Μαζική τέχνη, κατά τους κοινωνιολόγους, η φωτογραφία αποτελεί πια κομμάτι της καθημερινής μας ζωής. Έχει πάρει θέση στην καρδιά του σύγχρονου κόσμου. Καταγγέλλοντας την εισβολή της βιομηχανίας στο χώρο της τέχνης ο Μπωντλαίρ ο τόσο ανοιχτός κατά τα άλλα στο μοντέρνο πνεύμα, δεν μπόρεσε να προβλέψει πως η βιομηχανία, ως στοιχείο της τέχνης, θα έφτανε στο σημείο να πυροδοτεί τα όνειρά μας.
Το εγχείρημα της Gisele Freund πρέπει να αξιολογηθεί και να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με την πραγματικότητα αυτή. Γιατί η Freund δε μένει σε μια γενικόλογη καταγραφή της πορείας που έκανε η φωτογραφία. Αντίθετα αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη εφεύρεση και τη χρήση της σαν κοινωνικά φαινόμενα και πρέπει να εγγραφεί στο ενεργητικό της ότι η προσέγγισή της αυτή δεν εμπνέεται από τους πρόσφατους συρμούς, η διατριβή της για τη φωτογραφία στη Γαλλία κατά το 19ο αιώνα χρονολογείται από το 1936. Μια εργασία σκαπανέως τόσο στέρεη είναι η επιχειρηματολογία και η τεκμηρίωση που τη στηρίζουν. Το κείμενο αυτό δε μοιάζει διόλου παράταιρο πλάι στις μεταγενέστερες καταθέσεις που περιέχονται στο βιβλίο κι αναφέρονται στο ρόλο τη χρησιμοποίηση και τη χειραγώγηση των εικόνων στο σημερινό κόσμο.
Gisele Freund
'Ομως η Gisele Freund ενσαρκώνει μια αδήριτα μαχητική στάση για την υπεράσπιση της φωτογραφίας. Πρόκειται για μια στάση υπεύθυνη αφού η φωτογραφία είναι για τη Freund επάγγελμα. Το 1974 η συγγραφέας απεύθυνε έκκληση για τη δημιουργία ενός μουσείου μεγάλων φωτογράφων και πρότεινε την εγκατάστασή του στους χώρους του Κέντρου Μπωμπούρ. Και θύμιζε την περίπτωση ενός περίφημου συλλέκτη που την εποχή του '30 αναγκάστηκε να πουλήσει τους θησαυρούς της συλλογής του στην Αμερική επειδή το γαλλικό κράτος δεν του έδινε το γελοίο ποσό που ζητούσε. ' Αραγε την έκκληση της Freund την έλαβαν υπόψη τους οι υψηλά ιστάμενοι; Το γεγονός είναι πως το δημόσιο σκέφτεται σήμερα να ενδιαφερθεί για την τύχη μιας εκπληκτικά παραμελημένης κληρονομιάς. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Μόνο που πρέπει ψύχραιμα να εκτιμηθούν οι ελλείψεις που υπάρχουν.
Το Μπωμπούρ διαθέτει τμήμα φωτογραφίας. Παράλληλα το Υπουργείο Πολιτισμού δημιούργησε το Εθνικό Ίδρυμα Φωτογραφίας, με έδρα τη Λυόν. Επικεφαλής του τοποθετήθηκε ο Pierre Le Fenoyl που άρχισε τη σταδιοδρομία του ως αρχειοθέτης του Cartier-Bresson και ήταν την εποχή του διορισμού του αγοραστής έργων τέχνης στο Publicis. Ο Fenoyl σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό Photo το Φεβρουάριο του 1976 εξέφρασε την πρόθεσή του να ενθαρρύνει τις εκδόσεις βιβλίων. Το ίδρυμα αποφάσισε να προβεί, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Robert Delpire στην έκδοση μιας σειράς μονογραφιών. Ο Pierre de Fenoyl σκέφτεται να κάνει το ίδρυμα έναν πραγματικό εκδοτικό οίκο που θα εκδίδει μικρά βιβλία καθώς και άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Μακάρι να φτάσουμε στο σημείο να μην ψάχνουμε άδικα στα παλαιοβιβλιοπωλεία για Marville Carjat και Nadar αλλά νά 'χουμε στη διάθεσή μας για τις έρευνές μας κάποιους έγκυρους βιβλιογραφικούς και αναλυτικούς οδηγούς. Τέλος, ρωτάμε: γιατί να μην προχωρήσει κάποτε το ίδρυμα και στην έκδοση βιβλίων τσέπης;
Τα σχέδια αυτά ανταποκρίνονται σε μιαν ανάγκη διάχυτη που αισθανόμαστε να θεριεύει εδώ και κάποιον καιρό. Σχετική ένδειξη μπορούμε να θεωρήσουμε την έκδοση ενός εντύπου σαν το Contrejour που ανακοίνωσε εξάλλου, τη δημιουργία μιας σειράς βιβλίων με «λαϊκές τιμές, καθώς και την ίδρυση του εκδοτικού οίκου Pierre Jean Balbo που προετοιμάζει την έκδοση πολλών τίτλων αφού κυκλοφόρησε ήδη το εξαιρετικό λεύκωμα Atget.
