλέπει την πόλη του ακουμπώντας τη λαϊκή γειτονιά της Πλάκας, που μαζί με τις πλατείες Κλαυθμώνος, Δημαρχείου, Ομόνοιας, το Μοναστηράκι και την Αγορά συνθέτουν το λαϊκό αστικό τοπίο. Τα μνημεία δεν είναι απόμακρα και το κέντρο της Αθήνας κατοικείται από λαϊκό κόσμο που διαμένει σε ταπεινά σπίτια και εργάζεται στα επαγγέλματα της εποχής. Οι λούστροι, οι οργανοπαίχτες, οι μικρέμποροι της αγοράς, οι οικοδόμοι, οι γυναίκες, τα παιδιά αποθανατίζονται στο φακό της μέσα στους χώρους της καθημερινής ζωής. Δημιουργεί, κατ’ αναλογίαν του φωτογραφικού της έργου στο Βερολίνο, όμως εδώ με την παρηγοριά που χαρίζει το φως και χωρίς την πληγή του Τείχους.
Η αφετηρία της μεταπολεμικής πόλης και των ανθρώπων της, με τις αθέατες πληγές από τις φυλακές, τις εξορίες και τον αγώνα για το μεροκάματο, αποθανατίζεται από την Κατερίνα Ζωιτοπούλου - Μαυροκεφαλίδου λίγο πριν η δικτατορία ανακόψει την επούλωση των τραυμάτων και τη στερέωση της Δημοκρατίας.
Το φωτογραφικό της έργο εκδόθηκε στο βιβλίο «Αθήνα, Athen», με κείμενα του Νίκου Δεληβοριά, το 2020 από τις εκδόσεις Παρασκήνιο.
πηγές: "Athens Voice", εφμ."Εποχή"
επιμέλεια: J.Eco
δείτε το αφιέρωμα του aspromavro-net για το Βερολίνο της Κατερίνας Ζωϊτοπολούλου