Man Ray και Σουρεαλισμός

18 Μαρ 2024

 




Παρίσι  δεκαετία 1920 


Η πόλη έσφυζε από Αμερικανούς Bon vivants που έψαχναν να ξεφύγουν από την ποτοαπαγόρευση αναμειγνύονταν με καλλιτέχνες και διανοούμενους και όλοι μαζί κυνηγούσαν τα όνειρά τους στη Πόλη του Φωτός. Η καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού βγήκε από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ανανεωμένη και ανοιχτή σε ένα ευρύ φάσμα δημιουργικής έκφρασης.

Ο Μαν Ρέι έφτασε στο Παρίσι από τη Νέα Υόρκη το 1921 σε ηλικία τριάντα ετών, μπαίνοντας στην ακμή της καριέρας του σε μια σημαντική στιγμή της ιστορίας. Το Παρίσι πρόσφερε αυτό που η Νέα Υόρκη δεν μπορούσε, μία δεκτική κοινότητα καλλιτεχνών και εμπόρων που εκτιμούσαν τη μοντέρνα τέχνη και μπορούσαν να υποστηρίξουν το ριζοσπαστικά εφευρετικό έργο που ήθελε να κάνει. Οι δύο δεκαετίες που πέρασε στο Παρίσι, μέχρι το 1940, ήταν οι πιο παραγωγικές της καριέρας του.

Η φωτογράφηση για περιοδικά και πορτρέτα του εξασφάλιζε το εισόδημά του και τον έφερνε σε επαφή με τους πλούσιους και τους διάσημους. Ταυτόχρονα καθιερώθηκε στα μποέμικα καφενεία του Montparnasse. Ο Μαν Ρέι βρισκόταν ανάμεσα στους ομογενείς του, έπινε στα ίδια μπαρ με αυτούς  και έβγαζε τις φωτογραφίες τους, βίωσε το Παρίσι διαφορετικά. Αναζήτησε τη παρισινή πρωτοπορία και όχι μόνο έγινε δεκτός στον εσωτερικό της κύκλο αλλά τελικά έγινε ένας από τους κορυφαίους εικαστικούς καλλιτέχνες του γαλλικού σουρεαλιστικού κινήματος. 












Man Ray και DaDa


Ο Ray γεννήθηκε το 1890 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ από μετανάστες Ρωσοεβραίους  και ξεκίνησε την καριέρα του ως σχεδιαστής και γραφίστας στη Νέα Υόρκη γύρω στο 1911. Με την έκθεση ορόσημο  "Armory Show" το 1913 και την εισροή Ευρωπαίων καλλιτεχνών που έφευγαν για τα πεδία των μαχών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Νέα Υόρκη μάθαινε τον Μοντερνισμό. Ο Μαν Ρέι έγινε φίλος με Ευρωπαίους συγγραφείς και καλλιτέχνες (οι οποίοι αργότερα έγιναν οι Παριζιάνοι συνάδελφοί του). Επισκεπτόταν συχνά τη γκαλερί 291 του Alfred Stieglitz, όπου εκεί ανακάλυψε έργα του Paul Cézanne, του Pablo Picasso και του Constantin Brancusi.

Ο Man Ray γοητεύτηκε από τον ανεπανάληπτο Stieglitz, ο οποίος μίλησε για μια ρήξη με το παρελθόν και τις δυνατότητες της φωτογραφίας ως σύγχρονης μορφής τέχνης.

Γύρω στο 1915 ο Μαν Ρέι άρχισε να πειραματίζεται με τη φωτογραφία για την τεκμηρίωση της δουλειάς του σε άλλα καλλιτεχνικά μέσα. Σε ένα πρώϊμο παράδειγμα φωτογράφισε μια Αυτοπροσωπογραφία (1916) - μία κατασκευή με κουδούνια, ένα μπουτόν και ένα αποτύπωμα χεριού σε καμβά- για τη δεύτερη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Daniel στη Νέα Υόρκη το 1916. Ο Man Ray απολάμβανε το "αδιαπέραστο" αυτής της αυτοπροσωπογραφίας, μια πόρτα που δεν μπορούσε να ανοίξει με ένα κουδούνι που δεν μπορούσε να χτυπήσει. Είχε αρχίσει να κάνει τέχνη που επικεντρωνόταν σε ιδέες. 

