Ζαγορισίων Βίος

5 Σεπ 2024

 



Το Ζαγόρι είναι γραφή δύσκολη, δεν προσφέρεται για ερμηνείες πρόχειρες. Για να το καταλάβεις πρέπει να το δεις από πολλές μεριές. Χρειάζεται ν' ανεβείς στις βουνοκορφές του, ν' αφήσεις το μάτι να πλανηθεί στην άπλα του ορίζοντα, κάπου θ' αγγίξει και τη γαλάζια θάλασσα, για να προσδιορίσεις έτσι το γεωγραφικό στίγμα και τα περιγράμματα της μορφής του, διαφορετικά κάθε φορά που αλλάζεις σκοπιά θεώρησης. Να περπατήσεις ύστερα στους βατούς δρόμους και να σκαρφαλώσεις σ' απόκρημνες πλαγιές, να γευτείς τις κρυφές χαρές της παρθένας φύσης, σπάνια απόλαυση στην εποχή μας. Να σεργιανίσεις στα έρημα καλντερίμια των χωριών του, με συντροφιά τις μνήμες των ανθρώπων, για να πιάσεις τον παλμό μιας εποχής που χάθηκε, χωρίς ελπίδα επιστροφής. Να καταδυθείς στα έγκατα της ιστορίας για ν' ανασύρεις απ' εκεί θησαυρούς αρίφνητους - τι σοφία, τι παιδεία, τι μορφές πολιτισμού και κανόνες ζωής, ατομικής και ομαδικής, μένουν ακόμα εκεί, καταχωνιασμένοι - και ν' αφουγκραστείς τις μυστικές κλήσεις της γης που κρατούσε κοντά της, σε παλιούς καιρούς τους ανθρώπους δεμένες μαζί της ως το θάνατο, έτσι που να ξεκινούν από τα πέρατα του κόσμου για ν' αναπάψουν το κορμί τους στην αγκαλιά της.

Ι.Ν.Νικολαϊδης, ¨Ζαγόρι. Δοκίμιο Ανθρωπογεωγραφίας"







Ιστορικό πλαίσιο 1860-1950



Με τη λέξη Ζαγόρι εννοούμε την βορείως των Ιωαννίνων ευρύτερη περιοχή, στην οποία ανήκουν μερικές από τις υψηλότερες κορυφές της Ηπειρωτικής Πίνδου και περιλαμβάνει σήμερα 44 χωριά. Η λέξη Ζαγόρι πιθανώς αποτελεί κατάλοιπο σλαβικών επιδρομών και σημαίνει «τόπος πίσω από (το) βουνό». Ορισμένοι λόγιοι προτιμούν την ονομασία «Ζαγοροχώρια» όταν αναφέρονται σε αυτήν ιην πολύ ενδιαφέρουσα περιοχή της χώρας μας, η οποία τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μεγάλη προβολή στο εσωτερικό και στο εξωτερικό με επακόλουθο το συνεχώς αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα προς αυτή.

Με βάση ιστορικά και γεωμορφολογικά κριτήρια το Ζαγόρι διαιρείται σε τρία τμήματα: το Ανατολικό Ζαγόρι ή «Βλαχοζάγορο», το Κεντρικό Ζαγόρι ή «Βοϊνίκο», και το Δυτικό Ζαγόρι ή «Κατούμενα». Τα τμήματα αυτά παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορές στο τοπίο, στη χλωρίδα, στην πανίδα και στο χρώμα της πέτρας που είναι η βασική οικοδομική ύλη. Έτσι το ανατολικό τμήμα έχει να επιδείξει πυκνή βλάστηση και πλούσια δάση με πολλούς υδάτινους πόρους, ενώ το κεντρικό και δυτικό παρουσιάζουν αδρότερη μορφή, με αποκορύφωμα δύο μοναδικής αγριότητας «γεωλογικές ιδιοτροπίες»: το φαράγγι του Αώου, που αρχίζει από το χωριό Βωβούσα, και τη χαράδρα του Βίκου, της οποίας η αφετηρία βρίσκεται κοντά στο Ρογκοβό Τσεπελόβου φαράγγι και χαράδρα διασχίζονται από τα πιο καθαρά σήμερα ποτάμια της Ευρώπης και καταλήγουν στον κάμπο της Κόνιτσας.





Οι σημερινοί επισκέπτες του Ζαγοριού μπορούν να απολαύσουν την ωραία και ποικιλόμορφη φύση του και να θαυμάσουν τα δωρικής λιτότητας και μεγαλοπρέπειας δημιουργήματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής, τα οποία υπάρχουν σε όσα χωριά δεν καταστράφηκαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο απο τη μανία των κατακτητών. Είναι αμφίβολο όμως, εάν όσοι έρχονται να γνωρίσουν την περιοχή μπορούν άμεσα να αποκομίσουν πολλά καίρια στοιχεία από τη βαθύτερη φυσιογνωμία του Ζαγοριού, ενός τόπου που δεν φημίζεται, όπως άλλες περιοχές της χώρας, για ιδιαίτερα ηρωικά κατορθώματα των κατοίκων του, πολεμικές συρράξεις και κρίσιμες μάχες, αλλά έχει να παρουσιάσει έναν ιδιότυπο πολιτισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε σταδιακά, με κορύφωσή του από τα μέσα του 18ου περίπου μέχρι τα τέλη του Ι9ου αιώνα.

