Γκίκας - Craxton - Leigh Fermor

30 Οκτωβρίου 2022

 


Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα



Μέσα από την παράλληλη ζωή των τριών αυτών σημαντικών καλλιτεχνών περνάει μια ολόκληρη εποχή, μια Ελλάδα ειδυλλιακή και φωτεινή, που απέχει πολύ από τη σημερινή. Όπως ακριβώς την είχαν στο μυαλό τους μια μερίδα κοσμοπολιτών διανοούμενων, Βρετανών και άλλων, αφιερώνοντας χρόνο και πνευματική εργασία για την ανάδειξη των Ελλήνων και της μοναδικής φύσης του ελληνικού τοπίου. Και οι Γκίκας, Λη Φέρμορ και Κράξτον κατέθεσαν αυτή τους την αφοσίωση και αγάπη στην τέχνη τους και στα γραπτά τους με μια συγκινητική λατρεία για τον τόπο.

Όταν ο γαλλοτραφής Έλληνας ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, στην πρώτη του επίσκεψη στο Λονδίνο το 1945, συνάντησε τον επίσης ζωγράφο, Άγγλο Τζον Κράξτον, με τη μεσολάβηση του κοινού τους φίλου και συγγραφέα Cyril Connolly, ήταν ήδη 40 χρονών. Είχε διαγράψει μια διεθνώς αναγνωρισμένη καλλιτεχνική πορεία και η δουλειά του συνδιαλεγόταν με εκείνη των Πικάσο, Ντε Κίρικο, Λε Κορμπιζιέ. Λίγο αργότερα, γνωρίστηκε και με τον φιλέλληνα συγγραφέα Πάτρικ Λη Φέρμορ –Πάντι για τους φίλους του–, ο οποίος είχε συμμετάσχει στη Μάχη της Κρήτης και στην αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Την ίδια πάνω-κάτω περίοδο ο Λη Φέρμορ γνωρίστηκε, μέσω της συντρόφου του Τζόαν Ράινερ, με τον Κράξτον. Οι δύο νεότεροι Βρετανοί σύντομα θα εξελίσσονταν σε ένα είδος «οικογένειας» για τον σημαντικό Έλληνα καλλιτέχνη. Η μεταξύ τους αλληλεπίδραση στην τέχνη αλλά και στη ζωή τους θα αποδεικνυόταν καθοριστική, τόσο για τους ίδιους όσο και για τη σύγχρονη καλλιτεχνική και πνευματική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας.



Γκίκας, Barbara (Hutchinson) Ghika, Craxton, Fermor, Joan Fermor  στην 'Υδρα


Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, γόνος παλιάς και ευκατάστατης οικογένειας, ένας άνθρωπος μεγάλης καλλιέργειας και ευγένειας, είχε επισκευάσει το οικογενειακό αρχοντικό στο Καμίνι, στην Ύδρα, όπου ζούσε σχεδόν μόνιμα και ζωγράφιζε. Η αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων ήταν μέρος των ενδιαφερόντων του και είχε επιμεληθεί ο ίδιος την ανακαίνιση του πατρικού του σπιτιού στην οδό Κριεζώτου. Από την άλλη, η μορφολογία της Ύδρας καθόρισε την τεχνοτροπία και το ύφος της ζωγραφικής του. Εκεί, στο υπέροχο παραδοσιακό κτίσμα, φιλοξενούσε φίλους του όπως ο Σεφέρης, ο Κατσίμπαλης, ο Ντάρελ, ο Χένρι Μίλερ, ο Καρτιέ-Μπρεσόν. Γύρω στα 1959-1960, με τη συνδρομή του Κράξτον, το αναδιαμόρφωσε, ζωγραφίζοντας τους τοίχους και τα έπιπλα. Κι όταν, έναν χρόνο αργότερα, έπιασε φωτιά, όσο ο ίδιος βρισκόταν στο Λονδίνο σκηνογραφώντας την όπερα Περσεφόνη του Ζιντ για το Κόβεν Γκάρντεν, και καταστράφηκε ολοσχερώς, ο Κράξτον ήταν εκείνος που τον εκπροσώπησε σε όλες τις διαδικασίες, καθώς εκείνος αρνήθηκε να ξαναεπισκεφτεί το αγαπημένο οίκημα.

