Zωγράφος, φωτογράφος και ερωμένη
Dora Maar, αρχικό όνομα Henrietta Theodora Markovitch (Marković), (γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1907 στο Παρίσι και πέθανε στις 16 Ιουλίου 1997, Παρίσι). Γαλλίδα φωτογράφος και σουρεαλίστρια καλλιτέχνης της οποίας η καριέρα και τα επιτεύγματα επισκιάστηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής της από σχέση της με τον Πάμπλο Πικάσο.
Η Maar, της οποίας η μητέρα ήταν Γαλλίδα και ο πατέρας της Κροάτης, πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Μπουένος Άιρες, όπου ο πατέρας της εργαζόταν ως αρχιτέκτονας. Επέστρεψε στο Παρίσι το 1926 και σπούδασε στην Union Centrale des Arts Décoratifs, στην École de Photographie, στην Académie Julian και στο ατελιέ του André Lhote.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ακολουθεί καριέρα στη φωτογραφία. Δημιούργησε κοινό στούντιο με τον σκηνογράφο Pierre Kéfer και υιοθέτησε το επαγγελματικό όνομα Dora Maar.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας της, η Maar εργάστηκε στον κλάδο της μόδας και της διαφήμισης. Φωτογράφισε επίσης σκηνές δρόμου και ήταν φωτογράφος στα γυρίσματα για την ταινία του Jean Renoir "Le Crime de Monsieur Lange" (1936). Συνδέθηκε επαγγελματικά και φιλικά με τους φωτογράφους Brassaï και Emmanuel Sougez.
Το 1935 η Maar συνδέθηκε με τον κύκλο των σουρεαλιστών André Breton, Paul Éluard και Georges Bataille. Φωτογράφισε πολλούς από τους σουρεαλιστές και εξέθεσε μαζί τους τα έργα της.
Το έργο της άρχισε τότε να αποκτά τα ονειρικά χαρακτηριστικά του σουρεαλισμού. Έκανε φωτομοντάζ αποτελούμενα από ενοχλητικές και διφορούμενες αντιπαραθέσεις. Το Πορτρέτο του Ουμπού (1936, που ονομάζεται επίσης και Père Ubu), μια τερατώδης κοντινή εικόνα που μπορεί να είναι και ένα έμβρυο αρμαντίλο, έγινε το σύμβολο του κινήματος.
Η Maar και ο Picasso ξεκίνησαν την ερωτική τους σχέση το 1936. Τον φωτογράφιζε συχνά στο ατελιέ του και οι φωτογραφίες της - που ο Πικάσο δημιουργεί τη Guernica - έγιναν οπτικά ντοκουμέντα που σχετίζονται με αυτόν τον πίνακα. Καθ' όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, ο Πικάσο ζωγράφισε τη Maar πολλές φορές (π.χ. Dora Maar Seated [1937], Weeping Woman [1937], Weeping Woman in a Red Hat [1937], Woman Seated in a Garden [1938], Dora Maar σε μια πολυθρόνα [1939]).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η Maar επέστρεψε στη ζωγραφική και ζωγράφισε ένα πορτρέτο του Πικάσο στο πολύχρωμο ασύνδετο κυβιστικό στυλ που τότε ήταν η υπογραφή του (Πορτρέτο του Πάμπλο Πικάσο με μαύρο καπέλο [1939]). Μέχρι το 1944 οι σχέσεις μεταξύ της Maar και του Picasso ήταν τεταμένες και οι δυο τους αμακρύνονταν όλο και περισσότερο. Χώρισαν το 1946.
Λίγο καιρό αφότου η Maar και ο Πικάσο διέκοψαν τη σχέση τους, η Maar υπέστη νευρικό κλονισμό και χρειάστηκε ψυχιατρική νοσηλεία. Υποβλήθηκε σε θεραπεία ηλεκτροπληξίας, αλλά τρεις εβδομάδες αργότερα, μετά από αίτημα του Éluard - που παρέμενε στενός φίλος όλα αυτά τα χρόνια - μεταφέρθηκε στην κλινική του ψυχαναλυτή Jacques Lacan, ο οποίος επέβλεπε προσωπικά τη θεραπεία της για τα επόμενα δύο χρόνια. Καθώς συνέχιζε να βασανίζεται από τον Πικάσο, στράφηκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον μυστικισμό.