Συστατικά στοιχεία του Ζαγορίσιου πολιτισμού ήταν η θαυμαστή επίδοση των κατοίκων του στα Γράμματα και η ανάδειξη μεγάλων πνευματικών μορφών, λόγω της προσφοράς των οποίων πολύ σωστά γράφτηκε ότι «το Ζαγόρι φώτισε το Έθνος», η δημιουργία ενός θαυμαστού συστήματος κοινοτικής οργάνωσης και συμβίωσης, και η καλλιέργεια του πνεύματος της ευποιίας, η οποία ήταν κυρίως συνδεδεμένη με τη μετοικεσία των Ζαγορισίων και τον πλούτο που προήλθε από αυτήν. Επομένως για να εκτιμήσουμε καλύτερα το Ζαγόρι σε όλες τις διαστάσεις του πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του, εστιάζοντας την προσοχή μας στη «χρυσή εποχή» του, που η λάμψη της έφτασε μέχρι τις ημέρες μας και από την οποία αντλήθηκε και το πραγματικά πολύτιμο για τις επερχόμενες γενεές φωτογραφικό υλικό του παρόντος βιβλίου.

Το Ζαγόρι, όπως και άλλες περιοχές της Ηπείρου, κατοικήθηκε από την Παλαιολιθική εποχή. Ειδικότερα τα σημαντικά ευρήματα στις θέσεις Κλειδί και Μέγας Λάκκος της λεκάνης του Βοϊδομάτη, τα οποία προέρχονται από ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών που άρχισαν το 1983, φθάνουν μέχρι τη Μέση Παλαιολιθική εποχή (16.500 π.Χ.). Ενδεικτικά ευρήματα έχουμε και από την ύστερη Χαλκοκρατία (Ελαφότοπος και οροπέδιο Πεδινών), μέσω των οποίων διαπιστώνεται η επικοινωνία με τον μυκηναϊκό κόσμο. Οι ιστορικοί χρόνοι και η εποχή του Σιδήρου φωτίζονται ικανοποιητικά μέσω της συστηματικής ανασκαφής από το 1965 της τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων Ιουλίας Βοκοτοπούλου (1939-1995) ανάμεσα στα χωριά Βίτσα και Μονοδένδρι.







Όπως η ίδια υπογραμμίζει στο σχετικό τρίτομο σύγγραμμά της, στη θέση αυτή αποκαλύφθηκε ο αρχαιότερος οικισμός της Ηπείρου, με δύο νεκροταφεία, ο οποίος κατοικήθηκε συνεχώς απο τον 9ο μέχρι το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα και αποδεικνύει την ελληνικότητα του τόπου. Ο οικισμός αποτελούσε θερινή διαμονή Μολοσσών κτηνοτρόφων, οι οποίοι, όπως και οι σημερινοί Σαρακατσάνοι, κατέβαιναν από αυτά τα ορεινά μέρη έως τα χειμαδιά της Πρέβεζας, όπου και η ρωμαϊκή Νικόπολη, διασχίζοντας το οροπέδιο της Ελλοπίας ακόμη και στα χρόνια πριν από τον Ησίοδο και τον Όμηρο. Ανάμεσα στα ποικίλα και πολλά ευρήματα της ανασκαφής, τα οποία θαυμάζουμε σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, ιδιαίτερα σημαντικό είναι το χάλκινο κράνος πολεμιστή, φρυγικού τύπου, της εποχής των Μακεδόνων βασιλέων Φιλίππου Β' και Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Από τους ελληνιστικούς χρόνους έως την καταστροφή της Ηπείρου από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. έχουμε επίσης ενδεικτικά στοιχεία για τη συνέχεια της κατοίκησης και του ελληνικού πολιτισμού στο Ζαγόρι (κινητά ευρήματα Αρίστης και Καλωτάς, και λείψανα φρουριακού χαρακτήρα σε επίκαιρες θέσεις), τα οποία μας επιτρέπουν ακόμη να διαπιστώσουμε σε γενικές γραμμές ότι αυτή η ορεινή περιοχή δεν ήταν απομονωμένη.

Για τη βυζαντινή περίοδο έχουμε ελάχιστες πληροφορίες, αφού η ανώνυμη χρονογραφική συλλογή του «Κουβαρά», που βρισκόταν από τα μέσα του 18ου αιώνα στην ιστορική Μονή των Φιλανθρωπηνών στο νησί των Ιωαννίνων, και άλλα πολύτιμα τοπικά χρονικά της μεσαιωνικής και τουρκοκρατούμενης Ηπείρου καταστράφηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στην πυρκαϊά της 23ης Αυγουστου του 1820, με την οποία έκαψε τα Γιάννινα ο Αλή-πασάς, πολιορκημένος τότε από τα σουλτανικά στρατεύματα.

Για τα ως άνω χρονικά, τη συναγωγή και κριτική παρουσίαση του υλικού των οποίων, όπως διασώθηκε, επιχείρησε ο έξοχος Ζαγορίσιος ερευνητής Λέανδρος Βρανούσης (1921-1993), μας κάνουν λόγο στα έργα τους οι ξένοι περιηγητές της εποχής του Αλή-πασά, καθώς και ο Επανωσουδενιώτης ιατρός και μοναδικός για το Ζαγόρι ιστοριοδίφης Ιωάννης Λαμπρίδης (1839-1891) και ο πρωτοπόρος μελετητής της Ηπειρωτικής ιστορίας Παναγιώτης Αραβαντινός (1809-1870).