Τη χαρά του για την ασέβεια αυτού του κολάζ αντανακλούσε η νέα του φιλία με τον εικονοκλάστη καλλιτέχνη Μαρσέλ Ντυσάν, ο οποίος έφτιαχνε "readymades", συνηθισμένα αντικείμενα που μετατρέπονταν σε τέχνη με το να είναι τοποθετημένα σε μία γκαλερί. Οι δύο τους συνεργάστηκαν σε μια σειρά φωτογραφιών στο στις οποίες ο Man Ray κατέγραψε τον Duchamp σε μια παράστασή του στην οποία ο Duchamp παλεύει με έναν από τους γυάλινους πίνακές του.

Μέσω του Duchamp, ο Man Ray ευθυγραμμίστηκε με το ευρωπαϊκό Dada, ένα πολιτιστικό κίνημα που αντέδρασε στη βιαιότητα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου απορρίπτοντας τη λογική υπέρ της αναρχίας του παραλόγου. Οι δύο καλλιτέχνες εξέδωσαν το μονόφυλλο περιοδικό New York Dada (Απρίλιος 1921) και βοήθησαν την Katherine Dreier να ιδρύσει ένα μουσείο αφιερωμένο στη μοντέρνα τέχνη με την ονομασία Société Anonyme (Ανώνυμη Εταιρεία).

Παρά  τις προσπάθειες να φέρουν το Νταντά στη Νέα Υόρκη, ο Μαν Ρέι τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αμερικανικό κοινό δεν ήταν έτοιμο γι' αυτό. Όταν ο Duchamp επέστρεψε στο Παρίσι, ο Ray αποφάσισε να τον ακολουθήσει.






Τον Ιούλιο του 1921, ο Μαν Ρέι φτάνει στο Παρίσι και γίνεται αμέσως δεκτός από τα μέλη του Νταντά. Ο Duchamp τον μετέφερε από το σταθμό Saint Lazare σε ένα ξενοδοχείο και στη συνέχεια τον πήγε να συναντήσει τους νέους του συναδέλφους στο Café Certa. Το απομονωμένο καφέ βρισκόταν σε μια εμπορική στοά μακριά από τις συνοικίες των καλλιτεχνών του Μονπαρνάς και της Μονμάρτης και χρησίμευσε ως έδρα του Νταντά. Εκεί ο Man Ray συνάντησε τους συγγραφείς André Breton, Philippe Soupault, Louis Aragon και άλλους. 

Η ομάδα είχε την τάση να αδιαφορεί για τους νεοφερμένους.  Ο Ray ήταν λίγο μεγαλύτερος από τους άλλους, το γεγονός αυτό και η ιδιότητά του ως Αμερικάνου κέρδισαν λίγο ένα μέτρο σεβασμού. Από το καφενείο η βραδιά συνεχίστηκε με δείπνο σε ινδικό εστιατόριο και στη συνέχεια σε ένα πανηγύρι του δρόμου. Στο τέλος της πρώτης του ημέρας στο Παρίσι, ο Μαν Ρέι βρέθηκε να περιβάλλεται από μια ομάδα φίλων και υποστηρικτών.

Τέσσερις μήνες αργότερα ο Man Ray είχε την πρώτη του έκθεση στο Παρίσι, στη Librairie Six, το βιβλιοπωλείο που διατηρούσε η σύζυγος του Soupault, Mick. Οι ντανταϊστές προώθησαν τα εγκαίνια της έκθεσης ως πρώτη  εκδήλωση της χειμερινής σεζόν. Γέμισαν το χώρο με μπαλόνια και και στη συνέχεια, με το σκανδαλώδες πνεύμα του Νταντά, τα έσκασαν με τα τσιγάρα τους.

