Edward Weston

03 Απριλίου 2017


O  Φωτογράφος και ο 'Ανθρωπος


O Edward Weston γεννήθηκε στο Ιλλινόις τό 1886. Το 1902 τράβηξε τις πρώτες του φωτογραφίες με μιά μηχανή «κουτί» της Kodak δώρο του πατέρα του. Τό 1911, πέντε χρόνια αφότου πήγε στήν Καλιφόρνια, ανοίγει ένα studio πορτραίτων και αρχίζει να αποκτά διεθνή φήμη. Το studio αυτό το διατήρησε μέχρι το 1920, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε ότι η δουλειά του δέν τόν εκφράζει πιά. Γι' αυτό θά καταστρέψει όλα σχεδόν τα γυάλινα άρνητικά του - σαν ένδειξη άρνησης του ίδιου του του παρελθόντος - θα πάει γιά τρία χρόνια στό Μεξικό και θ' άπομονωθεί σ' ένα μικρό σπίτι στό Monterey, στήν άκτή του Ειρηνικού. Πέθανε στήν Καλιφόρνια τό 1958.

Μόνο όσοι έχουν δει τη δουλειά του, μιά δουλειά τόσο μεγάλη πού σπάνια παρουσιάζεται ολόκληρη,  θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν ότι ο Edward Weston δίκαια θεωρείται σαν ένας από τούς μεγαλύτερους φωτογράφους του αιώνα μας.

Ο Weston δεν θα άποτελούσε κάτι το ξεχωριστό, αν ήταν μόνο ένας καλός τεχνίτης της φωτογραφίας. Η αξία του οφείλεται στο ότι πέρα από την τεχνική γνώση που είχε ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος και ένας εύαίσθητος καλλιτέχνης πού κατόρθωσε, χρησιμοποιώντας σα μέσο τη φωτογραφία, να εκφράσει βαθύτερα νοήματα. 'Οπως και ο Stieglitz ο Weston ήταν ό ευεργετούμενος ή το θύμα - άνάλογα με ποιά σκοπιά το βλέπει κανείς - μιάς μικρής ομάδας καλλιτεχνών πού τον θαύμαζαν και που δημιούργησαν μιά τέτοια εικόνα γι' αυτόν πού να τον εμφανίζει άπρόσιτο, και άπλησίαστο.


Edward Weston


Όποιος όμως διαβάσει τις σημειώσεις του και κοιτάξει τη δουλειά του, διακρίνει μέσα από την τεχνητή αυτή απομόνωση, το μεγαλείο του χαρακτήρα του καλλιτέχνη.
Στάθηκα τυχερός, όταν πρίν λίγο καιρό βρήκα δύο βιβλία με αποσπάσματα από το ήμερολόγιο και την αλληλογραφία του.
Σπάνια ένας καλλιτέχνης έγραψε γιά την ίδια του τη ζωή τόσο ζωντανά, τόσο προσωπικά και με τόση ειλικρίνεια, όση ο Edward Weston.

Μέρα με τη μέρα, πάνω από δεκαπέντε χρόνια, ο μεγάλος αυτός φωτογράφος καταγράφει και αναλύει τις σκέψεις του γιά τη ζωή, φιλοσοφεί γιά την τέχνη, περιγράφει τις έγνοιες του και τις ελπίδες του και με σκληρότητα κριτικάρει τις φωτογραφίες του. Παρόμοια δουλειά, δεν γνωρίζουμε να έχει ξαναγίνει στήν μέχρι σήμερα γνωστή φιλολογία της φωτογραφίας. Τα «Ημερολόγια» του Weston, μπορούν κατά κάποιο τρόπο, να συγκριθούν με τις αντίστοιχες σημειώσεις τού γνωστού Γάλλου ζωγράφου Eugene Delacroix, που αποτέλεσαν ενα είδος «καταγραφής του τι συμβαίνει  στην ζωή μου, μα πάνω άπ' όλα, στό μυαλό μου». "Οπως ό Delacroix, ό Weston έγραφε γιά τόν εαυτό του, χωρίς την πρόθεση να δημοσιεύει ποτέ τα κείμενα αυτά.
Αρχίζει να γράφει, περιγράφοντας την έξαρση και τον ενθουσιασμό που του προκάλεσε η πρώτη του μηχανή, μιά Bull's Eye Ν° 2 της Kodak, και καλύπτει με μικρές παραγράφους μιά ολόκληρη ζωή άφιερωμένη στη φωτογραφία.

