Το Μπάουχαους, Ανώτατη Καλλιτεχνική Σχολή πρωτοποριακού επιπέδου, ιδρύθηκε το 1919 στη μικρή γερμανική πόλη Βαϊμάρη, ύστερα από την συγχώνευση δυο ινστιτούτων παραδοσιακού τύπου της πόλης αυτής: της Ακαδημίας Τεχνών του Μεγάλου Δουκάτου της Σαξονίας και της περίφημης Ανώτατης Σχολής Τεχνών. Ιδρυτής και διευθυντής της για δέκα χρόνια υπήρξε ο διάσημος αρχιτέκτονας Βάλτερ Γκρόπιους, ο οποίος με τις προοδευτικές και πρωτοποριακές του ιδέες έβαλε τις επιστημονικές βάσεις για τη διδασκαλία των θεωρητικών και πρακτικών μαθημάτων. Αναδιοργάνωσε και ταξινόμησε τα διάφορα εργαστήρια ανάλογα με το υλικό που επεξεργάζονταν το καθένα (πέτρα, ξύλο, μέταλλο, γυαλί, πηλός, ίνες κ.τλ.) και αργότερα πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση της Αρχιτεκτονικής Σχολής, που έγινε πραγματικότητα το 1927 από τον Χανς Μάγερ, δεύτερο διευθυντή του Μπάουχαους. Η διακήρυξη του Μπάουχαους, που συνέταξε ο ίδιος ο Βάλτερ Γκρόπιους το 1919, έλεγε: «Τελικός στόχος όλων των εικαστικών δραστηριοτήτων είναι η οικοδομή». Πράγματι κορωνίδα όλων των εργαστηρίων, που κύριο στόχο είχαν την κατασκευή σαν σύνθεση, ήταν η Αρχιτεκτονική Σχολή, η οποία και προμήθευε τις κατασκευές για κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα.
Το πρόγραμμα διδασκαλίας του Μπάουχαους περιελάμβανε μαθήματα αρχιτεκτονικών κατασκευών και σχεδίου, βιομηχανικών κατασκευών και σχεδίου, ελεύθερου και γραμμικού σχεδίου, ζωγραφικής, θεωρίας χρωμάτων, γλυπτικής, φωτογραφίας, σχεδιασμού επίπλων, πλαστικής, εσωτερικής διακόσμησης, σκηνογραφίας, διαφήμισης, υφαντικής κ.ά. Το επιτελείο των καθηγητών το αποτελούσαν ειδικοί, προσωπικότητες στο χώρο τους. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα ονόματα των Γκρόπιους, Μοχόλι Νάγκι, Κλε, Καντίνσκι, Φάινγκερ, Κραντς, Σλέμμερ, Πέτερχανς, Μπάγερ, Σμιτ, Κόνζεμιλερ, και Μάγερ.
Το Μπάουχαους, τα πρώτα έξι χρόνια (1919-1924) της λειτουργίας του είχε έδρα τη Βαϊμάρη. Στη συνέχεια και για τα επόμενα επτά χρόνια (1925-1931) μεταφέρθηκε στο Ντεσσάου, μια μικρή πόλη κοντά στο Βερολίνο. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι τα κτίρια του Ντεσσάου τα σχεδίασε και τα κατασκεύασε ο αρχιτέκτονας Β. Γκρόπιους. Τέλος, το 1932 το Μπάουχαους μεταφέρθηκε στο Βερολίνο, για να κλείσει οριστικά και να διαλυθεί ένα χρόνο αργότερα με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Καθηγητές και σπουδαστές σκορπίστηκαν σε διάφορες χώρες μη αντέχοντας την καταπίεση των Ναζί.
Στο μικρό αυτό διάστημα των 14 χρόνων ζωής του Μπάουχαους, δεν μπήκαν μόνο οι βάσεις του ντηζάιν (σχεδίαση αντικειμένων από επώνυμους δημιουργούς), αλλά αναπτύχθηκαν με πρωτοποριακό τρόπο όλες οι παραστατικές τέχνες και παράλληλα μπήκαν και οι παιδαγωγικές βάσεις, που μέχρι σήμερα εξακολουθούν και θεωρούνται σύγχρονες. Το Μπάουχαους έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στη διατύπωση του μοντέρνου στυλ στην Ευρώπη και η επιρροή του έφθασε πολύ μακριά.
Στο διάστημα λοιπόν των πρώτων χρόνων της λειτουργίας του Μπάουχαους δεν υπήρχε εργαστήριο φωτογραφίας. Πολύ αργότερα (1929) και με διευθυντή τον Χανς Μάγερ ιδρύθηκε επίσημο τμήμα φωτογραφίας. Αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι η φωτογραφία δεν μπορούσε να έχει πλατιά εφαρμογή ανάμεσα στους σπουδαστές, για οικονομικούς κυρίως λόγους που οφείλονταν στην πρώτη αυτή μεταπολεμική περίοδο.