Ο Κράξτον, πολλά υποσχόμενος ζωγράφος της μεταπολεμικής γενιάς, επηρεασμένος από τον Γκίκα, αποφάσισε να έρθει και να δουλέψει στην Ελλάδα. Κατέφθασε μαζί με τον στενό του φίλο Λούσιαν Φρόιντ και πέρασαν έναν χρόνο στον Πόρο, ζωγραφίζοντας. Όπως διατεινόταν ο ίδιος, για πρώτη φορά ζωγράφιζε αληθινά, όχι μυθικά πρόσωπα. 





Χατζηκυριάκος Γκίκας


Οι απλοί άνθρωποι του μικρού νησιού, οι ψαράδες, οι ναύτες, οι μικρέμποροι, αποτέλεσαν το αντικείμενο της τέχνης του. Αυτοί θα παρέμεναν τα μοντέλα του τα επόμενα χρόνια – όποτε είχε κέφι για δουλειά, καθώς προτιμούσε τη διασκέδαση και την καλή ζωή. Η Ελλάδα, πάντως, έγινε το σπίτι του και δεν την εγκατέλειψε παρά μόνο για σύντομα διαστήματα. Για παράδειγμα, την περίοδο της χούντας του 1967, όταν η ενστικτώδης αποστροφή προς κάθε μορφής εξουσία, πολλώ δε μάλλον μιας στρατιωτικής, τον έκανε εχθρό των καραβανάδων, με αποτέλεσμα να του απαγορευτούν η είσοδος και η διαμονή στην Ελλάδα. Ακόμα και τότε βρήκε τον τρόπο και πέρασε παράνομα για να επισκεφτεί τον Γκίκα στην Κέρκυρα.

Ο Πάτρικ Φέρμορ μαζί με την Τζόαν, φωτογράφο και μελλοντική του σύζυγο, ταξίδεψε στην ελληνική ύπαιθρο, επιδιώκοντας να γράψει ένα βιβλίο για την Ελλάδα που γνώριζε από τα 18 του, όταν διέσχισε την Ευρώπη με τα πόδια για να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη. Τότε για πρώτη φορά, τον Μάιο του 1935, βρέθηκε στην Αθήνα, περνώντας ένα καλοκαίρι στον Πόρο με μια Ρουμάνα πριγκίπισσα. Το 1940 επέστρεψε ως αξιωματικός της Ιρλανδικής Φρουράς και συμμετείχε στην Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή. Έλαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης και μεταμφιεσμένος σε βοσκό συνεργάστηκε με την Αντίσταση. Εκεί γνώρισε τον βοσκό Γιώργο Ψυχουντάκη, που χρόνια μετά θα του μετέφραζε το βιβλίο του The Cretan Runner (Ο Κρητικός μανταταφόρος). Ακριβώς τότε ήταν που ο Λη Φέρμορ οργάνωσε την απαγωγή του Γερμανού διοικητή της Κρήτης Κράιπε. Τη δεκαετία του '60 το περιστατικό θα γινόταν ταινία με τον Ντερκ Μπόγκαρντ στον ρόλο του Πάντι.





Τα Χανιά του Κράξτον ήταν μια παράλληλη ιστορία. Ο ζωγράφος αφιερώθηκε στην κρητική γη, έμαθε να μιλάει άπταιστα κρητικά κι έφτασε να είναι άτυπος πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στην πόλη, την οποία έσωσε από την πλήρη αλλοίωση. Όταν διαπίστωσε ότι ετοιμάζονταν να κατεδαφίσουν το παλιό ενετικό λιμάνι, κίνησε γη και ουρανό για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη – και τα κατάφερε. Τα σημερινά Χανιά οφείλουν την τουριστική τους άνθηση εν μέρει και στον Κράξτον.

Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας πέθανε σε ηλικία 88 ετών, τον Σεπτέμβριο του 1994, στο σπίτι του στην Κριεζώτου, όπου είχε προλάβει να δημιουργήσει την Πινακοθήκη Γκίκα και να την κληροδοτήσει στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Λη Φέρμορ έγραψε τη νεκρολογία του στους «Times». Ο Τζον Κράξτον από τη δεκαετία του '80 είδε την καριέρα του να αναγεννάται με εκθέσεις στο Λονδίνο χάρη στην Christopher Hull Gallery. Τα αγαπημένα του Χανιά τα είδε για τελευταία φορά το 2006. Πέθανε στο Λονδίνο σε ηλικία 87 ετών, τη 17η Νοεμβρίου 2009. Ο Λη Φέρμορ είχε μείνει μόνος. Η Τζόαν «έφυγε» το 2003, όσο ήταν στο σπίτι τους στην Καρδαμύλη, και την έθαψε στο Dumbleton στην Αγγλία. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 96 ετών, τον Ιούνιο του 2011, στην Αγγλία, στο σπίτι του στο Worcestershire. Η Καρδαμύλη κληροδοτήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη.