Σε μιά παράγραφο του 1943 γράφει:
«Μπορώ με ειλικρίνεια να πω ότι ποτέ δεν βάσισα τον τρόπο του να βλέπω τα πράγματα με αρχή το καλό και το κακό. Αυτή τη στιγμή σκέπτομαι ότι δεν υπάρχει τίποτα πιό ωραίο από μιά γυαλισμένη φωτογραφία με πολύ καλή εύκρίνεια και πλούσια παραλλαγή τόνων. Αλλά αύριο; 'Εχω την υποψία ότι κάποια μέρα θασυγκρουστώ με αυτά που σήμερα λατρεύω, φτιάχνοντας μιά σειρά από φωτογραφίες όπου θά επικρατεί η διάχυση.




θα έρθω έτσι σε άντίφαση με τον εαυτό μου και θα πω: Κι αυτό μπορεί να γίνει».

Σέ διαστήματα παρουσιάζει ένα μυστικισμό όπως: «Κάθε φορά που αισθάνομαι μιά φούγκα του Bach μέσα στη δουλειά μου, νοιώθω ότι έχω φτάσει εκεί που επιδιώκω».
Ζει και πλαισιώνεται από μιά ομάδα ευαίσθητων καλλιτεχνών και συγγραφέων, και δεν μένει ανεπηρέαστος από αυτούς.
Η τεχνοτροπία του αλλάζει σχεδόν τελείως όταν επισκέπτεται για τρία χρόνια το Mexico City, (1920-1923) και συναντά τον καλλιτέχνη Diego Rivera, τον άνθρωπο που τον επηρέασε περισσότερο.
Λέγεται, μάλιστα, ότι σαν είδε τις φωτογραφίες με τα κοχύλια του Weston, ο Rivera είπε: «Οι φωτογραφίες αυτές είναι ζωντανές γιατί πέρα από την αισθητική συγκίνηση με αναστατώνουν σωματικά,  γιά δέστε πως ιδρώνει το μέτωπο μου!».

Ο ίδιος ο Weston εκφράζει έκπληξη γι' αυτή τη φυσική αντίδραση προς τις φωτογραφίες των κοχυλιών του. Σε μιά παράγραφο του ημερολογίου του το 1927 γράφει γιά την περίφημη σειρά των κοχυλιών του: «θεέ μου Edward, οι τελευταίες σου φωτογραφίες μου έκοψαν την ανάσα. 'Οταν άνοιξα το πακέτο δεν μπορούσα να κοιτάξω σ' αυτές για πολύ ώρα. Δημιουργούσαν μέσα μου τα πιο ενδόμυχα αισθήματα. Μου θύμιζαν κρίνα κι έμβρυα. Είναι μυστικιστικά και συνάμα έρωτικά».




Πιό κάτω, όμως γράφει:
«Μπορώ, με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια, να πω ότι ούτε μιά φορά όταν δούλευα με κογχύλια δεν είχα καμμιά φυσική άντίδραση σε σχέση μ' αυτά, ούτε προσπάθησα να παρουσιάσω ποτέ σε αυτά έναν έρωτικό συμβολισμό. Μέσα άπ' τα κοχύλια, έξωτερικεύω μόνο τα αισθήματά μου για τη ζωή με ένα τρόπο που ποτέ άλλοτε δεν είχα κάνει. Κι' αυτό ακόμη, το συνειδητοποιούσα στη διάρκεια της εμφάνισης των αρνητικών, γιατί την ώρα που δούλευα, ήμουν πολύ απορροφημένος για να νιώσω οτιδήποτε».

