Ο Σουρεαλισμός, στην υπηρεσία της Επανάστασης

08 Σεπτεμβρίου 2022

 



Το 1924 είναι η επίσημη χρονιά γέννησης του κινήματος όταν ο Μπρετόν δημοσίευσε το «Σουρεαλιστικό Μανιφέστο», με εμφανείς τις επιρροές τns θεωρίας του Φρόιντ, στο οποίο πρόβαλλε την αξία του ψυχικού αυτοματισμού και διακήρυττε την πίστη του στη «μελλοντική συγχώνευση των δύο κατ' επίφασιν τόσο αντιφατικών καταστάσεων, του ονείρου και τns πραγματικότητας, σ' ένα είδος απόλυτns πραγματικότητας». Αυτή την υπερπραγματικότητα εννοούσαν οι σουρεαλιστές στη συνέχεια, όταν αναφέρονταν στο «θαυμαστό». Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η λειτουργία του «Γραφείου Σουρεαλιστικών Ερευνών» και η έκδοση τns «Σουρεαλιστικής Επανάστασης», επίσημου οργάνου του κινήματος.

Ο αυτοματισμός, το όνειρο, το «αντικειμενικά τυχαίο» και το ασυνείδητο αποτέλεσαν θεμελιώδους σημασίας στοιχεία στο ξεκίνημα του σουρεαλισμού που περισσότερο από λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα, φιλοδοξούσε να είναι στάση και τρόπος ζωής, ψυχική κατάσταση, έκφραση μίας φιλοσοφικής και επιστημονικής αναζήτησης. Στην πραγματικότητα, ως ένα αυστηρά δομημένο σύστημα, βασισμένο στη λογική και τη συνείδηση, οι σουρεαλιστές αντιπαρέθεταν την πρόκληση και την ενεργοποίηση της φαντασίας, την προσπάθεια χαρτογράφησης αγνώστων, ανεξερεύνητων και σκοτεινών περιοχών, την αποκάλυψη της ποιητικής του ονείρου, την απελευθέρωση του ασυνείδητου.

Με ανατρεπτική διάθεση καταδίκαζαν κάθε μορφή τέχνης και έκφρασης που αντανακλούσε τον ορθολογισμό του δυτικού χριστιανικού πολιτισμού, την ηθική, τους θεσμούς και τους κανόνες της αστικής κοινωνίας που είχε οδηγήσει στη φρίκη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Αποζητούσαν την πλήρη αποδέσμευση του πνεύματος, την αποκατάσταση του ενιαίου της ανθρώπινης ύπαρξης, την εξέγερση ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας και καταπίεσης, μία «νέα διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου», ένα νέο ανθρωπισμό, στηριζόμενο στην ελευθερία, τον έρωτα και την ποίηση. Μέσα σ' ένα τέτοιο πλαίσιο τα ενδιαφέροντα, οι αναφορές και οι μελέτες των σουρεαλιστών εκτείνονταν από την τέχνη των παιδιών, των ψυχικά αρρώστων και των πρωτογόνων προς τη μαγεία, τον μυστικισμό και τον κόσμο της Ανατολής, ενώ εξέχουσα θέση στις αναζητήσεις τους κατείχε η σεξουαλικότητα και η ερωτική συμπεριφορά.




Andre Breton




Η «διαρκής επανάσταση»


Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του ο σουρεαλισμός αυτοανακηρύχτηκε επαναστατικός, προωθώντας την ιδέα της εγκαθίδρυσης μιας «διαρκούς επανάστασης», που θα άλλαζε τη ζωή και τον κόσμο. Το θέμα της κοινωνικής και πολιτικής δράσης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην πορεία του κινήματος και οι πολιτικές επιλογές των σουρεαλιστών γνώρισαν πολλές διακυμάνσεις (μηδενισμός, αναρχισμός, κομμουνισμός, σταλινισμός, τροτσκισμός ανάμεσα σε άλλες). Το 1930 ο Μπρετόν δημοσίευσε το «Δεύτερο Σουρεαλιστικό Μανιφέστο» και ξεκίνησε η έκδοση της επιθεώρησης «Ο Σουρεαλισμός στην Υπηρεσία της Επανάστασης».

