Γεννήθηκε στο Βόλο το 1939,
σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και σταδιοδρόμησε στην τράπεζα της
Ελλάδος. Σε όλη του τη ζωή παρέμεινε αταλάντευτα προσηλωμένος στην
υπηρέτηση των πνευματικών του στόχων με συνεχή παρουσία στην πολιτιστική
ζωή του Βόλου και της Ελλάδος γενικότερα.
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ένωσης Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού Ελλάδος, του Συνδέσμου Ελλήνων Ιστορικών Συγγραφέων, του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Κριτικών Λογοτεχνίας, της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας και υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών.
Οι τομείς της συγγραφικής του δραστηριότητας καλύπτουν τους χώρους της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, του κριτικού δοκιμίου, των ιστορικών μελετών και της ανίχνευσης του πολιτιστικού φαινομένου. Εκτός από τα τριάντα εννέα βιβλία του σε αυτοτελείς εκδόσεις και ανάτυπα, έχει δημοσιεύσει πληθώρα κειμένων σε εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έχει βραβευθεί από επίσημους φορείς και ιδρύματα, ενώ το 1987 ο Δήμος Βόλου του απένειμε το Αργυρό Μετάλλιο της Πόλης.
Ξεκίνησε να φωτογραφίζει με μία Beacon που του δώρισε στα δεκαπέντε του χρόνια μια ξαδέρφη που επέστρεψε από την Αμερική, αρχίζοντας με τα στιγμιότυπα της μαθητικής και νεανική ζωής. Αργότερα κοντά σε φωτογράφους του Βόλου που δραστηριοποιούνταν στην Ελληνική Φωτογραφική Εταιρία απέχτησε τις πρώτες γνώσεις γύρω από την αισθητική και την τεχνική της φωτογραφικής λήψης. Δάσκαλος και οδηγητής στο μαγευτικό κόσμο της φωτογραφίας του Γιάννη Μουγογιάννη ήταν ο Δημήτρης Λέτσιος, του οποίου οι φωτογραφικές διαδρομές άφησαν εποχή στο πανελλήνιο.
Η φωτογραφική δραστηριότητα του Γιάννη Μουγογιάννη υπήρξε παράλληλη με τη συγγραφική. Ο ίδιος δεν αυτοπροβαλλόταν ως φωτογράφος και στο μυαλό του η φωτογραφία δεν ήταν αυτοσκοπός. Επιθυμία του ήταν να συνοδεύει τα ταξιδιωτικά του κείμενα με απεικονιστικό υλικό, κατά τρόπο που να τεκμηριώνει τα συγγραφικά του ερεθίσματα. Η φωτογραφία ήταν μια ικανοποίηση της κατάθεσης των αισθητικών εμπειριών του και καρπός του οδοιπορικού σαράντα χρόνων σε όλη την Ελλάδα που μεταφράζεται σε για μερικές χιλιάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες στο αρχείο του.
Ο ίδιος έλεγε «..η ασπρόμαυρη φωτογραφία πάντα με γοήτευε και με προκαλούσε. Το παιχνίδι με το φώς και το σκοτάδι και όλες τις ενδιάμεσες φωτοσκιάσεις, νομίζω πως αναδεικνύει την πεμπτουσία των αντικειμένων, των μνημείων και των θεμάτων, ενώ παράλληλα καθιστά το μήνυμα που εκπέμπουν αισθητικά εύληπτο αλλά μαζί και ρομαντικό. Και μάλιστα όταν στις μέρες μας το είδος αυτό της φωτογραφίας έχει παραμεριστεί, από τον εντυπωσιασμό της χρωματικής αποτύπωσης, τότε η ασπρόμαυρη φωτογραφία αποτελεί και στοιχείο διατήρησης ενός κόσμου που ολοένα απομακρύνεται από την καλλιτεχνική διεργασία και, δυστυχώς, μόνο ως ανάμνηση μπορεί να συντηρείται.
