απόσπασμα από το βιβλίο του Δημοσθένη Κούρτοβικ "Τετέλεσται"
Ο θάνατος έχει σημασία μόνο για όσους η σκιά του δεν έχει αγγίξει ακόμη. Ανάλογα με τον τρόπο που ζουν και την ιδέα που έχουν για τη ζωή, αποκτά γι' αυτούς διαφορετικό νόημα. Γίνεται συμφορά, λύτρωση, αποκαλυπτικό κρεσέντο της ύπαρξης, αρχή μεγάλου ταξιδιού, θεία δίκη, αδικία, απλό φυσικό φαινόμενο, έξοδος του ηθοποιού από τη σκηνή, ανάπαυση μετά την ολοκλήρωση ενός μακρόχρονου κι επίμοχθου έργου. Γι' αυτό, ο θάνατος μιλάει πάντα για τη ζωή.
Ανάμεσα στον Ζαπάτα και τον Τσε Γκεβάρα άλλαξε το νόημα του θανάτου, δηλαδή το νόημα της ζωής. Αυτό μας λένε οι φωτογραφίες των δυο νεκρών Λατινοαμερικανών επαναστατών, που δολοφονήθηκαν το 1919 και το 1967 αντίστοιχα.
Ο νεκρός Εμιλιάνο Ζαπάτα παραδίνεται στη μνήμη της ανθρωπότητας αναπαυμένος στην αγκαλιά των συντρόφων του, με κλειστά μάτια, ήρεμο πρόσωπο, σταυρωμένα χέρια ένας αγωνιστής που έχει πράξει στο ακέραιο το καθήκον του και φεύγει γαλήνια, τριγυρισμένος από άξιους συνεχιστές του έργου του. Το στήθος του είναι αιματοβαμμένο απ' άκρη σ' άκρη όχι λεκέδες, πιτσιλιές, όχι τσιγκουνιές στο αίμα, αλλά μια γενναιόδωρη, ολοκληρωτική θυσία, ένα ασυγκράτητο ανάβλυσμα, που αρδεύει ήδη τα όνειρα των αυριανών επαναστατών. Πίσω από τον θρήνο για τον θάνατο του ήρωα ακούγεται, σαν υπόκρουση που δυναμώνει ολοένα, το αισιόδοξο τραγούδι του μέλλοντος.
Έτσι μάθαμε ότι πεθαίνουν οι μεγάλοι. Ο θάνατος τους είναι σύμβολο της ζωής τους και της προσωπικότητάς τους, υποθήκη τους για τις μελλοντικές γενιές. Πριν έρθει η φωτογραφία, για να κωδικοποιεί σε μια εικόνα αυτό το ύστατο και πιο βαρυσήμαντο μήνυμά τους, υπήρχαν τα τελευταία λόγια τους. Πόσοι μεγάλοι πέθαναν χωρίς να πουν ξεψυχώντας κάτι μνημειώδες; «Φως, περισσότερο φως!» διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε ότι ανέκραξε ο θεϊκός Γκαίτε πριν παραδώσει το πνεύμα.
Ο Μπάυρον, ψημένος στον πυρετό της ελονοσίας, κατάφερε να συνέλθει μια στιγμή από το παραμιλητό του για να προφέρει τη ρομαντικά υψηλόφρονα κι ευμελή φράση «Έδωσα στην Ελλάδα την καρδιά μου και την περιουσία μου, τώρα της δίνω και τη ζωή μου». Ο ναύαρχος Νέλσον, λίγο πριν υποκύψει στο τραύμα του, είπε αυτό που θ' άξιζε να γίνει επιτύμβιο κάθε σεμνού υπερασπιστη της πατρίδας και της πίστης: «Έκανα το καθήκον μου κι ευχαριστώ γι' αυτό τον Θεό».
Ο Ντιντερό, στο νεκροκρέβατό του, δεν παρέλειψε να τονίσει ότι το πρώτο βήμα προς τη φιλοσοφία είναι η δυσπιστία. Ο Χάινε έμεινε βλάσφημα πνευματώδης ώς το τέλος! «Ο Θεός θα με συγχωρήσει αυτή είναι η δουλειά του». «Νενίκηκάς με, Ναζωραίε!» παραδέχτηκε, αντίθετα, πεθαίνοντας ο αποστάτης Ιουλιανός, προσφέροντας έτσι ένα αιώνιο επιχείρημα στον θριαμβευτή αντίπαλο του, τον χριστιανισμό. Γιατί ακόμη και οι αρνητικοί ήρωες της Ιστορίας, αν δεν ήταν εντελώς σκάρτοι, ανένηφαν μια στιγμή πριν από το τέλος τους κι έθεταν για μία και μοναδική φορά την ευγλωττία τους στην υπηρεσία των δυνάμεων του Καλού.
Από τότε που εφευρέθηκε η φωτογραφία, οι μεγάλοι σταμάτησαν να ψάχνουν στο ψυχορράγημά τους για σπουδαίες ρήσεις. Δεν χρειαζόταν πια. Η φωτογραφία είχε αναλάβει να μιλάει για λογαριασμό τους και να τα λέει εξίσου καλά, αν όχι καλύτερα. Έτσι μπορούσαν να πεθάνουν πιο ήσυχα.
