Μια Φωτογραφική περιπλάνιση στην άγνωστη Πίνδο μέσα από το έργο του Δημήτρη Διβάνη.
Η αποτύπωση του τοπίου αποτέλεσε από την εμφάνιση της φωτογραφίας - και εξακολουθεί εσαεί να αποτελεί- προσφιλές θέμα για ερασιτέχνες και επαγγελματίες φωτογράφους θα μπορουσαμε να τοποθετήσουμε την αφετηρία της συστηματικής απεικόνισης του ελληνικού φυσικου τοπίου από ερασιτέχνες φωτογράφους στην περίοδο του Μεσοπολέμου, κατά την οποία, υπό τη σκέπη του εκδρομικού σωματείου Ελληνική Περιηγητική Λέσχη, αλλά και πλήθους άλλων ερασιτεχνικών φωτογραφικών συλλόγων, ανακάλυψαν και ανέδειξαν την ελληνική ύπαιθρο μέσα από ομιλίες, εκθέσεις και διαγωνισμούς εδραίωσαν τη φωτογραφία ως τέχνη μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1960, με την παράλληλη δράση της - ιδρυθείσας το 1954- Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (Ε.Φ.Ε), οι εκδρομές των μελών των σωματείων στη φύση για φωτογραφική άσκηση θεωρούνταν αναπόσπαστη τακτική κατάρτισης των εκκολαπτόμενων καλλιτεχνών.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, με την είσοδο και την ευρεία χρήση της έγχρωμης φωτογραφίας οι εικόνες του ελληνικού φυσικού τοπίου περιορίστηκαν κυρίως στις αναμνηστικές, τουριστικές φωτογραφίες, είτε προορίζονταν για προσωπική χρήση είτε ακολουθούσαν τον δρόμο της εκτύπωσης καρτποστάλ. Η ραγδαία εξέλιξη του μέσου επεφύλασσε στη συνέχεια νέες μορφές εικόνων, για να φτάσουμε σήμερα στη δυνατότητα τόσο της εύκολης παρέμβασης κατά τη διάρκεια της ψηφιακής λήψης της φωτογραφίας, όσο και της «αλλοίωσής» της κατά την εκτύπωση και τη δημόσια παρουσίαση, όπως, για παράδειγμα, στη μορφή φωτογραφικής έκθεσης. Στο παρόν λεύκωμα ο αυτοδίδακτος ερασιτέχνης φωτογράφος Δημήτρης Διβάνης παραδίδει στο κοινό εκατόν είκοσι δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ιδιαίτερου χαρακτήρα, από την ευρύτερη περιοχή της Πίνδου.
Νέος στην ηλικία, αλλά κλασικός στις επιλογές του, ακολουθεί πιστά τον δρόμο της αναλογικής φωτογραφίας. Φωτογραφίζει με φιλμ ασπρόμαυρο, το οποίο εμφανίζεται στο χέρι, ενώ οι εικόνες του τυπώνονται στον σκοτεινό θάλαμο. Ακολουθεί τον δύσκολο επίσης δρόμο της «καθαρής» απεικόνισης της μορφής του τόπου, χωρίς καμία επέμβαση κατά τη λήψη ή κατά την εκτύπωση των φωτογραφιών του.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Τρίκαλα όπως εξομολογείται ο ίδιος, «οι έντονες εξάρσεις του ορεινού γήινου αναγλύφου που περικύκλωνε τους παιδικούς μου ορίζοντες επηρέασαν άμεσα, ήδη από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, τον τρόπο με τον οποίο έβλεπα τον κόσμο γύρω μου. Έτσι, τα χαμηλότερα βουνά των Αντιχασίων ανατολικά, το τείχος της οροσειράς της Πίνδου δυτικά και οι μοναδικοί βράχοι των Μετεώρων στα βόρεια αποτέλεσαν για μένα ένα πεδίο δράσης λαμπρό και ανεξάντλητο».
