Ρούσσης Κώστας , 1926 - 2019

04 Αυγούστου 2015







Θυμάμαι τον Κώστα Ρούσση τις Κυριακές τα πρωινά, που οι άντρες φορούσαν άσπρα πουκάμισα και μαζεύονταν στην πλατεία μετά τη λειτουργία της εκκλησίας. Ηταν κι αυτός εκεί, με μια φωτογραφική μηχανή με φυσούνα, περασμένη χιαστί στον ώμο του...
Η ιστορία δεν μνημονεύει ονομαστικά αυτούς που την κινούν...

Ηταν ένας από τους Φωτογράφους του χωριού μας, με δραστηριότητα κυρίως οτην τελευταία συνοικία, της Μεταμόρφωσης, καθώς και στο διπλανό χωριό, το Πουρί. Άσκησε αυτό το διακόνημα όχι από καλλιτεχνικά ή άλλα κίνητρα, αλλά για να βελτιώσει κάπως το ταπεινό του εισόδημα.
Άρχισε με ελάχιστα τεχνικά εφόδια, διέθετε όμως το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο εφόδιο κι αυτό ήταν η έμφυτη αγάπη του για τον άνθρωπο και την κοινότητα. Χρησιμοποίησε το φακό του σαν προέκταση της ευγένειας, της εντιμότητας και της αθωότητας του βλέμματος του και πολύ γρήγορα βρήκε τον τρόπο να εκφράζεται. Επιπλέον, αυτή του η ιδιότητα, του φωτογράφου, έδωσε και στον ίδιο μια νέα ταυτότητα.
Φωτογράφιζε μόνο κατόπιν παραγγελίας. Ο χώρος και το τοπίο βρίσκονται πάντα στο φόντο των εικόνων, ενώ στο πρώτο πλάνο μάς διαφύλαξε το σπουδαιότερο στοιχείο της κοινωνίας: τα ΠΡΟΣΩΠΑ. Χιλιάδες πρόσωπα, σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις δραστηριότητες, γίνονται οι πρωταγωνιστές αυτών των εικόνων.
Στις δεκαετίες του '50 και του '60 είχε συντελεστεί, ασφαλώς, ακόμα και στην Ελλάδα, η λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση. Στα πεδινά εφαρμοζόταν η μηχανική καλλιέργεια, όπως για παράδειγμα στο γειτονικό μας θεσσαλικό κάμπο. Αλλά σε μας, επειδή απλώς βρισκόμαστε πίσω από το βουνό, (Ζαγορά, στα σλάβικα, σημαίνει «πίσω από το βουνό». Κι αυτή είναι μία από τις επικρατέστερες εκδοχές για την ονομασία του χωριού), όλα τα πράγματα έφθαναν με καθυστέρηση. Ετσι, εκείνα τα χρόνια ζούσαμε το τέλος του παλιού κόσμου (της λεγόμενης γεωργικής περιόδου), που αφού είχε διαρκέσει χιλιάδες χρόνια, τέλειωνε στις μέρες μας. Ζούσαμε στο μεταίχμιο της αλλαγής των δύο κόσμων κι αυτό ακριβώς είναι αποτυπωμένο στις εικόνες του Κώστα Ρούσση.
Κοίταξα πολλές φορές και συνεχίζω να κοιτάζω το αρχείο αυτών των σπάνιων φωτογραφιών του Κώστα Ρούσση. Και κάθε φορά αισθάνομαι συγκλονισμένος για τα τόσα πολλά επίπεδα ανάγνωσης, για τη δική του αισθητική πληρότητα, για την τόλμη και την ευγένεια του βλέμματος του, για τη δύναμη της μνήμης.
Μέσα από τις μοναδικές αυτές εικόνες, είδα τον εαυτό μου, τον αδελφό μου και τους συγγενείς, είδα όλη την κοινότητα, το πρόσωπο της μικρής μας κοινωνίας, να παλεύει σκληρά στα χωράφια με τα ζώα, να συμμετέχει στην ακολουθία του Επιταφίου και της Ανάστασης, να βρίσκεται στις γορτές που γίνονταν στα ξωκλήσια, να ανοίγει δρόμο στα χιόνια.
Τους είδα να κάθονται μπροστά στα άσπρα σεντόνια, κατ' ενώπιον, και να κοιτούν κατευθείαν το φακό, χωρίς ύφος, χωρίς επιτήδευση, με την ίδια απλότητα που και ο ίδιος ο φωτογράφος τούς προσέγγιζε. Και, μέσα σ' αυτή την ελάχιστη στιγμή του χρόνου, βλέπεις να περιέχεται ολόκληρη η ζωή τους.
Τα φιλμ αυτά, ως κομμάτι της ζωής του, ο Κώστας Ρούσσης τα διαφύλαξε και τον ακολούθησαν σ' όλες τις περιπέτειες του βίου του. Ωστόσο η υγρασία και οι ακατάλληλες συνθήκες επέφεραν σε κάποια μια ελαφρά ή πιο σοβαρή αλλοίωση, που ήρθε σαν τη θεά Τύχη, με τον αόρατο χρωστήρα της, να βάλει πάνω στις εικόνες, πάνω στα πρόσωπα, αλλού ένα σύννεφο, αλλού σκιές, αλλού φωτοστέφανα....
Ευχαριστούμε την Ευφροσύνη Δοξιάδη, που αγκάλισε σαν δικό της αυτό το έργο. Επίσης, ευχαριστούμε τη Δήμαρχο Ζαγοράς Αφροδίτη Μανίνη-Τσαπράζη, τον τ. Πρόεδρο της Κοινότητας Ζαγοράς Πατή Κουτσαφτή, τον Λάκη Λαζόπουλο και τον Όμιλο Επιχειρήσεων Μαρινόπουλου για την πολύτιμη συμβολή τους.
Και, πάνω απ' όλα, ευχαριστούμε τον Κώστα Ρούσση, που με τη δωρεά των οφθαλμών του διαφύλαξε σε εικόνες ένα μέρος από τα όνειρά μας.





