άρθρο του 'Αλκη Ξανθάκη Ιστορικού Φωτογραφίας
από το περιοδικό “εν Βολω” 2002, (αναδημοσίευση - απόσπασμα)
Η αρχή της φωτογραφίας ανακαλύφθηκε στην Ελλάδα -στην Αρχαία Ελλάδα. Και δεν αναφέρομαι στην ονομασία της που προέρχεται από ελληνική λέξη και χρησιμοποιήθηκε από τον Άγγλο Ser John Herschel το Φεβρουάριο του 1839. Αναφέρομαι σε αυτό το ίδιο το φαινόμενο της δημιουργίας του ειδώλου, δηλαδή στην αρχή του σκοτεινού θαλάμου (camera obscura), που πρώτος περιέγραψε στο 15ο Κεφάλαιο του βιβλίου του «Προβλήματα», ο Αριστοτέλης. Αργότερα, στα χρόνια της Αναγέννησης, οι αλχημιστές θα θέσουν τις βάσεις για το χημικό μέρος της, δηλαδή το φιλμ στο οποίο καταγράφεται το είδωλο.
Το 1839 οι Γάλλοι Niepce και Louis Daguerre και ο Άγγλος William Fox Talbot θα είναι οι πρώτοι που θα βελτιώσουν το χημικό μέρος και θα το συνδυάσουν με τις γνώσεις των φυσικών φαινομένων που είχαν παρατηρήσει οι παλιότεροι. Από την ταύτιση αυτή θα γεννηθεί η φωτογραφία.
Επίσημη ημερομηνία της εφεύρεσης της θεωρείται η 19η Αυγούστου 1839, όταν η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών αναγνώρισε τη μέθοδο του Louis Daguerre.
Πορτρέτο του ζωγράφου Φίλιππου Μαργαρίτη, του πρώτου επαγγελματία Έλληνα φωτογράφου. (Συλλογή A. Ξανθάκη)
Η νέα εφεύρεση εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα στην Ευρώπη και την Αμερική, Η Ελλάδα ήταν μια από τις πρώτες χώρες όπου εφαρμόστηκε η φωτογραφία, δυο μόλις μήνες μετά την επίσημη αναγνώριση της.
Ένας Καναδός ταξιδιώτης, ελβετικής καταγωγής, ο κτηματίας Pierre Gaspard Gustave Joly de Lotbiniere θα τραβήξει, το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1839, δέκα δαγγεροτυπίες, στην Αθήνα και μια στη Σύρο. Αυτές είναι και οι πρώτες φωτογραφικές εικόνες που γίνονται εδώ. Τρεις μόνο διασώθηκαν σε μορφή χαρακτικών ανατύπων, ενώ όλες οι πρωτότυπες χάθηκαν.
Η Ελλάδα αποτέλεσε από τότε έναν ενδιάμεσο σταθμό για τους φωτογράφους που συνεχίζουν το ταξίδι τους προς την Εγγύς Ανατολή, κάνοντας το «Μεγάλο Ταξίδι στην Ανατολή». Οι αρχαιότητες μας αποτελούσαν Βέβαια το μόνο αξιόλογο θέμα κατά τον 19ο αιώνα. Αυτές ήταν άλλωστε και ο μόνος λόγος που είχαν για να επισκεφτούν τη χώρα μας. Ανάμεσα σε αυτούς που ήρθαν την περίοδο 1842-1848 ήταν και πολλοί πρωτοπόροι φωτογράφοι, όπως ο Άγγλος George Bridges και οι Γαλλοι Joseph Philibert Giroult de Prangey και Eugene Piot
Το 1847 έρχεται από την Ιταλία και ο λιγότερο γνωστός Γάλλος φωτογράφος Philibert Perraud. Τον Perraud θα συναντήσει ο ζωγράφος Φίλιππος Μαργαρίτης, καθηγητής τότε στο Σχολείο των Τεχνών -τον πρόδρομο του σημερινού Πολυτεχνείου- και θα διδαχθεί απo αυτόν την δαγγεροτυπία. Τον επόμενο χρόνο το Σχολείο των Τεχνών θα αποκτήσει τη δική του δαγγεροτυπική μηχανή και ο Μαργαρίτης θα τη χρησιμοποιήσει συστηματικά. Οι δαγγεροτυπίες αυτές θεωρούνται οι πρώτες φωτογραφίες που γίνονται από Έλληνα. Αμέσως μετά, γοητευμένος από τη νέα εφεύρεση θα ανοίξει το πρώτο επαγγελματικό φωτογραφείο της Αθήνας, στο προαύλιο του σπιτιού του, στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Το έργο του έχει ιδιαίτερη αισθητική σημασία, γεγονός που αποδεικνύεται από τη βράβευση του με αργυρό μετάλλιο στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού, το 1855.