Γιατί καλές είναι και οι εκθέσεις, αλλά κάποτε κλείνουν, ενώ τα βιβλία μένουν! Και οπωσδήποτε θα πολλαπλασιαστούν στο εγγύς μέλλον, όπως συνέβη με τα περιθωριακά έντυπα μετά το 1968 ή πιο πρόσφατα με τις ταινίες σούπερ 8. Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος τα βιβλία αυτά να είναι εν πολλοίς προχειροφτιαγμένα όχι πάντα καλοτυπωμένα με κακής ποιότητας χαρτί. Οπως και νά χει όμως, θα υπάρχουν. Και η παρουσία τους θα δηλώνει ανταπόκριση σε μια ανάγκη μαζικής έκφρασης καθώς και στην ανάγκη για διάρρηξη ενός πολιτισμικού κυκλώματος που έχει πρόσκαιρα μπλοκαριστεί και ασφυκτιά κάτω από το βάρος των προϊόντων πολυτελείας.
Πότε όμως θα δούμε να ενθαρρύνονται επίσημα και με τρόπο συγκεκριμένο οι επιστημονικές μελέτες και εκδόσεις για την ιστορία της φωτογραφίας, τον κοινωνικό ρόλο που διαδραμάτισε στο πέρασμα του χρόνου, την επίδραση που είχε στις εικαστικές τέχνες και τη λογοτεχνία; Πότε θα δούμε να καταρτίζονται έγκυροι κατάλογοι (όπως συμβαίνει με τους ζωγράφους) των πιο σημαντικών φωτογράφων του 19ου αιώνα; Για το σκοπό αυτό δε χρειάζεται να ιδρυθούν ειδικά αρχεία. Στα Αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης το φωτογραφικό υλικό υπάρχει και περιμένει ερευνητές και εκδότες να ενδιαφερθούν για αυτό. Είναι γεγονός πως δε λείπουν οι καλές προθέσεις. Δεν έχουμε να κάνουμε με κενό αλλά με τεράστιες ανεκμετάλλευτες δυνατότητες Το μόνο που χρειάζεται είναι μια συνεπής χρηματοδοτική πολιτική για να τις αξιοποιήσει.
κείμενο: Lionel Richard
Eva Peron
Συνέντευξη
-- Gisela Freund μπορείτε να μας πείτε πώς γίνατε φωτογράφος;
'Εγινα φωτογράφος από ανάγκη. Στα είκοσι μου χρόνια αναγκάστηκα να φύγω από τη Γερμανία. Σαν έφτασα στο Παρίσι ήμουν ήδη μπολιασμένη με το πάθος της φωτογραφίας. Πάνω μου κουβαλούσα κρυφά τις πρώτες φωτογραφίες θυμάτων των ναζί που έμελλαν να δημοσιευτούν αργότερα στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Είχαμε ιδρύσει ένα φοιτητικό όμιλο και βγάζαμε ένα πολυγραφημένο περιοδικάκι με κείμενα εναντίον του ναζισμού. Εγώ κατάφερα να το σκάσω τη μέρα που θα με συλλάμβαναν. Ύστερα από πολλές δυσκολίες μπόρεσα και πήρα το τρένο από τη Φρανκφούρτη γιατί εκείνη την επόχη όλα τα τρένα ήταν επιτηρούμενα. Πάνω μου είχα κρύψει το φιλμ που είχα τραβήξει.