κείμενο: Φίλιππος Κουτσαφτής , (αναδημοσίευση)










Μ' εκείνη τη μικρή μηχανή, εκείνο το σαραβαλάκι...

Με μιά φθηνή σχεδόν παιδική μηχανή στο χέρι, έγινε για είκοσι χρόνια ο αποκλειστικός φωτογράφος στους δύο από τους τέσσερις μαχαλάδες του χωριού, στη Σωτήρα και στον Άγιο Γεώργιο, καθώς και στο γειτονικό Πουρί, που εκείνη την εποχή το θεωρούσαν «τέρμα Θεού». Τότε τα μέρη αυτά ήταν απομονωμένα. Τόποι ορεινοί, μακριά από τον εύφορο κάμπο τα μεταφορικά μέσα περιορισμένα, οι ανέσεις ανύπαρκτες, η οικονομική κατάσταση δύσκολη.

Οι φωτογραφίες του Κώστα Ρούσση συγκροτούν δύο ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις φωτογραφίες για ταυτότητα ή διαβατήριο σε άσπρο φόντο. Σ' αυτές τις φωτογραφίες υπάρχει ένα εύρημα του Κώστα Ρούσση μοναδικό εκτός από το μοντέλο, απεικονίζονται και οι σοβαροί, πρόθυμοι βοηθοί, καθώς βαστούν το σεντόνι που χρησιμεύει για φόντο. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει ομαδικές σκηνές συλλογικής δουλειάς (όπως το χτίσιμο των σπιτιών,το μάζεμα των μήλων και της ελιάς), αλλά και οικογενειακά πορτρέτα, γλέντια τελετές, σχολικές και θρησκευτικές γιορτές, στην εκκλησία, Επιτάφιο και Ανάσταση και, βέβαια, φωτογραφίες που μαρτυρούν τη στενή συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων, όλα τεκμήρια ενός τρόπου ζωής χαμένου πια για πάντα.
Ο Κώστας Ρούσσης ως τα τριάντα του χρόνια, τότε δηλαδή που άρχισε να φωτογραφίζει, δεν είχε πιάσει στα χέρια του φωτογραφική μηχανή. 'Αρχισε, με την αγνότητα παιδιού, να καταγράφει τη ζωή γύρω του.

