κείμενο: 'Aλκης Ξανθάκης, ESFIAP, Ιστορικός Φωτογραφίας
Λίγο μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το Γενικό Επιτελείο Στρατού με ανακοινώσεις του ζητούσε για εθελοντική κατάταξη φωτογράφους και κινηματογραφιστές για το μέτωπο.
Μέσα στο γενικό κλίμα ενθουσιασμού που επικρατούσε τότε, πολλοί ήταν αυτοί που ανταποκρίθηκαν άμεσα. Ανάμεσά τους και ο Σμυρνιός ζωγράφος Γιώργος Προκοπίου, που είχε έρθει πρόσφυγας μετά το 1922. Ενώ ορισμένοι πολιτικοί και μεγαλοαστοί «θυμήθηκαν» ότι έπρεπε να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό για σπουδές, για να αποφύγουν τη στράτευση, ο Προκοπίου, σε προχωρημένη πια ηλικία και πάσχοντας από άσθμα και βρογχίτιδα, επιδιώκει με κάθε τρόπο να πάει. Μετά την αρχική απόρριψη της αίτησής του δεν το βάζει κάτω. Χρησιμοποιεί διάφορα μέσα και φτάνει μέχρι τον Μεταξά για να του δοθεί η άδεια. Και τελικά το πετυχαίνει. Στο μέτωπο ο Προκοπίου τράβηξε έναν ικανό αριθμό φωτογραφιών, που θα αποτελούσαν τη βάση για αντίστοιχους ζωγραφικούς πίνακές του. Θα πεθάνει τελικά στα παγωμένα βουνά της Βόρειας Ηπείρου, στις 20 Δεκεμβρίου 1940, ενώ ζωγράφιζε εκ του φυσικού το χιονισμένο Αργυρόκαστρο.
Αίτηση για να πάει στο μέτωπο έκανε και η Βούλα Παπαϊωάννου, αλλά απορρίφθηκε. Hταν ακόμα πολύ νωρίς για τις γυναίκες. Mόνη εξαίρεση αποτελεί η Mαρία Xρουσάκη, που βρέθηκε όμως στο Aλβανικό Mέτωπο ως εθελόντρια του Eρυθρού Σταυρού στα κινητά χειρουργεία του Yγειονομικού, ταυτίζοντας έτσι την ιδιότητα της αδελφής νοσοκόμου με εκείνη της φωτογράφου.
Από τους πρώτους που προσήλθαν ήταν ο Λάζαρος Ακερμανίδης. Είχε έρθει πρόσφυγας το 1932 και εργαζόταν σαν φωτορεπόρτερ. Στον Εύξεινο Πόντο όπου ζούσε ήταν χειμερινός κολυμβητής και συνηθισμένος στις κακουχίες. Λίγο πριν καταταγεί και ενώ βρισκόταν στην Κατερίνη, πήγε στο εργαστήρι του αδελφού του, που ήταν γουναράς, και του ζήτησε να του φτιάξει ένα καπέλο που να σκεπάζει τα αυτιά του «γιατί μόνον αυτά κρύωναν».
Ο Ακερμανίδης παρέμεινε στο μέτωπο σε όλη τη διάρκεια του βαρύτατου χειμώνα του 1940-1941, σε αντίθεση με όλους σχεδόν τους υπόλοιπους φωτογράφους και κινηματογραφιστές που πήγαιναν περιοδικά και για σύντομα διαστήματα. Τράβηξε περισσότερες από 2.500 φωτογραφίες, οι οποίες χάθηκαν μετά τον θάνατό του το 1947. Εντοπίστηκαν το 1993 από τον γράφοντα στην Κατερίνη και 200 από αυτές παρουσιάστηκαν σε έκθεση στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Το έργο του μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό γιατί δεν αρκέστηκε μόνο στη λήψη στημένων φωτογραφιών αλλά φωτογράφησε και κάτω από πραγματικές συνθήκες. Εκείνο επίσης που διαφοροποιεί τη δουλειά του από πολλούς άλλους είναι η καταγραφή της σκληρής καθημερινής ζωής του Eλληνα φαντάρου στο μέτωπο.