κείμενο : Χρήστος Παρίδης LIFO (απόσπασμα-αναδημοσίευση), 2017










John Craxton


Γεννημένος το 1922, στο περιβάλλον μιας μποέμικης οικογένειας, με γονείς μουσικούς, δεν διέπρεψε ποτέ στο σχολείο γιατί το μόνο που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν η ζωγραφική. Αυτό φάνηκε όταν το 1941, σε ηλικία μόλις δεκαεννιά χρονών, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση με σχέδια σε ένα καφέ του Λονδίνου.

Πολύ σύντομα βρήκε τον πρώτο του ένθερμο θαυμαστή, τον συνεκδότη του περιοδικού «Horizon» Peter Watson που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξή του. Μέσω εκείνου γνώρισε τη φωτογράφο Joan Rayner, μετέπειτα σύζυγο του φιλέλληνα συγγραφέα Patrick Leigh Fermor.

Συνδέθηκε φιλικά με τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη και λίγο αργότερα με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, μια γνωριμία που έμελλε να εξελιχθεί σε φιλία ζωής. Ο Γκίκας τον παρότρυνε να επισκεφθεί άμεσα την Αθήνα, το οποίο και έκανε τον Μάιο του 1946 χάρη στη βοήθεια της lady Norton, συζύγου του Βρετανού πρέσβη στην Αθήνα.







John Craxton



Στη μεταπολεμική Αθήνα ζούσε και δίδασκε στο Βρετανικό Ινστιτούτο, κέντρο συνάντησης Βρετανών και Ελλήνων διανοουμένων, ο Patrick Leigh Fermor. Γνωρίστηκαν και του πρότεινε να επισκεφτεί και να ζωγραφίσει τον Πόρο, ένα ήσυχο νησί όπου μπορούσε να αφοσιωθεί στη τέχνη του. Ακολούθησε τη συμβουλή του και εγκαταστάθηκε εκεί, όπου είχε την τύχη να συναναστραφεί τον Γιώργο Σεφέρη. Ξαφνικά του αποκαλύφθηκε η Ελλάδα που ονειρευόταν, ένας τόπος που υποπτευόταν ότι θα αποτελούσε γι’ αυτόν τον ιδανικό μέρος για να ζήσει.

Στον Πόρο, εκτός από το φως, τον ουρανό, τη θάλασσα και τα χρώματα, ανακάλυψε τη ζεστασιά και τη θαλπωρή των ανθρώπων. Παραδόθηκε σε έναν κόσμο αισθήσεων, γεύσεων, εικόνων και ήχων, που είχε έναν απελευθερωτικό τρόπο ζωής, αυτό το «έξω καρδιά» που κυριαρχούσε στις παραλίες, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις παρέες των απλών ανθρώπων του μικρού νησιού, των ψαράδων, των βοσκών, των ναυτών που υπηρετούσαν στον ναύσταθμο. Ανάμεσα σε αυτούς και ένας Κρητικός, για χάρη του οποίου μετά από λίγο επισκέφθηκε την Κρήτη, τη γενέτειρα του λατρεμένου του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.

Η Ύδρα και το πατρικό αρχοντικό του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα αποτέλεσαν για τον Craxton, όπως και για τους Leigh Fermor, το προπύργιο των ελληνικών τους αναζητήσεων και διαδρομών, μέχρι την καταστροφή του από πυρκαγιά το 1961.

Δύο χρόνια μετά αγόρασε το πρώτο σπίτι του στα Χανιά, μια πόλη που λάτρεψε από την πρώτη μέρα που την αντίκρισε. Η Κρήτη κατέκτησε την ψυχή του Craxton: το άγριο τοπίο και η ιστορία της, ο πλατύς ανοιχτός ορίζοντας της θάλασσας, το πάθος και η επιμονή των Κρητικών για ζωή. Στα Λευκά Όρη αναζήτησε τους αντιστασιακούς συντρόφους του Leigh Fermor, των οποίων τα πορτρέτα ζωγράφισε.

Στη ζωγραφική του κυριαρχεί το βραχώδες και αδάμαστο ελληνικό τοπίο με τις αιχμηρές και ανυπότακτες γραμμές και τους όγκους του, όπως και το απαράμιλλο ελληνικό φως.

