Στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής.
Το καφενείο είναι ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος, όπου εκδηλώνεται με ενάργεια η κοινωνική ζωή όλων των αθηναϊκών κοινωνικών στρωμάτων και όπου παρατηρείται ο μεγαλύτερος βαθμός διανθρώπινης επικοινωνίας. Κατά τον Ε. About, το να μη συχνάζει ένας αλλοδαπός στο καφενείο είναι αρκετός λόγος για «να ζει στην Αθήνα χωρίς να έχει σχέσεις με τους ντόπιους».
Τα καφενεία, ανάλογα με τη θέση τους στην πόλη και τη σχέση τους με το κέντρο της και πς παρυφές του, με τις συνοικίες της και τις εξοχικές περιοχές περιπάτου, όπως ανάλογα και με τη χρονική στιγμή δημιουργίας τους αλλά και τη χρονική περίοδο λειτουργίας τους στη διάρκεια του 19ου αιώνα, διαμορφώνουν τον εσωτερικό τους χώρο, τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που παρέχουν και εν τέλει και τον χαρακτήρα τους, προσελκύοντας και τα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα. Τα τελευταία βέβαια με τη σειρά τους δεν αφήνουν ανεπηρέαστα τα πρώτα.
Δηλαδή στα καφενεία του κέντρου της Αθήνας, ακολουθώντας και την μετακίνησή του βέβαια στη διάρκεια του 19ου αι. από τη διασταύρωση Αιόλου και Ερμού, στις πλατείες Ομονοίας και Συντάγματος, συχνάζουν τα ανώτερα στρώματα, σ' αυτά των συνοικιών (Γεράνι, Μεταξουργείο, Ψειρή, Κολωνάκι, Πευκάκια, Μοναστηράκι, Θησείο, Βατραχονήσι, Πλάκα, Βάθεια, Νεάπολη, Αρδητός, Αη Φίλιππας κ.ά), τα μεσοστρώματα και τα κατώτερα. Αυτονόητο ότι η συνύπαρξη μεσοστρωμάτων και ανώτερων για ορισμένα καφενεία του κέντρου, κατώτερων και μεσοστρωμάτων σε κάποια εκτός κεντρικής περιοχής είναι παρούσα, χωρίς να διαφοροποιεί την παραπάνω διαπίστωση. Στο τέλος του αιώνα αναφέρονται στις πηγές 105 καφενεία στο τρίγωνο του κέντρου της Αθήνας (Ερμού, Πανεπιστημίου, πλ. Συντάγματος), 95 στις εκτός κέντρου περιοχές και στις συνοικίες.
Κέντρα πολιτικών συζητήσεων
Ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά τους παραμένουν αναλλοίωτα σε όλο τον 19ο αιώνα, και αυτά είναι η λειτουργία τους ως κέντρων πολιτικών συζητήσεων, εν πολλοίς και ζυμώσεων, οπωσδήποτε όμως ως ευαίσθητων δεικτών πολιτικών διεργασιών και πολιτικού κλίματος. Ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος σ' επιστολή του στον Τρικούπη, μεταξύ των λόγων παραίτησής του αναφέρει και το γεγονός ότι «ανακτόβουλοι επέμποντο να φλυαρώσι εις τα καφενεία κατ' εμού...», ενώ παραδίδεται ότι την προκήρυξη που απέπεμπε τον Οθωνα το 1862 διάβασε σε καφενείο της οδού Σταδίου ο Ε. Δεληγιώργης.
Το καφενείο « Bella Grecia», η γνωστή «Ωραία Ελλάς», στη διασταύρωση Ερμού και Αιόλου, για σαράντα ολόκληρα χρόνια (1839-1880), αποβαίνει το πολιτικό κέντρο των νεοελλήνων, ο τόπος όπου χωνεύονται οι ιδέες των επαναστατικών ευρωπαϊκών κινημάτων, εξυφαίνονται συνωμοσίες, οργανώνονται επαναστατικές διαδηλώσεις, ξεκινούν ή καταλήγουν πολιτικές πορείες, συστήνονται αντάρτικα σώματα, όπου «δικάζονται βασιλείς και υπουργοί και αποκαλύπτονται επιτηδείως πρόσωπα και ενέργειαι» και όπου τελικά συζητούνται τα προβλήματα «παντός του ελληνικού, της Ευρώπης και της οικουμένης».
Απόρροια αυτής της λειτουργίας του καφενείου είναι η ως τα μέσα του αιώνα «κατάληψη» τμημάτων κάποιων καφενείων από τους οπαδούς διαφορετικών παρατάξεων, ενώ στη συνέχεια προς αποφυγή έντονων αντεγκλίσεων και κυρίως των ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων τους θα ξεχωρίσουν «παραταξιακά» καφενεία. Ο όρος, που μετά το 1880 εμφανίζεται, «τραπεζορήτωρ» ή «καφερήτωρ», «αγορητής των καφενείων» κατά τον Παπαδιαμάντη, σηματοδοτεί τον κυρίαρχο ρόλο που έχει στα καφενεία η ενασχόληση με την πολιτική.