Το Μάιο του 2014 γράφτηκε ο επίλογος μια λαμπρής και δημιουργικής πορείας ενός από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του βολιώτικου πολιτισμού. Ύστερα από τον Κίτσο Μακρή, τη Νίτσα Κολιού, το Μένιο Μουρτζόπουλο, το Νίκο Κολοβό, τον Παναγιώτη Κατσιρέλο, και τον Ιπποκράτη Ζημέρη έφυγε και ο Γιάννης Μουγογιάννης και έτσι έκλεισε ο κύκλος της μεταπολεμικής γενιάς του πνευματικού Βόλου που μας άφησε πολύτιμη παρακαταθήκη ποιότητας και ήθους.
Πρώτα είναι το βλέμμα, που παρατηρεί ευαίσθητο και θαμπωμένο το θαύμα του κόσμου. Εικόνες όσο κρατά ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων. Κάθε βλέμμα με την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητά του, κανένα ίδιο με το άλλο.
Μετά, έρχεται ο εθισμός στην ομορφιά και η πεισματική αναζήτησή της στον περιβάλλοντα χώρο. Η επίμονη αναζήτησή της στην κάθε στιγμή: καμιά στιγμή ίδια με την άλλη.
Κατόπιν, γεννιούνται επιθυμίες: η εναγώνια ανθρώπινη επιθυμία να αιχμαλωτιστεί αυτή η στιγμή, η ξεχωριστή, η μοναδική, η στιγμή του κόσμου. Δηλαδή, η επιθυμία να απαθανατιστεί το εφήμερο και να μετατραπεί σε διαρκές. Να ακινητοποιηθεί η κίνηση, να παγιωθεί το ρευστό. Που σημαίνει, αν το καλοσκεφτούμε, την επιθυμία απαθανάτισης του ίδιου του βλέμματος. Αυτού του βλέμματος που διεκδικεί την αθανασία, αφού αξιώθηκε τη θέαση της ομορφιάς.
Το τοπίο υπάρχει εκεί έξω και περιμένει να «ζωντανέψει», να νοηματοδοτηθεί από τη δύναμη του βλέμματος, που θα το αγγίξει, να το ομορφύνει ή να το ασχημίσει – γιατί, βέβαια, το βλέμμα μιας ανίσχυρης συνείδησης δεν μπορεί να έχει καμιά επίδραση.
« Περιμένει» θα λέγαμε, το φωτογράφο να τον γοητέψει. Κι εκείνος με τη σειρά του, να «καδράρει» ένα τμήμα του, επιλέγοντας την αυστηρά προσωπική του οπτική γωνία, και να το πάρει μαζί του, να το κάνει δικό του. Μια σιωπηλή συνομιλία.
Κανείς άλλος δεν υπήρξε στο παρελθόν που να μπορέσει να αιχμαλωτίσει το ίδιο αυτό κομμάτι. Γιατί μου φαίνεται αδύνατον να τραβήξει κανείς την ίδια φωτογραφία δύο φορές, όπως «δεν μπορεί να μπει κανείς στον ίδιο ποταμό δυο φορές», σύμφωνα με την εκπληκτική σύλληψη του μεγάλου Εφέσιου εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Γιατί ο χρόνος έχει την εξουσία πάνω σε ανθρώπους και τοπία. Κι εμείς κοινοί θνητοί το μόνο που δυνάμεθα είναι να παρακολουθούμε τη ροή του μέσα από τις αλλαγές του φωτός.
Το φως με τις κλιμακώσεις του αποβαίνει ο «παράφορος γλύπτης» του τοπίου. Σμιλεύει τους όγκους, τους αναδεικνύει και τους εξιδανικεύει. Δημιουργεί ισορροπίες. Καλύπτει και αποκαλύπτει κάθε στιγμή κάτι διαφορετικό. Τώρα πια, το βλέμμα δε φτάνει. Χρειάζεται η γνώση του φωτογράφου, ώστε να μπορέσει να μετατρέψει το φως σε σύμμαχο και βοηθό του βλέμματος.
