Κική Δημουλά η Φωτογραφία στη ποίησή της

04 Σεπτεμβρίου 2023

 


«...μέχρι νεοτέρας φωτογραφίας...»


Για την Κική Δημουλά η φωτογραφία είναι η «οικιακή βοηθός της μνήμης. Στενογράφος της... Είναι το ορθογραφικό λεξικό της μνήμης όταν ξεχνάει με τι χαρακτηριστικά γράφεται ένα μισοσβησμένο πρόσωπο και με πόσα "πότε". Είναι η αεροπειρατεία της. Διατάζει το χρόνο ν' αλλάξει πορεία και τον κρατάει όμηρο επ' αόριστον... Είναι όμως και καταδότης της μνήμης».




Ο ρόλος της φωτογραφίας στην ποίηση της Κικής Δημουλά


Η φωτογραφία αποτελεί ένα από τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται με μεγάλη συχνότητα στο έργο της Κικής Δημουλά, «σαν χαρακτηριστικά λάι μοτίφ, σαν ρεφρέν που επιμένουν, χωρίς, εντούτοις, την παραμικρή κινητικότητα». Η επίμονη παρουσία της στο έργο της ποιήτριας μας επιτρέπει να θεωρήσουμε τη φωτογραφία ως ένα σταθερό χαρακτηριστικό της ποίησης και της ποιητικής της. 

Αντικείμενα της ποίησης της Δημουλά είναι ο χρόνος, η φθορά που αυτός επιφέρει πάνω σ' ανθρώπους, πράγματα και συναισθήματα, η μνήμη, η λήθη αλλά και η νοσταλγία για όσα έχουν αμετάκλητα χαθεί. Η ποιήτρια αφορμάται από το ασήμαντο, το καθημερινό, το απτό, ίσως και το αντιποιητικό, και κατορθώνει «να το εστιάσει στη σκοτεινή περιοχή της ύπαρξης, εκεί όπου τελείται η πραγματική ζωή». Ο χώρος των ποιημάτων της είναι συχνότατα το σπίτι, το εσωτερικό του σπιτιού, χώροι οικείοι, από το σαλόνι στην κουζίνα, με όλα τα μικροαντικείμενα τους.

 Η γραφή της διακρίνεται από μια ιδιαίτερη «ατομική ποιητική γραμματική», στην οποία εντοπίζουμε απροσδόκητα ζεύγη λέξεων, λεκτικές επινοήσεις και νεολογισμούς, επιθετοποίηση ουσιαστικών, ουσιαστικοποίηση χρονικών, τοπικών, τροπικών επιρρημάτων, ρήματα σε χρήση απαρεμφάτου, απουσία άρθρων, απουσία ρημάτων, απουσία στίξης σε χείμαρρους λέξεων, ανθρωπομορφισμό αφηρημένων ουσιαστικών, μετωνυμία, μεταφορά, αποφθεγματικούς στίχους. Σ αυτήν την ποιητική γραμματική η φωτογραφία κατέχει εξέχουσα θέση από τις πρώτες κιόλας ποιητικές συλλογές, έως και την τελευταία συλλογή της ποιήτριας. Τα εύρετρα.

Η φωτογραφία πυροδοτεί το μηχανισμό της μνήμης, φέρνοντας στο παρόν όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν. Ξεκινώντας από το 1839 οι φωτογραφίες, θα πει η Susan Sontag, «μεταβάλλουν και μεγεθύνουν τη γνώμη μας για το τι αξίζει να βλέπουμε και τι έχουμε δικαίωμα να παρατηρούμε. Είναι μια γραμματική, και ακόμη πιο σημαντικό, μια ηθική της όρασης. Το πιο μεγαλόπρεπο αποτέλεσμα τελικά του φωτογραφικού εγχειρήματος είναι πως μας δίνει την εντύπωση ότι μπορούμε να χωρέσουμε ολόκληρο τον κόσμο στο κεφάλι μας σαν μια ανθολογία από εικόνες». «Οι φωτογραφίες προσφέρουν αποδείξεις... Η κάμερα τεκμηριώνει», υποστηρίζει η Sontag. Ετσι, «η φωτογραφία αποτελεί ακαταμάχητη απόδειξη πως κάτι δεδομένο συνέβη» και ως εκ τούτου πως κάποιος κάποτε υπήρξε. Αποτέλεσμα αυτής της αποδεικτικής ισχύος της φωτογραφίας είναι το γεγονός πως καθίσταται τεκμήριο της ανελέητης τήξης του χρόνου, καθώς αποτελεί την «ίδια στιγμή μια ψευδοπαρουσία και ένα τεκμήριο απουσίας». 