Σημαντική είναι επίσης για τη μελέτη αυτής της περιόδου η συμβολή της αρχαιολογίας και της γλωσσολογίας. Η σοβαρή έρευνα για τα τοπωνύμια του Ζαγοριού και την προέλευσή τους από τον καθηγητή Κώστα Οικονόμου διαφώτισε το πολυσυζητημένο θέμα της εγκατάστασης των Σλάβων στο Ζαγόρι, η οποία φαίνεται ότι έγινε στις αρχές του 7ου αιώνα, όπως και σε άλλα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η διερεύνηση των πολυάριθμων σλαβικών τοπωνυμίων του Ζαγορίου και η διαπίστωση που προκύπτει απο αυτήν για τη γρήγορη απώλεια της γλωσσικής ταυτότητας των διασπασμένων και απομονωμένων σλαβικών φύλων τα οποία εγκαταστάθηκαν εκεί, δείχνει πόσο αποτελεσματική υπήρξε και πάλι η οργανωμένη αφομοιωτική πολιτική του Βυζαντίου απέναντι στους επιδρομείς, με τη συνεργασία της Εκκλησίας και του κυρίαρχου πολιτικά και πολιτιστικά ελληνικού στοιχείου, σε νησίδες εντός του οποίου ζούσαν τα φύλα αυτά.

Πολυαριθμότερα σε σχέση με τα σλαβικά ανιχνεύονται στο Ζαγόρι τα βλαχικά τοπωνύμια. Οι βλαχόφωνοι νομαδικοί ή ημινομαδικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν τον 13ο αιώνα στην περιοχή. Ίσως η πρώτη μετανάστευση να άρχισε από το τελευταίο τέταρτο του 11ου αιώνα. Αυτοί οι πληθυσμοί κατευθύνθηκαν ιδίως προς το νοτιοανατολικό και νότιο τμήμα της περιοχής, όπου και σήμερα ομιλείται η κουτσοβλαχική παράλληλα με την ελληνική.

Στα ταραγμένα χρόνια του 13ου και του 14ου αιώνα, όταν η αδύναμη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τη διείσδυση των δυτικών εμπορικών πόλεων και της Σερβίας, στην Ήπειρο σχηματίσθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, ένα από τα ελληνοβυζαντινά κράτη που οργανώθηκαν τότε στα εδάφη της.








Σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου του 1321, πολύτιμο για την ιστορία της Ηπείρου, το οποίο αναφερόταν στην παραχώρηση προνομίων αυτοδιοίκησης στους άρχοντες και στον κλήρο των Ιωαννίνων, βρίσκουμε την παλαιότερη αναφορά του τοπωνυμίου Ζαγόρι. Σε άλλα έγγραφα των χρόνων εκείνων εντοπίζονται επίσης ονόματα οικισμών οι οποίοι ανήκουν κυρίως στο δυτικό και στο κεντρικό τμήμα του Ζαγοριού, στην είσοδο της κοιλάδας του Μιτσικελιού, γυρω απο το Ρεϋνίκο, το Πάπιγκο και τον Άη-Μηνά. To Πάπιγκο ειδικότερα, κέντρο της «χώρας του Παπίγκου», διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στους αγώνες του Δεσπότη των Ιωαννίνων χάρις στη στρατηγική θέση και στη φυσική οχύρωσή του, όταν ο τόπος καταστρεφόταν από τις τοπικές διενέξεις των φεουδαρχών, τις επιδρομές των Αλβανών, την κάθοδο των Σέρβων και την πρώτη εξάπλωση των Τούρκων κατά τον 14ο αιώνα.

Η τουρκική κατάκτηση βρήκε το Πάπιγκο σε καθεστώς ιδιότυπης στρατιωτικής και διοικητικής ημιαυτονομίας, και τα άλλα Ζαγοροχώρια με δικούς τους άρχοντες, ζουπάνους, βοϊνίκους ή βοεβόδες, όπως μας πληροφορεί το σημαντικό, αναγόμενο στον 18ο αιώνα, Χρονικό της Βοτσάς, αυτού του γνωστού μοναστικού «υποθηκοφυλακείου» του Ζαγοριού που βρίσκεται κοντά στο χωριό Γρεβενίτι.

Ο αγώνας με τους Τούρκους κρίθηκε για το Ζαγόρι με την κρίσιμη μάχη της Βοτσάς. Μετά τις νικηφόρες επιχειρήσεις του Μουράτ Β' στο βορειοηπειρωτικό χώρο, ο Τούρκος κατακτητής έστρεψε το ενδιαφέρον του προς τη νοτιότερη επικράτεια του Καρόλου Β' Τόκκου (1429-1448), Δεσπότη της Ηπείρου. Κατ εντολήν του Μουράτ ο Ρούμελη-βαλεσής Σινάν Πασάς δέχθηκε την αυθόρμητη παράδοση των δεκατεσσάρων χωρίων του Κεντρικού Ζαγορίου, που ήταν πιο εκτεθειμένα, προκείμενου να διευκολυνει και την παράδοση των Ιωαννίνων, η οποία έγινε επίσης με ειρηνικό τρόπο. Στη Συνθήκη με τον Σινάν Πασά, που είναι γνωστή και ως Συνθήκη του Βοϊνίκου, προσχώρησαν αργότερα και τα άλλα Ζαγοροχώρια (1479), τα οποία τέθηκαν υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας. Ως αντάλλαγμα για την παράδοση τους οι Ζαγορίσιοι εξασφάλισαν καθεστώς ουσιαστικής αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, με ορισμένες μόνο φορολογικές υποχρεώσεις, βασικότερη από τις οποίες ήταν η αποστολή ετησίως ορισμένου αριθμού Ζαγορισίων, των «Βοϊνίκων», στην Κωνσταντινούπολη για να υπηρετήσουν επί ορισμένο χρονικό διάστημα ως ιπποκόμοι στους στάβλους του οθωμανικού στρατού (θεσμός του Βοϊνίκου).