Φιλολογικά καφενεία
Ενα άλλο είδος καφενείων, που κι αυτό προήλθε από τη συγκέντρωση ατόμων με ειδικά ενδιαφέροντα σε ορισμένα σημεία του χώρου (οι «μαλλιαροί» αντιπαρατιθέμενοι στους «καθαρολόγους», οι ποιητές του ρομαντισμού στους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, ή ο ποιητικός κύκλος του Α. Παράσχου κάτω από το μεγάλο κάτοπτρο στου «Γιαννόπουλου», είναι τα φιλολογικά καφενεία, τα οποία λειτουργούν, μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων τους, και ως φιλολογικά στέκια, χωρίς όμως και να αποκλείουν κοινωνικές ομάδες που η λογοτεχνία τις αφήνει αδιάφορες. Τέτοια γνωστά είναι το «Καφέ Τσουράπι» στα Πευκάκια στο Λυκαβηττό και το καφενείο της «Δεξαμενής» (όπου συγκεντρώνονταν «οι άριστοι του πεζού και ποιητικού λόγου της Ελλάδος», ο Βλαχογιάννης, ο Μαλακάσης, ο Κονδυλάκης, ο Παπαδιαμάντης, ο Χριστομάνος, ο Κακριδής, ο Καρβούνης, ο Βέης, ο Βάρναλης, ο Μωραϊτίνης, κλπ), ο «Σοφός Κοραής» στη Νεάπολη και το «Νέον Κέντρον» στα Χαυτεία, το «Καφενείον των ρωμαντικών» στον Ιλισσό, το «Καφενείον των κυνηγών» στις Κολόνες, το καφενείο του Ν. Πολίτη στο Στάδιο κ.ά.
Επαρχιώτες της Αθήνας
Η λειτουργία των καφενείων ως τόπος συνάντησης των από την επαρχία στην πρωτεύουσα αφικνουμένων σε αναζήτηση καλύτερης τύχης θα οδηγήσει είτε να καταλαμβάνονται ορισμένες γωνιές των καφενείων από καταγόμενους από συγκεκριμένα μέρη της Ελλάδας (στο γνωστό φοιτητικό καφενείο «Νέον Κέντρον» οι Κεφαλλονίτες κατελάμβαναν το αριστερό μέρος του χώρου, ενώ οι Σαμιώτες το δεξί) είτε να χαρακτηρίζονται ολόκληρα καφενεία ως αποκλειστικοί τόποι συνάντησης μεταναστών στην Αθήνα από ορισμένες περιοχές της Ελλάδας με τις ντοπιολαλιές τους και τις τοπικές ενδυμασίες τους. Είναι χαρακτηριστικές ορισμένες επωνυμίες τους, όπως «Νήσος Ανδρος», «Γορτυνία», «Ηπειρομακεδονία», «Κάρπαθος», «Κύθνος», «Σμύρνη», «Ανατολή», ενώ το «Μακεδονία», στο οποίο σύχναζαν Έλληνες που έφυγαν από τη Βουλγαρία στα 1872, μετά την ανάπτυξη του βουλγαρικού αστισμού, θα κλείσει το 1885, μετά από διαδηλώσεις, σε κάποια έξαρση του Μακεδονικού ζητήματος.
Οι εφημερίδες
Βασική παράμετρος της πολιτικής διάστασης του καφενείου είναι η ύπαρξη εφημερίδων, στα γνωστά καλαμόπλεκτα ή μεταλλικά πλαίσια, ώστε να διατηρηθούν αναγνώσιμες ως το τέλος της ημέρας. Στα μεγάλα κεντρικά καφενεία υπάρχουν όλες οι εκδιδόμενες στην Ελλάδα εφημερίδες (3 στα ελληνικά και 2 στα ελληνικά και γαλλικά γύρω στα 1840), καθώς και ισάριθμες ξένες οι οποίες αφικνούνται κάθε δέκα ημέρες. Ενδεικτική της ζήτησης των εφημερίδων είναι η φράση από το Ημερολόγιον ΡAMΠΑΓΑ του 7879: «Δύνασαι να φερμάρεις το Φιγαρό και να κατορθώσεις να τ' αναγνώσεις το εσπέρας, αν το αγκαζάρεις από τον κύριον Σούτσον το πρωί». Στα καφενεία των συνοικιών η εφημερίδα συχνά αναγιγνώσκεται από τον εγγράμματο πελάτη εις επήκοον όλων εκείνων που δεν γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση.
Ναργιλές και καφές
Ενα ακόμη χαρακτηριστικό των καφενείων, ανεξαρτήτως θέσης τους στην πόλη και χαρακτήρα ή κοινού τους, είναι η ύπαρξη του ναργιλέ και του τούρκικου καφέ. Αν και τα μεγάλα αθηναϊκά καφενεία συγκρίνονται από τους γνώστες με εκείνα του Αμβούργου, του Βερολίνου και της Ρώμης αλλά και με τα «θεία» της Βιέννης τοιαύτα ή τα γαλλικά catts, ως προς τον διάκοσμο (μεγάλα κάτοπτρα τόσο που οι αίθουσες να χαρακτηρίζονται «κρυσταλλοκόσμητες», «μάρμαρα, βελούδα, βερνίκια και χρυσώματα», γύψινες διακοσμήσεις, ορθομαρμαρώσεις, έγχρωμα πλακίδια που αντικαθιστούν το ξύλινο δάπεδο), τον εξοπλισμό (καρέκλες thonet ή Morris, μπιλιάρδο ή μπιλιάρδα, τραπεζάκια με χυτοσιδηρή βάση και μαρμάρινη πλάκα, ρολόγια εκκρεμή, παραστάσεις και φωτογραφίες και αναπαραστάσεις προσώπων της διεθνούς ιστορίας) τα προϊόντα (τζικολάτα ή τσοκολάτα, καφέ με γάλα ή κρέμα, μόκα μους, αψέντι, παγωτά, γρανίτες και τσουρέκια, «μπομπονιέρες, τούρτες και εκλεκτής κατασκευής ευρωπαϊκά ποτά»), και τις δραστηριότητες (χαρτοπαιξία, μουσική από οργανοπαίκτες αλλά και ορχήστρες, καθώς και τραγούδια από όπερες), ο τούρκικος καφές, («γαβάτσικος», δηλαδή γλυκός, σε χοντρό φλυτζάνι, όπου οι ξένοι με έκπληξη «βρίσκουν.... να φάνε εκεί απ' όπου θα έλπιζαν κάτι να πιούν», ψημένος από τον «ταμπή», δηλαδή τον ψήστη, στη χόβολη), και ο ναργιλές, (με τα απαραίτητα «μαγκαλάκια», τα κασσιτέρινα επιτραπέζια ανθρακοδοχεία, για να κρατιέται συνεχώς αναμμένος), δεν πρόκειται να εκτοπιστούν σ' όλη τη διάρκεια του αιώνα. Το ίδιο συμβαίνει και με την πίπα με το ιδιαίτερα μακρύ στέλεχος, η οποία απαντιέται ακόμα και στα μεγάλα κεντρικά καφενεία ως τα 1880, τόσο συχνά όσο ο ναργιλές και τα στριφτά τσιγάρα με καπνό από το εντός του καφενείου καπνοπωλείο.