Γιά τον τρόπο που εργάζεται λέει ο ίδιος: «Αρχίζω χωρίς καμμιά προκαθωρισμένη ιδέα ή ανακάλυψη του να βρω κάτι που να μ' άρέσει με συγκινεί. 'Υστερα έρχεται σαν νέα ανακάλυψη μέσα από το φακό, η οριστική μορφή παρουσίασης, έτσι καθώς φαίνεται πάνω στο θαμπόγυαλο. Είναι η φωτογραφία που την βλέπεις τελειωμένη πρίν από τη λήψη σε κάθε της λεπτομέρεια υφής, κίνησης κι άναλογίας. Κατόπιν, το  ανοιγόκλειμα του κλείστρου αυτόματα και τελειωτικά σταθεροποιεί την αντίληψή μου αυτή, μη επιτρέποντας μετά παρά ελάχιστες αλλαγές. Και τέλος η τελική μορφή - η φωτογραφία - που δεν είναι τίποτα άλλο από μιά αντιγραφή, απ' όλα όσα ειδα και αισθάνθηκα μέσα από τη μηχανή μου».




Εκείνο πού βασικά ένδιέφερε τόν Weston ήταν νά έκφράσει τήν συγκίνηση πού τού προκαλούσαν τά άπλά πράγματα, πού βρίσκονταν γύρω του. Κι' αύτό τό πέτυχε μέ τήν άπλοποίηση καί τήν τελειοποίηση τής φωτογραφικής τεχνικής.

Μιά μεγάλη μηχανή studio, ένα τρίποδο καί ένα φωτόμετρο ήταν τό όργανα πού χρησιμοποιούσε, μέ μεγάλη άκρίβεια καί προσοχή.
Ο Weston, όπως άναφέραμε, ξεκίνησε τήν φωτογραφική του καρριέρα σάν έπαγγελματίας πορτραιτίστας γι' αύτό καί οί πρώτες φωτογραφίες έχουν οί περισσότερες γίνει μέσα στό studio του, μέ φυσικό φωτισμό καί λίγες μόνο μέ τεχνητό. Τό φώς τού ήλιου, άπ' εύθείας ή διάχυτο, έγινε σταδιακά, η προτιμότερη μορφή τού φωτισμού του. Αργότερα, μάλιστα, άποφεύγει νά χρησιμοποιήση άκόμη κι' έναν άπλό άνακλαστήρα.

Εμφανίζει τα άρνητικά του σέ λεκάνη κι' όλες του οί θετικές φωτογραφίες γίνονταν χωρίς μεγέθυνση καί σε έπαφή μέ τό άρνητικό. Μέ αύτά τά στοιχειώδη μέσα - τά τόσο δύσκολα - ο Weston κατόρθωσε νά πετύχει άνυπέρβλητα θετικά καί άρνητικά.
Τό 1924, ό Weston προβληματιζόμενος γράφει: «Πρός ποιά κατεύθυνση πρέπει νά στραφεί ή μηχανή γιά μιά ολοκληρωμένη δημιουργία; Η άπάντηση δίνεται εύκολώτερα άν δει κανείς πρώτα τή δουλειά ένός γλύπτη ή ένός ζωγράφου. Η μηχανή πρέπει νά χρησιμοποιείται γιά νά άποτυπώνει τή ζωή, γιά νά μεταφέρει τήν ίδια τήν ύπόσταση τού άντικειμένου άσχετα αν αυτό είναι γυαλισμένο άτσάλι ή ζωντανή σάρκα.




Βλέπω μέσα στά πρόσφατα άρνητικά μου όμορφες άφαιρέσεις καί θέματα άφηρημένα, πού δέν παρουσιάζουν κανένα βαθύτερο πρόβλημα.
Αλλά στά λίγα πρόσφατα πορτραίτα πού τράβηξα τού Galvan και τής Tina, συγκράτησα κλάσματα δευτερολέπτου άπό ένα έντονο συναίσθημα πού κανένας καλλιτέχνης σέ οποιοδήποτε άλλο μέσο δέν μπορούσε νά έκφράσει και να άποδώσει τόσο καλά.
Σέ καμμιά περίπτωση δέ θά άφήσω τήν εύκαιρία νά φωτογραφίσω μιά ένδιαφέρουσα άφηρημένη σύνθεση, άλλά πιστεύω μέ βεβαιότητα ότι τό πλησίασμα στή φωτογραφία - ίσως τό πιό δύσκολο - γίνεται μέ τή ρεαλιστική άπεικόνιση».
Μέ τή μορφή αυτή τού ρεαλισμού ό Weston δέν ασχολήθηκε παρά μόνο σέ μερικά πορτραίτα του. Στά διάφορα, όμως, άντικείμενα, τά γυμνά, τά τοπία καί τά άφηρημένα θέματα  - και άναφέρεται, όπως είδαμε, στά κογχύλια σάν άφηρημένα θέματα - ήταν άνυπέρβλητος.

