Στο δρόμο για την Ελλάδα τη δεκαετία του 1950
"να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος..."
(απόσπασμα και αναδημοσίευση προλόγου)
Τις φωτογραφίες αυτού του τόμου τις έχω τραβήξει πριν από μισό αιώνα, στα διάφορα ταξίδια που έκανα κατά τη δεκαετία του 1950. Μερικά απ' τα ταξίδια αυτά ήταν σύντομα, όπως όταν πήγα στη Νέα Αγγλία, ενώ άλλα πήραν πολύ χρόνο, όπως όταν πήγα στον Νότιο Πόλο, στα 1959. Κι ένα τους μου άλλαξε τελείως τη ζωή, εννοώ το ταξίδι μου στην Ελλάδα το 1954.
Ο πατέρας μου εργαζόταν σε μια εικονογραφημένη εφημερίδα στη Νέα Υόρκη, κι εγώ μεγάλωσα με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι κυνηγούσα σκηνές δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος όταν δεν βρισκόμουν τρυπωμένος μέσα στον σκοτεινό θάλαμο του εντύπου.
Κατέγραψα αυτοκινητικά δυστυχήματα, σιδηροδρομικά δυστυχήματα και ναυάγια πλοίων, και συνέλαβα μέσα απ' το φακό μου το στρατηγό Douglas McArthur και τον John Foster Dulles. Όμως στα 1949, όταν πήγα στο γυμνάσιο στη δυτική Μασαχουσέτη, ανακάλυψα έναν διαφορετικό κόσμο της φωτογραφίας, τους ανθρώπους, τις νεκρές φύσεις, τα τοπία.
Σήμερα η τεχνολογία της φωτογραφίας αλλάζει γοργά και πολλαπλασιάζονται εντυπωσιακά τα μέσα που διαθέτουμε για να επέμβουμε στην εικόνα. Εντούτοις η σημασία που έχει η εικόνα για εκείνον που τη βλέπει παραμένει περίπου ίδια όπως όταν εφευρέθηκε η φωτογραφία.
Ο Brassai έγραψε στα 1969: «Υπάρχουν πολλές φωτογραφίες που είναι μεν γεμάτες ζωή, αλλά είναι συγκεχυμένες και δεν αποτυπώνονται στη μνήμη. Το μόνο που μετράει είναι αν η εικόνα έχει ένταση ή όχι». Τι δίνει ένταση σε μια εικόνα;
Πολλά και διάφορα. Έντονη μπορεί να την κάνει απλώς κάτι που βρίσκεται στο νου εκείνου που την αντικρίζει. Ή μπορεί η έντασή της να πηγάζει από πιο «αντικειμενικά» στοιχεία, όπως η απλότητά της, η ιδεώδης συγκυρία της αποτύπωσης κάποιας ασυνήθιστης ή μοναδικής στιγμής, το φως, οι αποχρώσεις, ο συσχετισμός των σχημάτων, η αντιπαράθεση αρμονικών ή συγκρουόμενων στοιχείων, το πόσο πρωτότυπη είναι η σύλληψη της εικόνας και άλλα.
Για μένα οι απολύτως επιτυχημένες φωτογραφίες αντιπροσωπεύουν μια μορφή ποίησης, και ξεπερνούν κατά πολύ την απεικόνιση ενός ατόμου, ενός αντικειμένου, ενός τόπου ή ακόμη το πόσο ικανοποιεί οπτικά η σύνθεση. Όπως ένα σύντομο ποίημα μπορεί να γεννήσει μια ζωηρή διέγερση του συναισθήματος, έτσι ακριβώς μπορεί και μια εικόνα. Τέτοιες φωτογραφίες μπορούν να ξεσηκώσουν στην ψυχή μας πολύ περισσότερα απ' ό,τι το άμεσο οπτικό περιεχόμενο τους.