Η έκθεση περιείχε τις αερογραφίες του Μαν Ρέι, πίνακες που είχε ζωγραφίσει στη Νέα Υόρκη χρησιμοποιώντας μια πρωτοποριακή τεχνική αερογράφων. Γραφικά βελτιωμένοι και χωρίς συμβατική πινελιά, οι πίνακες είχαν μια μηχανοποιημένη, φουτουριστική ευαισθησία και έμοιαζαν να ενσαρκώνουν το πνεύμα της Αμερικής που οι παριζιάνοι Σουρεαλιστές αγαπούσαν ιδιαίτερα. 






Αναζωογονημένος από το νέο του περιβάλλον, ο Man Ray ξεχείλιζε από δημιουργική ενέργεια βρίσκοντας έμπνευση παντού γύρω του. Αυθόρμητα δημιούργησε το Cadeau (Gift, 1921) κατά τη διάρκεια του πάρτι των εγκαινίων στο Librairie Six, όταν βγήκε για ένα ποτό και επέστρεψε με ένα σίδερο και μερικές μικρές πρόκες που μάζεψε από ένα κοντινό κατάστημα σιδηρικών. Η συναρμολόγηση -που έγινε προσθήκη της τελευταίας στιγμής για την έκθεση - πήγε την ιδέα του Duchamp για το readymade ένα βήμα παραπέρα, αντιπαραθέτοντας φαινομενικά αταίριαστα στοιχεία. Λίγο αργότερα, ο Man Ray έφερε το ίδιο πνεύμα στα Rayographs του, αφηρημένες εικόνες που έφτιαχνε τοποθετώντας αντικείμενα απευθείας σε φωτογραφικό χαρτί και εκθέτοντάς τα στο φως.

Ο Ray δεν άργησε να εγκλιματιστεί στο νέο του σπίτι. Έμαθε γαλλικά γρήγορα και ένιωσε ασφαλής με τη φιλοξενία των νέων του φίλων. Έγραφε στην οικογένειά του το 1922, μετά από μια σύντομη ασθένεια:

-    "Όσο ήμουν κλινήρης, είχα μια ντουζίνα φίλους που δούλευαν για μένα, μου έφερναν φαγητό και θέρμαιναν το στούντιό μου, στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήμουν άρρωστος και αυτό ήταν μια πραγματική απόλαυση". 

Μετακόμισε στο Μονπαρνάς με τον νέο του έρωτα το μοντέλο Alice Prin, γνωστό στη συνοικία ως Kiki de Montparnasse. Νοίκιασε ένα άνετο καλλιτεχνικό στούντιο στην 31 bis rue Campagne Première, όπου εγκατέστησε ένα μικρό σκοτεινό θάλαμο στον δεύτερο όροφο. Για την επόμενη δεκαετία αυτή η διεύθυνση χρησίμευσε ως χώρος εργασίας, χώρος για πάρτι και περιστασιακή κατοικία.

Το Montparnasse έδωσε στον Man Ray την αίσθηση της κοινότητας και μια πλούσια κοινωνική ζωή που περιτριγυριζόταν από φίλους και καλλιτέχνες. Ο Duchamp μετακόμισε στο ξενοδοχείο δίπλα στο διαμέρισμά του. Ο ηλικιωμένος φωτογράφος Eugène Atget, μέλος μιας προηγούμενης γενιάς καλλιτεχνών που κατοικούσαν στην ίδια συνοικία, ζούσε στο τέλος αυτού του δρόμου. Μαζί με την Kiki, ο Man Ray έγινε μια οικεία φιγούρα στην κοινωνική ζωή του Montparnasse. Το ζευγάρι ήταν γνωστό στο Café du Dôme και στο La Coupole. Αυτά και άλλα μοντέρνα καφέ χρησίμευαν ως τόποι συνάντησης την ημέρα και ως νυχτερινά κέντρα διασκέδασης το βράδυ.







