απόσπασμα από το βιβλίο του Δημοσθένη Κούρτοβικ "Τετέλεσται", (αναδημοσίευση)
Ο φωτογράφος Γιεβγκένι Χαλντέι, που υπηρετούσε στον Κόκκινο Στρατό με τον βαθμό του υπολοχαγού, είχε οραματιστεί τη σύνθεση του πριν ακόμη μπει στο Βερολίνο με τα σοβιετικά στρατεύματα! μια τεράστια σοβιετική σημαία να κυματίζει πάνω από την εκπορθημένη πρωτεύουσα του ναζισμού. Είναι αλήθεια ότι η ιδέα δεν πρόδινε και πολλή φαντασία. Αλλά η υλοποίησή της φαινόταν εύκολη.
Μόνο που δεν ήταν, όπως αποδείχτηκε. Τα προελαύνοντα στρατεύματα δεν είχαν μαζί τους σημαίες. Στις 22 Απριλίου 1945 o Κόκκινος Στρατός είχε φτάσει στα προάστια του Βερολίνου, ο Χαλντέι πετάχτηκε με το αεροπλάνο στη Μόσχα, αλλά περιέργως δυσκολεύτηκε κι εκεί να βρει κόκκινες σημαίες. Το 1941 λίγο μετά τη γερμανική επίθεση, ο Στάλιν, για να μην ερεθίζει τους καινούργιους συμμάχους του, είχε διατάξει ν' αντικατασταθεί η «Διεθνής» ως εθνικός, ή μάλλον διεθνικός, ύμνος της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν αποκλείεται για τον ίδιο λόγο οι Σοβιετικοί να μην πολυμοστράριζαν εκείνο τον καιρό τη σημαία με το σφυροδρέπανο.
Ο Χαλντέι ανακάλυψε ότι στο πρακτορείο TASS χρησιμοποιούσαν για τις συσκέψεις κόκκινα τραπεζομάντιλα. Ζήτησε τρία από τον αποθηκάριο Γκρίσα Λουμπίνσκι, χωρίς να του αποκαλύψει τον σκοπό (ήταν,του είπε, στρατιωτικό απόρρητο). Ο Λουμπίνσκι τού τα δάνεισε για λίγες μέρες, βάζοντάς τον να υπογράψει δελτίο παραλαβής. Στη συνέχεια ο θείος του Χαλντέι, που ήταν ράφτης, έραψε μέσα σε μια νύχτα πάνω σε κάθε τραπεζομάντιλο το σφυ-ροδρέπανο και το αστέρι. Ο Χαλντέι πήρε τις τρεις αυτοσχέδιες σημαίες και γύρισε στο Βερολίνο, που στο μεταξύ είχε καταληφθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του από τον Κόκκινο Στρατό. Στις 28 Απριλίου έστησε την πρώτη στο αεροδρόμιο Tempelhof και στις 2 Μαΐου τη δεύτερη στην κορυφή της Πύλης του Βρανδεμβούργου.
Την ίδια μέρα, λίγο αργότερα, έφτασε έξω από το Ράιχσταγκ.
Στα υπόγεια του κτηρίου οι μάχες δεν είχαν ακόμη τελειώσει. Ολόγυρα, όμως, οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν στήσει κιόλας χορό κι έπιναν βότκα. Ο Χαλντέι πήρε μαζί του τρεις άνδρες, τους Αλεξέι Κοβαλιόφ, Μιχαήλ Γιεγκόροφ και Κονσταντίν Σαμσόνοφ, και ανέβηκε μαζί τους από την κεντρική σκάλα στη στέγη του Ράιχσταγκ. Σε κάθε όροφο συναντούσαν σώματα Γερμανών πεσμένα στο πάτωμα και τα πυροβολούσαν, για να βεβαιωθούν ότι θα έμεναν ακίνητα. Πάνω στη σκεπή, ο Κοβαλιόφ έστησε την τρίτη σημαία τραπεζομάντιλο, ενώ οι Γιεγκόροφ και Σαμσόνοφ τον συγκρατούσαν και ο Χαλντέι απαθανάτιζε τη σκηνή....
Η πασίγνωστη φωτογραφία δεν είναι, λοιπόν, ντοκουμέντο, αλλ' αποτέλεσμα σκηνοθεσίας. Ο Χαλντέι διηγήθηκε, μάλιστα, ότι αργότερα στη Μόσχα ο αποθηκάριος Λουμπίνσκι τού ζήτησε πίσω τα τραπεζομάντιλά του και του είπε πως δεν τον ένοιαζε πού κυμάτιζαν.