Duane Michals



Η τραγικότερη ίσως έκφανση μιας φωτογραφίας, σύμφωνα με τον Ρολάν Μπαρτ, είναι η συνειδητοποίηση πως «επαναλαμβάνει με μηχανικά μέσα εκείνο που δεν μπορεί ποτέ πια να επαναληφθεί υπαρξιακά». Η τραγικότητα αυτή εντείνεται, καθώς οι φωτογραφίες έχουν τη δύναμη να ασκούν έντονη έλξη στον παρατηρητή τους και αυτό γιατί ό,τι αναπαριστούν έχει συμβεί, ζωντανεύοντας μνήμες και καταστάσεις που έχουν όμως οριστικά παρέλθει. Έτσι, «η φωτογραφία, επιμαρτυρώντας ότι το αντικείμενο ήταν πραγματικό, μας σπρώχνει κρυφά να πιστέψουμε ότι είναι ζωντανό, πέφτοντας στην παγίδα, που μας κάνει ν' αποδίδουμε στο Πραγματικό μια απόλυτη ανώτερη, καθότι αιώνια, αξία. 

Απωθώντας όμως τούτο το πραγματικό στο παρελθόν, μας υποβάλλει την ιδέα ότι είναι κιόλας νεκρό». Αν και πιστοποιεί πως αυτό που βλέπω έχει πραγματικά υπάρξει, ουσιαστικά αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο της απουσίας του στο παρόν, καθώς ο χρόνος παγιδεύεται, ακινητοποιείται σε μια χάρτινη στιγμή που έρχεται σε αντίθεση προς την αέναη κινητικότητά του. 

Η κάθε φωτογραφία αποτελεί μια «ομιλούσα πραγματικότητα». Μιλά στον αναγνώστη της, μόνο που δε χρησιμοποιεί λεκτικούς τρόπους. Πρόκειται για μια μορφή μη Λεκτικής αφήγησης, όπου εύκολα κανείς αναγνωρίζει το αφηγημένο θέμα, τη λανθάνουσα παρουσία του αφηγητή, αλλά και τον αποδέκτη του μηνύματος.

 Στην ποίηση, το ρόλο του αφηγητή του φωτογραφικού θέματος αναλαμβάνει αυτός του ποιητικού. Έτσι, οι φωτογραφίες καθίστανται φορείς λογοτεχνικής αφήγησης και μέρος του ποιητικού μύθου. Ιδιαίτερη σημασία στη σύμβαση ανάμεσα στη φωτογραφία και την ποίηση έχει η συνειδητοποίηση πως η «φωτογραφία, ως οπτική τέχνη, αιχμαλωτίζει και ακινητοποιεί το θέμα που απεικονίζει σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. Παράλληλα, αιχμαλωτίζει και ακινητοποιεί (στην ουσία νεκρώνει) το χρόνο πάνω στο εικονιζόμενο θέμα». Έτσι η «φωτογραφία ως απεικόνιση μιας πραγματικότητας είναι μια σταματημένη κίνηση μέσα στο χρόνο». Αυτό που τελικά απεικονίζεται φωτογραφικά ως σταματημένος χρόνος δεν είναι άλλο απ' τη φθορά που αυτός επιφέρει, θέμα τόσο οικείο και καίριο στην ποίηση της Κικής Δημουλά, που εμφατικά επανέρχεται μέσω της διαρκούς παρουσίας της μνήμης στη ζωή και την ύπαρξη του ποιητικού υποκειμένου στο έργο της.