Αποτύπωσε την καθημερινή δράση και διέσωσε την αλήθεια μιας εποχής κι ενός τόπου που συνεχίστηκε αναλλοίωτη από την αρχαιότητα ως την εποχή του, προτού χαθεί για πάντα. Μέσα από τις φωτογραφίες του βλέπουμε τη ζωή μιας συγκεκριμένης κοινωνίας στις δεκαετίες του '50 και του '60. Στις φωτογραφίες του έχει διασωθεί η ζωή μιας κοινωνίας όπου η δικαίωση των ανθρώπων έρχεται από τη σκληρή χειρωνακτική δουλειά και ο ανδρισμός εκφράζεται με τη μετατόπιση βράχων και το ξεχέρσωμα της γης. Ο άνθρωπος παλεύει με τα στοιχεία της φύσης για να κερδίσει το ψωμί του και να περπατά στο χωριό με το κεφάλι ψηλά. Στις γυναίκες η δικαίωση επιτυγχάνεται με τη μητρότητα, την ανατροφή των παιδιών, τη φροντίδα του συζύγου και των ηλικιωμένων, αλλά και με τη συμμετοχή τους στις αγροτικές εργασίες. Η προκοπή τους φαίνεται στο νοικοκυριό τους και στολίδια τους είναι η υπομονή και η σεμνότητα.




Τα άσπρα φόντα
Φωτογράφισε πολύ κόσμο ο Κώστας Ρούσσης, άντρες και γυναίκες, που τους έβαζε να καθίσουν μπροστά από ένα άσπρο σεντόνι, το οποίο κάποιος κρατούσε τεντωμένο, σαν φόντο, πίσω από το κεφάλι τους. Ήταν δύσκολο τότε να βρεθεί στη χτισμένη από γκρίζα πέτρα Ζαγορά άσπρος τοίχος στο ύπαιθρο, και ο πλανόδιος φωτογράφος χρησιμοποιούσε για στιγμιαία φόντα -όσο διαρκεί το κλικ της μηχανής- άσπρα σεντόνια.
Κάθε φορά ένας συγγενής ή ένας γείτονας, με σχεδόν ιερατικό τρόπο, βαστούσε το τεντωμένο πανί και διεκπεραίωνε τον τελετουργικό του ρόλο. Οι φωτογραφίες αυτές θυμίζουν ένα έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, όπου η Αγία Βερενίκη κρατάει το Ιερό Μανδήλιο, ένα άσπρο πανί με το κεφάλι του Χριστού ζωγραφισμένο πάνω τον.
Ο Κώστας Ρούσσης, χάρη στην καλλιτεχνική του ευαισθησία, είδε την ομορφιά της σκηνής και τη συμπεριέλαβε ολόκληρη στο καντράν της μηχανής του. Το ένστικτο του τον οδηγεί να αντιληφθεί την εικαστική σημασία του γεγονότος. Στα μάτια του το πορτρέτο του βοηθού είναι εξίσου σημαντικό με αυτό του μοντέλου.Έτσι, με την αφορμή μιας απλής φωτογραφίας για ταυτότητα, έχουμε διπλά πορτρέτα μοναδικής φρεσκάδας και φυσικότητας. Κι αυτά τα δευτερεύοντα πρόσωπα γίνονται μέρος του μικρού θαύματος της φωτογράφισης, λαμβάνουν μέρος στο μικρό έργο που στήνει ο Κώστας Ρούσσης.