Έτσι ξεκινούν το ταξίδι και η περιπέτεια, που κρατούν πολλά χρόνια. Καταπιάνεται με «το πιο δύσκολο είδος της καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Το σκέτο τοπίο, θέματα όπου απεικονίζονται μεγάλες εκτάσεις ή μορφές της φύσεως, σχεδόν πάντα χωρίς τον άνθρωπο και τα έργα του σκέτη φύσις». Κατά τον Δημήτριο Χαρισιάδη, ο οποίος αναφέρει τα παραπάνω σε ομιλία του στην Ε.Φ.Ε σχετική με τον Ansel Adams. Ο Διβάνης ωστόσο, ενώ διαθέτει σχεδόν τα ίδια μέσα με αυτά του Αμερικανού φωτογράφου για να κατορθώσει να προσεγγίσει και να συλλάβει το θέμα του. Δεν έχει εμπρός του την απεραντοσύνη και το ανέγγιχτο του αμερικάνικου τοπίου.
Λόγω της ιδιαίτερης μορφολογίας των Βουνών, η ενασχόλησή του με την ορειβασία τον βοηθά να προσεγγίσει σημεία που ο απλός επισκέπτης είναι αδύνατο να φτάσει. 0 Vittorio Sella, ένας από τους σπουδαιότερους φωτογράφους ορεινών όγκων των αρχών του εικοστού αιώνα, προσπέρασε την ως τότε «στατική» εξερευνητική φωτογραφία, ηροάγοντάς τη σε καλλιτεχνική και επηρέασε βαθιά τον Νικόλαο Τομπάζη, ο οποίος με τη διπλή ιδιότητα του φωτογράφου-ορειβάτη εντρύφησε ως μέλος γενναίων ορειβατικών αποστολών στη φωτογράφιση των Ιμαλαΐων.
Όπως και για εκείνους, έτσι και για τον Διβάνη αποτελεί ισχυρό κίνητρο η αίσθηση ότι βλέπει κάτι που κανένας ή λίγοι έχουν τη δυνατότητα να δουν και με αίσθημα ευθυνης μεταφέρει στον θεατή απάτητες κορυφές και κορυφογραμμές, ιδιόμορφα δάση, απότομες πλαγιές, ορεινές λίμνες, με τον καλύτερο αισθητικά τρόπο. Ωστόσο, ενισχύει το υλικό του με τις λιγοστές πεδιάδες που συναντά ανάμεσα στις παρυφές των βουνών, καθώς και με το πως επηρεάζονται από εκείνα. Με τον ίδιο τρόπο πλησιάζει την άγρια ομορφιά των επιβλητικών Μετεώρων, συνδυάζοντας την αφαίρεση με το μεγαλείο και την αγιοσύνη που εκπέμπει ο τόπος. 'Οταν οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν να διαμορφώσει την εικόνα του όπως την έχει συνθέσει στον νου του, παρατηρεί προσεκτικά και επιστρέφει ξανά και ξανά, με υπομονή, στο ίδιο σημείο, ώστε να πετύχει τη σύζευξη της εποχής με τις καιρικές συνθήκες και την ώρα της ημέρας, σε μια σύνθεση που να τον ικανοποιήσει.
Σε αυτό το είδος της φωτογραφίας όπου δεν υπεισέρχονται ο ανθρώπινος παράγοντας και το απρόοπτο γεγονός, εμβαθύνει, καθώς η μελέτη και η προετοιμασία της λήψης παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο.
Μοναδικά όπλα του Διβάνη για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του θεατή είναι η σύνθεση του κάδρου του και ο τρόπος πρόσπτωσης του φωτός στον χώρο, ενώ λιγοστά «εφέ» -και αυτά φυσικά, όπως η ομίχλη και οι φωτιές που ανάβει για τις νυχτερινές λήψεις- προσδίδουν έναν κάποιο δραματικό τόνο στις εικόνες του.
