Η γέννηση του Dada

13 Ιαν 2017



"Κάθε χειρονομία και κάθε κίνηση ήταν υπολογισμένη για να σοκάρει το κοινό, με σκοπό την καταστροφή της παραδοσιακής αντίληψης της Τέχνης και της Αισθητικής."



Η άμωμος σύλληψη

Φεβρουάριος 1916. Η Ευρώπη βιώνει τη φρίκη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι πρώτες αντιπολεμικές, ανατρεπτικές αντιλήψεις αρχίζουν να διαμορφώνονται και ν’ αναζητούν έκφραση.
Η «ουδέτερη» Ελβετία, όπου καταφεύγουν διανοούμενοι, επιστήμονες, συγγραφείς και καλλιτέχνες, γίνεται το ιδανικό μέρος για την ανάπτυξη των νέων ιδεών. Η Ζυρίχη, η Βέρνη και η Γενεύη γίνονται κέντρα διαλόγου και αναζητήσεων.
Ομως, σε ένα στενό, «άθλιο» δρομάκι της παλιάς πόλης της Ζυρίχης, τη Spiegelgasse (σ.σ. στα ελληνικά, «οδός του καθρέφτη»), θα «συναντηθούν» δύο πολύ διαφορετικές αντιπολεμικές «ομάδες», οι μπολσεβίκοι και οι ντανταϊστές, που θα επηρεάσουν καθοριστικά την παραπέρα πορεία του κόσμου στη πολιτική και στην τέχνη αντίστοιχα.
Σημεία αναφοράς είναι το κτίριο, στον αριθμό 1, όπου λειτούργησε το περίφημο «Cabaret Voltaire» και θεωρείται η γενέτειρα του ντανταϊσμού και λίγο παρακάτω, στον αριθμό 14, το σπίτι όπου έμενε, το ίδιο διάστημα, ο Βλαντιμίρ Ιλιτς Λένιν με τη σύζυγό του μέχρι να φύγει για τη Ρωσία και να ξεκινήσει η Επανάσταση (1917).
Πολλοί θεωρούν ότι μετά από την έναρξη του «Μεγάλου Πολέμου» (Αύγουστος 1914), όπως λεγόταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ζυρίχη προσέλκυσε πολλούς καλλιτέχνες και διανοούμενους διότι εκτός από ειρήνη και σταθερότητα, προσέφερε ένα σχετικά ανεκτικό περιβάλλον που επέτρεπε την έκφραση των επαναστατικών ιδεών της εποχής.
Ανάμεσα στους πρόσφυγες που έφτασαν εκεί, οι Γερμανοί ποιητές Χούγκο Μπαλ (Hugo Ball) και η σύντροφός του Εμι Χένινγκς (Emmy Hennings), ο Ρουμάνος ποιητής Τριστάν Τζαρά (Tristan Tzara) και ο συμπατριώτης του ζωγράφος Μαρσέλ Γιανκό (Marcel Janco), ο Γάλλος ζωγράφος Ζαν Αρπ (Jean Arp) κ.ά.




Στα μπαρ και σε καφετέριες γίνονταν συζητήσεις για το επισφαλές μέλλον της Ευρώπης αλλά και για σχέδια πολιτικών ή καλλιτεχνικών επαναστάσεων. Ιδιαίτερα οι καλλιτέχνες ήλπιζαν να «θεραπεύσουν» την ανθρωπότητα από την πολεμική «τρέλα» που επικρατούσε και να ενσταλάξουν μια νέα τάξη πραγμάτων, «μια νέα αίσθηση της ισορροπίας μεταξύ του ουρανού και της κόλασης».
Ολα αυτά διαμόρφωναν το έδαφος για μεγάλες αλλαγές στα πρότυπα της Φιλοσοφίας, της Τέχνης, της Λογοτεχνίας, της Ψυχανάλυσης, της Επιστήμης και, φυσικά, της πολιτικής.
Κανένας, όμως, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια κάπως ασυνήθιστη ανακοίνωση, που δημοσιεύτηκε στον Τύπο στις 2 Φεβρουαρίου 1916, θα πυροδοτούσε ουσιαστικά μια μεγάλη ανατρεπτική «έκρηξη» στον χώρο της Τέχνης.