Ο Στάλιν, πάντως, ενθουσιάστηκε από τη δουλειά του Χαλντέι. Και πώς να μην ενθουσιαστεί. Είναι η πιο απογειωτική προπαγανδιστική φωτογραφία της Ιστορίας. Ψηλά, χιλιάδες πόδια πάνω από τα επίγεια, στο ύψος ενός στρατοσφαιρικού μέλλοντος, ο ήρωας του Κόκκινου Στρατού, ακροβατώντας σαν αίλουρος, απλώνει τη σημαία με τα σύμβολα του προλεταριάτου, έτοιμος λες να πετάξει μαζί της πάνω από την οικουμένη, ενώ τα χέρια των συντρόφων του φαίνεται λιγότερο να τον στηρίζουν και περισσότερο να τον χαιρετούν ή να τον σπρώχνουν ακόμη ψηλότερα.
Πολύ εντυπωσιακές είναι και οι δύο φιγούρες που μοιάζουν με αγάλματα, στο βάθος της φωτογραφίας: ο ασκεπής αξιωματικός με τον μανδύα και ο κρανοφόρος στρατιώτης με την αντιαρματική γροθιά, που ισορροπούν με ήρεμη τόλμη στην άκρη του κενού.
Ατενίζουν πάνω και πέρα από τους καπνούς και τα ερείπια της Ιστορίας, προς τα εκεί όπου δείχνει η σημαία της Επανάστασης.
Αλλά τι προπαγανδιστική φωτογραφία θα ήταν αυτή, αν δεν ήταν ρετουσαρισμένη; Ξέρουμε πώς εξαφανίστηκε εκ των υστέρων ο Τρότσκι από το πλευρό του Λένιν, ο Τσιάνο από το πλευρό του Μουσσολίνι στα φωτογραφικά ντοκουμέντα. Το ρετουσάρισμα, όμως, αυτής της περίφημης φωτογραφίας δεν είναι πολύ γνωστή ιστορία, γιατί αποκαλύφθηκε μόλις πρόσφατα.
Το πρόβλημα εδώ δεν ήταν ένας άνθρωπος, αλλά ένα ρολόι. Ένα ρολόι χειρός.
Ο φαντάρος που βρίσκεται πιο κοντά στον Κοβαλιόφ (είναι άραγε ο Γιεγκόροφ ή ο Σαμσόνοφ;) φοράει ρολόι στο αριστερό χέρι, αυτό με το οποίο είναι γαντζωμένος στον πυργίσκο της στέγης.
Αλλά στο πρωτότυπο της φωτογραφίας φορούσε ρολόι και στο άλλο χέρι, αυτό που είναι απλωμένο προς τον Κοβαλιόφ (για να τον χαιρετήσει ή να τον σηκώσει ακόμη ψηλότερα). Δυο ρολόγια πάνω σ' ένα φαντάρο πολύ δύσκολα δικαιολογούνται. Η υπόθεση μύριζε έντονα πλιάτσικο. Όχι πως αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο εκείνες τις μέρες.
Αλλά, φυσικά, το χέρι που σηκώνει μια ιδέα δεν ήταν δυνατό να είναι το χέρι ενός πλιατσικολόγου.
Το δεύτερο ρολόι σβήστηκε καλά καλά από τη φωτογραφία. Κι έτσι το δεξί χέρι του Σοβιετικού πολεμιστή, γυμνό σχεδόν ώς τον αγκώνα, λευκό, αγνό, στιβαρό, σηκώνεται αφήνοντας να πετάξει από την ανοιχτή παλάμη του πάνω από τον κόσμο το μήνυμα της νίκης των Σοβιέτ.
Το δεύτερο ρολόι εξορίστηκε από την Ιστορία. Αλλά πήρε την εκδίκησή του σαράντα πέντε χρόνια αργότερα. Γιατί μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι γλίτωσε από τους πρόχειρους πάγκους των δρόμων του Βερολίνου, της Βαρσοβίας, της Πράγας, εκεί όπου πουλιόντουσαν μετά το 1989 τα πηλήκια και τα παράσημα όσων προσβάλλονταν από την παρουσία του.
Όταν ρωτήθηκε για τις παραποιήσεις στη φωτογραφία, ο Khaldei απάντησε: «Είναι μια καλή φωτογραφία και σημαντική ιστορικά. Επόμενη ερώτηση παρακαλώ...».