Η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Δαγγεροτυπία του Φ. Μαργαρίτη, γύρω στα 1847-48. Ο φουστανελλοφόρος έχει τοποθετηθεί στο πρώτο πλάνο σαν στοιχείο σύγκρισης του μεγέθους της εκκλησίας. Στο δεξιό άκρο διακρίνεται η άμαξα,την οποία προφανώς χρησιμοποιούσε ο φωτογράφος για τη μεταφορά των φωτογραφικών εξαρτημάτων του….
Από το φωτογραφείο του θα περάσουν, εκτός από τους Βασιλείς και την Αυλή τους, πολιτικοί, καλλιτέχνες και όλη η «καλή» κοινωνία της Αθήνας. Μετά το 1870 ο Μαργαρίτης θα συνεργαστεί με τον παλιό του μαθητή Ιωάννη Κωνσταντίνου. Το φωτογραφείο τους θα διατηρηθεί μέχρι τα τέλη του αιώνα από τον Γιάννη Λαμπάκη, που θα γίνει συνέταιρος, μετά το 1885.
Μετά το 1858 εμφανίζονται δυο ακόμα φωτογράφοι στην Αθήνα. Ο Δημήτριος Κωνσταντίνου (απλή συνωνυμία με τον Ιωάννη Κωνσταντίνου) και ο τηνιακός ζωγράφος Πέτρος Μωραΐτης. Ο τελευταίος θα παίξει έναν καθοριστικό ρόλο στην ελληνική φωτογραφία, θα εργαστεί για περισσότερα από 30 χρόνια, θα αφήσει ένα μεγάλο έργο σε ποσότητα και πολύ καλό σε ποιότητα και θα επηρεάσει τους νεότερους φωτογράφους που θα εργαστούν κοντά του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δουλειά των φωτογράφων της Σύρου και της Κέρκυρας. Στο πρώτο νησί, σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κόμβο της Ανατολικής Μεσογείου, η φωτογραφία ανθεί από πολύ νωρίς. Ο Γεώργιος Δαμιανός, ο Σπύρος Βενιός, ο Γιάννης Χρυσαφού και ο Α. Βλαχάκης είναι ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες επαγγελματίες φωτογράφους, που εργάστηκαν εκεί. Από την άλλη πλευρά, η στενή επικοινωνία της Κέρκυρας με την Ιταλία είχε ως αποτέλεσμα την γρήγορη εξέλιξη της φωτογραφίας. Αν εξαιρέσουμε τον Χαράλαμπο Βιτουλαδίτη που υπήρξε ο πρώτος Έλληνας φωτογράφος στα Ιόνια νησιά από το 1848, οι πιο πολλοί φωτογράφοι εκεί ήταν Ιταλοί. Ο Αύγουστος Κόλλας, ο Βαρθολομαίος Μπόρρη και οι αδελφοί Μarinelli είναι οι πιο γνωστοί από αυτούς.
Οι πρώτοι Φωτογράφοι της Θεσσαλίας
Φαίνεται ότι ο πρώτος φωτογράφος που επισκέφθηκε τη Μαγνησία, αλλά και ολόκληρη τη Θεσσαλία -και μάλιστα σε πολύ πρώιμη περίοδο για τη φωτογραφία στην Ελλάδα- ήταν ο Γάλλος Alfred Nicolas Normand (1822-1909).