 Για την Κική Δημουλά η φωτογραφία είναι η «οικιακή βοηθός της μνήμης. Στενογράφος της... Είναι το ορθογραφικό λεξικό της μνήμης όταν ξεχνάει με τι χαρακτηριστικά γράφεται ένα μισοσβησμένο πρόσωπο και με πόσα "πότε". Είναι η αεροπειρατεία της. Διατάζει το χρόνο ν' αλλάξει πορεία και τον κρατάει όμηρο επ' αόριστον... Είναι όμως και καταδότης της μνήμης».

Η φωτογραφία «σιωπηρά και με προσήνεια υπενθυμίζει, ευαισθητοποιεί, συγκινεί και περιβάλλει τον θεατή της με τον συνήθως νοτισμένο μανδύα τπς μνήμης και, βέβαια, της ηλικίας». Η παρουσία του απόντος προσώπου γίνεται εφικτή μέσω τπς φωτογραφίας του, η οποία εύγλωττα μαρτυρά όχι μόνο την τελεσίδικη απουσία του αλλά και τη φθορά που έχει επιφέρει ο χρόνος πάνω στα πρόσωπα και τα πράγματα που δεν έχουν ακόμη υποκύψει στη βία του θανάτου.


Μαρία Λαμπριανίδου


Συχνά με τρόπο σκληρό η φωτογραφία αποδεικνύει την απώλεια, την απουσία του αγαπημένου εσύ. Έτσι, λοιπόν, στο ποίημα «Υποκατάστατο», από τη συλλογή "Χαίρε ποτέ", το ποιητικό υποκείμενο ομολογεί πως: 

«Έχει σχεδόν επικρατήσει η φωτογραφία σου. /.../ Μέρα τη μέρα πείθει πως τίποτα δεν άλλαξε / ότι ήσουν πάντα έτσι, από χαρτί / εκ γενετής φωτογραφία σε συνάντησα / ανέκαθεν πως έτσι σ' αγαπούσα γυρολόγο / από εικόνα σε απεικόνιση / κι από απεικόνιση σε εικόνα σου αρκέστηκα»,

 για να καταλήξει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα πως «ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε / είναι η απουσία μας», μια απουσία που επιβεβαιώνεται μέσα από τα απομεινάρια της μνήμης, τις φωτογραφίες.

Πρόκειται για μια ποίηση και ποιητική της μνήμης. Οι φωτογραφίες μ' έμφαση παραπέμπουν στο παρελθόν, σε ξεχωριστές αποσπασματικές εικόνες όπου κυριαρχεί η ευτυχία, η νεότητα, η πληρότητα, αλλά και η αφέλεια, ως αποτέλεσμα της άγνοιας του «ανώφελου» και της δύναμης της «αταξίας», για να αποδώσουν μετωνυμικά την απουσία που κυριαρχεί στο παρόν και την ατελεύτητη μοναξιά στο μέλλον, όπως χαρακτηριστικά δηλώνεται στο ποίημα «Απροσδοκίες» (Χαίρε ποτέ), όπου το ποιητικό υποκείμενο παρατηρεί πως: «Η φωτογραφία σου στάσιμη. / Κοιτάζεις σαν ερχόμενος / χαμογελάς σαν όχι...».

Η μνήμη καθιστά το παρόν τραγικό αλλά και ποιητικά δημιουργικό, αφού οι φωτογραφίες αποτελούν συχνά πηγή έμπνευσης, απαρχή ποιητικής παραγωγής. Τα βιώματα και οι εμπειρίες του παρελθόντος αποτυπώνονται πάνω στα αντικείμενα και ειδικά στις φωτογραφίες, ζουν μέσα σ' αυτά και απο αυτά από τη στιγμή που «η κάθε ώρα της ζωής μας εκπνέει». 