Η αποθέωση του φωτός συνιστά τη σαγήνη της ασπρόμαυρης φωτογραφίας... Λαμπερότητα, διαύγεια. Εκτυφλωτικά λευκά. ΄Ολοι οι ενδιάμεσοι τόνοι του γκρι. Μέχρι το μαύρο. Δυνατές αντιθέσεις, βαθιές προοπτικές και η υπέροχη ψευδαίσθηση του ανάγλυφου... Η ασπρόμαυρη φωτογραφία: ατμοσφαιρική, σαν εξωπραγματική, χάρη στην κατάλληλη εκμετάλλευση των φώτων και των σκιών. Κινητοποιεί τη φαντασία, καθώς αιωρείται στο χρόνο. Υπερβαίνει τα φαινόμενα, καθώς ξεκόβει από την προσκόλληση στο χρωματικό ρεαλισμό.
Κι έτσι φτάνουμε σε μια μορφή αναμέτρησης του ανθρώπου με το περιβάλλον και το χρόνο. Δηλαδή με τη μοίρα του, Με τη βοήθεια μιας μηχανής. Η αναμέτρηση αυτή μαζί με τη μοναδικότητα του βλέμματος είναι ό,τι κάνει τη φωτογραφία τέχνη και όχι μηχανική αποτύπωση. Κι ακόμη, είναι τα στοιχεία που επιτρέπουν σε κάποιον να καλείται «ερασιτέχνης» φωτογράφος, δηλαδή να διακατέχεται από έρωτα για την τέχνη αυτή. Φωτογραφία ερασιτεχνική σημαίνει «τραβηγμένη» για την αγάπη της τέχνης, αλλά και για την αγάπη του περιβάλλοντος κόσμου.
Είναι η περίπτωση του βολιώτη Γιάννη Μουγογιάννη. Του γνωστού επίμονου ερευνητή και μελετητή του βολιώτικου πολιτισμού. Του πολύγραφου συγγραφέα. Ενός πληθωρικού, ευαίσθητου και μαχητικού πνευματικού ανθρώπου, ταγμένου σταθερά στην πρώτη γραμμή της πολιτιστικής ζωής. Ενός ανθρώπου ερωτευμένου τελικά και με την τέχνη και με τη ζωή.
Είναι η περίπτωση του Γιάννη Μουγογιάννη. Ενός έκθαμβου περιηγητή της Ελλάδας, που αντλεί δύναμη και έμπνευση από τη φύση της και προσπαθεί εδώ και δεκαετίες να δώσει διάρκεια στη στιγμή του και το βλέμμα του, αποτυπώνοντας τις οπτικές του απολαυστικές εμπειρίες σε ασπρόμαυρο φιλμ. Η ματιά του αιχμαλωτίζεται από τα ανοιχτά πεδία και τις προοπτικές και κατόπιν, αιχμαλωτίζει όψεις της ομορφιάς του κόσμου πάνω σε ένα ορθογώνιο κομμάτι χαρτί. «Αυτού του κόσμου του μικρού, του μεγάλου».
Ο Γιάννης Μουγογιάννης ανατρέχοντας στις δοκιμές και στα επιτεύγματα τριάντα και πλέον χρόνων, αισθάνθηκε την ανάγκη να ολοκληρώσει τη φωτογραφική του περιπέτεια. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως μόνο με την κοινοποίηση του αποκτά κάτι σημασία. Το υλικό που έχει δημιουργήσει – και αρχίζει να προσλαμβάνει λίγο λίγο την αξία ιστορικού ντοκουμέντου-, συγκεντρώνεται στις σελίδες αυτού του Λευκώματος. Και μας εκπλήσσει με την «ευγλωττία» του. Ξεκόβοντας πλέον από το δημιουργό του, προσφέρεται στην ιδιαίτερη ευαισθησία του κάθε δέκτη, ανοικτό για να «ενδυθεί» με νέα νοήματα.