Συνέχισε να ζωγραφίζει κυρίως νεκρές φύσεις και τοπία. Με τα χρόνια, ως κύρια πηγή των εσόδων της ήταν να πουλάει ότι είχε στην κατοχή της από τον Πικάσο.
Η Maar δεν εκθέτει καθόλου για σχεδόν 25 χρόνια. Η δουλειά της επανεμφανίστηκε το 1990 με το «Dora Maar, Oeuvres Anciennes», μια έκθεση με φωτογραφίες και πίνακές της στη Γκαλερί Marcel Fleiss 1900 - 2000 στο Παρίσι. Ακολούθησε μια μεγάλη έκθεση το 1995 στη Βαλένθια της Ισπανίας.
Μετά το θάνατό της το 1997, δημοπρατήθηκαν τα περιεχόμενα των σπιτιών της στο Παρίσι και στο Ménerbes (Γαλλία), που μεταξύ άλλων περιελάμβαναν δικά της έργα και έργα του Πικάσο.
Η δουλειά της Maar έχει συμπεριληφθεί σε πολλές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις. Το 2006 το σπίτι της "Τhe Dora Maar House" στο Μενέρμπες άνοιξε ως καταφύγιο για συγγραφείς, μελετητές και καλλιτέχνες, ένα πρόγραμμα που διαχειρίζεται το Μουσείο Καλών Τεχνών του Χιούστον.
πηγή :"Britannica" (αναδημοσίευση)
Dora Maar
Henriette Theodora Markovitch, 1907-1997
Γαλλο-Κροατικής καταγωγής, γεννημένη στο Παρίσι και μεγαλωμένη στην Αργεντινή. Φωτογράφος, ζωγράφος και ποιήτρια με εμπνευσμένο αλλά και ιδιαίτερα φορτισμένο έργο, απόρροια από τη μία του φυσικού της ταλέντου και από την άλλη της έντονης και με χαρακτηριστικές διακυμάνσεις ζωής της. Σπούδασε φωτογραφία και ζωγραφική και πολύ γρήγορα άπλωσε τις καλλιτεχνικές της αρετές.
Από τις αρχές του 1930 το φωτογραφικό έργο της διακατέχεται από τις θέσεις, τις τεχνικές και την ιδιοσυγκρασία των Σουρεαλιστών σε συνδυασμό με την τάση της να μαγνητίζεται από ότι ιδιαίτερο και ακραίο. Οι φωτογραφίες της των φτωχών του Παρισιού, μετά το κραχ του 1929, ξεχωρίζουν, γιατί συνδυάζουν την πίστη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια με τα μυστηριώδη σουρεαλιστικά πρότυπα και της προσφέρουν μια ξεχωριστή θέση στον κύκλο των Παριζιάνων καλλιτεχνών.
Νέα, σκεπτόμενη, όμορφη και αινιγματική, πολιτικά ευαισθητοποιημένη, διάγει μια δημιουργική περίοδο κατά την οποία παράγει εξαιρετικές εικόνες φωτογραφίζοντας είτε νεκρές φύσεις, πορτρέτα, μόδα, γυμνά είτε διάφορες σκηνές στους δρόμους του Παρισιού, της Βαρκελώνης και του Λονδίνου, αποκαλύπτοντας την παραδοξότητα της καθημερινής ζωής. Το 1936 η γνωριμία της με τον Pablo Picasso έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα την ζωή της.
Γίνεται η μούσα και ερωμένη του για περίπου μια δεκαετία κατά τη διάρκεια της οποίας ο ζωγράφος δημιουργεί σπουδαία έργα (Guernica, The Weeping Woman, Dora Maar seated, Dora Maar with cat κ.ά). Η Maar βάζει μερικές κάθετες πινελιές στο άλογο της Guernica, ως μια ελάχιστη, αλλά ιδιαιτέρως συμβολική συμμετοχή. Αυτό που αργότερα της δίνει ευρύτερη φήμη είναι οι φωτογραφίες που κάνει στο ατελιέ του ζωγράφου καλύπτοντας όλα τα στάδια δημιουργίας αυτού του αριστουργήματος.