7ο περιοδικό  του La Revolution Surrealiste






Man Ray, Jean Cocteau



 Ένα από πρώτα πορτρέτα του Ray ήταν αυτό του Jean Cocteau που έβαλε το πρόσωπό του σε ένα άδειο κάδρο. Η φήμη του απλώθηκε από στόμα σε στόμα και έφερε πελάτες από την αγγλόφωνη κοινότητα των ομογενών του, όπως η  θρυλική συλλέκτρια έργων τέχνης και συγγραφέας Γερτρούδη Στάιν αλλά και συγγραφείς που είχαν ανάγκη από φωτογραφίες για τα βιβλία τους όπως ο Τζέιμς Τζόις ήρθε σε αυτόν λίγο πριν από την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του Ulysses, και ο Sinclair Lewis πόζαρε μετά από μια βραδιά στα καφέ μπροστά από ένα ξύλινο πατητήρι κρασιού.

Παρόλο που ο Man Ray δεν απολάμβανε και πολύ τη δουλειά του  πορτρέτου, αυτά εμφανίζονταν τακτικά στο περιοδικό  Vanity Fair. 'Ετσι άρχισε σιγά σιγά να κάνει φωτογραφίσεις μόδας για το Vogue και το Harper's Bazaar. Τα περιοδικά αυτά του παρείχαν ένα μέτριο και σταθερό εισόδημα.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, η ομάδα Νταντά που τον είχε  υποδεχτεί τόσο θερμά διαλύθηκε. Οι υποστηρικτές της ήταν πικρά διχασμένοι ως προς τους στόχους του Νταντά. Μια από τις ηγετικές μορφές, ο Tristan Tzara, έδωσε περισσότερο έμφαση στις αυθόρμητες δημόσιες εκδηλώσεις και εμφανίσεις από τον Breton που υποστήριζε μια πιο αυστηρή διερεύνηση του υποσυνείδητου. 

Από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις αναδύθηκε το κίνημα του Σουρεαλισμού. Ενώ η αρχική πρόθεση ήταν λογοτεχνική, ο Σουρεαλισμός πήρε τελικά περισσότερο οπτικές διαστάσεις. Το γούστο των Σουρεαλιστών στην τέχνη ήταν εκλεκτικό. Το επίσημο περιοδικό τους La Révolution Surréaliste (Η Σουρεαλιστική Επανάσταση), αναπαρήγαγε πίνακες και φωτογραφίες, ο Man Ray έγινε τότε ο επίσημος φωτογράφος του. 

Το περιοδικό μερικές φορές παρουσίαζε εικόνες ανώνυμων δημιουργών τις οποίες η ομάδα θεωρούσε ότι ήταν εγγενώς Σουρεαλιστές. Αφαιρετικά από το αρχικό τους πλαίσιο και δοσμένες με διαφορετικούς τίτλους, οι εικόνες αυτές έπαιρναν παράξενα νέα νοήματα. Στο περιοδικό του Ιουνίου 1926, για παράδειγμα, υπάρχει η φωτογραφία του Atget από το 1912 με ένα πλήθος να κοιτάζει μία έκλειψη μέσα από ειδικές συσκευές θέασης, με την αινιγματική λεζάντα Les Dernières conversions (Οι τελευταίες μετατροπές). 



Eugene Atget, "Solar eclipse in Paris" , 17 April 1912




Eugene Atget, Paris , Eclipse 1911  
"Les Dernières conversions" 7ο τεύχος  του La Revolution Surrealiste



Καθώς ο Σουρεαλισμός αποκτούσε δυναμική, το έργο του Man Ray εξελισσόταν και γινόταν όλο και πιο προκλητικό όλο και πιο και ενοχλητικό με την πάροδο των χρόνων. Η ανάλαφρη ποιότητά του των πρώιμων έργων έδωσε τη θέση της σε περισσότερο δουλεμένες εικόνες, όπως η La Prière (Η Προσευχή) του 1930. Τα πόδια, τα χέρια και οι γλουτοί αναδύονται από το σκοτάδι. Αν και ο Man Ray φωτογράφιζε γυμνά καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του, εδώ η πόζα, η προστατευτική τοποθέτηση των χεριών της γυναίκας και ο τίτλος υποδηλώνουν υποταγή. Το θέμα του σαδισμού είναι  ακόμη πιο εμφανές στο έργο του Vénus restaurée (Αποκατεστημένη Αφροδίτη) του 1936, μια σκιώδης εικόνα ενός γύψινου εκμαγείου, ενός κατακερματισμένου γυναικείου κορμού δεμένου με σχοινί.