'Αλλα χαρακτηριστικά στοιχεία που εντοπίζουμε στις φωτογραφίες του εκτός από τη συγκρότηση και την τάξη που αποπνέουν, είναι η καθαρότητα της εικόνας, η πλούσια τονική γκάμα των διαβαθμίσεων από το λευκό ως το μαύρο, το ισορροπημένο κοντράστ. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν θα αναδεικνυόταν, αν ο καλλιτέχνης δεν αγαπούσε βαθιά τη γενέθλια γη και δεν αντιμετώπιζε με σεβασμό και δέος την κυριαρχία της φύσης, γεγονός που αντανακλάται στο τελικό αποτέλεσμα.
Η γεωφυσική ιδιομορφία της Πίνδου, με τα κακοτράχαλα βουνά και τις περιορισμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης, που θα μπορούσαν «να κρατήσουν στον τόπο τη ζωή» -κατά τον συντοπίτη του Διβάνη, Κώστα Μπαλάφα-, παράλληλα με την κρατική ανεπάρκεια για την αντιμετώπιση της φτώχιας και με την έξαρση της αστυφιλίας, υπήρξαν οι κύριες αιτίες ερήμωσης των χωριών και των οικισμών της.
Στις φωτογραφίες του Διβάνη, πέρα από τα δάση και τις κορυφές, καταγράφονται και διασώζονται σπίτια, αγροικίες, στάβλοι και αναλημματικοί τοίχοι, που ρημάζουν, σημάδια μιας πολύ παλιάς και έντονης ανθρώπινης παρουσίας της οποίας το αχνό αποτύπωμα σβήνει, καθώς αδυσώπητα αφομοιώνεται από το τοπίο
Ο άνθρωπος σήκωσε την πέτρα από τη γη, στοίβαξε τη μια πάνω στην άλλη, για να φτιάξει το καταφύγιό του· Με τα χρόνια τη στόλισε κιόλας, για να ομορφύνει τη ζωή του και να αφήσει το ίχνος του στην ιστορία. Όπως με έμφαση υπογράμμισε το 1984 ο Σπύρος Μαντάς, καταγράφοντας τη σχέση των Ηπειρωτών με τα πέτρινα γεφύρια - «για να καλύψουν μια ανάγκη, προέκτειναν τη φύση» - ο Διβάνης, χωρίς να ξεφύγει από τον βιωματικό κανόνα, μας καταδεικνύει ότι το ίδιο ισχύει και για τη στέγαση τους, το ίδιο συνέβη για να εξοικονομήσουν την ελάχιστη καλλιεργήσιμη γη τους, ακόμη και για να προφυλάξουν τα ζωντανά τους.
Με την απουσία τους η πέτρα πέφτει, χορταριάζει, παραδίνεται στην αγκαλιά της γης και το ίχνος χάνεται. Πριν από την τελειωτική εξαφάνιση έρχεται η φωτογραφία -αδιάψευστος μάρτυρας της πραγματικότητας- να διατηρήσει την παράδοση, έστω και μέσα από τις εικόνες έτσι ώστε αν οι μελλοντικές γενιές θελήσουν να ανατρέξουν στο παρελθόν τους, να έχουν στα χέρια τους την άκρη του νήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι φωτογραφίες με τα άγνωστα και αδημοσίευτα λιθανάγλυφα που ο μάστορας σμίλεψε στην πέτρα αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία των περασμένων χρόνων.
Πρόθεση του ΔιΒάνη δεν είναι να μας μεταφέρει τη μελαγχολική ατμόσφαιρα των βουνών που στέκουν μοναχικά ούτε των ιδιαίτερων περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας που έχουν εγκαταλειφθεί. Σκοπός του είναι, μέσα από τον αισθαντικό τρόπο προσέγγισης του θέματος του, να μας δείξει τις άγριες ομορφιές της, ώστε να τις θαυμάσουμε αλλά και συνάμα καθώς ο ίδιος επιμένει να ζει και να δρα εκεί, να μας Βάλει σε σκέψεις σχετικά με μια δεύτερη ευκαιρία ανάτασης της ερημωμένης υπαίθρου.