Παραστάσεις Καραγκιόζη
Βέβαια, οι παραστάσεις Καραγκιόζη με τις «βωμολοχίες» τους και τα υπονοούμενά τους, με την ανοχή της «Διευθύνσεως της Αστυνομίας ήτις συγχωρεί την έν τισιν καφενείοις παράστασιν του λεγομένου Καραγκιόζη», θα βρίσκονται υπό διωγμό στα μεγάλα καφενεία του κέντρου, όπως και οι παραστάσεις «φασουλήδων», δηλαδή ξύλινων νευρόσπαστων, όχι όμως και γι' αυτό των συνοικιών, όπως και για εκείνα της αγοράς στα οποία συχνάζουν κατώτερα στρώματα. Μή ξεχνάμε ότι ο Μακρυγιάννης, σε ιδιωτική συγκέντρωση έβγαλε τις γυναίκες έξω «για να πει ο καραγκιοζοπαίχτης κείνα που ήξερε».
Ενα ακόμα χαρακτηριστικό του καφενείου είναι η απουσία του γυναικείου πληθυσμού για τα καφενεία των συνοικιών και για όλα του κέντρου, πλην εκείνων που λειτουργούν ως καφενεία-ζαχαροπλαστεία («Ζαχαράτος», «Ζαβορίτης», «Χαραμής», «Καπερώνης»), καθώς και των εξοχικών καφενείων στο πεδίο του Άρεως και στα Χαυτεία ώς τα μέσα του 19ου αι, στον Ιλισσσό, στο Ζάππειο και στις «Κολόνες» ώς το τέλος του αιώνα με γνωστά εκείνα των «Ρήγου», «Γιαννάκη», «Ορφανίδη» κ.ά.
Η χαρτοπαιξία και τα συναφή παιχνίδια (κοτσίνα, μπριτζ, ουίστ, μπιλιάρδο, τάβλι, ντάμα, ντόμινο) σ" όλη τη διάρκεια του αιώνα θα αποτελέσει μόνιμη απασχόληση του ανδρικού πληθυσμού των καφενείων όλων των κατηγοριών και όλων των ειδών.
Ωδικά καφενεία
Τα καφωδεία ή ωδικά καφενεία (caffe concerts ή cafes chantants), με περιοδεύουσες Ευρωπαίες αοιδούς και χορεύτριες, σατιρικά σκετσάκια και παρλάτες, καθώς ενίοτε και με σοβαρότερη πλοκή ηρωικά ή σπαραξικάρδια δραματικά έργα, εμφανίζονται το 1871 στους παριλίσσιους κήπους και αποτελούν συνδυασμό ελαφρού θεάτρου και εξοχικού καφενείου με μουσική. Το θέαμα συγγενικό μ' εκείνο των περιοδευόντων θιάσων συγκεντρώνει όλα τα κοινωνικά στρώματα «ξυπόλυτους θεατάς....και χρυσή νεολαία». Τα καφέ-αμάν ή καφέ-σαντούρ ή αμανε-τζήδικα αποτελούν ταχύτατη (1874) μεταλλαγή επί το ανατολικότερον των προηγουμένων με ανατολικής προέλευσης καλλιτέχνες, μουσική, χορούς και τραγούδια και κοινό τα κατώτερα στρώματα. Αυτά, ωστόσο, εντάσσονται περισσότερο στα μουσικά θέατρα ελαφρού ψυχαγωγικού θεάματος παρά στα καφενεία.
Συνοψίζοντας θα σημείωνε κανείς ότι η κοινωνική διαστρωμάτωση της Αθήνας του 19ου αι. αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και τα πρότυπα συμπεριφοράς τους αποτυπώνονται οπωσδήποτε στις διαφοροποιήσεις των καφενείων ως προς τη θέση τους στην πόλη, τον εσωτερικό τους διάκοσμο και εξοπλισμό, τις λειτουργίες τους, τα προϊόντα τους, τις τιμές τους και τον εν γένει χαρακτήρα τους, όπως με τον ίδιο εναργή τρόπο αποτυπώνονται και οι σχέσεις της Ελλάδας με την ανατολική παράδοση και τα δυτικά πρότυπα.
κείμενο: Ματούλα Σκαλτσά
Ιστορικός Τέχνης, Μουσειολόγος Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΠΘ
Ιστορικά καφενεία του 19ου αιώνα
1834... Η Αθήνα, η μικρή πρωτεύουσα του κόσμου, ξαναχτίζεται πάνω στα ερείπια της. Το χρώμα της Ανατολής σμίγει με τον αέρα της Δύσης αρμονικά, πόλη και άνθρωποι προοδεύουν. Μέσα σε αυτήν τη «sui generis» ατμόσφαιρα, οι Αθηναίοι -παλαιοί και όψιμοι- διατηρούν τις συνήθειες τους. Οι πρώτοι χώροι, λοιπόν, που διαμορφώνονται -μετά την εξασφάλιση στέγης- είναι τα καφενεία. Χώρος γνώριμος και προσφιλής από την ελληνική αρχαιότητα, το καφενείο οφείλει την καταγωγή του στα «θερμοπώλια» της αρχαίας αγοράς. Στα ειδικά καταστήματα που υπήρχαν στους χώρους συνάθροισης, όπου οι πολίτες «πίνοντες συνήρχοντο συνομιλούντες».