Η τέχνη, και ειδικότερα η ζωγραφική, ήταν το καταλληλότερο ίσως μέσο να αποκαλυφθούν και να παρουσιαστούν με εικόνες οι βαθύτερες περιοχές του ασυνείδητου. Παρόλο που ο σουρεαλισμός ξεκίνησε κατά βάση ως λογοτεχνικό κίνημα, γρήγορα καθιερώθηκε και συνδέθηκε στη συνείδηση του κοινού με τις εικαστικές τέχνες. Ποτέ ωστόσο δεν υπήρξε ένα ενιαίο σουρεαλιστικό ύφος (όπως σε άλλα κινήματα, για παράδειγμα στον κυβισμό), αλλά ο κάθε καλλιτέχνης δημιούργησε ένα αυστηρά προσωπικό και χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμο έργο, πέρα από τις οποιεσδήποτε επιρροές. Ο σουρεαλισμός, άλλωστε, πάνω απ' όλα ήταν μια συνάντηση «μοναδικών και ανεπανάληπτων προσώπων». Αμεση επίδραση άσκησε το έργο των Φράνσις Πικαμπιά, Μαρσέλ Ντυσάν, Πάουλ Κλέε και Πάμπλο Πικάσο - ο onoios θεωρήθηκε ο κορυφαίος πρωτεργάτης του σουρεαλισμού - ενώ η μεταφυσική ζωγραφική του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο στάθηκε αποκαλυπτική και καθοριστική. Ο Μπρετόν ανέλαβε την προβολή και την υπεράσπιση του εικαστικού σουρεαλισμού σε μία σειρά δοκιμίων με τίτλο «Ο σουρεαλισμός και η ζωγραφική», που αποτέλεσε το σημείο αναφοράς του κινήματος σχετικά με την τέχνη αυτή.

Η σουρεαλιστική ζωγραφική περιλαμβάνει δύο βασικές κατευθύνσεις, όχι με αυστηρότητα οριοθετημένες, αφού πολύ συχνά στο έργο του ίδιου δημιουργού εμφανίζονται και οι δύο. Η πρώτη κυριάρχησε την «ηρωική περίοδο» του κινήματος (1924 - 1929) και συνιστούσε ένα πιο αφηρημένο ύφος, στηριζόμενο σε μεγάλο βαθμό στην τεχνική της «αυτόματης γραφής» που χρησιμοποιούσαν οι σουρεαλιστές ποιητές για την έρευνα των δυνάμεων του ασυνείδητου και ήταν ο πυρήνας του πρώτου μανιφέστου του Μπρετόν. Αρκετοί ζωγράφοι επιδίωξαν να επεξεργαστούν το εικαστικό της ισοδύναμο. Τα «αυτόματα» καλλιγραφικά σχέδια και οι πίνακες φτιαγμένοι με άμμο του Αντρέ Μασόν, έργα του Χάνς Αρπ και Χουάν Μιρό, οι φωτογραφικοί πειραματισμοί του Μαν Ραίυ, τα φροτάζ και γκρατάζ του Μαξ Ερνστ, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παρόλο που τα έργα αυτά έχουν κάποιες από τις ιδιότητες μιας «αυτόματης» τεχνικής, είναι φανερό ότι η τελική εικόνα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έχει δεχτεί περαιτέρω επεξεργασία. Σε καμία περίπτωση επίσης δεν πρόκειται για μη παραστατικές συνθέσεις αφού και στις πιο αφηρημένες από αυτές κάποιο θέμα υποδηλώνεται έστω και υπαινικτικά.









Οι πρωτεργάτες


Ο Μαξ Ερνστ στάθηκε ο μεγάλος πρωτοπόρος του σουρεαλισμού, δίνοντας ένα έργο πολύμορφο και πολυσήμαντο, τομή στην τέχνη του 20ού αιώνα. Στις συνθέσεις του το αρχέγονο συναντάει το φυσικό, ο οραματισμός τη φαντασία, οι εμμονές το όνειρο. Μέσα από μία διαρκή ενεργοποίηση και ερεθισμό της φαντασίας επιδιώκει την αποκάλυψη της βαθύτερης σημασίας των μορφών που αναδύονται από το ασυνείδητο, ενώ ιδιαίτερα ευρηματικός και καινοτόμος στάθηκε στον τομέα της τεχνικής. Ο Χουάν Μιρό κατέχει μία εξίσου σημαντική θέση στην τέχνη του σουρεαλισμού. Στα έργα του οι μορφές του φυσικού κόσμου μετασχηματίζονται σε αφηρημένα βιόμορφα μοτίβα, αποκαλύπτουν σταδιακά ένα νέο κόσμο εικόνων, προτείνουν μία επανερμηνεία του ορατού κόσμου, όπου η παιδική φαντασία, ο αυτοματισμός, η μαγική ονειρική ατμόσφαιρα, αλλά και μία βαθύτερη ψυχολογική παράμετρος συνθέτουν μία ποιητική ζωγραφική, στόχο και φιλοδοξία των περισσότερων σουρεαλιστών ζωγράφων.