Αποβιβάστηκα στο Παρίσι κουβαλώντας μια βαλίτσα βάρους δύο κιλών και μην έχοντας στην τσέπη μου πεντάρα τσακιστή. 'Ηθελα όμως να τελειώσω πάση θυσία τις σπουδές μου. Είχα ένα φίλο που κρατούσε μια στήλη σε κάποιο έντυπο, μια στήλη για τα απολεσθέντα σκυλιά. Προσπάθησα με τη μεσολάβησή του να δώσω κάποιες φωτογραφίες στις εφημερίδες. Θυμάμαι την πρώτη φωτογραφία που πούλησα. Μου την πλήρωσαν δέκα φράγκα. Περπατούσα κοντά στην Pont des Arts όταν είδα να ανεβαίνει στην επιφάνεια του νερού το πτώμα μιας νέας κοπέλας που μόλις είχε αυτοκτονήσει. Είχα μαζί μου τη μηχανή την έβγαλα και φωτογράφισα τη σκηνή. Έτσι έκανα το ντεμπούτο μου. Μετά άρχισα το ρεπορτάζ. Πηγαίνοντας στην Εθνική Βιβλιοθήκη για δουλειά σκέφτηκα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες από το Χρηματιστήριο. Τις έδωσα για δημοσίευση σε πολλές εφημερίδες με τη λεζάντα: «Στιγμιότυπα από το Χρη-ματιστήριο του Παρισιού». Φαντασταστείτε την έκπληξή μου όταν είδα μια απ' αυτές να δημοσιεύεται σε κάποιο βελγικό φύλλο με τη λεζάντα: « 'Ανοδος στο Χρηματιστήριο του Παρισιού». Μα η έκπληξή μου δε σταμάτησε εκεί. Ύστερα από μερικές εβδομάδες η ίδια φωτογραφία σε κάποια γερμανική εφημερίδα με τη λεζάντα: «Πτώση στο Χρηματιστήριο του Παρισιού!» Τότε κατάλαβα πώς μπορείς να αλλάξεις το νόημα μιας φωτογραφίας.
-- Είπατε πως θέλατε να συνεχίσετε τις σπουδές σας. Τι είδους σπουδές ήταν;
'Ειχα ξεκινήσει στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης μια κοινωνιολογική διατριβή με θέμα τη φωτογραφία υπό την επίβλεψη του Karl Mannheim. Παρακολουθούσα τα μαθήματα της λεγόμενης σήμερα Σχολής της Φρανκφούρτης. Οπως καταλαβαίνετε, την εργασία αυτή δεν μπόρεσα να την τελειώσω στη Γερμανία. Πριν ακόμη φύγω οι ναζί είχαν εκδιώξει τον Karl Mannheim από το πανεπιστήμιο. Ο μόνος που έμενε ήταν ο Paul Tillich ο οποίος μου είπε: «Δε βαριέσαι, έλα να κάνεις το ντοκτορά σου μαζί μου!» Πριν περάσει ένας μήνας τον είχαν ξηλώσει κι αυτόν. Έτσι λοιπόν τελείωσα τη διατριβή μου στο Παρίσι. Την εξέδωσε η Adrienne Monnier, στο βιβλιοπωλείο της οποίας σύχναζα. Η Monnier μου έδειξε πάντα μεγάλη φιλία. Την εποχή εκείνη ήμουν πολύ εντυπωσιασμένη από το φιλελευθερισμό της Σορβόννης. Οι άνθρωποι δέχτηκαν χωρίς δυσκολίες και το θέμα και την υποστήριξή μου.
-- 'Οσον αφορά στη διατριβή αυτή της οποίας ένα ολόκληρο μέρος αναδημοσιεύεται στο Φωτογραφία και Κοινωνία, είπαν κάποιοι ότι είστε επηρεασμένη από τις έρευνες του Walter Benjamin. Πώς έχει το ζήτημα;
Tον Walter Benjamin τον γνώρισα καλά αφού χρόνια ολόκληρα δουλεύαμε δίπλα δίπλα στην Εθνική Βιβλιοθηκη. Πότε πότε έβγαινε για να καπνίσει την πίπα του και τότε πιάναμε τη συζήτηση. Επίσης πολύ συχνά παίζαμε σκάκι μόλο που δεν ανεχόταν να χάνει. Ήμασταν πολύ φίλοι, μου φαινόταν πολύ μεγαλύτερος από μένα (πράγμα που δεν ήταν αλήθεια, αφού ήταν μόλις 48 όταν αυτοκτόνησε, κάτι τέτοια δεν τα πιάνεις όταν είσαι νέος) και τέλος ήταν ήδη διάσημος! Μας απασχολούσε η ίδια περίοδος, εκείνος δούλευε πάνω στον Baudelaire.