Σπούδασε διακοσμητικές τέχνες και
αρχιτεκτονική στο Παρίσι και το 1846 κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης
, μια υποτροφία που του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του στη
Γαλλική Ακαδημία της Ρώμης, που στεγαζόταν στη Βίλα των Μεδίκων.
Τον Απρίλιο του 1851 ο Νοrmand γνώρισε στη Ρώμη τον Maxime Ducamp, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το «Μεγάλο Ταξίδι στην Ανατολή», που είχε κάνει συνοδευόμενος από το γνωστό συγγραφέα Gustave Flaubert.
Piere Gusparf joly de Lotbiniere, Οι στήλες του Ολυμπείου Διος την Ακρόπολη στο βάθος (ανατυπο δαγνεροτυπίας). Οκτώβριος 1839. Πάνω οτο ναό διακρίνεται το οικιμα του ασκητή, που ζούσε εκεί, και αριστερά η τρίτη από τις ανεξάρτητες κολώνες, που έπεσε σε μια θύελα το 1851. (Συλλογή Α.Ξανθακη)
Ο Νοrmand ενδιαφέρθηκε άμεσα για τη φωτογραφία και προθυμοποιήθηκε να Βοηθήσει τον Ducamp να τυπώσει 72 από τις καλοτυπίες που είχε τραβήξει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του.
Αυτός με τη σειρά του ανέλαβε να του διδάξει την τεχνική της ευαισθητοποίησης, της λήψης και της εκτύπωσης των καλοτυπιών. Ο Νοrmand άρχισε τότε να φωτογραφίζει με επιτυχία αρχαιότητες και κτήρια στη Ρώμη και την Πομπηία, που τότε φωτογραφήθηκε για πρώτη φορά.
Το φθινόπωρο του 1851 ο Α. Ν. Νοrmand μαζί με το γάλλο συγγραφέα Alferd Mezieres, αποφάσισαν να κάνουν το «Μεγάλο Ταξίδι στην Ανατολή», μιμούμενοι αντίστοιχα «δίδυμα» φωτογράφων και συγγραφέων. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου μπάρκαραν από τη Νάπολη, πέρασαν από το Παλέρμο και, σύμφωνα με μια πληροφορία, επισκέφθηκαν -για άγνωστο λόγο- πρώτα την περιοχή της Μαγνησίας. Από εκεί ήρθαν στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου του 1851. Εδώ έμειναν μέχρι τις 25 Οκτωβρίου φωτογραφίζοντας τις αρχαιότητες της. Κατόπιν και για ένα περίπου μήνα (25,10-23.11 1851) πήγαν ξανά στο Πήλιο, την’Οσσα και τη θεσσαλονίκη και επέστρεψαν ξανά στην Αθήνα. Από εδώ ο Normand συνέχισε αμέσως το ταξίδι του για την Τουρκία.
Φωτογράφησε κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου αναχώρησε στις 17 Ιανουαρίου του 1852. Επιστρέφοντας πέρασε από τη Σύρο, όπου τράβηξε μια γενική άποψη της πόλης. Ήρθε ξανά για λίγο στην Αθήνα, όπου φωτογράφησε και πάλι και τέλος αναχώρησε για την Ανκόνα στις 25 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου. Ένα λεύκωμα με φωτογραφίες του περιλαμβάνει 24 καλοτυπίες, οι περισσότερες από τις οποίες τραβήχτηκαν στην Ακρόπολη.
Εργαζόταν με μια μεγάλη ξύλινη μηχανή διαστάσεων 18X24 εκ. και τύπωνε καλοτυπίες 16X21 εκ. Από το ταξίδι του αυτό τράβηξε συνολικά 130 αρνητικά καλοτυπίας. Δεν είναι γνωστό αν διασώζονται φωτογραφίες του από την επίσκεψη του στη Μαγνησία το 1851.