«Το Cabaret Voltaire (σ.σ. καμπαρέ "Βολτέρος"). Κάτω από αυτό το όνομα έχει σχηματιστεί μια ομάδα νέων καλλιτεχνών και συγγραφέων, με αντικείμενό της να καταστεί ένα κέντρο για την καλλιτεχνική ψυχαγωγία. Κατ’ αρχήν, το καμπαρέ θα "τρέξει" από καλλιτέχνες, μόνιμους προσκεκλημένους, οι οποίοι, μετά την καθημερινή επανασύνδεσή τους, θα δώσουν μουσικές ή λογοτεχνικές παραστάσεις. Νέοι καλλιτέχνες της Ζυρίχης, όλων των τάσεων, καλούνται να ενωθούν μαζί μας με εισηγήσεις και προτάσεις».
Πηγή: Hugo Ball, «La fuite hors du temps», 1946











Cabaret Voltaire, τότε και σήμερα



Αυτή η ανακοίνωση είχε γραφτεί από τον Χούγκο Μπαλ, τον Γερμανό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα, που διαμαρτυρόμενος για τον πόλεμο έφυγε, το 1915, από το Βερολίνο μαζί με την ερμηνεύτρια σε καμπαρέ και ποιήτρια Εμι Χένινγκς και κατέφυγαν στη Ζυρίχη.
Τρεις μέρες μετά τη δημοσίευση προγραμματίστηκε να γίνουν τα εγκαίνια του καμπαρέ «Βολτέρος», που είχε βρει στέγη στο πίσω μέρος ενός δημοφιλούς μπαρ-ταβέρνας με το όνομα «Holländische Meierei», στη Spiegelgasse 1, στη συνοικία Niederdorf, την οποία οι κάτοικοι της Ζυρίχης αποκαλούν Dörfli (= το «μικρό χωριό»).
Ο χώρος είχε σχεδιαστεί ως «τόπος καλλιτεχνών» (Künstlerkneipe, που σημαίνει στα γερμανικά «μπαρ για καλλιτέχνες»), όμως είχε μεταφερθεί και η παράδοση του παρισινού καμπαρέ που είχε «γεννηθεί», το 1881, με το Chat Noir με το πνεύμα του καμπαρέ του Βερολίνου πριν από τον πόλεμο.
Ωστόσο, το όνομα του καμπαρέ εξυπηρετούσε έναν περισσότερο πολιτικό στόχο καθώς ο Βολτέρος υπήρξε μεγάλος φιλόσοφος του Διαφωτισμού και επιθετικός μεταρρυθμιστής του 18ο αιώνα ενώ στο σατιρικό μυθιστόρημά του «Candide» χλεύασε τη θρησκοληπτική και φιλοσοφική αισιοδοξία της εποχής του.
Ο Μπαλ θεωρείται ότι είχε οραματιστεί το καμπαρέ ως ένα σύγχρονο «Candide» ή τη σκηνή από την οποία θα εκφράζεται διαμαρτυρία για τον κλιμακούμενο «Μεγάλο Πόλεμο» και τη φαινομενικά ορθολογική κοινωνία που είχε δημιουργηθεί.
Για να πετύχει αυτό τον στόχο και να δημιουργήσει -σύμφωνα με τα λόγια του- μια «παιδική χαρά των τρελών συναισθημάτων», ο Μπαλ ήρθε σε επαφή με τον Ζαν Εφραίμ, έναν ηλικιωμένο Ολλανδό ναυτικό και ιδιοκτήτη του μπαρ-ταβέρνας, ο οποίος διέθεσε ένα πίσω δωμάτιο για το καμπαρέ.

Μάλιστα, εν όψει των εγκαινίων ο Ζαν Εφραίμ κινήθηκε δραστήρια, προσδοκώντας να προσελκύσει για λογαριασμό του Μπαλ όσο γίνεται περισσότερο κόσμο. Η επιτυχία ήταν απίστευτη.
Ο Χούγκο Μπαλ περιέγραψε το πρώτο βράδυ, αναφέροντας ότι «η αίθουσα ήταν υπερπλήρης. Πολλοί δεν μπορούσαν να βρουν ούτε θέση».
Αυτή τη νύχτα της 5ης Φεβρουαρίου 1916, που έχει καταγραφεί ως η ημερομηνία «γενεθλίων» του ντανταϊσμού, στο καμπαρέ «Βολτέρος» διαμορφώθηκε ένας πυρήνας μελλοντικών ντανταϊστών, από τους παρουσιαστές Γιανκό, Τζαρά και Αρπ.
Μια εβδομάδα αργότερα προστέθηκε στην ομάδα ο Γερμανός συγγραφέας, ποιητής και ψυχαναλυτής Ρίχαρντ Χίλζενμπεκ (Richard Huelsenbeck), ο οποίος ζήτησε να αυξηθεί η μουσική με ένα ρυθμό των νέγρων, προκειμένου να περιοριστεί ο γραπτός λόγος των κειμένων.