επιμέλεια αφιερώματος : Θανάσης Γέρμανος, Φιλομήλα Μουγογιάννη
πηγή: Φωτογραφικό λεύκωμα Γιάννη Μουγογιάννη - "Φωτο - διαδρομές σε άσπρο–μαύρο" 1998 , Κοινωφελές Ίδρυμα Νικολάου και Ελένης Πορφυρογένη, (αναδημοσίευση)
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ένωσης Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού Ελλάδος, του Συνδέσμου Ελλήνων Ιστορικών Συγγραφέων, του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Κριτικών Λογοτεχνίας, της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας και υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών.
Οι τομείς της συγγραφικής του δραστηριότητας καλύπτουν τους χώρους της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, του κριτικού δοκιμίου, των ιστορικών μελετών και της ανίχνευσης του πολιτιστικού φαινομένου. Εκτός από τα τριάντα εννέα βιβλία του σε αυτοτελείς εκδόσεις και ανάτυπα, έχει δημοσιεύσει πληθώρα κειμένων σε εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έχει βραβευθεί από επίσημους φορείς και ιδρύματα, ενώ το 1987 ο Δήμος Βόλου του απένειμε το Αργυρό Μετάλλιο της Πόλης.
Ξεκίνησε να φωτογραφίζει με μία Beacon που του δώρισε στα δεκαπέντε του χρόνια μια ξαδέρφη που επέστρεψε από την Αμερική, αρχίζοντας με τα στιγμιότυπα της μαθητικής και νεανική ζωής. Αργότερα κοντά σε φωτογράφους του Βόλου που δραστηριοποιούνταν στην Ελληνική Φωτογραφική Εταιρία απέχτησε τις πρώτες γνώσεις γύρω από την αισθητική και την τεχνική της φωτογραφικής λήψης. Δάσκαλος και οδηγητής στο μαγευτικό κόσμο της φωτογραφίας του Γιάννη Μουγογιάννη ήταν ο Δημήτρης Λέτσιος, του οποίου οι φωτογραφικές διαδρομές άφησαν εποχή στο πανελλήνιο.
Η φωτογραφική δραστηριότητα του Γιάννη Μουγογιάννη υπήρξε παράλληλη με τη συγγραφική. Ο ίδιος δεν αυτοπροβαλλόταν ως φωτογράφος και στο μυαλό του η φωτογραφία δεν ήταν αυτοσκοπός. Επιθυμία του ήταν να συνοδεύει τα ταξιδιωτικά του κείμενα με απεικονιστικό υλικό, κατά τρόπο που να τεκμηριώνει τα συγγραφικά του ερεθίσματα. Η φωτογραφία ήταν μια ικανοποίηση της κατάθεσης των αισθητικών εμπειριών του και καρπός του οδοιπορικού σαράντα χρόνων σε όλη την Ελλάδα που μεταφράζεται σε για μερικές χιλιάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες στο αρχείο του.
Ο ίδιος έλεγε «..η ασπρόμαυρη φωτογραφία πάντα με γοήτευε και με προκαλούσε. Το παιχνίδι με το φώς και το σκοτάδι και όλες τις ενδιάμεσες φωτοσκιάσεις, νομίζω πως αναδεικνύει την πεμπτουσία των αντικειμένων, των μνημείων και των θεμάτων, ενώ παράλληλα καθιστά το μήνυμα που εκπέμπουν αισθητικά εύληπτο αλλά μαζί και ρομαντικό. Και μάλιστα όταν στις μέρες μας το είδος αυτό της φωτογραφίας έχει παραμεριστεί, από τον εντυπωσιασμό της χρωματικής αποτύπωσης, τότε η ασπρόμαυρη φωτογραφία αποτελεί και στοιχείο διατήρησης ενός κόσμου που ολοένα απομακρύνεται από την καλλιτεχνική διεργασία και, δυστυχώς, μόνο ως ανάμνηση μπορεί να συντηρείται.
Το Μάιο του 2014 γράφτηκε ο επίλογος μια λαμπρής και δημιουργικής πορείας ενός από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του βολιώτικου πολιτισμού. Ύστερα από τον Κίτσο Μακρή, τη Νίτσα Κολιού, το Μένιο Μουρτζόπουλο, το Νίκο Κολοβό, τον Παναγιώτη Κατσιρέλο, και τον Ιπποκράτη Ζημέρη έφυγε και ο Γιάννης Μουγογιάννης και έτσι έκλεισε ο κύκλος της μεταπολεμικής γενιάς του πνευματικού Βόλου που μας άφησε πολύτιμη παρακαταθήκη ποιότητας και ήθους.