Tα Προπύλαια του Παρθενώνα (ανάτυπο δαγγεροτυπίας), η Πρώτη Φωτογραφία που έγινε στην Ελλάδα.Τραβήχτηκε μέσα στο τελευταίο δεκαήμερο του Οκτώβρη 1839, από τον καναδό ελβετικής καταγωγής, Pierre Gustave Joly de lotdbiniere (Α.Ξανθάκης)
Αλλωστε οι φωτογραφίες του που δημοσιεύονται και προβάλλονται σήμερα είναι συνήθως οι αρχαιότητες της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης και λιγότερο των άλλων περιοχών που επισκέφθηκε.
Ο πρώτος φωτογράφος που εργάστηκε επαγγελματικά στη Θεσσαλία, ήταν ο τουρκικής καταγωγής George Fehtsi. Το πρώτο του φωτογραφείο το άνοιξε γύρω στα 1865, στο Βόλο, στην οδό Δημητριάδος. Ο Fehtsi δεν περιορίστηκε μόνο στο Βόλο, αλλά επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις όπως τα Τρίκαλα και τη Λάρισα. Συνεργάστηκε στην αρχή με κάποιον άγνωστο συνέταιρο, πιθανόν τον αδελφό του, ο οποίος λειτουργούσε ένα από τα άλλα φωτογραφεία του.
Το 1866 αθηναϊκή εφημερίδα γράφει σχετικά: ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΑ ΦΕΧΤΖΗ ΚΑΙ Σας Εν Βόλω, Λαρίσση και Τρικάλλοις
«Υπό τον ανωτέρω τίτλον εσυστηθησαν τελευταίως εις τας μεγαλειτερας πόλεις της Θεσσαλίας φωτογραφεία υπό την πεπειραμένην διεύθυνσιν του ειδικώς την επιστήμην εν Ευρώπη σπουδασαντος κ. Γ.Φεχτζή, πεπλουτισμένα δια των νεωτέρων φωτογραφικών εφευρέσεων και απαράμιλλου περί την φιλοκαλλίαν υλικού, εργαζόμενα μετ’ εγγυημένης επιτυχίας περί την χρωματογραφίαν, την κατασκευήν φωτογραφικών πλακών , φωτογραφικός απόψεις πόλεων κ.λ.π. φωτογραφικά επισκεπτήρια, και εν γένει παν ότι αι τελευταίοι εφευρέσεις εξησφαλισαν εις την επιστήμην».
Οι αδελφοί Φεχτσή καλλιέργησαν την καλλιτεχνική φωτογραφία πορτρέτων των Βολιωτών με αρκετή επιτυχία. Εργάστηκαν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και το έργο τους, μεγάλο ποσοτικά, διαθέτει ενδιαφέροντα αισθητικά στοιχεία.
Ο πρώτος φωτογράφος που έκανε συστηματική φωτογράφηση των τοπίων της Θεσσαλίας είναι ο Δημήτριος Μιχαϊλίδης. Αρχικά είχε φωτογραφείο στο Βalouk Bazar στην Κωνσταντινούπολη, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Ύστερα από προσεκτική μελέτη τριών αντιτύπων του λευκώματος του, ο γράφων αναθεώρησε την χρονολογία, που αναφέρει στο βιβλίο του «Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας 1839-1960» και που ήταν γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Μιχαϊλίδης πρέπει να επισκέφθηκε και να φωτογράφησε τα τοπία της Θεσσαλίας το αργότερο στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Είναι άγνωστο αν καταγόταν από την περιοχή ή αν φωτογράφησε κατόπιν παραγγελίας κάποιου. Το λεύκωμα περιέχει 28 φωτογραφίες (αλμπουμίνες) μεγάλων διαστάσεων, είναι δερματόδετο και στο εξώφυλλο με χρυσοτυπία γράφει “Souvenir de Thessalie”.
Η σύνθεση των φωτογραφιών του αλλά και η τεχνική τους είναι πολύ καλή ιδιαίτερα για μια τόσο πρώιμη φωτογραφική δουλειά. Για το λόγο αυτό αλλά και για την ιστορική του σημασία, θα πρότεινα τη διερεύνηση μιας πιθανής επανέκδοσης του θαυμάσιου αυτού λευκώματος.