Με την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Ζαγόρι έρχεται στο προσκήνιο της Ιστορίας. Με βάση και τη Συνθήκη του Βοϊνίκου αρχίζει από τότε να χτίζεται «λιθαράκι-λιθαράκι», όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει και ο γνωστός Ζαγορίσιος λόγιος Ιωάννης Νικολαΐδης, η λεγόμενη «Ζαγορίσια Πολιτεία», που μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα διατήρησε τη δομή και τα προνόμια της, τα οποία σε γενικές γραμμές ήταν τα εξής:

Στα 44 Ζαγοροχώρια λειτουργούσε αυτοδιοίκηση με την εκλογή των τοπικών αρχόντων, δηλαδή των δημογερόντων, από τη συνέλευση των κατοίκων, στην οποία συμμετείχαν μόνο οι αυτόχθονες άνδρες. Επικεφαλής των δημογερόντων καθε χωριού ήταν ο Προεστός. Ολοι οι Προεστότες του Ζαγορίου αποτελούσαν το «Κοινόν των Ζαγορισίων» υπό τον Γενικό Προεστότα ή Ζαγόρ-Βεκύλη. Οι άρχοντες διοικούσαν με τους γενικότερους και ειδικότερους προνομιακούς ορισμούς και τα πρωτότυπα θεσπίσματα εθιμικού δικαίου που κατήρτιζαν οι ίδιοι για να ρυθμίσουν το πλέγμα των ανθρωπίνων σχέσεων, σύμφωνα και με τις συνθήκες που επέβαλε ένα συντηρητικό κοινωνικό σύστημα.

Τα αδικήματα που είχαν σχέση με την κοινότητα δικάζονταν στις συνελεύσεις του Κοινού των Ζαγορισίων, ενώ οι υποθέσεις που είχαν ποινικό χαρακτήρα υπάγονταν στη δικαιοδοσία της τουρκικής διοίκησης. Αξιοθαύμαστα ήταν τα θεσπίσματα για τις προικοδοσίες των κοριτσιών και τον περιορισμό των απαιτήσεων των γαμβρών.

Στην τουρκική αρχή, στην πρωτεύουσα του βιλαετίου Ιωαννίνων, τη Ζαγορίσια Πολιτεία εκπροσωπούσε ο Γενικός Προεστός, ο οποίος επιστατούσε επίσης στη διαδικασία της κατανομής και της είσπραξης των φόρων και φρόντιζε για την τήρηση των προνομίων. Τελικά ο Ζαγόρ-Βεκύλης, όπως έχει γραφεί, φάνταζε στα Γιάννινα «σαν Πρόξενος μιας ξένης χώρας, διαπεπιστευμένος στις αυλές των βαλήδων» για να εκπροσωπεί τη χώρα του, «μια σπιθαμή τόπο πίσω από το βουνό».

Όσοι πασάδες θέλησαν να παραβιάσουν τα προνόμια αυτά αντιμετώπισαν τη σθεναρή στάση των Γενικών Προεστοτών, καθώς και τις παρεμβάσεις ισχυρών Ζαγορισίων που είχαν μετοικήσει στην Κωνσταντινούπολη και είχαν αποκτήσει μεγάλη επιρροή στην Πύλη. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς τους πασάδες τιμωρήθηκαν για το λόγο αυτό με θάνατο.

Απο το 1774, με τη συνεργασία Ζαγορισίων και Βαροσλήδων (αυτοχθόνων κατοίκων των Ιωαννίνων) για την καταπολέμηση της ληστείας, μεταφέρθηκε η έδρα του Ζαγόρ-Βεκύλη από το Ζαγόρι στα Γιάννινα, μεγαλύτερο τότε εμπορικό κέντρο της Δυτικής Βαλκανικής και εστία σημαντικών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων και εκπαιδευτικών αναζητήσεων.










Οι σχέσεις του Ζαγορίου υπήρξαν πολύ στενές, κατά την περίοδο της ακμής του ειδικότερα, με τον Αλή-πασά, τον οποίο προήγαγε στα πασαλίκια των Τρικάλων και των Ιωαννίνων ο παντοδύναμος «Ρωμηόπασας» Ιωαννούτσος Καραμεσίνης από το χωριό Καπέσοβο, που ήταν για πολλά χρόνια «πρωτεύουσα της Επιστασίας Ζαγορίου», σε συνεννόηση με τους Γιαννιώτες Βαροσλήδες και ισχυρούς Ζαγορίσιους παράγοντες στην Κωνσταντινούπολη, ελπίζοντας ότι θα αποκαθιστούσε τη διασαλευμένη τάξη στο βιλαέτι των Ιωαννίνων. Ο περιώνυμος Αλβανός ηγεμόνας, αν και χρωστούσε ευγνωμοσύνη στους Ζαγορίσιους, κατέβαλε συστηματικές προσπάθειες για να μεταβάλει το Ζαγόρι σε τσιφλίκι του, αλλά αντιστάθηκε στα σχέδια του ο ευνοούμενος Βεκύλης του Ζαγορίου Αλέξης Νούτσος, τον οποίο καταδίκασε σε εξάμηνη εξορία στο Αργυρόκαστρο.

Ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν τα χρόνια εκείνα την Ήπειρο και Έλληνες λόγιοι της Διασποράς κάνουν λόγο στα έργα τους για την αξιοθαύμαστη άνθηση του νεοελληνικού πολιτισμού στο Ζαγόρι. Τα ίχνη αυτής της άνθησης ζωντανεύουμε σήμερα με ό,τι έχει περισωθεί από τα γραπτά κειμήλια και κυρίως τα απτά δημιουργήματα της τοπικής παράδοσης και της λαϊκής αρχιτεκτονικής: τα ωραία πέτρινα σπίτια, μικρότερα και «εσωστρεφή» διώροφα ορθογώνια σε πρώτη φάση (1250-1650), μεγαλοπρεπέστερα στους μεταγενέστερους τύπους, με τις ενσωματωμένες κρεβάτες και τα μεγάλα χαγιάτια, τα γραφικά καλντερίμια, τα επιβλητικά σχολικά κτίρια, τις τοξωτές βασιλικές με τα χαρακτηριστικά καμπαναριά και τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο, τα μυστηριακά μοναστήρια, σε οπτική επικοινωνία συνήθως μεταξύ τους, και τα αριστοτεχνικά μονότοξα και πολύτοξα γεφύρια, τα πιο παλιά και εντυπωσιακά στην Ήπειρο.