Το καφενείο της Αγοράς
Με την ίδια λογική και αυτή τη λειτουργικότητα, στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας των οθωνικών χρόνων δημιουργούνται και γνωρίζουν ακμή το «Καφενείον της Αγοράς», στη βιβλιοθήκη του Αδριανού -κοντά στον Πύργο με το ρολόι που χάρισε στην πόλη ο Ελγιν- κι άλλα μικρότερα καφενεία. Αλλωστε, σε αυτή την περιοχή μεταφέρονται μετά την καταστροφή της Αθήνας από τους Ερούλους, το 267 μ.Χ., οι δραστηριότητες της αρχαίας αγοράς και εδώ λειτουργεί το παζάρι από την ύστατη αρχαιότητα ώς τις 9 Αυγούστου 1884 που κάηκε ολοσχερώς. Φυσικά, το Καφενείο της Αγοράς προϋπήρχε των χρόνων της επανάστασης και επαναλειτουργεί όταν στην Αθήνα αποκαθίσταται η τάξη και οι άνθρωποί της επιστρέφουν στις εστίες τους. Το «Καφενείον της Αγοράς» συγκεντρώνει ανθρώπους της μεσαίας και χαμηλής κοινωνικής τάξης που έρχονται στην αγορά προς άγραν εργασίας, να εργαστούν, να ψωνίσουν, ακόμη και να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους.
Το καφενείο της Ευρώπης
«Το κομψότερο καφενείο των Αθηνών» ,την ίδια εποχή, στον ομφαλό της ελληνικής πρωτεύουσας, στη οδό Αιόλου απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, «σωματώδης τις Γαλλίς» η κυρία Ρομπέρ, ιδρύει το πολυτελές «Καφενείον της Ευρώπης». Ο πατέρας της, ο Γάλλος φιλέλληνας Ρομπέρ σκοτώθηκε από τους Τούρκους κατά τη δεύτερη πολιορκία της Ακροπόλεως, τον Δεκέμβριο του 1826, με θυσία που θυμίζει ήρωα των Ομηρικών επών. Το «Καφενείο της Ευρώπης» είναι το πρώτο στην Αθήνα που φέρνει μπιλιάρδο. Ακμάζει πριν από την ίδρυση του «Καφενείου της Ωραίας Ελλάδος» και εικόνες από την ατμόσφαιρα του μας μεταφέρει ο περιηγητής Μπισόν (1840, J.A. Buchon). «Κοντά ο' ένα μαγαζί τουρκικού τύπου, που μέσα του ο έμπορος κάθεται οκλαδόν χάμω, παίζοντας με τις χάντρες του κομπολογιού του, συναντάει κανείς ένα καφενείο γαλλικού τύπου με μπιλιάρδο από μαόνι. Εδώ, είκοοι Μαλτέζοι καθιστοί στο δρόμο περιμένουν τη μίσθωση των υπηρεσιών τους, εκεί, Εληνες με άσπρη φουστανέλλα και χρυσά γιλέκα, καπνίζουν τις μακριές τους πίπες, ενώ άλλοι Ελληνες ντυμένοι φράγκικα τελειώνοντας ένα μπουκάλι μπίρα, καπνίζουν πούρο ή τσιγάρο και κουβεντιάζουν γαλλικά για τις παρισινές εφημερίδες. Ο ένας φοράει στολή ελληνική με γαλλικές μπότες, ο άλλος ρεδιγκότα γαλλική με φουστανέλλα και γκέτες ελληνικές. Η ελληνική, η γαλλική, η ιταλική, η γερμανική γλώσσα ακούγονται ταυτόχρονα και μια ανάλυση μυθιστορήματος του Μπαλζάκ διακόπτεται από ένα πατριωτικό μονόλογο για την Κρήτη, τον Ομέρ Πασά ή τον Μαυροκορδάτο».
Το καφενειον της ωραίας Ελλάδος
«Η κεντρική διεύθυνσις της εκκλησίας του λαού». «Στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου, λόγω της μεγάλης συρροής πολιτών -στη συνάντηση των δυο αυτών αρτηριών της πόλεως- είναι το εντευκτήριον πολυάριθμων πολιτικάντηδων, που βρίσκουν άφθονη ύλη στην πολυπράγμονα αυτή κοινωνία για ακατάπαυστη και ζωηρή συζήτηση...» («Οι σημερινοί Ελληνες» Tuck-Erman -1874, αναφέρεται στην Αθήνα του 1867).
Σ' αυτό, λοιπόν το πολυσύχναστο σταυροδρόμι, στο ισόγειο της οικίας Βρυζάκη, το 1839 κάποιος Ιταλός ονόματι Santo ιδρύει το θρυλικό Καφενείο «Bella Grecia» ή Ωραία Ελλάς. Το ιστορικό αυτό εντευκτήριο υπήρξε κέντρο της πολιτικής ζωής -κι όχι μόνον- επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, από την ίδρυσή του ώς τα 1879 που έκλεισε τις θύρες του.