Τά γυμνά τού Edward Weston είναι ίσως τά πιό γνωστά έργα του στό κοινό. Θά μπορούσα νά πώ ότι οί φωτογραφίες αύτές συνετέλεσαν γιά τήν άποδοχή τού γυμνού σάν ένα άνεγνωρισμένο καί νόμιμο θέμα στή φωτογραφία.
Ο Weston έφερε στό γυμνό όλη τήν διαύγεια καί τήν άπλότητα τής τεχνικής πού χαρακτηρίζουν τό έργο του, καί τήν ίδια του τή ζωή.
Τά πρώτα του γυμνά, άντανακλούν τήν διαδεδομένη τότε διάχυτη γραμμή τής έποχής του, άλλά γρήγορα άνακαλύπτει τήν άπεριόριστη ποικιλία τής φυσικής φόρμας. Η φύση καί οί στοιχειώδεις μορφές τής ζωής ήταν οί εμπνευστές του καί τίς έβλεπε μέ ένα ένθουσιασμό πού δέν μπορούσε νά συγκριθεί μέ κανενός άλλου φωτογράφου.






Στά τέλη τού 1920 ένδιαφέρεται γιά τίς ομοιότητες πού παρουσιάζουν οί φυσικές φόρμες σέ σχέση μέ τό άνθρώπινο σώμα στήν άφηρημένη του μορφή.
Τά γυμνά, τής περιόδου αύτής, άποκαλύπτονται τμηματικά στόν θεατή καί τό τμήμα πού παρουσιάζεται μοιάζει τόσο πολύ μέ άνάλογες φυσικές φόρμες, ώστε νά μήν είμαστε σίγουροι γιά τό πραγματικό είδος τού άρχικού θέματος.

Τά καλύτερα γυμνά του, στό διάστημα αύτό, είναι έκείνα πού πλησιάζει μέ τόν ίδιο άκριβώς τρόπο όπως τά κοχύλια καί τίς πιπεριές του.
Αν και ποτέ δέν εγκατέλειψε τήν μορφή αύτή τών παραλλαγών μέ συμβολικές μορφές φόρμας, κατά τά τελευταία του χρόνια στρέφεται σέ μιά περισσότερο άπεικονιστική μορφή τής φύσης, καί ειδικώτερα τού γυμνού.

Η περίοδος άπό τό 1932 ώς τό 1936 είναι ή έποχή γιά τό άφηρημένο μέ μιά πιό ολοκληρωμένη ψυχική έξωτερίκευση.
Τά καλύτερα δείγματα τής δουλειάς του άπό αύτή τήν περίοδο είναι τά γυμνά πού φωτογραφίζει στό άνοικτό ύπαιθρο, στό σπίτι του στό Pacific Coast.
Τά γυμνά αύτά σπάνια άποκαλύπτουν τά πρόσωπα τών μοντέλων του κι' αύτό δέν γίνεται βέβαια γιά νά έξασφαλιστεί η άνωνυμία τού μοντέλου. Ο Weston συμφωνούσε μέ τήν γνώμη ένός 'Ελληνα φίλου του, του Γιάννη Βάρδα, πού συνήθιζε νά λέει ότι ύπάρχουν τρία μόνο τέλεια σχήματα στή φύση: τό σκαρί τής βάρκας, τό βιολί και τό γυναικείο κορμί...!

 Τό πρόβλημα τού φωτογράφου πού φωτογραφίζει θέματα δυσκολόχρηστα καί μέ μεγάλη ευκρίνεια,   όπως τό πορτραίτο ενός συγκεκριμένου άτομου, είναι ότι δέν μπορεί νά το άπλοποιήσει ή νά τό έντάξει σ' ένα γενικό τύπο, κάτι πού μπορεί πιό εύκολα ό γλύπτης και ό ζωγράφος. 'Αν τό κεφάλι εμφανιστεί ολόκληρο σέ μιά εικόνα γυμνού, τότε άναπόφευκτα η εικόνα είναι ένα πορτραίτο ένός συγκεκριμένου προσώπου καί η εκφρασή του θά έπιβληθεί στόν θεατή καί θά τόν διασπάσει άπό τό γυμνό κορμί.