Παρ' όλα αυτά ποτέ δεν τόλμησα να θίξω μαζί του θέματα σχετικά με τη διατριβή μου.
Δάσκαλός μου στην κοινωνιολογία ήταν ο Norbert Elias. Ο Elias ήταν βοηθός του Mannheim. Αυτός μου πρότεινε να κάνω διδακτορική διατριβή για τη φωτογραφία. Καθώς διαμορφώθηκα μέσα στο πνεύμα της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι φυσικό να έχω επηρεαστεί περισσότερο απ' αυτήν παρά από τον Walter Benjamin σε ότι αφορά τον προσανατολισμό μου.
-- Αυτή η πανεπιστημιακή εργασία είναι μία από τις ελάχιστες, τις ελαχιστότατες κοινωνιολογικές μελέτες για τη φωτογραφία. Και είναι γεγονός πως σ' αυτήν δεν θίγετε εκτενώς τις σχέσεις τέχνης και φωτογραφίας. Μήπως αυτό το κενό επιδιώξατε να καλύψετε στο Φωτογραφία και Κοινωνία;
Ναι, 'αλλωστε αυτή ήταν μια από τις μομφές του Walter Benjamin. Υποστήριζε πως θα μπορούσα νά χα πει πολύ περισσότερα για την επίδραση της φωτογραφίας στην τέχνη. Το θέμα αυτό τον απασχολούσε έντονα. Και νομίζω πως ένιωσε μεγάλη ανακούφιση βλέποντας ότι το είχα αφήσει κατά μέρος! Πράγματι, επιθυμία μου ήταν να επανέλθω στο αντικείμενο αυτό και τό κανα. θεέ και κύριε, ύστερα από σαράντα χρόνια με αφορμή το Φωτογραφία και Κοινωνία. Τούτο το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα. Ετσι με την ευκαιρία της δεύτερης έκδοσης πρόσθεσα στο παλιό κεφάλαιο για τη φωτογραφία και την τέχνη κάποιες σκέψεις γύρω από τα προβλήματα που απασχολούν την εννοιολογική τέχνη, τον σούπερ ρεαλισμό και τη σημερινή ζωγραφική. Η δεύτερη έκδοση λοιπόν, είναι τελείως εκσυγχρονισμένη.
Μιλώ μάλιστα και για το τι έπεται του σούπερ ρεαλισμού , εννοώ το εικαστικό κίνημα που φιλοδοξεί να απομιμηθεί όχι πιά το φωτογράφο αλλά το μάτι της μηχανής. Δεν είμαι αντίθετη στην εννοιολογική τέχνη όπως την είδαμε να παρουσιάζεται π.χ στην 9η Μπιενάλε. Ο καλλιτέχνης είναι ελεύθερος. Δεν υπάρχει δικαίωμα που να μην του ανήκει. Δικαίωμά του λοιπόν να χρησιμοποιεί και τη φωτογραφία. Οταν όμως φτάνει στο σημείο να μιμείται το φακό τότε νομίζω, παύουμε νά χουμε πραγματική τέχνη.
-- Στο βιβλίο σας βλέπουμε ότι τονίζετε εμφαντικά το ρόλο ντοκουμέντου που παίζει η φωτογραφία, την πολιτισμική άν θέλετε, διάσταση της φωτογραφίας. Κι αυτό παραξενεύει το κοινό που σας ξέρει κυρίως σαν φωτογράφο πορτρετίστα ιδιαίτερα το κοινό της λογοτεχνίας, που έχει υπόψη του ότι ευθύνεστε για τα περιφημότερα φωτογραφικά πορτρέτα σύγχρονων συγγραφέων. Τι είναι για σας η φωτογραφία;
Χάρη στη βοήθεια της Adrienne Monnier μπόρεσα να φωτογραφίσω τους μεγαλύτερους συγγραφείς της προπολεμικής περιόδου. Υπήρχαν τότε τρεις γενιές. Οι παλαιότεροι με τους Gide Valery Claudel οι πενηντάρηδες με τους Mauriac, Montherlant και τέλος οι σουρεαλιστές (έκανα ρεπορτάζ με τον Rene Crevel κυρίως). Το 1935 στην αίθουσα της Mutuality όπου γινόταν το συνέδριο των συγγραφέων για την υπεράσπιση του πολιτισμού, οι μόνοι φωτογράφοι που παραβρίσκονταν ήμασταν εγώ και μία συνάδελφός μου. Τραβούσαμε χωρίς φλας. Ετσι μπόρεσα να φωτογραφίσω όλους τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αυτό που μ' ενδιέφερε στο πορτρέτο ήταν η ψυχολογική πλευρά. 'Ηθελα να αποδώσω την προσωπικότητα του ανθρώπου που είχα απέναντι μου. Κατά τη γνώμη μου ο φωτογράφος πρέπει να σβήνει ταπεινά πίσω από τη φωτογραφία.