Το 1945, η έμφυτη υπερευαισθησία της, οι καταθλιπτικές της τάσεις και η απόγνωση που φέρνει ο χωρισμός της από τον Picasso, κλονίζουν επικίνδυνα την ψυχική της υγεία. Ο Picasso της παραχωρεί ένα σπίτι στην εξοχή και ο καλός τους φίλος ποιητής Paul Eluard την συστήνει στον ψυχίατρο Jacques Lacan ο οποίος μέσω της ψυχανάλυσης την βοηθά σταδιακά να ανακάμψει. Αργότερα, την κατευθύνει να βρει καταφύγιο στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
Επιστρέφει στη δημιουργία επικεντρώνοντας το καλλιτεχνικό της ενδιαφέρον στην προσωπική ποίηση και τη ζωγραφική που την συνοδεύουν ως το τέλος της ζωής της χωρίς ποτέ να ξεχάσει τον Picasso. Χαρακτηριστικά αναφέρει: Μετά τον Picasso, o Θεός.
Σε ένα ποίημα γράφει: "Η ψυχή που παραμένει δακρυσμένη απ’ το χτες είναι ήσυχη, η εξορία της ανεστάλη. Χώρα χωρίς τέχνη, μονάχα η φύση. Η μνήμη, αγνή μανόλια, τόσο μακρινή…"
"Είμαι τυφλή… και φτιαγμένη από ένα μικρό κομμάτι γης. Αλλά το ατενές σου βλέμμα δεν μ’ αφήνει ποτέ. Κι ο άγγελός σου με κρατά. "
Η φωτογραφία της «Double portrait with hat, 1936-37» έχει έναν κυβιστικό χαρακτήρα, περικλείοντας στοιχεία σουρεαλιστικού πειραματισμού. Προήλθε από μοντάζ αρνητικών με παράλληλη χειρωνακτική επέμβαση.
Κείμενο: Δημήτρης Τσεβάς. Leica Academy, (αναδημοσίευση).
Από το «Dora Maar With And Without Picasso: A Biography, by Mary Ann Caws»
«Υπέβαλε τις γυναίκες στη ζωώδη σεξουαλικότητά του, τις μάγευε, τις κατάπινε και τις έσπαγε σε κομμάτια στον καμβά του»
«Αφού είχε περάσει πολλές νύχτες απομυζώντας τους χυμούς τους, εκχυλίζοντας την ουσία τους, τις αποστράγγιζε, μέχρι να τις πετάξει».
Μαρίνα Πικάσο, εγγονή του Ζωγράφου - (από τα απομνημονεύματά της)
Ο Πικάσο είχε πει ότι «η Ντόρα Μάαρ για μένα είναι η γυναίκα που κλαίει», συνοψίζοντας σε μια πρόταση μια δύσκολη σχέση που ξεκίνησε με μεγάλο πάθος, ήταν πάντα ταραχώδης και έληξε άδοξα και θλιβερά για την Ντόρα, που έγινε γνωστή ως ερωμένη και μούσα του Πικάσο, όπως όλες οι σύζυγοι, ερωμένες και μούσες του που πέρασαν στην αθανασία μέσα από την εικαστική αποθέωση και μερικά από τα πιο διάσημα πορτρέτα που δημιουργήθηκαν ποτέ στην ιστορία της τέχνης.
Όπως η Όλγκα Χοχλόβα, η Μαρί Τερέζ Βαλτέρ, η Φρανσουάζ Ζιλό και η Ζακλίν Ροκ, η Ντόρα Μάαρ τον αγάπησε παράφορα και δεν τον ξεπέρασε ποτέ. Η προσωπική του ζωή ήταν μπερδεμένη όσο δεν παίρνει, αλλά ο Πικάσο είχε τον τρόπο να ελέγχει τους ανθρώπους γύρω του, ειδικά τις γυναίκες του μέχρι τον θάνατό τους.