Η φωτογραφία εκφράζει συχνά τα συναισθήματα που το ποιητικό υποκείμενο αδυνατεί να διατυπώσει ή αναλαμβάνει δράση όταν το τελευταίο αδρανεί. Η ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει αυτή του την απραξία, αλλά και την ίδια του την ύπαρξη, είναι έκδηλη συχνά στη φωνή του ποιητικού υποκειμένου: «Δικό σου είναι το θάρρος / ή της φωτογραφίας; / Οδηγείς ή οδηγείσαι; / Υπήρχε από την αρχή τιμόνι / ή έκανε μοντάζ ο φωτογράφος...».

 Στις τελευταίες ποιητικές συλλογές της παρατηρούμε πως η ένταση με την οποία άλλοτε περιέβαλλε τη φωτογραφία τείνει να υποχωρήσει. Έτσι η φωτογραφία, «αυτό το εγχάρακτο με φως και με σκοτάδι κείμενο», καθίσταται όλο και πιο συχνά ένα μικροαντικείμενο του ποιητικού διάκοσμου που υπενθυμίζει -για άλλη μια φορά- το πέρασμα του χρόνου ως συνώνυμου της φθοράς, τη θλίψη και τη μελαγχολία που επιφέρει στο ποιητικό υποκείμενο. Αυτό συμβαίνει γιατί το ώριμο έργο της ποιήτριας διαπνέεται από μια «νηφάλια στοχαστικότητα».

 Η Δημουλά έχει πλέον αποδεχθεί τη σύγκρουση που διεξάγεται στην επιφάνεια μιας φωτογραφίας, ανάμεσα στη νεότητα και την ευτυχία του παρελθόντος -που τόσο εύγλωττα υποδεικνύει- και το μαρασμό της ψυχής και του σώματος στο παρόν. Φαίνεται να συνειδητοποιεί πως ο χρόνος έχει παρέλθει και πως γι αυτό δεν μπορεί πια να κάνει τίποτε.




Στέλιος Ευσταθόπουλος



Διαφωτιστικό για το ρόλο της φωτογραφίας στο ώριμο έργο της ποιήτριας είναι το ποίημα «Ο στόχος», από την πρόσφατη συλλογή "Τα εύρετρα" ποιητικό υποκείμενο, γένους θηλυκού, δηλώνει με ειλικρίνεια πως: «Στις καταιγίδες / καμώνομαι τη γενναία. / Αλλά στους κεραυνούς παραδίδομαι / τρέμω». Το καταφύγιο της, η «μόνη ίσως ασφαλής μας κρυψώνα», είναι το «γείσο των ημερολογίων», η «κουφάλα ενός μύθου», κάτω από τη «φτερούγα μιας σφαίρας» μέσα «στον χειμωνιάτικο οικογενειακό τάφο ενός γιασεμιού». 

Ωστόσο η μόνη σίγουρη κρυψώνα, ο μόνος τρόπος για να αποφύγει τον τρόμο και τον πόνο που της προκαλεί η αλήθεια του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης και της φθοράς του χρόνου, είναι η φωτογραφία, μέσα στην οποία «τρυπώνει» και «ασφαλίζεται». Έτσι οι φωτογραφίες κατορθώνουν αυτό που δύσκολα μπορεί κανείς να επιτύχει, καθώς «...σου παρέχουν / τέτοια πλουσιοπάροχη οκνηρία / τόσο χαμογελαστή που / ας ξεθύμανε η καταιγίδα έξω / ούτε που το σκέφτεσαι να φύγεις».

Οι φωτογραφίες προσφέρουν στο ποιητικό υποκείμενο την ασφάλεια και τη θαλπωρή αλλά και την παρηγοριά του γνωστού -χωρίς εκπλήξεις- παρελθόντος, συναισθήματα που κρατούν «μέχρι νεοτέρας φωτογραφίας»





κείμενο : Δέσποινα Παπαστάθη, περιοδικό ¨διαβάζω", 2010

επιμέλεια : J.Eco