Πολλοί σημερινοί φωτογράφοι επιδιώκουν το αντίθετο γυρεύουν να προβληθούν και να εκτιμηθούν ως καλλιτέχνες. Για μένα η φωτογραφία είναι και παραμένει ντοκουμέντο. Πάνω απ' όλα θεωρώ τον εαυτό μου φωτοδημοσιογράφο. Ο κόσμος νομίζει πως έχω κάνει μόνο πορτρέτα γιατί, όταν το 1968 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης μου ζήτησε να δείξω δουλειά που δεν είχα παρουσιάσει τίποτα ώς τότε. Κοντολογίς στα πορτρέτα συγγραφέων που είχα φτιάξει η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που όλοι με κατέταξαν στους πορτρετίστες! Νά γιατί ετοιμάζω τώρα μια άλλη έκθεση Θα περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο τα φωτορεπορτάζ μου!
πηγή : Περιοδικό "διαβάζω", 2010
επιμέλεια: J.Eco
Virginia and Leo Woolf
Βιογραφία
Gisèle Freund, (γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1908, Βερολίνο και πέθανε στις 31 Μαρτίου 2000, Παρίσι), γαλλίδα φωτογράφος γερμανικής καταγωγής, γνωστή κυρίως για τα πορτραίτα καλλιτεχνών, συγγραφέων και για την δουλειά της στις αρχές του έγχρωμου φιλμ.
Η Freund μεγάλωσε σε ένα εύπορο εβραϊκό περιβάλλον από γονείς διανοούμενους και συλλέκτες έργων τέχνης. 'Απο την ηλικία των 12 ετών ήρθε σε επαφή με τη φωτογραφία. Ο πατέρας της της χάρισε μια φωτογραφική μηχανή Voigtlander 6×9 και λίγα χρόνια αργότερα μια Leica. Η Freund φοίτησε στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης για να σπουδάσει κοινωνιολογία και Ιστορία της Τέχνης, σκοπεύοντας να ακολουθήσει καριέρα στην κοινωνιολογία. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής της δραστηριοποιήθηκε πολιτικά και φωτογράφισε αντιναζιστικές διαδηλώσεις. Έφυγε από τη Γερμανία το 1933 όταν οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε διδακτορικές σπουδές στη Σορβόννη. Ενώ ζούσε και σπούδαζε στο Παρίσι, απέκτησε στενή φιλία με τον Γερμανό κριτικό λογοτεχνίας και στοχαστή Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο Μπένγιαμιν την ενθάρρυνε για τη μελέτη της τέχνης και της φωτογραφίας.
Το 1935 ταξίδεψε στην Αγγλία και φωτογράφισε περιοχές που είχαν πληγεί περισσότερο από τη Μεγάλη Ύφεση. Αυτή η σειρά φωτογραφιών δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Life το 1936.
Το 1935 η Freund τράβηξε τη φωτογραφία για την οποία θα γινόταν περισσότερο γνωστή, αυτή του συγγραφέα (και αργότερα πολιτικού) André Malraux σε μια ταράτσα του Παρισιού. Το 1996 η γαλλική κυβέρνηση χρησιμοποίησε αυτή την εικόνα για να δημιουργήσει ένα γραμματόσημο, αφαιρώντας ως γνωστόν το τσιγάρο που κρέμεται από τα χείλη του Malraux.
Όταν προσκλήθηκε από τον Malraux να καταγράψει το Πρώτο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού, ουσιαστικά τότε η Freund ξεκίνησε την καριέρα της φωτογραφίζοντας σημαντικές προσωπικότητες του πολιτισμού. Μερικά από τα πρώτα της θέματα ήταν ο Μπόρις Πάστερνακ, ο Ε.Μ. Φόρστερ και ο Μπέρτολτ Μπρέχτ.