Το εφηβικό του ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική τέχνη απογειώθηκε χάρη στην επαφή του με τη βυζαντινή αγιογραφία, την Κρητική Σχολή, ενώ ακόμα και οι σύγχρονες μορφές ανθρώπων αλλά και ζώων που αναπαράστησε στον καμβά παραπέμπουν σε μυθολογικές μορφές: ο ψαράς των χταποδιών, ο Κρητικός βοσκός εμπνευσμένος από μινωικού τύπου κύπελλα που βρέθηκαν σε βασιλικό τάφο της Σπάρτης, ο χασάπης σαν αρχαίος Αθηναίος, το κρητικό αγριοκάτσικο που θυμίζει τον Πάνα.






Και ενώ η πρώιμη ζωγραφική του ήταν σκοτεινή και μελαγχολική, ίσως λόγω της εμπειρίας των βομβαρδισμών του Λονδίνου, η περίοδος της Ελλάδας κατακλύζεται από φωτεινά χρώματα. Ένα αδιάκοπο γλέντι με χορευτές, λυράρηδες, ναύτες σε τραπέζια να τρώνε και να πίνουνε, βοσκοί και ψαράδες, τραπεζώματα με κρητικούς μεζέδες, φαράγγια, περβόλια, βουνοκορφές.

Και ενώ ο φυσικός του χώρος ήταν τα σαλόνια και οι γκαλερί με τους διανοούμενους και τους διάσημους καλλιτέχνες, εκεί που πραγματικά έβρισκε χαρά και αφηνόταν ήταν δίπλα σε ανεπιτήδευτους ανθρώπους.

Ανεξάρτητο πνεύμα και υπέρμαχος της ελευθερίας σε κάθε της έκφραση, πίστευε πολύ στη φιλία τιμώντας τις παρέες του, είτε επρόκειτο για διάσημους είτε για απλούς θνητούς. Χωρίς μεγάλη προσπάθεια γινόταν το επίκεντρο της παρέας, μια ανεξάντλητη πηγή κεφιού. Υιοθέτησε τις συνήθειες των ντόπιων, την τσικουδιά και το κρασί, το καλό φαΐ και το πιοτό, κουβεντιάζοντας σε άρτια ελληνικά με κρητική προφορά, ενώ κουβαλούσε πάντα ένα μπλοκ σχεδίου για να ζωγραφίζει μουσικούς, άντρες που χόρευαν, τα τραπεζώματα.

Μεταξύ 1985 και 1993 η Christopher Hull Gallery του οργάνωσε πέντε ατομικές εκθέσεις. Τα κείμενα του καταλόγου της τελευταίας, το 1993, τα έγραψε ο David Attenborough. Εκείνη τη χρονιά εκλέχτηκε και μέλος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου.

Όλα αυτά όμως είχαν ελάχιστη σημασία για εκείνον, αφού θεωρούσε μεγαλύτερη τέχνη από τη ζωγραφική τη ζωή στην Ελλάδα. Από αυτήν που αντλούσε όλη τη δύναμη για το έργο του και αυτή τον καθόρισε. Είδε τα Χανιά τελευταία φορά το 2006. Πέθανε στο Λονδίνο στις 17 Νοεμβρίου 2009 σε ηλικία 87 ετών, σχεδιάζοντας συνεχώς την επιστροφή του στην Κρήτη.



κείμενο : Χρήστος Παρίδης,  LIFO, (απόσπασμα - αναδημοσίευση) 2022






Tο μουσείο Μπενάκη παρουσίασε δύο εκθέσεις με το έργο και τη σύνδεση των καλλιτεχνών μεταξύ τους.

α) σε μια έκθεση τις ζωές, το έργο και τη σχέση των τριών δημιουργών που έζησαν στην Ελλάδα μιας άλλης εποχής, "Γκίκας – Craxton – Leigh Fermor, Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα"  (7-2017) 

β) "John Craxton. Μια ελληνική ψυχή"  (9-2022)




επιμέλεια αφιερώματος : J.Eco





Η ιστορικός τέχνης και συγραφέας Εβίτα Αράπογλου παρουσιάζει το χρονικό φιλίας ανάμεσα στον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, στον John Craxton και στον Patrick Leigh Fermor. Μουσείο Μπενάκη 2020






Ο Γιώργος Μαγγίνης, επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, συζητά με τον  Ian Collins, βιογράφο και επιμελητή της έκθεσης  John Craxton "Μια ελληνική ψυχή" που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη  τον Σεπτέμβρη του 2022

























John Craxton