Μέ τήν αυγή τού 19ου αιώνα έμφανίζεται στο Πήλιο ό ζωγράφος Παγώνης, πού κυριαρχεί στήν καλλιτεχνική του ζωή σαράντα περίπου χρόνια, άπό τα 1800 ως τα 1838. 'Οταν έρχεται άπό τό μακρινό χωριό του, τους Χιονάδες, είναι πιά έτοιμος ζωγράφος, άρα γύρω στά 25 με 30 χρόνια του. Τό χωριό του είναι πατρίδα μακριάς σειράς ζωγράφων και φαίνεται πώς ή μαθητεία εκεί ήταν κάπως οργανωμένη, χωρίς ως τώρα νά έχουμε πειστικά στοιχεία πώς υπήρχε Σχολή. Στήν άρχή παίρνει τό έπίθετο Χιονιαδίτης, άπό τον τόπο της καταγωγής του. Τό 1801 στον "Αγιο Δημήτριο Νεοχωριού και τό 1802 στήν Αγία Μαρίνα Κισσού έτσι υπογράφει. 'Αργότερα μόνο μέ τό βαφτιστικό του: «έν έτει 1804 αωδ δεκεβρίου: 20 χειρ εύτελεστάτου παγόνη» ,'Αγία Τριάδα Άνηλίου. "Οταν πιά είναι μόνιμος κάτοικος της Δράκιας, παντρεμένος μέ χωριανή, ύπογράφει «παγώνης δρακιώτης» ('Αγία Τριάδα Μακρινίτσας, 1836).
Ό Παγώνης βρίσκει τό Πήλιο στήν πιο καλή του ώρα. Ένώ άλλες περιοχές τής Ελλάδας παρακμάζουν μέσα στήν πρώτη δεκαπενταετία του 19ου αιώνα, τό Πήλιο συνεχίζει τήν άνοδική του πορεία γιά τούς λόγους πού άναφέραμε. Σπίτια και έκκλησίες χτίζονται συνέχεια και σέ μεγάλο ποσοστό στολίζονται μέ τοιχογραφίες. Απανωτές είναι οί έργασίες πού άναλαβαίνει ό Παγώνης. Στά 1801 ζωγραφίζει τον "Αγιο Δημήτριο Νεοχωριού, στά 1802 τήν Αγία Μαρίνα Κισσού, στά 1804 τήν 'Αγία Τριάδα κοντά στο 'Ανήλιο, στά 1805 τήν Παναγίτσα κοντά στή Δράκια, στά 1810 τό σπίτι του Μπαλντούμη στή Δράκια, στά 1815 τον "Αγιο Γεώργιο Δράκιας, στά 1820 τον "Αγιο Αθανάσιο στο ίδιο χωριό, στά 1832 τό παράσπιτο Τριανταφύλλου πάλι στή Δράκια, στά 1834 τον 'Αγιο Γεώργιο κοντά στον Κισσό, στά 1836 τήν 'Αγία Τριάδα Μακρινίτσας, στά 1838 τον 'Αγιο Σπυρίδωνα Δράκιας.
Είναι πιθανό πώς θά ύπήρξαν και άλλα σπίτια και έκκλησίες ζωγραφισμένα άπό τον Παγώνη, πού καταστράφηκαν πριν προλάβουμε νά τά καταγράψουμε. 'Αλλωστε και άρκετά άπό αυτά πού σημειώνονται παραπάνω σώζονται μόνο σέ φωτογραφίες. Τό κενό άνάμεσα στά χρόνια 1820 -1832 οφείλεται άσφαλώς στήν έκρηξη τής Επανάστασης του 1821 και στις δύσκολες συνθήκες πού έπακολούθησαν. Δέν ήταν δυνατό νά γίνουν μεγάλα έργα, όπως οί τοιχογραφήσεις. Είναι πιθανό πώς γιά ένα διάστημα ξαναγύρισε στο χωριό του, γιατί στις 6 Σεπτεμβρίου 1826 ύπογράφει μάρτυρας σέ πωλητήριο κτήματος.