Όμως με τον ερχομό και την υποστήριξη του Λάζλο Μοχόλι Νάγκι και της συζύγου του, άρχισε η φωτογραφία να γίνεται αυτόνομη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και να κορυφώνεται το ενδιαφέρον προς αυτή με εκθέσεις, εκδόσεις και μέσα από θεωρητικές διαμάχες. Ο Μοχόλι-Νάγκι υπήρξε σίγουρα όχι μόνο ο μεγάλος εμπνευστής και παρακινητής των σπουδαστών, αλλά και ο πρόδρομος της κινητικής τέχνης (κινηματογράφος). Δίδαξε με επιτυχία τη δυναμική και στατική του καλλιτεχνικού σχεδίου και ασχολήθηκε σε βάθος με φωτογραφικά πειράματα, μεταξύ των οποίων αρνητικά - θετικά μοντάζ, διαδοχικές λήψεις, φωτογράμματα και φωτογραφικά κολλάζ στα οποία και θεωρήθηκε ιδιοφυΐα. Ο ορισμός που έδωσε σχετικά με το φωτοκολλάζ ήταν: «Φώτοκολλάζ είναι υπερρεαλισμός, ουτοπία ή αστείο που γίνεται μέσω συνάθροισης και διαδοχικής ή παράλληλης προβολής εικόνων». Έτσι η φωτογραφία σαν αυτόνομο καλλιτεχνικό και πειραματικό μέσον έγινε ο προσωπικός τομέας του Μοχόλι-Νάγκι ο οποίος, αφού εξαντλούσε σε βάθος κάθε πείραμα, έψαχνε συνέχεια για καινούργιους ορίζοντες.
Ο Λουξ Φάινινγκερ υπήρξε ο επίσημος φωτογράφος της ζωής του Μπάουχαους. Ήταν αυτός που έκανε εντυπωσιακά ομαδικά πορτρέτα και κατέγραψε στιγμιότυπα από τις διάφορες
εκδηλώσεις, τα οποία και δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Μπάουχαους». Έτσι μετά το 1927 έχουμε πλούσιο φωτογραφικό υλικό και όχι μόνο από τους δύο αυτούς φωτογράφους.
Ένας άλλος από τους πιο σημαντικούς φωτοκαλλιτέχνες με σπουδές στα μαθηματικά, φιλοσοφία και ιστορία της τέχνης, υπήρξε ο Βάλτερ Πέτερχανς. Όταν διορίστηκε επίσημος καθηγητής στο Μπάουχαους επηρέασε πολλούς σπουδαστές με την σοβαρότητα και τον επαγγελματισμό του. Ασχολήθηκε συστηματικά με την σύνθεση και φωτογράφηση νεκρών φύσεων, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει απολύτως καμία πληροφορία για τη μέθοδο διδασκαλίας που χρησιμοποιούσε.
Επίσης η Λουκία Μοχόλι-Νάγκι εκπαιδεύτηκε στην τεχνική της φωτογραφίας και ίδρυσε στο Ντεσσάου φωτογραφικό εργαστήριο. Έκανε φωτογραφίες αυστηρού αρχιτεκτονικού περιεχομένου και πορτρέτα.
Πορτρέτα ή αυτοπροσωπογραφίες έκαναν και οι Μαριάνε Μπραντ, η Ιρένε, Χόφμαν, η Φλοράνς Ανρί, ο Ούμπο και ο Λουξ Φάινγκερ. Από τις αυτοπροσωπογραφίες αυτές παίρνουμε σημαντικές πληροφορίες για το πώς ο καλλιτέχνης έβλεπε τον εαυτό του όπως π.χ. την αυτοπροσωπογραφία του Ούμπο,στην οποία ο καλλιτέχνης απεικονίζεται με μια ειρωνική - σουρρεαλιστική διάθεση. Το πορτρέτο ενός χορευτή που έκανε ο Έριχ Κόνζεμιλερ, συγκεντρώνοντας ταυτόχρονα σε μια φωτογραφία διάφορες φάσεις χορού, όπως και εκείνο μιας καλλιτέχνιδας του Μπάουχαους που φορά μάσκα, μπορούν να θεωρηθούν σύγχρονα. Σύγχρονο επίσης μπορεί να θεωρηθεί και το πορτρέτο που έγινε από τον Μοχόλι-Νάγκι με την τεχνική του φωτογράμματος. Ένα άλλο παράδειγμα σύγχρονου πορτρέτου ήταν η μεταβαλλόμενη σειρά από μάτια του Κουρτ Κράντς.
Δεν υπήρξε σχεδόν κανένα θέμα ή καμία νέα τεχνική που να μην εκφράστηκε στο Μπάουχαους. Νυχτερινές φωτογραφίες με δομική διάταξη των φωτεινών γραμμών, αφηρημένες εικόνες, φωτογραφίες ντοκουμέντα κοινωνικού περιεχομένου, λήψεις από αερόστατο, μικροσκοπικές λήψεις, σουρρελαστικά παιχνίδια με φωτοσκιάσεις κ.α. κέντριζαν το ενδιαφέρον των σπουδαστών.