Η σχεδιαστική και η χρωματική ακρίβεια και καθαρότητα στην απόδοση των μορφών και των λεπτομερειών, ένας σχεδόν ακαδημαϊκός τρόπος, σηματοδοτεί τη δεύτερη κατεύθυνση της σουρεαλιστικής ζωγραφικής, που συχνά χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως ιλουζισνιστικός ή νατουραλιστικός σουρεαλισμός. Οι δημιουργοί υιοθετούν ένα ρεαλιστικό ύφος, σχεδόν φωτογραφικό. Χρησιμοποιούν υλικό από την πραγματικότητα μορφές και αντικείμενα που παρουσιάζονται αποξενωμένα από το φυσικό περιβάλλον και τη λειτουργία τους αλλά και εξωπραγματικές απροσδιόριστες επινοημένες μορφές. 

Η αποστροφή του Γάλλου συμβολιστή ποιητή του 19ου αιώνα Λωτρεαμόν για το τι θεωρούσε ομορφιά («τη συμπτωματική συνάντηση μιας ομπρέλας με μία ραπτομηχανή πάνω σε ένα τραπέζι ανατομίας) αποτέλεσε πρότυπο για τους σουρεαλιστές. Το στοιχείο της έκπληξης ήταν πρωταρχικής σημασίας για την υπέρβαση της πραγματικότητας και την κατάργηση της λογικής. Απροσδόκητοι συνδυασμοί, απίθανοι συσχετισμοί, παραμορφώσεις και μεταμορφώσεις, ανατροπές των λογικών σχέσεων, αντιφατικές καταστάσεις, συνειρμοί και ασάφειες οπτικοποιούν το ασυνείδητο, αποδίδουν την αντιρεαλιστική ατμόσφαιρα του ονείρου, αναδεικνύουν το παράδοξο και το φανταστικό του περιεχομένου της εικόνας. Το συνολικό αποτέλεσμα εντείνεται στον μέγιστο βαθμό από τη συνειδητή χρήση παραδοσιακών μορφών και τεχνικών.

Ο Υβ Ταγκύ ζωγραφίζει παγωμένα, άχρονα και αχανή τοπία με παράξενα μορφώματα και απολιθώματα, σε ευθεία αντιστοιχία με μία εσωτερική πραγματικότητα, ο Πώλ Ντελβώ γυναικείες φιγούρες μέσα σε ονειρικούς, σιωπηλούς και έντονα σκηνογραφικούς χώρους, ο Ρενέ Μαγκρίτ επικεντρώνεται στην ανατροπή του oικείου στο διφορούμενο, στις επαμφοτερίζουσες σχέσεις λόγου και εικόνας, φυσικής και ζωγραφικής πραγματικότητας.

Η δημιουργία του Σαλβαντόρ Νταλί, συνδυασμός μιας εκπληκτικής τεχνικής δεξιοτεχνίας και μιας παραληρηματικής εικονοπλασίας συνθέτει μία απόλυτα προσωπική μυθολογία, όπου ο καταπιεσμένος ερωτισμός, οι ενοχές και οι φροϋδικές αναφορές συναντούν την παραίσθηση, την αναρχία και την υπερβολή, η μεγαλοφυία την εκκεντρικότητα. Η «παρανοϊκοκριτική» του μέθοδος, θεωρία που πρότεινε για την κατανόηση δύο ή περισσοτέρων πραγματικοτήτων, αποτέλεσε σημείο καμπής για την τέχνη του σουρεαλισμού.

Στη δεκαετία του 1930 στο κίνημα εντάχθηκαν, ανάμεσα σε άλλους καλλιτέχνες, και οι Αλμπέρτο Τζακσμέτι, Βίκτωρ Μπράουνερ, Xανς Μπέλμερ, Οσκαρ Ντομίνγκεζ, Κουρτ Σέλιγκμαν και Ρομπέρτο Μάτα. Η παραγωγή επίσης αντικειμένων αποτέλεσε την ίδια δεκαετία μία ακόμη γόνιμη και ενδιαφέρουσα δραστηριότητα των σουρεαλιστών. Τα «σουρεαλιστικά αντικείμενα» ήταν τρισδιάστατα κολάζ, συναρμογές συνήθως τυχαίων καθημερινών αντικειμένων, επιλεγμένων από τους καλλιτέχνες, όχι για την αισθητική τους αξία, αλλά για την ποιητική σημασία που τους απέδιδαν ή για τα ψυχικά ερεθίσματα που τους δημιουργούσαν.