Τό πλούσιο έργο του Παγώνη, αυτό πού σώζεται κι έκείνο πού διασώθηκε μόνο σέ μαυρόασπρες φωτογραφίες, φανερώνει ένα ζωγράφο πληθωρικό μά άνισο. Ή ποιότητα τής ζωγραφικής του παρουσιάζει τέτοιες διακυμάνσεις, άκόμα και μέσα στο ίδιο σύνολο, πού νά δικαιολογείται ό πειρασμός νά άποδώσουμε ένα μέρος των τοιχογραφιών σέ μέτριους και άνεξέλεγκτους βοηθούς. Αυτό, όμως, δέ συμφωνεί μέ όσα ξέρουμε γιά τον καταμερισμό τής έργασίας στά συνεργεία τής έποχής του. Οί άρχάριοι έτριβαν χρώματα και έκαναν βοηθητικές δουλειές. Οί πιο προχωρημένοι γέμιζαν έπιφάνειες σύμφωνα μέ τά σχέδια και τις οδηγίες του ζωγράφου ή έκτελούσαν δευτερεύοντα μέρη του έργου. Τό γενικό σχεδίασμα, ή έπιλογή των χρωμάτων και τό τελείωμα του έργου γινόταν πάντα άπό τον ίδιο. Όρμητικός σέ μερικά έργα και μακάριος σέ άλλα, λυρικός τραγουδιστής άλλά και βαριεστημένος άφηγητής, έπιμελής έκτελεστής και λίγο πιο πέρα βιαστικός και τσαπατσούλης, δίνει σέ πρώτη ματιά τήν εικόνα μιας άνισης και χωρίς συνέπεια προσωπικότητας. Ωστόσο μιά προσεκτική μελέτη του έργου φανερώνει βαθύτατη συνέπεια κάτω άπό τήν έπιφανειακή άσυνέπεια. Θά έλεγε κανείς πώς ό Παγώνης θά ήταν άντιφατικός χωρίς αύτές τις άντιφάσεις.
Ή τελευταία δεκαετία τού 18ου αιώνα και οί πρώτες του 19ου χαρακτηρίζονται άπό σημαντικές άλλαγές στά θέματα και στήν τεχνοτροπία τής πηλιορείτικης λαϊκής τέχνης. Ή άνθρώπινη μορφή, ή φορεσιά τής έποχής, τό τοπίο, ή νεκρή φύση περνούν όχι μόνο στή διακόσμηση του σπιτιού άλλά και στο χώρο τής έκκλησίας. Στή ζωγραφική τό σχέδιο γίνεται πιο έλεύθερο, τό χρώμα τολμηρότερο. Στήν ξυλογλυπτική, όπως είδαμε, συντελείται άληθινή κοσμογονία. Ό λιθογλύφος Μίλιος άξιοποιεί τις κατακτήσεις των προκατόχων του σέ τολμηρές συνθέσεις, άλλά και δέ διστάζει νά σκαλίσει μορφές συγκαιρινών του. Ο άγνωστος τεχνίτης των λιθανάγλυφων τού 'Αγίου Δημητρίου Νεοχωριού έξανθρωπίζει τά πανάρχαια σύμβολα και παίζει άφοβα μαζί τους.
Ακόμα και στήν ύφαντική, όπως θά δούμε παρακάτω, έμφανίζονται γυναίκες στις καθημερινές τους άσχολίες, σχηματοποιημένα άνθοδοχεία και ψάρια. Ή έποχή του Παγώνη συνεχίζει και ολοκληρώνει μιά μακριά περίοδο οικονομικής και πολιτιστικής άνόδου, πού τή χαρακτηρίζει ή δίψα γιά μάθηση και αυτό πού θά λέγαμε προσγείωση του ένδιαφέροντος. Ό Παγώνης, γνήσιο τέκνο τής έποχής του, είναι άντιμεταφυσικός, άγαπάει και τραγουδάει τήν ομορφιά τούτης τής ζωής. Γοητεύεται άπό τήν έπικοινωνία των άνθρώπων μεταξύ τους. Έλκεται άπό τήν πραγματικότητα, ίσως όχι τήν πολύ κοντινή, αύτή πού μέ τήν καθημερινή τριβή άποδυναμώνεται συγκινησιακά, μά έκείνη πού μιά κάποια χρονική ή τοπική άπόσταση συντηρεί τήν αίγλη της. Κάνει κι αύτός τά φανταστικά παλάτια τού Δαβίδ ή τό μακρινό όρος τού Σινά, άλλά τό μεγαλύτερο μέρος των τοπογραφιών του άφορα τόπους και πολιτείες πού άπέχουν λιγοήμερο, και, μέ τά μέσα τής έποχής του, ταξίδι για τή Χαλκίδα, τή Λαμία, τήν Αταλάντη, τά Μετέωρα, τό 'Αγιον Ορος.
Την πατρική τέχνη της ζωγραφικής μαθαίνει και ό δευτερότοκος γιός του Αθανάσιος. Πότε άκριβώς γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. 'Αφού, όμως, στά 1820 υπογράφει έργο του, θά πρέπει νά γεννήθηκε γύρω στά 1800, όχι νωρίτερα, γιατί τό τελευταίο γνωστό του έργο έχει χρονολογία 1878 και δε φαίνεται πιθανό νά ζωγράφιζε ογδόντα χρονών. Λίγες τοιχογραφίες έκανε στο Πήλιο, κι αυτές μέτριες και χωρίς έπιμελημένη προετοιμασία του σοβά. Αγιογραφίες του συναντήσαμε σέ παρεκκλήσι τής 'Αγίας Μαρίνας Κισσού, άπό τις όποιες διατηρούνται και σήμερα μερικά τμήματα, και μιά «Πλατυτέρα» στόν, γκρεμισμένο σήμερα, ναό τής (Αγίας Παρασκευής Κισσού, έργο τού 1876, πού τό ύπόγραψε: «διά χειρός 'Αθανασίου Παγώνη Δρακιώτου». Αν και τό έργο έγινε 75 χρόνια άργότερα άπό τις τοιχογραφίες τού πατέρα του, στά 1950 είχε άρχίσει νά ξεφλουδίζει και να άποχρωματίζεται.