Η γόνιμη οικονομική, κοινωνική και πνευματική ζωή που μαρτυρείται στο Ζαγόρι ίσως να μην είχε αναπτυχθεί σ' αυτούς τους πανέμορφους ορεινούς οικισμούς, εάν δεν στήριζαν την οικονομία του τόπου με πλούσια εμβάσματα και κληροδοτήματα οι κάτοικοι του, οι οποίοι ακολούθησαν από τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας το ρεύμα της μετοικεσίας και εγκαταστάθηκαν σε ξένες χώρες.

Το έδαφος της γενέτειρας ήταν άγονο και οι κάτοικοι, δραστήριοι και ανήσυχοι, ζούσαν με την αγροτική παραγωγή, στην οποία επιδίδονταν άνδρες, γυναίκες και παιδιά για αυτοκαταναλωτικούς σκοπούς, με την οικόσιτη κτηνοτροφία και την εκμετάλλευση του δασικού πλούτου. Σταδιακά άσκησαν επίσης διοικητικά και εκπαιδευτικά επαγγέλματα.

Για να βελτιώσουν τη ζωή τους οι Ζαγορίσιοι έφυγαν ακολουθώντας αρχικά τους πρώτους Βοϊνίκους για την Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαταστάθηκαν και εργάσθηκαν ως έμποροι, προμηθευτές, επιχειρηματίες, επαγγελματίες. Κατόπιν διάλεξαν και άλλους τόπους αποδημίας στα περιφερειακά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στη Βενετία και στη Ρώμη, στις μεγάλες πόλεις της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας, ιδίως μετά τις προστατευτικές για τους χριστιανούς συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718), στη Μικρά Ασία, όπου διακρίθηκαν επίοης πολλοί από αυτούς συγκεντρώνοντας στα χέρια τους πλούτο και παίζοντας σημαντικό κοινωνικό ρόλο. Αργότερα ταξίδεψαν στη Νότιο Αφρική, στο Σουδάν, στην Αίγυπτο και τέλος στην Αμερική. Το ρεύμα της μετοικεσίας είχε ήδη γενικευθεί στο Ζαγόρι από τα μέσα του 18ου αιώνα ώστε να έχει ξενητευθεί κατά την περίοδο αυτή το σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού του, όπως επισημαίνει στην ενδιαφέρουσα εργασία του «Μετοικεσίες Ζαγορισίων» ο νέος Ζαγορίσιος ιστορικός Β. Δαλκαβούκης.

Στον θαυμαστό «παράλληλο βίο» τους στο εξωτερικό οι Ζαγορίσιοι ανέπτυξαν εντονότατη οικονομική δραστηριότητα, η οποία καταξιώθηκε με ιδιαίτερο τρόπο στο εσωτερικό. Εκτός από τα εμβάσματα που έστελναν στις οικογένειές τους διέθεταν μεγάλα κεφάλαια στις κοινότητές τους για ευεργετικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς, για την ίδρυση σχολείων, τις προικοδοσίες απόρων κοριτσιών και την πληρωμή φόρων, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων

Οι ξενητεμένοι μετέφεραν από τις χώρες της αποδημίας τους και νέες ιδέες στον τόπο τους, παράλληλα με την ανάπτυξη της παιδείας, καθώς και πρότυπα ζωής τα οποία οδήγησαν τα Ζαγοροχώρια σε κάποιο βαθμό εξαστισμού από το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα. Δείγματα ήταν τα πολυτελέστερα σπίτια, η νέα αισθητική αντίληψη στη διακόσμηση και η ενίσχυση των καταναλωτικών τάσεων γενικότερα.

Το βάρος της ξενητιάς με τα βάσανά της - τα οποία τραγούδησε με μοναδικό τρόπο η λαϊκή μούσα - έφερε κυρίως η Ζαγορίσια γυναίκα, σύζυγος και μητέρα, η οποία έπαιξε ενεργητικό ρόλο μέσα στο σπίτι, με το μεράκι και τη νοικοκυροσύνη της, την επιβολή της ιεραρχίας, και παράλληλα την εργασία και σε όλα τα πεδία δράσης τα οποία διεκδικούσαν συνήθως μόνον οι άνδρες. Ιδίως η Ζαγορίσια γυναίκα αγωνίσθηκε για την κοινωνική άνοδο των παιδιών της μέσω της παιδείας, αφού και η ίδια υπήρξε «παραγωγός πολιτισμού»








Κατά το σκοτεινό μεσαίωνα της ελληνικής παιδείας όπως σε όλη την Ήπειρο έτσι και στο Ζαγόρι είχαν διατηρηθεί ορισμένες εστίες διδασκαλίας των κοινών γραμμάτων, ιδίως στα μοναστήρια. Όταν με την οικονομική ανάπτυξη του Ελληνισμού στα Βαλκάνια (τέλη του 17ου αι.) και υπό την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού εγκαταλείφθηκε ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας της παιδείας, ιδρύθηκαν σε όλα τα Ζαγοροχώρια πρωτοβάθμια σχολεία, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε με μεγάλη ταχύτητα και σημειώθηκε μαζική προσέλευση του πληθυσμού σ' αυτά (1700-1820), με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί σταδιακά στην περιοχή ο αναλφαβητισμός και να βαθύνει η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης.