Εξάπλωση στον κόσμο


Ο σουρεαλισμός ήταν ίσως το πιο οργανωμένο κίνημα του 20ού αιώνα με καθορισμένο πρόγραμμα και στόχους που πρόσφεραν τη δυνατότητα μιας περισσότερο συνεκτικής και οργανωμένης κατεύθυνσης και μεθοδευμένης δράσης. Η συλλογικότητα πρόβαλε ως βασική προϋπόθεση τη συνοχή της ομάδας. Στην πορεία όμως ξέσπασαν έντονες εσωτερικές κρίσεις, αμφισβητήσεις και διαφωνίες, σχετικά με το περιεχόμενο των αναζητήσεων και των επιλογών. Αποχωρήσεις, διαγραφές και σχίσματα προκαλούσαν εντάσεις και έντονες διαμάχες, ενώ προσχωρήσεις νέων μελών έφερναν την ανανέωση και δημιουργούσαν νέες προοπτικές. Ο Μπρετόν, μέχρι τον θάνατό του (1966), διατήρησε για τον εαυτό του τον ρόλο του «ηγέτη», του «Πάπα» του σουρεαλισμού.

Παρόλο που το ιστορικό κέντρο παρέμεινε στο Παρίσι, γρήγορα ο σουρεαλισμός έγινε ένα διεθνές κίνημα. Σουρεαλιστικές ομάδες δημιουργήθηκαν, περιοδικά, βιβλία και μελέτες άρχισαν να εκδίδονται, γκαλερί να ανοίγουν και εκδηλώσεις να πραγματοποιούνται από την Ευρώπη ώς την Ιαπωνία, από την Αίγυπτο ώς τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική. 

Στη Διεθνή Σουρεαλιστική Έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1938 συμμετείχαν 14 χώρες και 70 καλλιτέχνες εξέθεσαν πίνακες, γλυπτά, σχέδια σουρεαλιστικά αντικείμενα, βιβλία και φωτογραφίες. Η διασπορά του σουρεαλισμού εντάθηκε με το ξέσπασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, κατακτώντας μία παγκόσμια σφαίρα επιρροής, διατηρώντας ακμαίες τις ιδέες, τη φιλοσοφία και το πνεύμα του και ζωντανή την επιρροή του ώς σήμερα. Χωρίς να παραβλέπονται οι πραγματικές διαστάσεις, η έκταση του όρου και η ευρύτητα των αναζητήσεών του, θα πρέπει να τονιστεί ότι, ειδικότερα στον εικαστικό τομέα, ο σουρεαλισμός ήταν ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό κίνημα του μεσοπολέμου στην ευρωπαϊκή τέχνη. 

Η κληρονομιά του υπήρξε συμπαγής, μοναδική και ανεπανάληπτη, η επίδρασή του τεράστια και αναγνωρίσιμη σε όλα σχεδόν τα κινήματα και τις τάσεις της τέχνης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.




κείμενο: Γιάννη Μπόλη - Δρος Ιστορικού Τέχνης

επιμέλεια: J.Eco

πηγή : "Επτά Ημέρες Καθημερινή" 2002, (αναδημοσίευση)








Man Ray, Portrait of the Surrealist Poet Andre Breton, Paris, 1924






The Paris surrealists, 1933: Tristan Tzara, Paul Éluard, André Breton, Hans Arp, Salvador Dalí, Yves Tanguy, Max Ernst, René Crevel and Man Ray. Photo by Anna Riwkin-Brick.







H Ida Kar φωτογράφισε τον Μπρετόν στο στούντιο του διαμερίσματός του στο Παρίσι, στη rue Fontaine 42, κοντά στη Μονμάρτρη, όπου ζούσε εκείνη την εποχή με την τρίτη σύζυγό του Ελίζα. Ο Μπρετόν μετακόμισε σε αυτή τη διεύθυνση το 1922 και το διαμέρισμα χρησίμευσε ως το κέντρο του σουρεαλισμού. Ο Μπρετόν φαίνεται στο γραφείο του να περιβάλλεται από τα αντικείμενα που συνέλεξε. Στον τοίχο κρέμεται ένας από τους πιο πολύτιμους πίνακές του, "O εγκέφαλος του παιδιού" του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο (1914) και ένα πορτρέτο του Πάμπλο Πικάσο.





Mε σκηνοθετημένες φωτογραφίες, καθώς και τα πολλά τεχνικά πειράματα με πολλαπλές εκθέσεις, αρνητικές εκτυπώσεις και polarisations, προσπάθησαν οι Σουρεαλιστές να συνδυάσουν τα όνειρα με την πραγματικότητα, όπως δήλωσε ο André Breton στο πρώτο του μανιφέστο για τον Σουρεαλισμό.

«Πιστεύω στη μελλοντική επίλυση αυτών των δύο καταστάσεων, του ονείρου και της πραγματικότητας», έγραψε ο Μπρετόν, «που είναι φαινομενικά τόσο αντιφατικές, σε ένα είδος απόλυτης πραγματικότητας,  σουρεαλιστικής, αν μπορεί κανείς να πει».









Phillipe Halsman














Man Ray














Andre Kertesz








Hans Bellmer