Για πρώτη φορά στη διεθνή έκθεση «Κινηματογράφος και Φωτογραφία» της Στουτγάρδης, το 1929, συγκεντρώθηκαν κάτω από την επωνυμία «Μπάουχαους Ανώτατη Καλλιτεχνική Σχολή, Ντεσσάου» όλοι όσοι είχαν συμβάλλει καθοριστικά στα επιτεύγματα της φωτογραφίας και ακόμα όσοι υπήρξαν καθηγητές ή σπουδαστές του Μπάουχαους: Μαριάνε Μπραντ, Έντι Κόλλάίν, Χάιντς Λεβ, Μαξ Έντερλιν, Λουξ Φάινινγκερ (με τον μεγαλύτερο αριθμό φωτογραφιών), Βέρνερ Φάιστ, Βάλτερ Φούνκατ, Χίνερκ Σέπερ, Χέρμπερτ Μπάγερ, Ιρένε Μπάγερ, Λάζλο και Λουκία Μοχόλι-Νάγκι, Βέρνερ Γκρεφ, Βάλτερ Πέτερχανς και Φλοράνς Ανρί. Ασυνήθιστες προοπτικές και συνθέσεις εικόνων, διαγώνια διάταξη, δυναμισμός, αμεσότητα, κοντινές λήψεις ήταν μόνο μερικά από τα παραδείγματα της «νέας οπτικής τέχνης» που παρουσιάστηκαν σ' αυτήν την έκθεση.
Το μεγάλο όμως πεδίο των πειραματισμών ήταν ο τομέας των φωτογραφικών συνδυασμών: κολλάζ - φωτοπλαστική - μοντάζ. Με τα κολλάζ μπορούσε κανείς να διηγηθεί μια ιστορία, όπως η Μαριάνε Μπραντ με τον «Αγώνα μποξ» ή να ενώσει σε μια εικόνα συγγενείς φωτογραφικές σειρές π.χ. διάφορες κινήσεις του στόματος, των χεριών ή των ματιών, όπως ο Κουρτ Κραντς. Με τη φωτοπλαστική, εκλεπτυσμένος συνδυασμός διαφορετικών στοιχείων σε ένα ενιαίο έργο στο οποίο τονίζεται η πλαστικότητα της φωτογραφίας, ασχολήθηκε σε βάθος ο Χέρμπερτ Μπάγερ. Οι απεικονίσεις οργανικών ή γεωμετρικών σχημάτων σε φυσικό ή φανταστικό περιβάλλον του Χ. Μπάγερ αποτέλεσαν τα καλύτερα παραδείγματα φωτοπλαστικής. Τέλος, με το μοντάζ, που έδινε τη δυνατότητα συναρμολόγησης διαφόρων στοιχείων σε ένα θέμα, ασχολήθηκε ο Έντμοντ Κόλαϊν. Στο σημείο αυτό ίσως θα έπρεπε να αναφερθεί ξανά το όνομα του Μοχόλι-Νάγκι, του αξεπέραστου αυτού δημιουργού όλων των παραπάνω τεχνικών.
Η φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε ακόμα και σαν βασικό στοιχείο στην τυπογραφία του Μπάουχαους. Αντικατέστησε τα σκίτσα και τα γεωμετρικά σχήματα που χρησιμοποιούνταν ως τότε για εξώφυλλα βιβλίων, αφίσες και διαφημιστικά έντυπα. Το φυλλάδιο για την πόλη του Ντεσσάου (1930) ήταν η ωραιότερη τυπογραφική σύνθεση του Γιόστ Σμιτ. Πάνω σε μια αεροφωτογραφία τοποθέτησε σχέδια, φωτογραφίες και κείμενα.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν όλα όσα μέχρι τώρα αναφέρθηκαν, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η φωτογραφία δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο σαν μέσο καταγραφής των γεγονότων του Μπάουχαους, αλλά αποτέλεσε κυρίως αυτοτελή μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Στη φωτογραφία του Μπάουχαους δεν υπήρξαν κανόνες ιδεολογικής ή στυλιστικής τοποθέτησης. Κάθε φωτογράφος εκφράστηκε μόνος του, με τα μέσα που διέθετε και με τον τρόπο που ο ίδιος θεωρούσε κατάλληλο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Herbert Molderings, Fotografie in Der Weimarer Republik, Institut fCir Ausland - Sbeziehungen 1987, Στουτγάρδη - Γερμανία.
2. Detlef Noack, Das Bauhaus - Eine Schule der Kre-ativitat, Institut fur Auslandsbeziehungen 1985, Στουτγάρδη - Γερμανία.
3. Wulf Herzoge nrath, Bauhausfotografie, Institut fur Auslandsbeziehungen 1983, Στουτγάρδη -Γερμανία.
4. Wick Rainer, Bauhaus-Padagogik, Dumont 1982, Κολωνία - Γερμανία.
5. Bernard Myers, The Book of Arte (Vol. 8, 9), Gro-lier Inc. 1965, Λονδίνο - Αγγλία.
κείμενο: Κατερίνα Πετρίδου AFIAP, περιοδικό "Eλληνική Φωτογραφία", 1991