Αλλά την εποχή που σκοτώθηκε ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ακόμα και ο θάνατος των πρωταγωνιστών της Ιστορίας είχε χάσει την ηθοπλαστική επιβλητικότητα του.
Επίλογος μιας ζωής χωρίς περίγραμμα, υπερβολικά ρευστής και θολής για να μπορεί ν' αποκρυσταλλωθεί σ'ένα απόφθεγμα, σε μια χειρονομία, ήταν απλώς μια ακόμη πληροφορία ανάμεσα στις άλλες, πρώτη ύλη για μια βιογραφία που μπορούσε κανείς να συντάξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά πάντα αντιγράφοντας το ύφος περασμένων εποχών και παραποιώντας έτσι τη δική του, που ακριβώς δεν έχει ύφος. Ο θάνατος είναι σήμερα ένα στοπ καρέ σε μια ταινία που θα μπορούσε να παγώσει και σε οποιοδήποτε άλλο πλάνο, χωρίς τέτοιες διακοπές της ροής της να σημαίνουν κάτι για το περιεχόμενο της....
Έτσι, ακόμη και μπροστά στον νεκρό Τσε Γκεβάρα ίσως τη μόνη ιστορική μορφή του εικοστού αιώνα που θ' άξιζε τον χαρακτηρισμό «ευγενική» ο φακός του φωτογράφου είναι αμήχανος, και γι' αυτό γυμνά ειλικρινής. Ο πεθαμένος Τσε φαίνεται ζωντανός πρέπει να ξέρει κανείς ότι αντικρίζει τη φωτογραφία ενός πτώματος, για να προσέξει τη μικρή τρύπα από τη σφαίρα στην καρδιά και τις κακώσεις στο γυμνό πανωκόρμι. Αλλ' αυτή η αίσθηση της ζωντάνιας δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο ν' αποκτήσει συμβολική διάσταση.
Ο Τσε δεν μοιάζει έτοιμος να σηκωθεί από το ράντσο για να συνεχίσει με τους guerrilleros του την πορεία μέσα στη ζούγκλα. Πιο πολύ θυμίζει σύγχρονο παραθεριστή που έχει μισοξυπνήσει από τη μεσημεριανή νάρκη του γιατί η κουλτούρα του εικοστού αιώνα έχει γεμίσει και με τέτοια στιγμιότυπα τα οικογενειακά άλμπουμ. Αν τολμούσαμε να φανούμε ακόμη πιο ανευλαβείς, θα λέγαμε ότι θυμίζει μαστουρωμένο. Η τελευταία φωτογραφία του Τσε δεν μας κάνει να σκεφτούμε ένα πεθαμένο που επιμένει να δείχνει ζωντανός, αλλά ένα ζωντανό που δείχνει μισοπεθαμένος από τη χαύνωση. Ο νεκρός Ερνέστο Τσε Γκεβάρα δεν αποτυπώνεται στη μνήμη του φιλμ σαν ένας ήρωας που η αιώνια ανάπαυσή του περιφρουρείται από τα λαμπερά βλέμματα των συντρόφων του, όπως ο νεκρός Εμιλιάνο Ζαπάτα, αλλά σαν ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος του καιρού μας, που ο θάνατός του είναι το ίδιο ανέκφραστος όσο η ζωή του.
Και μήπως αυτή η βασανιστικά απομυθοποιητική αντικειμενικότητα, με την οποία η εποχή μας είναι αναγκασμένη να κοιτάζει τον εαυτό της, περιορίζεται στο παρόν; Μήπως δεν δυσπιστούμε όλο και περισσότερο για την επιθανάτια υψηγορία των μεγάλων ανδρών περασμένων αιώνων; Ο καμαριέρης του Γκαίτε, Φρήντριχ Κράουζε, που παραστάθηκε στον ημίθεο τις τελευταίες ώρες του, δεν ανέφερε τίποτα για φως δήλωσε ότι ο ποιητής ζήτησε το δοχείο νυκτός, την πάπια του, και την κράτησε σφιχτά πάνω του ώσπου ξεψύχησε. Ο Γκαίτε είχε ειρωνευτεί κάποτε τη ρήση ότι για τον καμαριέρη δεν υπάρχουν ήρωες, λέγοντας ότι ο ήρωας αναγνωρίζεται μόνον από τον ήρωα, ενώ ο καμαριέρης μάλλον εκτιμά μόνο τους ομοίους του. Μήπως, όμως, την αλήθεια τη λένε τελικά οι καμαριέρηδες, οι υπηρέτες, και όχι οι ιστορικοί, οι βιογράφοι, οι χρονικογράφοι;
Απ' όλες τις τελευταίες φράσεις που υποτίθεται ότι ξεστόμισαν οι διασημότητες της Ιστορίας, μόνο μία φαίνεται σήμερα πιστευτή και ταιριαστή στο πνεύμα και στην αγωνία της εποχής μας.
Είναι αυτή που ακούστηκε πάνω στον σταυρό του Γολγοθά, από τον ιδρυτή σημειωτέον μιας παγκόσμιας θρησκείας, και αποτελείται από μία μόνο λέξη : Τετέλεσται.