Τοιχογραφίες του ύπάρχουν και στο έσωτερικό τής Θεσσαλίας. Ζωγράφιζε κυρίως μικρές φορητές εικόνες, πού τις πουλούσε κάθε καλοκαίρι, μετά τον άλωνισμό, στά χωριά τού θεσσαλικού κάμπου. Δούλευε τό χειμώνα και τήν άνοιξη στο σπίτι του, πού βρισκόταν στήν κάτω συνοικία τής Δράκιας. Είναι συνήθως μέτριες άγιογραφίες, βιαστικές και μέ κακή προετοιμασία τής έπιφάνειας. Έντούτοις, υπάρχουν και μερικά έργα μέ χρωματικές άρετές.
Μέ κέφι ζωγράφισε τό δωμάτιο ύποδοχής τού σπιτιού του. Τό περιζώνει, κατά τή βορειοελλαδίτικη συνήθεια, μέ ζωγραφική φρίζα, πού διακόπτεται μόνο στο νότιο τοίχο άπό μερικούς φεγγίτες. Στούς τρεις τοίχους, τό βορινό, τον άνατολικό και τό δυτικό, ζωγράφισε τοπία τού κάμπου. Στο νότιο, άνάμεσα σέ μπαρόκ διακοσμητικά πού πλαισίωναν τούς φεγγίτες, τις προσωπογραφίες τού Ρήγα Φεραίου και τού Δημήτριου Υψηλάντη. 'Ενα μέρος άπό αύτές βρίσκεται σήμερα σέ ιδιωτική συλλογή στο Βόλο και τό άλλο καταστράφηκε πριν και μετά τους σεισμούς τού 1955. Τά τοπία είναι περιγραφή εύθυμη και λυρική συγχρόνως τού θεσσαλικού κάμπου πού τον γνώρισε καλά στά έτήσια καλοκαιρινά ταξίδια του.
Ή εγγονή του κ. Χωματίδη μας πληροφόρησε ότι συχνά ό ζωγράφος περιέγραφε σέ συντροφιές χαριτωμένα έπεισόδια άπό τή ζωή των χωρικών τού κάμπου. Ό 'Αθανάσιος Παγώνης είδε μέ κοφτερό μάτι τό καμπίσιο τοπίο. Τά χαμηλά σπίτια τών κολίγων μισοσκεπάζονται άπό τούς μαλακούς κυματισμούς τού έδάφους. Ή ταπεινότητά τους τονίζεται και μέ τήν άντίθεση προς τά ψηλά δέντρα και τον πύργο τού τσιφλικά, πού ύψώνεται άλαζονικός στήν άκρη τού χωριού.
Ταπεινός και ό οίκος του Θεού, μόνον ό σταυρός στη στέγη τον ξεχωρίζει άπό τ' άλλα χαμόσπιτα, πού είναι στενόμακρα και παρουσιάζουν στό θεατή τις δυο πλευρές τους, τή στενή φωτισμένη και τή μακριά σκιερή. Οί στέγες δίρριχτες. Τά κυπαρίσσια είναι πράσινα μέ σκουρότερη άπόχρωση στή σκιά. Διάφορα ζώα είναι άραδιασμένα στό ίσιωμα μπροστά στά σπίτια.
'Ολα, μικρά και μεγάλα στό φυσικό τους, στή ζωγραφιά έχουν τό ίδιο μέγεθος, χωρίς νά έπηρεάζονται ούτε άπό τή διαφορά της άπόστασης. Ή άπόδοση είναι σκιαγραφική. 'Ωστόσο ξεχωρίζει ή φιγούρα τού κάθε ζώου μέ τονισμένα τά χαρακτηριστικά και τήν έκφραστική κίνηση. Ή κότα, ό σκύλος, ή άλεπού, ό κόκορας, τό βόδι, όπως διαγράφονται έντονα έπάνω στό άνοιχτόχρωμο φόντο, είναι σά νά προαναγγέλλουν τις φιγούρες τού θεάτρου των σκιών.
Άπό τις προσωπογραφίες σώθηκε μόνο τού Ρήγα, μέ άρκετές φθορές άπό άσβέστωμα. Τού Υψηλάντη μόνο σέ μαυρόασπρη φωτογραφία. Είναι δυό έργα πού, μέ τό σίγουρο πλάσιμό τους, τό λιτό χρωματισμό και τήν έκφραστική τους δύναμη, άνήκουν στις πιό λαμπρές έπιτεύξεις λαϊκής προσωπογραφίας.
απόσπασμα - αναδημοσίευση από το βιβλίο του Κίτσου Μακρή: "Η Λαϊκη Τέχνη του Πηλίου", 1978
επιμέλεια : J.Eco