Στη διδακτορική της διατριβή η Freund έγραψε για τη γαλλική φωτογραφία του 19ου αιώνα. Το αποτέλεσμα ήταν μία από τις πρώτες επιστημονικές εργασίες για τη φωτογραφία. Εκδόθηκε το 1936 (facsimile 2011) ως "La Photographie en France au XIXe siècle" από την παρισινή βιβλιοπώλη Adrienne Monnier, η οποία έγινε σημαντικός μέντοράς της και σύνδεσμος, συστήνοντάς την σε πολλούς συγγραφείς και άλλες προσωπικότητες του Παρισιού. Μέσω αυτών των γνωριμιών η Freund βρήκε νέα θέματα για τα πορτραίτα της. Ως ντοκιμαντερίστρια ανθρώπων, φρόντιζε να εξοικειώνεται με το έργο των υποκειμένων της και να το συζητά μαζί τους πριν από τη λήψη των πορτραίτων τους, δημιουργώντας μια άνεση και οικειότητα που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες της.
Το 1939 τράβηξε μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες φωτογραφίες της, πολλές από αυτές έγχρωμες, της Virginia Woolf, του Leonard Woolf, του James Joyce, της Colette, του George Bernard Shaw, του T.S. Eliot και της Αργεντινής συγγραφέως και εκδότριας Victoria Ocampo. Τον Μάιο του 1939 το πορτρέτο του James Joyce εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Time.
Η ναζιστική εισβολή στη Γαλλία το 1940 ανάγκασε τη Freund να διαφύγει και πάλι, πρώτα στη νότια Γαλλία και στη συνέχεια στο Μπουένος Άιρες, όπου επανασυνδέθηκε με την Ocampo, η οποία έγινε ο σύνδεσμός της με τον πολιτιστικό κύκλο της Λατινικής Αμερικής.
Στην Αργεντινή έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου, ταξιδεύοντας σε όλη τη Νότια Αμερική φωτογραφίζοντας συγγραφείς όπως τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τον Πάμπλο Νερούδα. Ενώ βρισκόταν στην Αργεντινή το 1950, της ζητήθηκε να φωτογραφίσει την πρώτη κυρία Εύα Περόν. Με το χαρακτηριστικό της οικείο στυλ, η Freund απαθανάτισε την Περόν με τα σκυλιά της, να φτιάχνει τα νύχια της, να φτιάχνει τα μαλλιά της, με τη μεγάλη συλλογή καπέλων της και να δίνει ελεημοσύνες στους φτωχούς. Οι φωτογραφίες, όταν δημοσιεύτηκαν στο Life, θεωρήθηκαν από την Εύα και τον Χουάν Περόν ως επιδεικτικές και ενοχλητικές, με αποτέλεσμα το περιοδικό να απαγορευτεί στην Αργεντινή και η Freund να γίνει persona non grata. Η πολιτική της θέση την έβαλε σε μπελάδες και στην Αργεντινή.
Το 1947 ο Robert Capa την προσέλαβε στο Magnum Photos αλλά την απέλυσε το 1954 επειδή ο Αμερικανός γερουσιαστής Joseph McCarthy την αναγνώρισε ως κομμουνίστρια.
Πριν επιστρέψει στο Παρίσι το 1952 ταξίδεψε στο Μεξικό, όπου φωτογράφισε τους καλλιτέχνες Frida Kahlo και Diego Rivera. Η Freund συνέχισε να φωτογραφίζει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, υπηρετώντας μάλιστα ως επίσημος φωτογράφος του Franƈois Mitterrand το 1981, μετά την εκλογή του ως προέδρου της Γαλλίας. Εκείνη τη χρονιά σταματά να φωτογραφίζει για να μπορεί να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στο διάβασμα.
Η Freund αναγνωρίζεται ως μία από τις μεγάλες προσωπογράφους του 20ού αιώνα. Είναι επίσης συγγραφέας βιβλίων, μεταξύ των οποίων τα James Joyce in Paris, His Final Years (1965), Le Monde et ma caméra (1970, Ο κόσμος στην κάμερά μου), Photographie et société (1974, Φωτογραφία και κοινωνία), Trois jours avec Joyce (1982, Τρεις μέρες με τον Τζόις) και των απομνημονευμάτων της, Itinéraires (1985, Gisèle Freund Photographer).
Κέρδισε βραβεία όπως το Grand Prix National des Arts (1980) και έγινε αξιωματικός των Τεχνών και των Γραμμάτων το 1982 και Chevalier της Λεγεώνας της Τιμής το 1983.
πηγή: Britannica
επιμέλεια: J.Eco
Gisele Freund, sefl portrait