Ο μεγάλος Δανός παραμυθάς, ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν επισκέπτεται την Αθήνα τον Απρίλιο του 1841 και φυσικά την «Ωραία Ελλάδα» και γράφει σχετικά: «Η Αθήνα έχει μερικά ελληνικά ή μάλλον τουρκικά καφενεία κι εκτός από αυτά ένα καινούργιο ιταλικό, τόσο μεγάλο και κομψό, που θα έκανε εντύπωση ακόμα και στο Αμβούργο και το Βερολίνο. Εδώ είδα νεαρούς Ελληνες με εθνικές στολές, σφιγμένους όμως τόσο πολύ, που σίγουρα θα είχαν μελανιάσει τα πλευρά τους. Παίζαν μπιλιάρδο καπνίζοντας, φορώντας γάντια και κρατώντας lorgnet. Αυτοί ήταν πραγματικά οι Ελληνες δανδήδες...».
Το Καφενειον της Ωραίας Ελλάδος. Στέκι της διανόησης και των προοδευτικών και δημοκρατικών Αθηναίων. Εδώ, καίγεται φύλλο της φιλομοναρχικής εφημερίδας «Ελπίς» σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στάση της κυβέρνησης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Και από εδώ, ξεκινά μια μεγάλη ομάδα επαναστατών στις 10 Οκτωβρίου του 1862 που καταλήγει στην πλατεία Συντάγματος και απαιτεί την έξωση του Οθωνα. Στο ίδιο Καφενείο, πάλι γίνεται η εκκίνηση της εξέγερσης κατά του Σπόνεκ, του απολυταρχικού Συμβούλου του Γεωργίου, στις 30 Οκτωβρίου του 1865, που οδήγησε στην άμεση απομάκρυνσή του.
Μάλιστα, κάποια μέρα ένας από τους πολιτικούς ρήτορες κρατούσε ένα καλάθι κι όταν τον ρωτούσαν τι έχει μέσα, απαντούσε χαριτολογώντας: «κοπριά για τους... βασιλικούς».
0 Γάλλος αρχαιολόγος Edmond About έρχεται στην Αθήνα το 1852 και περνά μέσα στα γραφόμενά του τη σπουδαιότητα του Καφενείου: «Οι υπουργοί ξέρουν ότι η θέση τους είναι επισφαλής, ότι καμιά κυβέρνηση δεν κράτησε πολύ και ότι οι σχολιαστές του καφενείου «Η Ωραία Ελλάς» αναγγέλουν κάθε πρωί το σχηματισμό ενός νέου υπουργείου».
«Το Καφενείο τούτο -γράφει ένας ανώνυμος το 1868 σε φυλλάδιο υπό τον τίτλο «Φλυαρίαι 'Ελληνος αγαπώντος την πατρίδα του- δύναται να θεωρηθεί ως η κεντρική διεύθυνσις της εκκλησίας του λαού. Εκεί δικάζονται βασιλείς και υπουργοί, εκεί αποκαλύπτονται επιτηδείως πρόσωπα και ενέργειαι. Εν αυτώ η νεότης αντιτάσσει την οιστρήλατον ευφυίαν της εις τας αυστηράς κρίσεις των γερόντων».
Κατά τη διάρκεια των «Λαυρεωτικών» το 1873, στο εσωτερικό του καφενείου της Ωραίας Ελλάδος λειτουργεί ένα ανεπίσημο χρηματιστήριο. «Εκατοντάδες ανθρώπων συνωθούντο από πρωίας μέχρι βαθείας νυκτός. Το σφαιριστήριον είχεν αντικαταστήσει τον σιδηρούν κλοιόν χρηματιστηρίου. Πέρις δε του παναρχαίου εκείνου σφαιριστηρίου άνθρωποι φέροντες φαιούς υψηλούς πίλους, άλλοι φεσάκια, άλλοι λευκάς φουστανέλλας, άνθρωποι ους ηδύνασο να εκλάβης και ως γαλακτοπώλας, νήστεις από της αυγής, εξηγριωμένοι ως γαλαί επί τη θέα κυνός, σείοντες τας χείρας αυτών ως Ελληνες ηθοποιοί, επώλουν και ηγόραζον «Λαύρια» ουχί γαίας αλλά χαρτία, εν απεριφράστω οχλοβοή, ως συμβαίνει συνήθως εις το χρηματιστήριον». Αυτές ήταν και οι τελευταίες ημέρες δόξας που γνώρισε η «Ωραία Ελλάς», καθώς το 1879 έκλεισε για πάντα και πέρασε στην ιστορία της Αθήνας.
Ανώνυμος ποιητής που θυμίζει τον ποιητικό ρυθμό του Αχιλλέως Παράσχου αναπολεί «... Το ευφρόνεις στραταρχείον εν ανακωχή αρμάτων, το ενόμιζες ηρώον από τρόπαια γεμάτον...».
Το Καφενείον των Αγωνιστών
Στη συμβολή των δρόμων Αιόλου και Μητροπόλεως, στην πλατεία Δημοπρατηρίου, στο υπόγειο της οικίας Τζαβέλλα, λειτουργεί από τα πρώτα χρόνια της Βαυαροκρατίας το Καφενείο των Αγωνιστών. Σε αυτό το απλό στέκι με ναργιλέδες κι έντονη τη μυρωδιά της Ανατολής συναθροίζονται οι 'Ελληνες αγωνιστές, παραγκωνισμένοι από τους Βαυαρούς κι αναπολούν τα χρόνια της δράσης και των αγώνων. Φουστανελλοφόροι και βρακοφόροι διηγούνται τα κατορθώματά τους και παίζουν σκάκι, ντόμινο και κυρίως την «πρέφα των αγωνιστών».
Το Καφενείο του Χάφτα
Ο αγωνιστής Γιάννης Χάφτας ήταν από τους ελάχιστους συναδέλφους του που πήρε κάποια αποζημίωση για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Του έδωσαν, λοιπόν, ένα κομμάτι γης στην περιοχή της αδιαμόρφωτης, τότε, πλατείας Οθωνος, νυν Ομονοίας, όπου σήμερα τα «Χαυτεία», και μέσα σ' ένα δροσερό κήπο στήνει τον καφενέ του και συγκεντρώνει αρκετούς θαμώνες, ρομαντικούς που προτιμούν να συνδυάσουν τη συντροφιά του καφέ με την εξοχή, αλλά και Δημοκρατικούς, αντιοθωνιστές, ενίοτε επαναστάτες. Κλείνει λόγω ανταγωνισμού το 1880.