Η αγάπη των Ζαγορισίων για τα γράμματα, όλο αυτό το διάστημα, υπήρξε παραδειγματική. Όχι μόνον οι πλούσιοι αλλά και οι πτωχότεροι κατέθεταν τον οβολό τους για τη συντήρηση του σχολείου και της βιβλιοθήκης της κοινότητάς τους για τη μόρφωση απόρων νέων.

Κατά τη διάρκεια αυτής της ανθηρής για την παιδεία του Ζαγορίου περίοδο, δηλαδή το 18ο και 19ο αιώνα, πραγματικές στρατιές Ζαγορισίων πορεύθηκαν προς τις σχολές των Ιωαννίνων, των Αθηνών και των μεγάλων κέντρων του εξωτερικού για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Οι πιο πολλοί από αυτούς έλαμψαν αργότερα με τη διδασκαλία και τη συγγραφική τους δημιουργία όπου γης υπήρξε εστία ελληνισμού, ενώ οι παλαιότεροι συμμετείχαν ενεργά, με την πνευματική δραστηριότητά τους, στην προετοιμασία της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους λογίους ξεχωρίζουν ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους Νεόφυτος Δούκας και Γεώργιος Γεννάδιος, καθώς και οι Αναστάσιος Σακελλάριος, Βράνος Βωζάνης, Ιωάννης Ζηκίδης, Ματθαίος Παρανίκας, Γεώργιος Χασιώτης, Μιλτιάδης Πανταζής, Αναστάσιος Ταγής, Ευγένιος Ζωμαρίδης, Δημήτριος Σεμιτέλος, Δημήτριος Σάρρος και πολλοί άλλοι.

Στα Γιάννινα οι Ζαγορίσιοι διαδραμάτισαν ζωτικό ρόλο όχι μόνο στην εκπαιδευτική αλλά και στην οικονομική και κοινωνική ζωή γενικότερα, αφότου ιδίως σχηματίσθηκε η νέα αστική τάξη της πόλης επί Αλή-πασά, επωφελούμενοι από την εξισορροπητική πολιτική του απέναντι στο ελληνικό στοιχείο και την Πύλη, αλλά και από τα μέτρα που έλαβε για την αναζωογόνηση του εμπορίου και της βιοτεχνίας.

Την εποχή εκείνη οι Ζαγορίσιοι που ευημερούσαν στο Ιάσιο, με πρωτοβουλία του Νεοφύτου Δούκα και σε συνεννόηση με άλλους παράγοντες της Βεσσαραβίας και της Κωνσταντινούπολης, έκαναν προσπάθειες (1813-1820) για να ιδρύσουν Ανωτέρα Σχολή στη γενέτειρα, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη Ρογκοβού κοντά στο Τσεπέλοβο και σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, να ανακηρύξουν το Ζαγόρι σε αυτόνομη Ηγεμονία κατά τον τύπο του Μαυροβουνίου.

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί του Ζαγορίου συνδέθηκαν ακόμη στενότερα με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των Ιωαννίνων, και ιδίως τη Ζωσιμαία Σχολή, και με τις ανώτατες και κορυφαίες σχολές των Αθηνών, μία από τις οποίες ήταν η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή, την οποία ίδρυσαν το 1843 οι Μονοδενδρίτες Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες αδελφοί Μάνθος και Γεώργιος Ριζάρης, η οποία αποτέλεσε «τροφό χιλιάδων πεπαιδευμένων ανδρών πολλαπλά ωφελησάντων την Ορθοδοξία και το Έθνος». Οι απόφοιτοι αυτών των σχολών απέκτησαν φήμη και διακρίθηκαν ως δάσκαλοι, φιλόλογοι, γιατροί, νομικοί, γενικά κατέλαβαν εξέχουσες θέσεις στην επιστήμη και επέδρασαν σημαντικά στη δημόσια και κοινωνική ζωή της χώρας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον Χριστόδουλο Κλωνάρη, πρώτο πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τον Σπύρο Χασιώτη, πρώτο διευθυντή της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής και «πατέρα της ελληνικής γεωργίας» και τον Ιωάννη Κόνιαρη, πρώτο Δήμαρχο Αθηναίων.






Μια ειδική κατηγορία «σπουδασμένων επαγγελματιών» ήταν οι πρακτικοί «βικογιατροί» του Ζαγοριού, οι οποίοι χρησιμοποιώντας τα φαρμακευτικά βότανα της χαράδρας του Βίκου βελτίωσαν τη βοτανοθεραπευτική από το 17ο αιώνα και μετά. Το 1840 μάλιστα ο Αδάμ Γοργίδας, διπλωματούχος γιατρός στην Πάδοβα, ίδρυσε Πρακτική Σχολή Φαρμακολογίας στο Σκαμνέλι.

Διακεκριμένοι Ζαγορίσιοι προετοίμασαν και τον αγώνα της εθνικής αναγέννησης ως μέλη της Φιλικής Εταιρείας, και υποστήριξαν το ένοπλο ελληνικό κίνημα κυρίως οικονομικά. Η φυσική παρέμβαση των Ζαγορισίων σ' αυτό υπήρξε περιορισμένη. Αξιοσημείωτο είναι ότι τους χρόνους εκείνους, με εντολή της Φιλικής Εταιρείας, επιχείρησε να ξεσηκώσει το Ζαγόρι ο Αλέξης Νούτσος βοηθώντας την αποστασία του Αλή-πασά εναντίον του σουλτάνου.