Γεωργία Ιμσιρίδου
Επιμελήτρια Φωτογραφικού Αρχείου Μουσείου Μπενάκη
"Πίνδος" , εκδ. Μέλισσα.
Βιογραφία
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1971, αλλά μεγάλωσα στα Τρίκαλα, μια μικρή επαρχιακή πόλη στο Βορειοδυτικό άκρο της θεσσαλικής πεδιάδας, στο μέσο περίπου της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι έντονες εξάρσεις του ορεινού γήινου αναγλύφου που περικύκλωνε τους παιδικούς μου ορίζοντες επηρέασαν άμεσα, ήδη από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, τον τρόπο με τον οποίο έβλεπα τον κόσμο γύρω μου. Έτσι, τα χαμηλότερα Βουνά των Αντιχασίων ανατολικά, το τείχος της οροσειράς της Πίνδου δυτικά και οι μοναδικοί Βράχοι των Μετεώρων στα Βόρεια αποτέλεσαν για μένα ένα πεδίο δράσης λαμπρό και ανεξάντλητο.
Ωστόσο, πρέπει να ομολογήσω πως είμαι ένας αυτοδίδακτος φωτογράφος και η μέχρι τώρα ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία μόνο επαγγελματική δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ξεκίνησα σε ηλικία δεκαπέντε χρονών ως συλλέκτης παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών, με θέμα τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στο τοπίο της δυτικής Θεσσαλίας. Οι πρώτες δικές μου φωτογραφίες, με μια πλαστική ερασιτεχνική Agfa της σειράς, αφορούσαν τόσο το φυσικό τοπίο που αντίκριζα εκστασιασμένος στις καλοκαιρινές μου εξορμήσεις στην οροσειρά της Πίνδου, όσο και τα υλικά κατάλοιπα του πολιτισμού των δύο τελευταίων αιώνων. Αμφότερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχαν αρχίσει να αλλοιώνονται δραματικά εξαιτίας παραγόντων όπως η ανερμάτιστη πολιτική για την ορεινή Ελλάδα, οι αθρόες διανοίξεις δρόμων, η εκτεταμένη ανοικοδόμηση των ορεινών οικισμών και φυσικά το τελευταίο μεγάλο κύμα αστυφιλίας, που κυριολεκτικά ερήμωσε την ορεινή ύπαιθρο.
Το γεγονός ότι λίγο αργότερα ασχολήθηκα συστηματικά με την ορειβασία μού χάρισε την πρόσβαση σε τόπους μοναδικούς, τους οποίους δεν μπορεί να προσεγγίσει η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, με απίστευτες, σχεδόν αλπικές, καιρικές συνθήκες, τέτοιες που δεν θα περίμενε ποτέ κανείς ότι υφίστανται στην Ελλάδα.
Στο μεταξύ, η επαγγελματική μου ενασχόληση ως συμβούλου τέχνης, με εξειδίκευση στα παλιά ελληνικά και ισλαμικά τέχνεργα, με έφερε σε επαφή με τη δουλειά καταξιωμένων φωτογράφων, οι οποίοι από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα αποτύπωναν συστηματικώς σημαίνοντα μνημεία και τοπία και όχι μόνο.
«Ιερά τέρατα» της Φωτογραφίας, όπως οι Fred Boissonnas, Herbert List. Henri Cartier-Bresson, Robert McCabe, που ασχολήθηκαν φωτογραφικά με την Ελλάδα και τους Έλληνες, αλλά και οι «δικοί μας» Κώστας Μπαλάφας, Σπύρος Μελετζής, Βούλα Παπαϊωάννου, Μαρία Χρουσάκη, Κωνσταντίνος Μάνος, Τάκης Τλούπας, Δημήτρης Λέτσιος και άλλοι, οι οποίοι επικεντρώθηκαν περισσότερο στον άνθρωπο, επηρέασαν με το ιδιαίτερο ύφος τους -άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- τις λήψεις μου.