Τα καφενεία των Βαυαρών.
Οι Βαυαροί ζουν μέσα στη δική τους κλειστή κοινωνία και δημιουργούν τρία δικά τους εντευκτήρια: αρχικά το «Zum GrQner baum», το «Πράσινο δενδρί» στη διασταύρωση της Ιεράς οδού με την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη συνέχεια στήνεται το «Pausilipum», το «Παυσίλυπον», στο ίδιο οικόπεδο που θα κτισθεί αργότερα το Πολυτεχνείο και, στα 1838, λειτουργεί στην οδό Ομήρου (όπου σήμερα το Γερμανικό Ινστιτούτο Γκαίτε) το... εξοχικόν τότε, αλλά πολυτελές Καφενείο-Μπυραρία «Φιλαδέλφεια». Ο ζύθος, η μπίρα ρέει άφθονη στα στέκια αυτά, νιόφερτη από τους Βαυαρούς.
Το καφέ Τσουράπι.
Ο πολιτικός Καφενές. Τα πρώτα Οθωμανικά χρόνια, στην περιοχή του Αρδηττού, στο Βατραχονήσι κοντά στο Στάδιο, στήθηκε ένα... πολιτικό καφενεδάκι -που θα δώσει και το όνομά του στην περιοχή-το Καφέ Τσουράπι... Η ονομασία οφείλεται στο τσουράπι, δηλαδή την κάλτσα που έπλεκε η γυναίκα του καφετζή έξω από τον καφενέ -ένα τσουράπι που δεν τέλειωνε ποτέ- και κρατούσε τσίλιες, καθώς μέσα συναθροίζονταν αντιμοναρχικοί. Οταν αντιλαμβανόταν κάποιο κίνδυνο, ειδοποιούσε πάραυτα τους «επαναστάτες» που έστριβαν από την πίσω πόρτα! Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της γειτονιάς και αργότερα συναντάμε καφενείο με το ίδιο όνομα στα Πευκάκια, στο Λυκαβηττό.
Το Καφενείο των Γερόντων και των «ευ-φρονούντων»
Στα Χαυτεία, που πήραν το όνομά τους από τον αγωνιστή Χάφτα, λειτούργησαν και δύο ιταλικά Καφενεία, το «Τίβολι» και της «Ωραίας Ιταλίας». Λίγα χρόνια μετά, στη συμβολή των δρόμων Πανεπιστημίου και Πατησίων δημιουργείται ένα νέο καφενείο «των Γερόντων» που αργότερα μετονομάζεται σε «ευ-φρονούντων».
Ο ποιητής Σουρής θα γράψει: «Καφενεΐον ευ-φρονούντων, νύκτα μέρα συζητούντων». Στο Καφενείο αυτό, κάποιος ευφυής θαμώνας μια μέρα δυσπραγίας -για τα ελληνικά πράγματα- αποκάλεσε την Ελλάδα «Ψωροκώσταινα»! Αυτήν την ίδια προσφώνηση προσέδιδαν σε μία ηλικιωμένη Μικρασιάτισσα χήρα που έκανε θελήματα για να εξασφαλίσει τον επιούσιο και εξέφραζε την «έντιμον πενία»!
Καφενεία του Πεδίου Αρεως
Στα χρόνια του Οθωνα, στο Πεδίον του Αρεως, κάθε Κυριακή απόγευμα παίζει η στρατιωτική μπάντα παρουσία του βασιλικού ζεύγους και γίνεται κοσμική και λαϊκή σύναξη με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και να ακμάσουν έξι εξοχικά καφενεδάκια.
Καφενεία στις Κολόνες
Ενδοξότερο βίο γνωρίζουν δύο ξύλινα -επίσης εξοχικά- καφενεία στις «Κολόνες» στους Στύλους του Ολυμπίου Διός όπου έρχονται ρομαντικοί και διανοούμενοι Αθηναίοι. Εδώ, συχνάζει και ο Σουρής που θα γράψει ποίημα εμπνεόμενος από τη γραφικότητα του καφενέ και μεταξύ άλλων λέει: «...Βαρειά εξαπλωμένος εις του Διός τους Στύλους, σαν θεριακλής Σουλτάνος το ναργιλέ ρουφώ...»
Το Καφενείο της Ανατολής - μετέπειτα Ζαβορίτη
Στεγάζονται στο ισόγειο της οικίας Ανδρέου Κορομηλά που χτίζεται το 1850 από τον αρχιτέκτονα Παναγή Κόλκο και λειτουργεί ανελλιπώς ως την κατεδάφιση του κτιρίου, το 1964. Αρχικά το καφενείο ανήκε στον Βασίλη Βασιλείου ενώ ο Γεώργιος Ζαβορίτης ήταν οδηγός του ατμοκίνητου τροχιόδρομου της Αθήνας, του περιβόητου «κωλοσούρτη» και θαμώνας του καφενέ. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε φιλία και καθώς ήσαν και οι δύο δυσαρεστημένοι με τη φύση της εργασίας τους, αποφάσισαν να κάνουν αμοιβαία αλλαγή επαγγέλματος. Ετσι, ο μεν Βασιλείου έγινε οδηγός του «κωλοσούρτη», ο δε Ζαβορίτης διέπρεψε ως επιχειρηματίας του ομώνυμου Καφενείου Ανατολής είναι και αυτό το «Κεραμά» ή «Κεραμεικός», που βρισκόταν στη γωνία των οδών Φιλελλήλων και Μητροπόλεως και σύχναζαν οι ποιητές της Ρομαντικής Σχολής.