Η προσωπική ζωή του Man Ray ήταν πολυτάραχη. Η σχέση του με την Kiki έληξε το 1929. Η Αμερικανίδα Λι Μίλερ έγινε η επόμενη ερωμένη και βοηθός φωτογράφος, ποτέ όμως δεν δεσμεύτηκε μαζί της. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930 ο Man Ray ζούσε πια με την Adrienne Fidelin, μια χορεύτρια που γνώρισε στη παραλία της Αντίμπ. Καθώς οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς μετακόμιζαν από το Μονπαρνάς  οι τουρίστες πλημμύριζαν το κενό. Ο Man Ray εγκατέλειψε και αυτός το στούντιό του στην Campagne Première για ένα νέο στούντιο αρκετά τετράγωνα μακριά. 

 Δουλειά και χρήματα ήταν όλο και πιο δύσκολο να βρεθούν μετά το 1929 και το κραχ του χρηματιστηρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, έκανε τις επιπτώσεις  αισθητές και στη Γαλλία. Ο Man Ray έστελνε χρήματα στην οικογένειά του όσο μπορούσε, αλλά τελικά βρέθηκε να ανησυχεί για την κάλυψη των δικών του εξόδων. Με την πελατεία των πορτραίτων του να μειώνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ενίσχυσε το εισόδημά  του εκθέτοντας και πουλώντας τα Rayographs.

Η περιφρόνησή του για τα πορτραίτα εξακολουθούσε να είναι αμείωτη, εξέφρασε την απογοήτευσή του σε μια επιστολή:


-   "Συνεχίζω να βγάζω πλήθος φωτογραφιών, αν όχι για την εκπαίδευση, τουλάχιστον για την ψυχαγωγία της ανθρώπινης φυλής. Και δεν παίρνω καμία αμοιβή γι' αυτό, εκτός από την αίσθηση του πόσο χρήσιμος είμαι σ' αυτή τη φυλή. Αυτοί έρχονται με ενθουσιώδη έκφραση στο πρόσωπό τους, " Θα με βγάλεις μια φωτογραφία; Είσαι ο μόνος που μπορεί να κάνει κάτι με το πρόσωπό μου", και νομίζουν ότι εγώ είμαι ευχαριστημένος και κολακευμένος με αυτό".


Βιοπορίστηκε από τη φήμη του ως φωτογράφος, αλλά η προσωπογραφία επισκίασε το έργο για το οποίο ήθελε να γίνει γνωστός. 'Οπως εξηγεί ο ίδιος:

-   "'Ολα αυτά τα χρόνια έχω ζωγραφίσει πολλούς πίνακες, αν έφερνα τα πράγματά μου στη Νέα Υόρκη θα μπορούσα να γεμίσω μία  αξιοσέβαστη γκαλερί, αλλά αυτοί οι μονόχνοτοι Αμερικανοί με έχουν τώρα κατατάξει ως φωτογράφο.  Αναρωτιέστε που μένω στην Ευρώπη; Έδώ έχω αρκετούς φίλους που υποστηρίζουν τη δουλειά μου και την εκθέτουν. Το γεγονός ότι ασχολούμαι με τη φωτογραφία για να ζήσω αντί να προσπαθώ να πουλήσω πίνακες δεν μειώνει την εκτίμησή τους στο έργο μου".


Ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες ήταν απρόθυμος να φύγει από το Παρίσι.  Οι άσχημες συνθήκες δεν άργησαν να έρθουν. Στο τέλος της δεκαετίας ο Β' Παγκοσμίος Πόλεμος  άρχισε να ρίχνει τη σκιά του. Αρχικά πίστευε ότι θα μπορούσε να περιμένει μέχρι τον πόλεμο και παρά τους ολοένα και συχνότερους βομβαρδισμούς, κάλυπτε τη μόδα του Παρισιού μέχρι την άνοιξη του 1940. Λίγο αργότερα οι πολίτες διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το Παρίσι, έτσι κατέφυγε στο νότο, αλλά αναγκάστηκε όμως να ξαναεπιστρέψει σε αυτό κατά τη διάρκεια μιας ανάπαυλας του πολέμου. Φεύγοντας από το κατεχόμενο από τους Γερμανούς Παρίσι, ο Μαν Ρέι αποφάσισε τελικά να εγκαταλείψει οριστικά την Ευρώπη, πρίν φύγει άρχισε να βάζει τις υποθέσεις του σε τάξη. 