Θα πρέπει έδώ, ίσως ν' άναφέρω ένα άκόμη στοιχείο άπό τή ζωή του, πού χαρακτηρίζει, δυστυχώς, τούς περισσότερους καλλιτέχνες, ότι ή οικονομική κατάσταση τού Weston ποτέ δέν ταυτίστηκε μέ τή φήμη του. Και σ' αύτό άκριβώς τό γεγονός φαίνεται ένα άπό τά παράδοξα τής καλλιτεχνικής φωτογραφίας. Τό ότι η οικονομική έπιτυχία στήν φωτογραφία δέν συμβαδίζει άπαραίτητα μέ τό υψος τής δημιουργίας ένός μεγάλου καλλιτέχνη, όπως είναι ο Edward Weston.

Η βαθειά γνώση τής τεχνικής σέ συνδυασμό μέ τήν παρατηρητικότητά του καί τή μεγάλη ευασθησία του, ήταν οι συντελεστές τής έπιτυχίας τών φωτογραφιών του, πού πολλές φορές ξεπερνούν τήν έπιφανειακή άπεικόνιση, καί προχωρούν βαθύτερα στήν ψυχή μας.
«θέλω νά κάνω τά μεγαλύτερα μυστήρια τών πραγμάτων νά άποκαλυφτούν πιό καθαρά άπ' όσα μπορεί νά δει τό μάτι» γράφει. Κι' αύτό τό κατόρθωσε άρκετές φορές στήν ζωή του. Ο άφηρημένος έξπρεσιονισμός τού Weston άντανακλά τό πνεύμα τής εποχής του, τόσο δυνατά, ώστε νά διατηρείται καί νά μάς συγκινεί μέχρι σήμερα.

Οι άλλοι φωτογράφοι δέν τόν ενδιέφεραν καί κατά τήν μοναδική του έπίσκεψη στόν Stieglitz στή Νέα Υόρκη, γράφει: «Διαβάζοντας γιά τόν Stieglitz σήμαινε γιά μένα πολλά περισσότερα από τό νά δώ τή δουλειά του».
Εργαζόταν σάν καλλιτέχνης καί έπηρεαζόταν εποικοδομητικά άπό τίς τέχνες τής ζωγραφικής, τής γλυπτικής καί τής μουσικής κι' όλη του η ζωή συνταυτίζεται μέ τό πιστεύω του γιά τήν Τέχνη. Γι' αύτό, δέν νομίζω νά υπάρχουν στήν ιστορία τής φωτογραφίας, πολλοί άνθρωπο τόσο άφοσιωμένοι στό μέσο αύτό τής καλλιτεχνικής έκφρασης, σάν τόν Edward Weston.

Αξίζει στό σημείο αύτό νά άναφερθεί ένα απόσπασμά του, πού έγραψε μέ τήν εύκαιρία τής δημοσίευσης μιάς σειράς φωτογραφιών του, το 1952: «'Οταν ήμουν νέος, όριζα τήν τέχνη σάν τήν εξωτερίκευση τής εσωτερικής εμπειρίας. Δέν μπορώ νά ορίσω καλλίτερα τήν τέχνη σήμερα, άλλά η δουλειά μου έχει μεταβληθεί. Η τέχνη δέν είναι κάτι που μαθαίνεται μέσα άπό βιβλία και κανόνες. Είναι κάτι τό ζωντανό πού εξαρτάται άπό τήν πλήρη συμμετοχή τού καλλιτέχνη. Όπως έξελισσόμαστε και μεγαλώνουμε στή ζωή, έτσι έξελισσόμαστε και στην τέχνη, ό καθένας από μάς μέ τόν δικό του μοναδικό τρόπο».


κείμενο: 'Αλκη Ξανθάκη
αναδημοσίευση από το "εφ, Ελληνική Φωτογραφία", 1991
επιμέλεια: J. Eco