Καφενείον του κήπου του υπουργείου - Μετέπειτα πλατείας Κλαυθμώνος
Το 1863 το κτίριο του Νομισματοκοπείου -που κτίζεται στα 1835 από τον αρχιτέκτονα Χριστιανό Χάνσεν- μετατρέπεται σε υπουργείο και στον κήπο του δημιουργείται ένα απλό καφενεδάκι όπου συχνάζουν κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι κι ανάμεσά τους οι «παυσανίες» αυτοί που παύονται από την εργασία τους σε κάθε κυβερνητική αλλαγή και οι «θεσιθήρες» που κυνηγούν κάποια θεσούλα.
Ο μέγας Αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου μας διηγείται τον λόγο που ανάγει τον απλό αυτό καφενέ σε ιστορικό: «Κατά το έτος 1878 έτυχε να καθήσω στο καφενεδάκι του κήπου του υπουργείου των Οικονομικών, το γνωστόν ως "Καφενείον του κυρ Παντελή", επιστάτου άλλοτε του γυμνασίου στο Βαρβάκειον». Κείνη την ημέρα λοιπόν, είδα κάποια εξαιρετική κίνησιν, από Παυσανίας και θεσιθήρας, που είχαν αποτυπωμένην στη μορφή τους, άλλοι οδύνη, άλλοι άνιαν και άλλοι αμοιβαίαν ελπίδα. Εσκέφθηκα τότε να περιγράψω ό,τι είδα και εδημοσίευσα στο περιοδικό «Εστία» ένα σατιρικό σημείωμα, με την επιγραφήν: «Ο κήπος του Κλαυθμώνος», χωρίς να φανταστώ πως άθελά μου, έγινα και νονός του κήπου αυτού.
Το Καφενείον Γιαννόπουλου
Ο δεύτερος λογοτεχνικός σταθμός. Θεωρείται ο επόμενος λογοτεχνικός σταθμός μετά το καφενείον της Ωραίας Ελλάδος. Ιδρύεται γύρω στα 1880, στο ισόγειον της οικίας Γιαννοπούλου, στη γωνία Σταδίου και Μουσών (νυν Καραγεώργη Σερβίας) με όψη προς την πλατεία Συντάγματος. «Στου Γιαννόπουλου σύχναζε η ελίτ. Ο Ροΐδης με τις λουσάτες ρεντικότες, το λουλούδι στη μπουτουνιέρα και το ημίψηλο, ο Γρυπάρης άψογος στην εμφάνιση που κάπνιζε μόνο πούρα Αβάνας, ο Αχιλλέας Παράσχος που κυκλοφορούσε πάντα με λαντώ, ο Φαλέζ, ο Δροσίνης κ.ά. Εκεί έβρισκε κανείς ξενόγλωσσες εφημερίδες, εκεί κυκλοφορούσαν τα πιο φρέσκα κοινωνικά, πολιτικά και φιλολογικά νέα». (Ημερολόγιον Σκόκου)
Το Καφενείο του Ζαχαράτου: «Το δεύτερον και πιο ελεύθερον κοινοβούλιον»
«Το Καφενείον Ζαχαράτου είναι αληθές κόσμημα της πλατείας Συντάγματος και θα καταστεί και πάλιν, ως άλλοτε το απαραίτητον εντευκτήριον πασών των ηλικιών, ως ήτο και πριν, δικαίως δε, αποδέχεται θερμά συγχαρητήρια διά το ωραίον κατάστημά του, σήμερον, επί τοις εγκαινίοις, ο κύριος Ζαχαράτος», «Εφημερίς» 4 Δεκεμβρίου 1888. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, για τους Αθηναίους της πνευματικής και κοινωνικής ελίτ καθώς στο ισόγειο της οικίας Ιωάννου Βούρου, Σταδίου και πλατείας Συντάγματος -όπου σήμερα το ξενοδοχείο Meridien- αρχίζει πάλι να λειτουργεί το καφενείο του Ζαχαράτου. Αρχικά, φιλοξενήθηκε στην απέναντι πλευρά στο ισόγειο της οικίας Γιαννοπούλου, Σταδίου και Μουσών, όπου αργότερα το βιβλιοπωλείον Ελευθερουδάκη. Επί επτά και πλέον δεκαετίες το καφενείο του Ζαχαράτου υπήρξε το σημαντικότερο στέκι διανοουμένων, πολιτικών και κοσμικών. Επίσης, εδώ, συνέρχεται ο κύκλος του περιοδικού «Εστία» κι ανάμεσά τους οι Ψυχάρης, Ξενόπουλος, Δροσίνης, Παλαμάς, Ροΐδης και Σουρής. Παράλληλα, συγκεντρώνει «τους μανιακούς για την πολιτική», «οι οποίοι ως τις τρεις το πρωί εξακολουθούν να αναπτύσσουν τα εκλογικά τους προγράμματα μεταξύ ομάδας νυκτόβιων».
Ανάμεσα στους «Γερουσιαστές του Ζαχαράτου» συγκαταλέγεται στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης. Μέσα στο Καφενείο χρήζεται αρχηγός του κόμματος των Κυανολεύκων, με πολλούς ακροατές και κανένα οπαδό! Στον ίδιο χώρο διαλαλεί το πολιτικό του πρόγραμμα και υπόσχεται τη σύσταση υπουργείου Ερωτος! Το πολιτικό του πρόσταγμά λέει: «Αθηναίοι βγάλτε με και θα περνάτε φίνα, Φρενοκομεία πάμπολλα θα χτίσω στην Αθήνα!...»