Σταθερή επίσης υπήρξε η οικονομική υποστήριξη των πλουσίων Ζαγορισίων προς το νεοϊδρυμένο ελληνικό κράτος. Αλλά για το ίδιο το Ζαγόρι και την Ήπειρο η λευτεριά αργούσε πολύ. Ύστερα από το θάνατο του Αλή Πασά άρχισαν για το Ζαγόρι τα «Δεινοπαθήματα». Η ληστεία, οι αρπαγές και οι φόνοι από τους Αλβανούς Λιάπηδες μέχρι το 1830 και από άλλα αλβανικά και ελληνικά σώματα τα κατοπινά χρόνια, τα οποία ρήμαζαν κυριολεκτικά τον τόπο, παρακινημένα και από την «προκλητική επίδειξη», προκάλεσαν τη συνεχή αραίωση του πληθυσμού και τον εκπατρισμό εκατοντάδων Ζαγορισίων οικογενειών. Την ανώμαλη κατάσταση επιδείνωσαν η καχυποψία των οθωμανικών αρχών, η κατάργηση των προνομίων με την εγκατάσταση οθωμανικής Υποδιοίκησης στο Τσεπέλοβο από το 1864, η δυσβάσταχτη φορολογία και οι μεγάλες καταπιέσεις που ακολούθησαν.

Το Ζαγόρι είχε περάσει στην περίοδο της παρακμής. Η ελπίδα ότι η κατάσταση θα άλλαζε με την απελευθέρωση κατά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) δεν επαληθεύθηκε. Η ληστεία και η κλοπή συνεχίσθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ενώ τότε άνοιγαν οι δρόμοι για την Αίγυπτο και την Αμερική.

Σταθμοί για την ολοκλήρωση της φυγής αποτέλεσαν η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και οι επιχειρήσεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν κάηκαν από τους κατακτητές δεκαπέντε Ζαγοροχώρια, στα αρχοντικά των οποίων υπήρχαν ακόμα έγγραφα αδιατίμητης ιστορικής αξίας, κατάστιχα, σπάνια βιβλία και αξιόλογα έργα τέχνης.

Εν τω μεταξύ όμως στα ερημωμένα Ζαγοροχώρια, μετά την αγροτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα που είχε επιπτώσεις στη νομαδική ζωή τους, είχαν αρχίσει να προωθούνται οι Σαρακατσάνοι. Γόνοι από πανάρχαια ελληνική μήτρα, ζούσαν από τον 19ο αιώνα εγκατεστημένοι έξω από τους οικισμούς, κοντά στα εκτεταμένα κοινοτικά βοσκοτόπια τα οποία νοίκιαζαν, ενώ παράλληλα εργάζονταν και ως υπάλληλοι στα κοινοτικά ποίμνια, οργανωμένοι σε κλειστή κοινωνία με δικές τους νοοτροπίες. Έχοντας υποστεί ώς ένα βαθμό και την επίδραση του συστήματος πολιτισμικών αξιών των Ζαγορισίων (το ίδιο και οι λίγες οικογένειες των Γύφτων που επιδόθηκαν στα τεχνικά επαγγέλματα και τη μουσική, αλλά έχασαν τελικά την πολιτιστική τους ταυτότητα), οι Σαρακατσάνοι βαθμιαία αστικοποιήθηκαν, εγγράφηκαν στα κοινοτικά δημοτολόγια (1938) και από το 1950 κυριάρχησαν πληθυσμιακά στα περισσότερα χωριά του Ζαγοριού.

Τελικά μετά τα πλήγματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τις μετέπειτα πληγές του εμφυλίου σπαραγμού, το Ζαγόρι, ακολουθώντας τη μοίρα των ορεινών οικισμών, σχεδόν αποψιλώθηκε πληθυσμιακά. Είναι ενδεικτικό ότι έναντι των περίπου 30.000 κατοίκων του Ζαγορίου γύρω στο 1870 και των 15.000 στις αρχές του περασμένου αιώνα, η τελευταία απογραφή έδωσε τον αποκαρδιωτικό αριθμό των 5.500 μονίμων κατοίκων. Όμως, παρά την εικόνα αυτή και τη μέχρι σήμερα έλλειψη μιας ολοκληρωμένης αναπτυξιακής παρέμβασης, το Ζαγόρι τα τελευταία χρόνια αναζητεί την καινούργια ταυτότητά του που θα το βοηθήσει όχι μόνο να επιβιώσει και να προοδεύσει στις συνθήκες των νέων καιρών, αλλά και θα του ανοίξει οριστικά το δρόμο μιας πιο αυτόνομης πλεύσης και ανάπτυξης. Τα μυστικά της νέας συνταγής φαίνεται ότι βρίσκονται στους κλάδους του αγροτικού τουρισμού, του πολιτιστικού τουρισμού, της κτηνοτροφίας και της δασοπονίας, οι οποίοι ευνοούνται ιδιαίτερα και από την οικολογική καθαρότητα της περιοχής.



κείμενο: Χριστίνα Πιτσούλη Κίτσου














Ζαγορισίων Βίος


Το βιβλίο αυτό παραδίδουμε με ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση πρώτα-πρώτα στους Ζαγορισίους που θα πρέπει να νιώσουν ακόμη και από την απλή φυλλομέτρησή του περήφανοι για την κοινωνία που διαμόρφωσαν και τον πολιτισμό που παρήγαγαν οι προγονοί τους, μετά στους πολυπληθείς Ζαγοριολάτρες, οι οποίοι εκτίμησαν εξίσου την ωραία περιοχή, και τέλος σε εκείνους που θα ήθελαν να εντρυφήσουν περισσότερο στη βαθύτερη φυσιογνωμία και την προσφορά του παλιού Ζαγοριού με την περίπου επί διακόσια χρόνια παρατεταμένη «έκλαμψη πολιτισμού» και την ανεπανάληπτη «έκρηξη παιδείας».