Δύο πράγματα με παρακίνησαν να κάνω αυτό το ταξίδι. Το πρώτο ήταν η πρόσκληση ενός φίλου και συμφοιτητή του αδερφού μου, του Τσαρλς, να τον φιλοξενήσει για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Το δεύτερο ήταν το γελοιωδώς φτηνό εισιτήριο πάνω σ' ένα πλοίο ναυλωμένο από φοιτητές, που είχε παζαρέψει για μένα ο αδερφός μου, ως εκδότης της εφημερίδας του πλοίου.
Το σχέδιο ήταν να πάμε στη Χάβρη, όπου θα προσέγγιζε το πλοίο, κι από εκεί στο Παρίσι κατόπιν να πάρουμε το Simplon Orient Express μέχρι τη Βενετία, όπου θα επιβιβαζόμαστε σ' ένα άλλο πλοίο για την Ελλάδα. Σχεδιάζαμε να μείνουμε στην Ελλάδα δέκα μέρες και μετά να προχωρήσουμε στην Αίγυπτο.
Το ταξίδι ουσιαστικά τελείωσε στην Ελλάδα. Στην Αίγυπτο δεν φτάσαμε, και μάλιστα μόνο σαράντα χρόνια αργότερα πήγα για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, κι αυτό έγινε προκειμένου από κει να επισκεφθώ τη Μονή Αγίας Αικατερίνης
στο Σινά. Τα περισσότερα από τα κατοπινά ταξίδια μου, από το 1954 κι έπειτα, τερματίστηκαν κι εκείνα στην Ελλάδα, που είναι σήμερα για μένα τόσο πατρίδα όσο και η γενέτειρα μου.
Έτσι λοιπόν δεν ακολούθησα στ' αλήθεια την προτροπή του Καβάφη «να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά ... σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους». Πολύ νωρίς όμως, όταν μόλις πατούσα τα 21 μου χρόνια, στα 1954, πολλά ήταν τα καλοκαιρινά πρωινά που «με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά» μπήκα σε πολλά αιγαιοπελαγίτικα λιμάνια πρωτοειδωμένα — για να θυμηθούμε και πάλι τον Καβάφη. Απολαύσεις τέτοιες γρήγορα δημιουργούν εθισμό, από τον οποίο εγώ τουλάχιστον ποτέ δεν θα θελήσω να απεξαρτηθώ.
Σε αυτή την έκθεση είναι πολλά —πάρα πολλά!— εκείνα που αναφέρονται στο ταξίδι μου προς την Ελλάδα και στη διαμονή μου στην Ελλάδα τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Ο δρόμος προς την Ελλάδα περνούσε από το Παρίσι και την Ιταλία, και έχω προσπαθήσει να σας δώσω μια γεύση του τι υπήρχε εκεί τον καιρό που, περαστικός, επισκεπτόμουν αυτά τα μέρη. Στα 1954 πήγα στο Παρίσι και κατόπιν στη Βενετία. Στα 1955 ναυτολογήθηκα σ' ένα πλοίο τύπου Λίμπερτι με προορισμό την Ελλάδα μέσω Ιταλίας, κι έτσι υπάρχουν μερικές φωτογραφίες από το πλοίο, το Ελλένικ Σταρ και από την Ιταλία.
Στο βορειοαμερικανικό τμήμα της έκθεσης αυτής παρουσιάζω λίγες φωτογραφίες της εποχής όταν μόλις άρχιζα να κοιτάζω πέρα από το αποκλειστικά ειδησεογραφικό ενδιαφέρον μου. Έχω παραλείψει τις πρώτες μου φωτογραφίες, οι οποίες συχνά δείχνουν νεκρούς ή βαριά τραυματισμένους ή πλοία που θαλασσοπνίγονται.