Ανέθεσε στην Αντριέν και στον έμπορό του στο Παρίσι την ευθύνη για τα έργα ζωγραφικής του  και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα τρένο με λίγες μόνο χειραποσκευές. Έφτασε στη Νέα Υόρκη για να βρει εκεί εξόριστους πολλούς από τους παριζιάνους φίλους του. Η προοπτική να ξεκινήσει μια νέα ζωή στην πόλη όπου είχε εγκαταλείψει ως νέος, τον καταθλίβει. Ο Μαν Ρέι πέρασε τα χρόνια του πολέμου στο Χόλιγουντ με τη γυναίκα που θα γινόταν τελικά η σύζυγός του, την Juliet Browner.

 




 

Ο Man Ray δεν επέστρεψε στο Παρίσι παρά μόνο πολύ μετά τον πόλεμο. Το επισκέφθηκε το 1947 και στη συνέχεια επέστρεψε μόνιμα το 1951 με την Juliet. Τριάντα χρόνια αφότου είχε φύγει έφτασε για πρώτη φορά στο Παρίσι, ο Μαν Ρέι όμως γύρισε ένας διαφορετικός άνθρωπος. Μεγαλύτερος και πιο έμπειρος, είχε μια θρυλική καριέρα που τον έκανε διάσημο. Παρόλα αυτά, η επιθυμία του να βρίσκεται στο Παρίσι ήταν πάντα η ίδια. Για τους Αμερικανούς κριτικούς η επιτυχία του στη φωτογραφία μόδας και πορτρέτου επισκίασε το έργο του στα άλλα καλλιτεχνικά μέσα. Η θέση του στον κόσμο της τέχνης ήταν ακόμη πιο περίπλοκη από το γεγονός ότι ήταν ένας Αμερικάνος σε στενή σχέση με τον γαλλικό Σουρεαλισμό.

Το Παρίσι υποσχέθηκε και πάλι να είναι πιο δεκτικό μαζί του. Πράγματι για είκοσι πέντε χρόνια, πριν πεθάνει το 1976, συνέχισε να εργάζεται στο στούντιό του στην οδό Φερού, κατά μήκος των κήπων του Λουξεμβούργου του Μονπαρνάς τη νέα συνοικία των καλλιτεχνών του Saint Germain des Prés. Ζωγράφιζε, πειραματιζόταν με τη φωτογραφία, συναρμολογούσε αντικείμενα, προετοίμαζε εκθέσεις και έγραφε την αυτοβιογραφία του. Συναναστρεφόταν με  παλιούς φίλους, δεχόταν επισκέπτες που ενδιαφέρονταν για τη ζωή και το έργο του και επιτέλους άρχισε να αναγνωρίζεται η σημαντική συμβολή του στον Μοντερνισμό.






κείμενο: Erin Garcia, "Man Ray in Paris", (απόσπασμα - αναδημοσίευση)

επιμέλεια: J.Eco









δείτε εδώ το αφιέρωμα του aspromavro 

 Man Ray and  KiKi de Montparnasse




Man Ray and KiKi






διαβάστε εδώ: Avant Garde Photography







διαβάστε εδώ :"Ο Σουρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης"






διαβάστε εδώ: "Man Ray και Υπερρεαλισμός"










Man Ray, KiKi de Montparnasse





Man Ray, Lee Miler





Man Ray and Adrienne Fidelin





Juliet Browner




Man Ray and Juliet Browner





"αμέτοχος αλλά όχι αδιάφορος"











Cadeau (Gift, 1921)