Το φωτογραφικο υλικό του βιβλίου ανάγεται στην περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1860 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι παλαιότερες φωτογραφίες, που αποτελούν τη χρονική αφετηρία της συλλογής μας, είναι δύο και φέρουν ημερομηνία 1864. Εικονίζουν αντίστοιχα μέλη των οικογενειών Στέα από το Μονοδένδρι και Τζιμοπούλου από τους Κήπους και ανήκουν στο οικογενειακό αρχείο του Κ. Κατσουλίδη.

Η επιλογή του υλικού εγινε μεταξύ περίπου 2.800 φωτογραφιών που τις είχαν στα οικογενειακά τους αρχεία και τις προσέφεραν ευγενικά για χρήση στο Ριζάρειο Ίδρυμα εκλεκτοί Ζαγορίσιοι συμπατριώτες, καθώς και φορείς από την Αθήνα, τα Γιάννινα και τα Ζαγοροχώρια.

Ορισμένες φωτογραφίες από το Ζαγόρι και τα Γιάννινα είναι δύο φημισμένων στην εποχή τους Ζαγορισίων φωτογράφων, του επαγγελματία Γεωργίου Χ. Δημητριάδη από τους Κήπους και του ερασιτέχνη Θεοφάνη Φραγκούλη, εκπαιδευτικού από το Σκαμνέλι. Ο πρώτος, σύμφωνα με αποτυπώσεις ορισμένων σφραγίδων του, φαίνεται ότι διατηρούσε, παράλληλα με το φωτογραφείο του στα Γιάννινα (που καταστράφηκε ολοσχερώς μαζί με το μοναδικής αξίας αρχείο του από βομβαρδισμό στην Κατοχή), και συνεταιρικό ατελιέ στα Χανιά Κρήτης.

Οι περισσότερες φωτογραφίες των δεκαετιών του 1930 και του 1940 με τοπία καθώς και με γενικές και ειδικές απόψεις χωριών είναι δημιουργήματα δύο σπουδαίων επίσης Ηπειρωτών καλλιτεχνών, του αλησμόνητου Απόστολου Βερτόδουλου και του Αγγέλου Καλογερίδη.

Εάν ο Γ. Δημητριάδης και ο Θ. Φραγκούλης μας άφησαν, διάσπαρτα σε εκατοντάδες οικογενειακά αρχεία, εκφραστικά πορτρέτα προσφιλών προγόνων και εξίσου εντυπωσιακά στιγμιότυπα από κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, πανηγύρια, ζιαφέτια κ.ά.) μισού και πλέον αιώνα (περίπου από το 1890 μέχρι το 1940), μέσα από τα οποία αναδύεται έστω και μερικώς έντονη η ατμόσφαιρα αυτής της οριακής για το Ζαγόρι εποχής, οι Α. Βερτόδουλος και Ά. Καλογερίδης μας παρέδωσαν με χιλιάδες φωτογραφίες ανεπανάληπτες αποτυπώσεις της "α-σύρματης" Ζαγορίσιας φύσης και των επίσης "α-σύρματων" οικισμών της, προτού αυτά τα δύο ουσιώδη στοιχεία του τόπου κακοποιηθούν από ποικιλώνυμους φορείς και χρήστες των μέσων της σύγχρονης τεχνολογίας.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στις φωτογραφίες του Fred Boissonnas, των αδελφών Μανάκια, του Σπύρου Μελετζή, της Έλλης Παπαδημητρίου, του Δημήτρη Χαρισιάδη, καθώς και των Ηπειρωτών Γ. Πανταζίδη και Τόλη Σακελλαρίου, οι οποίες εμπλουτίζουν την έκδοσή μας.

Όμως το μεγαλύτερο μέρος της ύλης του βιβλίου καλύπτεται από φωτογραφίες ανωνύμων δημιουργών της χώρας μας, και των τόπων του εξωτερικού στους οποίους αποδήμησαν Ζαγορίσιοι. Τέλος, σημειώνουμε ότι οι θαυμάσιες φωτογραφίες εσωτερικών χώρων των αρχοντικών ανήκουν στο σύγχρονο διακεκριμένο Ηπειρώτη φωτογράφο Κωνσταντίνο Ιγνατιάδη και ότι επίσης χρησιμοποιήθηκε πολύ μικρός αριθμός φωτογραφιών του νεότερου Κώστα Ζήση, πολλά υποσχόμενου καλλιτέχνη από την Αρίστη, ο οποίος αιχμαλώτισε με επιτυχία ορισμένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα τοπία του Ζαγορίου που έμειναν ανέπαφα από το χρόνο.

Πάντως το καταχωρισμένο υλικό δίνει έντονη τη γεύση του τι σήμαιναν για το Ζαγόρι οι έννοιες  Παιδεία και Γράμματα, και ποια ήταν η έκταση της προσφοράς αλλά και της διασποράς των Ζαγορίσιων δασκάλων και γραμματισμένων στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, καθώς και στις περιοχές της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου αργότερα. Αρκεί μόνο να ρίξει κανείς μια επισταμένη ματιά στις φωτογραφίες των σχολικών χώρων όπου δίδαξε ο μεγάλος ελληνιστής Δημήτριος Σάρρος, καθώς και σε εκείνη που εικονίζει σε σχολείο της Καρδίτσας τον στρατηγό και μετέπειτα πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα με τον Ζαγορίσιο δάσκαλο του Χριστόδουλο Βαταβάλη από το Καπέσοβο, εγγονό του περίφημου ελληνιστού και πρώτου γυμνασιάρχου της «γεραράς» Ζωσιμαίας Σχολής Αναστασίου Σακελλαρίου.



'Αγγελος κίτσιος, Πρόεδρος Ριζαρίου Ιδρύματος Μονοδένδρι, 2003


επιμέλεια: J.Eco




























Γάμος στη Βίτσα,  Σ.Μελετζής