Όλους μας παρασύρει σταθερά στην τροχιά του ο ψηφιακός κόσμος. Όσο περισσότερο αυξάνεται η ψηφιακή ανάλυση τόσο λιγότερο νοσταλγεί κανείς την εκπληκτική ανάλυση των φακών Zeiss και των φιλμ Plus Χ ή της Kodachrome 25. Είναι δύσκολο ν' αντισταθείς στην καθαρή μαγεία της ψηφιακής φωτογραφίας. Και δεν βλέπω γιατί οι ψηφιακές εικόνες να μην έχουν την ίδια ένταση, και την ίδια ποίηση όπως κι εκείνες που δημιουργήθηκαν με παραδοσιακά μέσα.
Είμαι βαθύτατα ευγνώμων στους φίλους μου του Ριζαρείου Ιδρύματος και του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης για τη φιλία και την υποστήριξή τους.
Robert Α. McCabe Αθήνα
James L. Mairs - Μαίος 2007
Ο James L. Mairs είναι ο διευθυντής των εκδόσεων Quantuck Lane Press και σύμβουλος των εκδόσεων W. W. Norton & Company.
Ο καθένας μας αξιολογεί μια φωτογραφία με διαφορετικά κριτήρια. Σύμφωνα με τα δικά μου, πρέπει το θέμα της να καθηλώνει και η σύνθεση της να μην είναι απλοϊκή. Πρέπει επίσης η ικανοποίηση που μου δίνει η εικόνα να ανανεώνεται κάθε φορά που τη βλέπω. Και πρέπει να προσθέτει κάτι στο πώς αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και τον άνθρωπο να έχει δηλαδή εύρος. Και εκτός εάν απεικονίζει τη φρίκη μιας καταστροφής ή ανθρώπους που υποφέρουν πρέπει να είναι μια εικόνα που θέλω να τη βλέπω συχνά που θα μπορούσα να την έχω κρεμασμένη στον τοίχο μου και να ζω μαζί της.
Πώς συμβαίνει λοιπόν ο Robert McCabe να ταξίδεψε στην Ελλάδα και, εικοσάρης ακόμη, να δημιούργησε τόσες πολλές εικόνες που ανταποκρίνονται στα κριτήριά μου; Πώς ένας νεαρός με μια μηχανή στο χέρι πέτυχε αμέσως διάνα, και μας έδωσε μερικές απ' τις πιο αλησμόνητες φωτογραφίες που, οι περισσότεροι από μας, έχουμε δει στη ζωή μας και που μας χορταίνουν την ψυχή; Πού ανέπτυξε ο Robert McCabe μια ματιά τόσο σίγουρη; Εκείνος θα σας πει ότι από πολύ μικρός περνούσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του να κοιτάζει φωτογραφίες σε εφημερίδες και περιοδικά, και να τραβά φωτογραφίες με την Kodak Brownie που είχε σε ηλικία έξι ετών. Ωραία! Κι εγώ τα ίδια έκανα, αλλά ποτέ μου δεν έφτιαξα τις ωραίες και ελκυστικές εικόνες που βλέπετε εδώ.
Κοιτάξτε τις φωτογραφίες του Παρισιού, και σκεφτείτε τον Cartier-Bresson ή τις μεγάλες καρτ ποστάλ του Υβόν. Κοιτάξτε όλες του τις φωτογραφίες της Ελλάδας. Διδάχτηκε μήπως από τον Κωνσταντίνο Μάνο; Όχι, αυτές οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν σχεδόν δέκα χρόνια πριν από το εξαιρετικό Greek Portfolio του Κωνσταντίνου Μάνου. Την Αμερική τη φωτογραφίζει πριν από τον Robert Frank. Και ούτω καθεξής. Ο Robert McCabe, για λόγους που δεν καταλαβαίνω πλήρως, μας έχει δώσει ένα θησαυρό εικόνων, που η καθεμιά τους είναι μια βαθιά ανταμοιβή. Είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε αυτό το έργο, από ένα φωτογράφο του οποίου το όνομα δεν είναι διάσημο, ενώ θα έπρεπε....