Ασπρόμαυρη γοητεία
κείμενο : Βέρα ΒασαρδάνηΠρώτα είναι το βλέμμα, που παρατηρεί ευαίσθητο και θαμπωμένο το θαύμα του κόσμου. Εικόνες όσο κρατά ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων. Κάθε βλέμμα με την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητά του, κανένα ίδιο με το άλλο.
Μετά, έρχεται ο εθισμός στην ομορφιά και η πεισματική αναζήτησή της στον περιβάλλοντα χώρο. Η επίμονη αναζήτησή της στην κάθε στιγμή: καμιά στιγμή ίδια με την άλλη.
Κατόπιν, γεννιούνται επιθυμίες: η εναγώνια ανθρώπινη επιθυμία να αιχμαλωτιστεί αυτή η στιγμή, η ξεχωριστή, η μοναδική, η στιγμή του κόσμου. Δηλαδή, η επιθυμία να απαθανατιστεί το εφήμερο και να μετατραπεί σε διαρκές. Να ακινητοποιηθεί η κίνηση, να παγιωθεί το ρευστό. Που σημαίνει, αν το καλοσκεφτούμε, την επιθυμία απαθανάτισης του ίδιου του βλέμματος. Αυτού του βλέμματος που διεκδικεί την αθανασία, αφού αξιώθηκε τη θέαση της ομορφιάς.
Το τοπίο υπάρχει εκεί έξω και περιμένει να «ζωντανέψει», να νοηματοδοτηθεί από τη δύναμη του βλέμματος, που θα το αγγίξει, να το ομορφύνει ή να το ασχημίσει – γιατί, βέβαια, το βλέμμα μιας ανίσχυρης συνείδησης δεν μπορεί να έχει καμιά επίδραση.
« Περιμένει» θα λέγαμε, το φωτογράφο να τον γοητέψει. Κι εκείνος με τη σειρά του, να «καδράρει» ένα τμήμα του, επιλέγοντας την αυστηρά προσωπική του οπτική γωνία, και να το πάρει μαζί του, να το κάνει δικό του. Μια σιωπηλή συνομιλία.
Κανείς άλλος δεν υπήρξε στο παρελθόν που να μπορέσει να αιχμαλωτίσει το ίδιο αυτό κομμάτι. Γιατί μου φαίνεται αδύνατον να τραβήξει κανείς την ίδια φωτογραφία δύο φορές, όπως «δεν μπορεί να μπει κανείς στον ίδιο ποταμό δυο φορές», σύμφωνα με την εκπληκτική σύλληψη του μεγάλου Εφέσιου εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Γιατί ο χρόνος έχει την εξουσία πάνω σε ανθρώπους και τοπία. Κι εμείς κοινοί θνητοί το μόνο που δυνάμεθα είναι να παρακολουθούμε τη ροή του μέσα από τις αλλαγές του φωτός.
Το φως με τις κλιμακώσεις του αποβαίνει ο «παράφορος γλύπτης» του τοπίου. Σμιλεύει τους όγκους, τους αναδεικνύει και τους εξιδανικεύει. Δημιουργεί ισορροπίες. Καλύπτει και αποκαλύπτει κάθε στιγμή κάτι διαφορετικό. Τώρα πια, το βλέμμα δε φτάνει. Χρειάζεται η γνώση του φωτογράφου, ώστε να μπορέσει να μετατρέψει το φως σε σύμμαχο και βοηθό του βλέμματος.