Κάποτε κυκλοφόρησε η φήμη πως το Καφενείο του Ζαχαράτου θα κλείσει. Τότε, σης 10 Ιανουαρίου 1910, ο Σουρής, τακτικός θαμώνας γράφει μεταξύ άλλων με πικρία στον «Ρωμιό» του:
«Κλείνει μέγα καφενείον αναμνήσεων σπανίων».
Μη ρωτάς, ερατεινέ για το κρότος, συμφορά του/
κλάψε για τον καφενέ μοναχά του Ζαχαράτου.../
Ποτέ μου δεν επίστευα να κάνει φαλιμέντο/
μα τώρα κλάψε το και 'συ/
με μια θλίψη περισσή/
Μη λησμονείς πως τόχαμε, σαν άλλο Παρλαμέντο.
Ομως, το Καφενείο του Ζαχαράτου μέλλεται να επιβιώσει και να γνωρίσει κι άλλες δόξες γι' άλλες πέντε δεκαετίες ακόμη. Ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου θα πει: «Το Καφενείον του Ζαχαράτου είναι το δεύτερο και το πιο ελεύθερο -ίσως- κοινοβούλιο από το πραγματικό».
Το ιστορικό Καφενείο του Ζαχαράτου τελείωσε μαζί με το κτίριο που επί εβδομήντα και πλέον χρόνια το αγκάλιασε. Στα 1960 κατεδαφίστηκε και μαζί του χάθηκε η όμορφη εικόνα της Παλαιάς Αθήνας. Λίγο πριν το καφενείο Ζαχαράτου γίνει παρελθόν, το 1960, ο χρονογράφος Παύλος Παλαιολόγος γράφει μεταξύ άλλων στην εφημερίδα «Το Βήμα» με τον τίτλο «Καφενείου θάνατος».
«Ενα Καφενείο κατεδαφίζεται στο τετράγωνο μου. Από τα τελευταία.... Πόσα τάχα απομένουν; Αν ανήκα στους χορηγούς θα εμπιστευόμουν στην Ακαδημία, την απονομή επάθλου για τη συγγραφή της ιστορίας του καφενείου που πεθαίνει.. Από τα μπρίκια του βγαλμένη η σύγχρονη ιστορία του έθνους!
...Το καφενείο προπύργιο της καθαρεύουσας, του ρομαντισμού, της ποιήσεως των Παράσχων... Αναβατήρας που ύψωνε και κατέβαζε αξίες. Στα τραπεζάκια του Ζαχαράτου έπεφταν κι ανέβαιναν κυβερνήσεις. Στου Ζαχαράτου γινόταν το ρεπορτάζ των πολιτικών συντακτών. Ελεγαν, «έγκυροι κύκλοι» και ήσαν οι κύκλοι του Καφενείου!..»
Καφενεία της πλατείας Ομονοίας
Αρχαιότερο είναι το «Σολωνείον» που ιδρύεται στα 1849 στην περιοχή της αδιαμόρφωτης ακόμη πλατείας Ομονοίας. Στα 1879 λειτουργεί -Πατησίων 19- υπό τον Ζήνωνα Παπαναστασίου. Ακολουθεί η «Δανιμαρκία», σύγχρονη της άφιξης του Δανού βασιλέα Γεωργίου ΑΙ, βραχύβιο καφενείο στα Χαυτεία, απέναντι από το «Ευφρονούντων».
Στα 1874 ανοίγει το Καφενείο Ζούνη, γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και πλατεία Ομονοίας -όπου σήμερα το Ξενοδοχείο «Ομόνοια»- και στα 1885 λειτουργεί στο ίδιο μέρος το Καφενείο Ζυθοπωλείο Ζαχαράτου.
1878, στη ΒΑ γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και πλατείας Ομονοίας (όπου το 1892 λειτουργεί η επιχείρηση Ζαχαράτος - Καπερώνης) ανοίγει και γνωρίζει ακμή το Καφενείο του Χαραμή.
1892, ο Σ. Ζαχαράτος με τον πεθερό του Κ. Καπερώνη ανοίγουν το πολυτελέστατο Καφενείο Ζαχαράτου-Καπερώνη.
Η πλατεία Ομονοίας συγκεντρώνει πλήθος κόσμου καθώς είναι κόμβος συγκοινωνιακός με έντονη εμπορική και θεατρική κίνηση. Στο γύρισμα του αιώνα θα ακμάσουν και άλλα σπουδαία καφενεία όπως το «Ηβη» (1890) του «Μπερνίτσα» (1885), στη συνέχεια το «Μπάγκειον» κ.ά.
Στα 1875, στον οδηγό του Μπούκα αναφέρονται σαράντα Καφενεία πρώτης τάξεως σε κεντρικούς αθηναϊκούς δρόμους. Καθώς ο 19ος αιώνας βαδίζει στη δύση του ο πληθυσμός της Αθήνας αυξάνει και τα καφενεία πληθαίνουν.
«Τα οστρακόδερμα των καφενείων της πλατείας Συντάγματος και Ομονοίας, οι καταπίνοντες τον κονιορτόν της πρωτευούσης και κυλιόμενοι εκουσίως εις τας ραδιουργίας της πολιτικής», οι θαμώνες, όπως τους χαρακτηρίζει σκωπτικά ο Σκόκος, βρίθουν στην Αθήνα! Συνεχίζουν να γράφουν ιστορία. Γιατί, η ιστορία του νεοελληνικού καφενείου είναι αυτή αύτη η νεοελληνική ιστορία.
«...Από τα μπρίκια του βγαλμένη η σύγχρονη ιστορία του έθνους...»
κείμενο : Αρτέμιδα Σκουμπουρδή - Ιστορικός Τέχνης - Ξεναγός
επιμέλεια: J.Eco
"Επτά Ημέρες Καθημερινή", 1988, (απόσπασμα-αναδημοσίευση)