 Hugo Ball




 Jean Arp



Tristan Tzara


Σημαντική ήταν η συμβολή της πολυτάλαντης Ελβετίδας ζωγράφου, σχεδιάστριας και χορεύτριας Σοφί Τόιμπερ-Αρπ (Sophie Taeuber-Arp) που συνετέλεσε στη δημιουργία συναρπαστικής ατμόσφαιρας, με την ένταξη στο πρόγραμμα σύγχρονου χορού, με κυβιστικά κοστούμια και μάσκες, δημιουργίες του ζωγράφου και παρουσιαστή Μαρσέλ Γιανκό.
Ιδιαίτερα, όμως, έλαμψε το αστέρι της Εμι Χένινγκς, της μετέπειτα συζύγου του Μπαλ, η οποία ερμήνευε δικά της τραγούδια καθώς και άλλα γνωστά από το ρεπερτόριο των καμπαρέ.
Μάλιστα, η εφημερίδα Zürcher Post τη χαρακτήρισε ως «ένα αστέρι του καμπαρέ».
Από τότε κάθε βράδυ παρουσιάζονταν χορευτικά, τραγούδια, θεατρικά σκετς, εικαστικά δρώμενα, έπαιζε ορχήστρα με μπαλαλάικες κ.ά. ενώ διοργανώνονταν και θεματικές βραδιές, για παράδειγμα γαλλικές, όπου γινόταν ανάγνωση ποιημάτων, ή ρωσικές, στις οποίες διαβάζονταν κείμενα των Ιβάν Τουργκένιεφ και Αντον Τσέχοφ.

Μάλιστα, καθώς ήταν η εποχή των μανιφέστων, υπήρχαν βράδια που ακόμη και 20 άτομα διάβαζαν ταυτόχρονα διαφόρων ειδών δηλώσεις στο νεανικό κοινό που κατέκλυζε το καμπαρέ.
«Μια απροσδιόριστη αίσθηση της έκστασης έβαλε ο καθένας. Υπάρχει όμως μια επικείμενη απειλή, το Cabaret να βγει εκτός ελέγχου και να γίνει ένα φυτώριο τρελών συναισθημάτων», είχε γράψει ο Χούγκο Μπαλ.

Ενώ ο Ρίχαρντ Χίλζενμπεκ μερικά χρόνια αργότερα (1920) θα γράψει:

«Το Νταντά δημιουργήθηκε από τους ντανταϊστές χωρίς καν να το συνειδητοποιήσουν. Ηταν μια “άμωμος σύλληψη”. Το Νταντά προέκυψε στα χέρια των πρωτοπόρων στη Ζυρίχη, μετατράπηκε σε ένα ζωντανό ον, που τους ξεπέρασε όλους»

Ωστόσο, ο όρος Dada (Νταντά) εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, δύο μήνες μετά την έναρξη λειτουργίας του καμπαρέ.





Τι σημαίνει «dada»; 

Στα ελληνικά είναι μια παιδική λεξούλα.

Στα γαλλικά σημαίνει «χόμπι, μεράκι» ή «άλογο» αν και σε κάποια μυθιστορήματα του 18ου αιώνα είχε και την έννοια του επιβήτορα, στα γερμανικά έχει την έννοια του «αντίο, να σας δούμε κάποια στιγμή» και στα ρουμανικά «ναι, πράγματι έχετε δίκιο».

Ισως, τελικά, να μη σημαίνει και τίποτα.

Ο θρύλος θέλει, άλλωστε, το όνομα να υιοθετήθηκε όταν ένα μαχαίρι «κόλλησε» σε ένα λεξικό και ανοίγοντας τη σελίδα είδαν κάτω από τη λεπίδα το ουσιαστικό «dada».

Εκείνο το βράδυ, μια ηγετική μορφή του ντανταϊσμού, ο Ρουμάνος ποιητής Τζαρά διαβάζει δυνατά το δικό του πρώτο μανιφέστο, ο Χίλζενμπεκ απαγγέλλει ένα ποίημα, γίνονταν αναγνώσεις παράλογων λογοτεχνημάτων, παρουσιάζονταν έργα τέχνης στη σκηνή και γενικώς επικρατούσε χάος.

Ομως, κάθε χειρονομία και κάθε κίνηση ήταν υπολογισμένη για να σοκάρει το κοινό, με σκοπό την καταστροφή της παραδοσιακής αντίληψης της Τέχνης και αισθητικής.