Το λεύκωμα Πίνδος είναι μια προσεκτική επιλογή, από μια μεγάλη θεματογραφικά και χρονικά ενότητα, εκατόν είκοσι δύο ασπρόμαυρων αναλογικών φωτογραφιών μου - ωδή στο κομμάτι εκείνο της οροσειράς της Πίνδου που αφορά γεωγραφικά κυρίως τους νομούς Τρικάλων, Ιωαννίνων και Γρεβενών. Σε αυτό το φωτογραφικό σύνολο το φυσικό περιβάλλον, είτε αυτόνομα είτε σε συνδυασμό με τα οικιστικά κατάλοιπα των αγροκτηνοτροφικών κοινωνιών που έδρασαν στον χώρο τους προηγούμενους δύο αιώνες, είναι ο πρωταγωνιστής και οι άνθρωποι λανθάνοντες κομπάρσοι.
Πρωτίστως, τα υλικά τεκμήρια αυτών των εξαφανισμένων σήμερα ορεινών κοινοτήτων, όπως οι ερημωμένες οικίες, οι μισογκρεμισμένες αγροικίες, οι εγκαταλειμμένοι στάβλοι και οι αποθήκες, οι πέτρινοι αναλημματικοί τοίχοι -τόσο στην αυστηρά αρχιτεκτονική τους αποτύπωση, όσο και ενταγμένα στο τοπίο, που πολλές φορές φαίνεται να τα καταπίνει ανηλεώς- ορίζουν το αγαπημένο μου θέμα. Και πώς να μην είναι άλλωστε, όταν οι κατασκευές αυτές αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του άγνωστου ορεινού χώρου της Πίνδου, χαρίζοντάς του μια ατμόσφαιρα ονειρική, παραμυθένια, Βγαλμένη από τους μύθους και τους θρύλους των λαϊκών δοξασιών.
Ταυτόχρονα, η παρούσα φωτογραφική ενότητα έχει και χαρακτήρα ντοκουμέντου, καθώς αυτά τα κτίσματα, λόγω της φαινομενικής τους υπερπληθώρας και της ασημαντότητάς τους, όχι μόνο αγνοούνται, αλλά και για πλείστους άλλους λόγους αφανίζονται. Είναι λυπηρό, ωστόσο αποτελεί γεγονός ότι πολλές από τις αγροικίες και τις ταπεινές κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις με τη συμπυκνωμένη αρχιτεκτονική σοφία αιώνων, για να μη μιλήσω για τα γεφύρια που απεικονίζονται στις πιο πρώιμες φωτογραφίες μου, δεν υπάρχουν πια, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται ανεπανόρθωτα, πρωτίστως με την απουσία τους και δευτερευόντως με τις επιεικώς ακαλαίσθητες κατασκευές που τα υποκατέστησαν, το χρώμα και αυτός ο τόσο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός τόπου σκληρού μεν, αλλά ευλογημένου, σαν την Πίνδο.
Έτσι αυτές οι φωτογραφίες, ακόμη κι αν τις θεωρήσετε άτεχνες, μονότονες ή μελαγχολικές, ή δεν σας θυμίζει επ' ουδενί Ελλάδα ή απλώς δεν σας αρέσουν, δείτε τις ως μια αφορμή για να ταξιδέψετε νοερά σε ένα δυσπρόσιτο ορεινό συγκρότημα που όλοι μας νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, αλλά, πιστέψτε με, κάθε πέτρα πάνω του έχει πολύ περισσότερα να μας διηγηθεί από όσα φανταζόμαστε. Όμως, ακόμη κι αν το εγγύτερο ή λίγο πιο μακρινό παρελθόν σας αφήνει αδιάφορους, αδράξτε την ευκαιρία μέσα από αυτές τις φωτογραφίες να κρατήσετε ζωντανή στη μνήμη σας την εικόνα ενός αντιφατικού τόπου, τον οποίο, εξαιτίας των σαρωτικών και συχνά μη αναστρέψιμων επεμβάσεων που υφίσταται, δεν θα έχετε ίσως την τύχη να αντικρίσετε ξανά σε αυτή τη μορφή.
Δημήτρης Διβάνης