Δυο από αυτές, η Μαρί-Τερέζ και η Ζακλίν αυτοκτόνησαν, ενώ η Όλγκα και η Ντόρα έφτασαν στα όρια της τρέλας. Η Ντόρα Μάαρ μέχρι το τέλος της ζωής της, στα 89 της, το 1997, δεν μίλησε ποτέ για τον Πικάσο, παραπονιόταν μάλιστα ότι της τηλεφωνούν για να τη ρωτήσουν γι’ αυτόν, για μια προσωπική της υπόθεση, που όπως έλεγε, δεν τους αφορά. Η ιστορία τους όμως δεν ήταν και τόσο προσωπική, αφού η καλλιτεχνική αλληλεπίδραση του ενός στον άλλον ήταν μεγάλη και η καλλιτεχνική πορεία της Μάαρ χωρίζεται σαφώς σε πριν και μετά τον Πικάσο εποχή. Η ίδια στην ουσία δεν απέδρασε ποτέ από τη σχέση της με τον Πικάσο, κάτι που αποκαλύφθηκε μετά τον θάνατό της, από τους μακρινούς της κληρονόμους που έβγαλαν σε δημοπρασία τα προσωπικά της αντικείμενα που είχαν σχέση με τον ζωγράφο. Η Ντόρα Μάαρ είχε κρατήσει τα πάντα, σημειώματα ακόμα και τα ευτελή ενθύμια αυτής της τόσο καθοριστικής και τραυματικής σχέσης.
Η Ντόρα Μάαρ ήταν η πιο δημιουργική, πνευματώδης, έξυπνη και αναγνωρισμένη καλλιτέχνις, όταν τη γνώρισε ο Πικάσο, που ως γνωστόν είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας με όλες του τις γυναίκες και αυτό του έδινε ένα πλεονέκτημα σε συνδυασμό με τη διασημότητα και τη μεγαλοφυΐα του, στην οποία υποκλίθηκαν όλες.
Όμως ο τρόπος που η Μάαρ υποτάχθηκε στα αισθήματά της είναι πρωτοφανής. Η γυναίκα που είχε γίνει δεκτή στο κλαμπ των σουρεαλιστών, που λίγο ως πολύ έβλεπαν τις γυναίκες αν όχι σαν αντικείμενα, πάντως σαφώς υποτιμητικά, δέχθηκε να ζήσει με τον Πικάσο που δεν είχε πάρει διαζύγιο από την Όλγκα, ούτε είχε χωρίσει με τη Μαρί Τερέζ, την οποία δεν άφησε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της σχέσης του με την Ντόρα.
Το μεγαλύτερο έργο που μας κληροδότησε η Μάαρ από τη θυελλώδη σχέση της με τον Πικάσο είναι φυσικά το φωτογραφικό αρχείο της δημιουργίας της «Γκερνίκα», έναν θησαυρό που κατέχει σήμερα το μουσείο Ρέινα Σοφία της Μαδρίτης και αποκαλύπτει πολλά και για τον τρόπο και για την ψυχική κατάσταση του Πικάσο όταν την έφτιαχνε.
Μετά τον Πικάσο, η ίδια πειραματίστηκε με τη ζωγραφική, με εξαιρετικά αποτελέσματα, αλλά τα έργα της εμφανίστηκαν το 1999, μετά τον θάνατό της, σε μια δημοπρασία και ποτέ πριν δεν είχαν βγει από το στούντιό της. Ήταν σαν να είχε χάσει την τόλμη της να γίνει πάλι η εξωστρεφής, χειραφετημένη γυναίκα που έγινε φωτογράφος από τα είκοσι και με μια Rolleiflex ταξίδεψε, φαντάστηκε και μπήκε στα μεγαλύτερα περιοδικά της εποχής της. Ή ίσως ήξερε ότι κάθε δημόσια εμφάνισή της θα ανακινούσε το θέμα «Πικάσο» που της είχε κοστίσει σε νοσηλείες, ηλεκτροσόκ και την κατάθλιψη από την οποία δεν ξέφυγε ποτέ.
“Untitled (Shell hand),” 1934
Όταν ξεκίνησε την καριέρα της ως ζωγράφος και φωτογράφος δημιούργησε μερικές από τις πιο εμβληματικές εικόνες του σουρεαλισμού. Εραστής της ήταν ο Ζορζ Μπατάιγ και η παράξενη ομορφιά της την έκανε μαζί με το ταλέντο της δεκτή σε έναν κύκλο, μέσα στον οποίο έπαιζε πολλούς ρόλους. Ήταν μοντέλο και η ίδια, εκκεντρική και μυστηριώδης. Δούλεψε για λίγο με τον Μαν Ρέι στο στούντιό του, με τον Ζαν Κοκτό και τον Αντρέ Μπρετόν.