Σε ορισμένους από τους κινηματογραφιστές και τους φωτογράφους με την κατάταξή τους έπαιρναν τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού και υπάγονταν στη ΓΥΣ (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού). Oλες οι φωτογραφίες και οι ταινίες τους έπρεπε πρώτα να περάσουν από αυστηρότατη λογοκρισία. Αυτός είναι ο λόγος που πολλές φωτογραφίες που έδειχναν τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν στο μέτωπο δεν επιτράπηκε να δημοσιευτούν. Το καθεστώς κάτω από το οποίο λειτουργούσαν ήταν περίπου όμοιο με αυτό του γερμανικού στρατού: οι φωτογράφοι έδιναν τις φωτογραφίες τους για λογοκρισία, ορισμένες από τις οποίες κρατούσε ο στρατός, ενώ είχαν και αυτοί το δικαίωμα να τις διοχετεύσουν στις εφημερίδες και τα περιοδικά με τα οποία συνεργάζονταν.
Υπαγόμενοι στη Γεωγραφική Yπηρεσία Στρατού οι φωτορεπόρτερ, κυκλοφορούσαν στο μέτωπο με στολή εκστρατείας. Σε φωτογραφική έξοδο τους συνόδευε πάντα μόνιμος αξιωματικός, συχνά υψηλόβαθμος.
Aλλοι φωτογράφοι που βρέθηκαν στο μέτωπο ήταν ο Βασίλης Τσακιράκης, «ο φωτογράφος της Αλβανίας», όπως τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του, ο Τάκης Φλώρος, ο Ιωάννης Νισυρίου, ο Κυριάκος Κουρμπέτης, ο Δημήτρης Φωτεινόπουλος, ο Τάκης Τριανταφύλλου, ο οποίος τράβηξε 2.000 αρνητικά που πιθανό να βρίσκονται μαζί με το αρχείο του Κυριάκου Κουρμπέτη, ο Τασος Μελετόπουλος, ο Σπύρος Τράνακας και άλλοι. Για σύντομο χρονικό διάστημα, προφανώς λόγω της ηλικίας του, βρέθηκε εκεί και ο Δημήτρης Γιάγκογλου. Ορισμένα αρνητικά του που προφανώς δεν πέρασαν από τη λογοκρισία δείχνουν νεκρούς στρατιώτες, το πιθανότερο Ιταλούς.
Και οι τρεις αδελφοί Μεγαλοκονόμου (Κων/νος, Μανώλης και Χαράλαμπος) πήγαν σαν φωτογράφοι και κινηματογραφιστές για τα «Επίκαιρα» τα λεγόμενα «Ζουρνάλ».
Ανάμεσα στους κινηματογραφιστές ήταν ακόμα ο Δημητροκάλης, ο Ράφας, ο Μαλαβίτης, ο Γ. Παπαδούκας, ο Πρόδρομος Μεραβίδης και ο Σπύρος Κοκόλης.
Ο τελευταίος μού διηγήθηκε ένα περιστατικό που δείχνει τη γρήγορη αντίληψη του Eλληνα στις δύσκολες περιστάσεις. Μαζί με τον Πρόδρομο Μεραβίδη αποτελούσαν μια κινηματογραφική ομάδα που ακολουθούσε τη γρήγορη προέλαση του στρατού μας προς τα στενά της Κλεισούρας. Oταν έφτασαν εκεί διαπίστωσαν πως οι Ιταλοί τα είχαν εγκαταλείψει. Ταυτόχρονα είχαν προηγηθεί από την ελληνική εμπροσθοφυλακή. Επειδή βιάζονταν να στείλουν την ταινία, γύρισαν ορισμένες σκηνές με τον Κοκόλη στο πρώτο πλάνο να κάνει έφοδο με φόντο τα στενά.
Η περίοδος του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν έχει μέχρι σήμερα αναλυθεί σε βάθος σε σχέση με τη φωτογραφική και κινηματογραφική ιστορία.
πηγή: εφμ. "Καθημερινή", (αναδημοσίευση)