Η αποθέωση του φωτός συνιστά τη σαγήνη της ασπρόμαυρης φωτογραφίας... Λαμπερότητα, διαύγεια. Εκτυφλωτικά λευκά. ΄Ολοι οι ενδιάμεσοι τόνοι του γκρι. Μέχρι το μαύρο. Δυνατές αντιθέσεις, βαθιές προοπτικές και η υπέροχη ψευδαίσθηση του ανάγλυφου... Η ασπρόμαυρη φωτογραφία: ατμοσφαιρική, σαν εξωπραγματική, χάρη στην κατάλληλη εκμετάλλευση των φώτων και των σκιών. Κινητοποιεί τη φαντασία, καθώς αιωρείται στο χρόνο. Υπερβαίνει τα φαινόμενα, καθώς ξεκόβει από την προσκόλληση στο χρωματικό ρεαλισμό.
Κι έτσι φτάνουμε σε μια μορφή αναμέτρησης του ανθρώπου με το περιβάλλον και το χρόνο. Δηλαδή με τη μοίρα του, Με τη βοήθεια μιας μηχανής. Η αναμέτρηση αυτή μαζί με τη μοναδικότητα του βλέμματος είναι ό,τι κάνει τη φωτογραφία τέχνη και όχι μηχανική αποτύπωση. Κι ακόμη, είναι τα στοιχεία που επιτρέπουν σε κάποιον να καλείται «ερασιτέχνης» φωτογράφος, δηλαδή να διακατέχεται από έρωτα για την τέχνη αυτή. Φωτογραφία ερασιτεχνική σημαίνει «τραβηγμένη» για την αγάπη της τέχνης, αλλά και για την αγάπη του περιβάλλοντος κόσμου.
Είναι η περίπτωση του βολιώτη Γιάννη Μουγογιάννη. Του γνωστού επίμονου ερευνητή και μελετητή του βολιώτικου πολιτισμού. Του πολύγραφου συγγραφέα. Ενός πληθωρικού, ευαίσθητου και μαχητικού πνευματικού ανθρώπου, ταγμένου σταθερά στην πρώτη γραμμή της πολιτιστικής ζωής. Ενός ανθρώπου ερωτευμένου τελικά και με την τέχνη και με τη ζωή.
Είναι η περίπτωση του Γιάννη Μουγογιάννη. Ενός έκθαμβου περιηγητή της Ελλάδας, που αντλεί δύναμη και έμπνευση από τη φύση της και προσπαθεί εδώ και δεκαετίες να δώσει διάρκεια στη στιγμή του και το βλέμμα του, αποτυπώνοντας τις οπτικές του απολαυστικές εμπειρίες σε ασπρόμαυρο φιλμ. Η ματιά του αιχμαλωτίζεται από τα ανοιχτά πεδία και τις προοπτικές και κατόπιν, αιχμαλωτίζει όψεις της ομορφιάς του κόσμου πάνω σε ένα ορθογώνιο κομμάτι χαρτί. «Αυτού του κόσμου του μικρού, του μεγάλου».
Ο Γιάννης Μουγογιάννης ανατρέχοντας στις δοκιμές και στα επιτεύγματα τριάντα και πλέον χρόνων, αισθάνθηκε την ανάγκη να ολοκληρώσει τη φωτογραφική του περιπέτεια. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως μόνο με την κοινοποίηση του αποκτά κάτι σημασία. Το υλικό που έχει δημιουργήσει – και αρχίζει να προσλαμβάνει λίγο λίγο την αξία ιστορικού ντοκουμέντου-, συγκεντρώνεται στις σελίδες αυτού του Λευκώματος. Και μας εκπλήσσει με την «ευγλωττία» του. Ξεκόβοντας πλέον από το δημιουργό του, προσφέρεται στην ιδιαίτερη ευαισθησία του κάθε δέκτη, ανοικτό για να «ενδυθεί» με νέα νοήματα.
επιμέλεια αφιερώματος : Θανάσης Γέρμανος, Φιλομήλα Μουγογιάννη
πηγή: Φωτογραφικό λεύκωμα Γιάννη Μουγογιάννη - "Φωτο - διαδρομές σε άσπρο–μαύρο" 1998 , Κοινωφελές Ίδρυμα Νικολάου και Ελένης Πορφυρογένη, (αναδημοσίευση)