Ο Ελιάρ που ήταν στενός της φίλος της αφιέρωσε το σουρεαλιστικό ποίημα Identités και πολλά από τα φωτογραφικά πορτρέτα της που έγιναν στη δεκαετία του 1930 συμπεριλήφθηκαν στο Le Temps Déborde του Ελιάρ.
Κάθε δουλειά της ήταν μια ριζοσπαστική χειρονομία. Η γνωριμία της με τον Πικάσο έχει περιγραφεί άπειρες φορές. Καθισμένη στο καφέ Les Deux Magots, φορούσε ένα ζευγάρι δαντελένια γάντια, κεντημένα με τριαντάφυλλα. Έπαιζε με έναν σουγιά καρφώνοντάς τον ανάμεσα στα δάχτυλά της. Κάποιες φορές αποτύγχανε και τα μάτωνε. Ο Πικάσο της τα ζήτησε σαν αναμνηστικό και η ιστορία τους ξεκίνησε.
Η Ντόρα Μάαρ είχε κάτι το δραματικό, μυστηριώδες που τον ενέπνεε, καθώς η εικόνα της Μαρί Τερέζ είχε ξεθωριάσει. Με τον Πικάσο συνέβαινε έτσι. Η Ντόρα Μάαρ έζησε αυτήν τη σκληρότητα της συμπεριφοράς του προς την προηγούμενη γυναίκα του και εννέα χρόνια αργότερα την υπέστη και η ίδια, όταν ο Πικάσο κουρασμένος από τις εκρήξεις ζήλιας, τον διαρκή ανταγωνισμό και την χειριστική συμπεριφορά της την άφησε για τη Φρανσουάζ Ζιλό.
Η Ντόρα δεν είχε μπορέσει να κάνει ένα παιδί μαζί του και αυτό τη διέλυε. Η ένταση που τους δημιουργούσε ο πόλεμος είχε περάσει και όταν επέστρεψαν στο Παρίσι, η πόλη ήταν τόσο καταθλιπτική όσο και η ζωή τους εκείνο το διάστημα.
Όταν την άφησε, η Ντόρα Μάαρ νοσηλεύτηκε και τίποτα, ακόμα και ο Ζακ Λακάν που την υποστήριξε ως επιστήμονας σε εκείνη τη φάση, δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει ουσιαστικά. Η Μάαρ αποσύρθηκε και σε μια από τις πιο εσωστρεφείς της φάσεις αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και βρήκε παρηγοριά στην ποίηση, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, επιστρέφοντας στον σκοτεινό της θάλαμο μόνο στη δεκαετία του ’70.
Η άλλοτε πολιτικοποιημένη, αριστερή φεμινίστρια που είχε κάνει το αριστούργημα Portrait d’ Ubu, με τίτλο δανεισμένο από το έργο του Αλφρέντ Τζαρί, την ακατανόητη μελαγχολική εικόνα ενός αινιγματικού όντος που έγινε σήμα κατατεθέν των σουρεαλιστών, δεν έχασε ποτέ, σε μια καριέρα που διήρκεσε περισσότερα από 60 χρόνια, την καινοτόμο ματιά της που βρήκε εφαρμογή σε πολλά καλλιτεχνικά πεδία.
Η Ντόρα Μάαρ ήταν μια εξαιρετική καλλιτέχνις, πολύ και πέρα από την εποχή της. Ίσως χρειάζονται μερικά ακόμα χρόνια για να δούμε τα έργα της και να τα αναγνωρίζουμε αυτόματα, τόσο εύκολα όπως τα έργα του Πικάσο στα οποία ποζάρει. Η Ντόρα Μάαρ και ο μινώταυρος (1936), Η Ντόρα Μάαρ με πράσινα νύχια (1936), Πορτρέτο της Ντόρα με στεφάνι από λουλούδια (1937), Η Ντόρα με ψάθινο καπέλο (1938).
Ίσως είναι η μόνη γυναίκα του Πικάσο που μετά τον θάνατό της ξέφυγε από τη σκιά του και απέδρασε από τον μύθο του.
κείμενο : Aργυρώ Μποζώνη, "Lifo" (απόσπασμα - αναδημοσίευση)
επιμέλεια : J.Eco
Dora's Maar photos
Man Ray and Dora Maar