  Man Ray  1920, DaDa Magazine




'Ολα υπό αμφισβήτηση

Εάν, πάντως, συνοψίζαμε τα βασικά χαρακτηριστικά του κινήματος «Νταντά» θα εντοπίζαμε τα εξής:

α) Αγανάκτηση για τον παραλογισμό του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

β) Αμφισβήτηση και απέχθεια για τον σύγχρονο πολιτισμό και απόρριψη της αστικής κουλτούρας.

γ)  Απάντηση περισσότερο με την πρόκληση, παρά με τις αισθητικές ιδέες.

Στις 15 Ιουνίου 1916 κυκλοφορεί σε 500 αντίτυπα το μοναδικό περιοδικό του καμπαρέ «Βολτέρος» γραμμένο στα γαλλικά και στα γερμανικά.
Στις 32 σελίδες του περιλάμβανε ένα ποίημα του Γκιγιόμ Απολινέρ (Guillaume Apollinair), κείμενα του Βασίλι Καντίνσκι (Wassily Kandinsky) κ.ά.
Στο εξώφυλλο υπήρχε ένα σχέδιο της Αρπ. Παράλληλα, ο Μπαλ και ο Τζαρά αξιοποίησαν την ευκαιρία για να ανακοινώσουν τη μελλοντική έκδοση ενός περιοδικού με τον τίτλο «Dada».
Ετσι, το «Dada» εμφανίστηκε για πρώτη φορά τυπωμένο.
Στις 23 Ιουνίου έγινε μια «κλειστή» κορυφαία εκδήλωση για το Νταντά, στην οποία απαγγέλθηκε το έργο του Χούγκο Μπαλ «Ποίηση της ανοησίας».
Ηταν η πρώτη φορά που ακούστηκε η λεγόμενη «ηχητική ποίηση» (Sound poetry), ένας «στίχος χωρίς λόγια», δηλαδή μια καλλιτεχνική μορφή γεφύρωσης λογοτεχνικής και μουσικής σύνθεσης, στην οποία οι φωνητικές πτυχές της ανθρώπινης ομιλίας βρίσκονται στο προσκήνιο αντί των πιο συμβατικών συντακτικών και εννοιολογικών αξιών.




 Το πρώτο περιοδικό


Στα τέλη Ιουνίου το καμπαρέ έκλεισε, αλλά ο ντανταϊσμός μόλις άρχιζε.

Οι ντανταϊστές νοίκιασαν ένα δωμάτιο, που διαμόρφωσαν σε τόπο συνάντησης και του έδωσαν το όνομα «Σπίτι της σκάλας» (σ.σ. ελεύθερη μετάφραση του «Haus Zur Waag») και στις 14 Ιουλίου διοργανώθηκε ένα «απογευματινό Dada» (Dada Soirée), στο οποίο έγινε η επίσημη έναρξη της κίνησης με την ανάγνωση από τον Μπαλ του Μανιφέστου του Νταντά.

Ωστόσο, μέχρι το 1917 ο ενθουσιασμός, που προκαλούσε το καμπαρέ «Βολτέρος» είχε αρχίσει να μειώνεται. 'Ετσι οι καλλιτέχνες επεκτάθηκαν σε άλλες περιοχές της Ζυρίχης, όπως η Γκαλερί Νταντά, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Τζαρά και παρουσιάζονταν τα «καλύτερα» (best of) του προγράμματος του καμπαρέ «Βολτέρος» και αργότερα στο Παρίσι και στο Βερολίνο.

Το τελευταίο «απογευματινό Νταντά» στη Ζυρίχη έγινε στις 9 Απριλίου 1919 σε ένα κατάμεστο θέατρο, με την παρουσία περισσότερων από 1.500 θεατών.

Ως κίνημα, ο ντανταϊσμός έπαψε να υπάρχει από το 1924 και οι εκπρόσωποί του βρήκαν στέγη στον σουρεαλισμό.






κείμενο: Σταύρος Μαλαγκονιάρης, "Εφημερίδα των Συντακτών", 2017, (απόσπασμα-αναδημοσίευση)
επιμέλεια: J. Eco




διαβάστε  επίσης στο aspromavro-net

H Φωτογραφία στο Bauhaus
"Τα καλλιτεχνικά κινήματα στην Φωτογραφία"
 "Αρχές του Μπαουχάουζ"
 "Moholy Nagy, Zωγραφική, Φωτογραφία, Φίλμ"