Η ευθύτητά του και η έμφυτη οικολογική του συνείδηση είναι φανερές σε κάθε φωτογραφία, γιατί να σπαταληθεί μια φωτογραφική πλάκα για ένα μόνο πρόσωπο, ενώ χωρούν δύο; Η σκηνοθεσία που ο ίδιος είχε στήσει αποκαλύπτεται μέσα στην ίδια τη φωτογραφία κάθε φορά. Όμως στο φιλμ καταγράφεται και το παρασκήνιο, μήπως χρειαστεί για κάποια μελλοντική χρήση. Το τεκμήριο της πράξης της φωτογράφισης εμπεριέχεται στη φωτογραφία. Η έννοια της διατήρησης όχι μόνο του περιστασιακά ζητούμενου θέματος αλλά και της διαδικασίας της δημιουργίας του είναι από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις εικόνες του Κώστα Ρούσση. Ο φωτογράφος, με αφορμή ένα πρόσωπο, έχοντας αίσθηση της οικονομίας των υλικών αλλά και της κάθε στιγμής της ζωής μας, καταγράφει ένα ντοκουμέντο.
Οι στάσεις των σωμάτων, οι χειρονομίες, τα πανιά (άλλοτε εντελώς τεντωμένα και άλλοτε κρατημένα χαλαρά, ώστε η πάνω πλευρά τους να γίνεται καμπύλη), η όλη ατμόσφαιρα των φωτογραφιών του αυτών θυμίζουν έντονα σκηνές αρχαίας εικονογραφίας αλλά και σκηνές από τη ζωγραφική του Μόραλη, ιδιαίτερα την ενότητα έργων «Επιθαλάμια». Ορισμένες μοιάζουν συγκλονιστικά με τη «δεξίωση» στις αρχαίες ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες: δύο άνθρωποι χαιρετιούνται με το δεξί τους χέρι. Εδώ οι στάσεις των σωμάτων που δίνουν το χέρι λίγο διαφέρουν από τις δεξιώσεις. Στις φωτογραφίες αυτές του Κώστα Ρούσση, λοιπόν, όλα (το πρόσωπο που φωτογραφίζεται, το άσπρο πανί πίσω του και, ακόμα πιο πίσω, το άλλο πρόσωπο, που κρατά το πανί) έχουν λόγο ύπαρξης.


Όμως, χάρη στην ευαισθησία του καλλιτέχνη, τους προσδίδεται η ίδια βαρύτητα κι έχουν την ίδια αξία στη σοφή σύνθεση. Να προστεθεί εδώ πως η παρουσία του βοηθητικού προσώπου, του κομπάρσου, παρέχει στοιχεία για το κεντρικό πρόσωπο και αποτελεί το συμπλήρωμά του. Με απόλυτη φυσικότητα φωτογραφίζονται οι κομπάρσοι αυτοί, γιατί απλώς δεν γνωρίζουν πως ο φωτογράφος τούς συμπεριλαμβάνει στο θέμα του. Μια μητέρα κρυμμένη πίσω από το σεντόνι καμαρώνει το παιδάκι που φωτογραφίζεται. Μια γιαγιά κοιτά με ικανοποίηση το εγγόνι της. Μια γυναίκα το σύζυγο της.
Το απόλυτα σκέτο φόντο (σε αντίθεση με αυτές τις χαριτωμένες σκηνές του Ρούσση) στα πορτρέτα του Φαγιούμ και στις φωτογραφίες του Ρίτσαρντ Άβεντον απομονώνει και υμνεί τη μοναδικότητα του κάθε μοντέλου, του ανθρώπινου προσώπου ως ανεπανάληπτου γεγονότος.
Σ' αυτά καμιά περιττή πληροφορία δεν υπάρχει από χο περιβάλλον για να αποτρέψει ή να αποσπάσει την προσοχή του θεατή από το θέμα στο οποίο έχει εστιαστεί η προσοχή του φωτογράφου ή του ζωγράφου, αντίστοιχα. Στην περίπτωση του Άβεντον, το πρόσωπο και το σώμα μάς αποκαλύπτονται στη φωτογραφία κατά ένα συγκλονιστικό τρόπο. Η ατομικότητα του μοντέλου γίνεται καταπέλτης. Σε αντίθεση με αυτά τα αρχαία και σύγχρονα πορτρέτα, οι φωτογραφίες του Ρούσση απεικονίζουν ανθρώπους όχι απομονωμένους στην ψυχρή έρημο του πουθενά, αλλά κάποιους που, σαν σε παιχνίδι, μένουν απομονωμένοι από τους άλλους για δευτερόλεπτα. Την οδυνηρή απομόνωση που βίωσε ο ίδιος στην προσωπική του ζωή δεν θέλει να την επιβάλει σε κανέναν, ούτε καν στη λίγη ώρα που διαρκεί η φωτογράφιση.
Όταν, στην αρχή της δεκαετίες του '70, ο Κώστας Ρούσσης έπαψε να βγάζει φωτογραφίες, και ενώ ο ξάδελφος του έκαψε όλο το φωτογραφικό αρχείο του για να γίνει παπάς, εκείνος περιέσωσε το δικό του. Το φύλαξε ως κόρη οφθαλμού, προστατεύοντας τα αρνητικά μέσα σ' ένα μπαουλάκι. Το κουβαλούσε μαζί του για χρόνια στις σπηλιές και στα ερειπωμένα, ακατάλληλα για κατοίκηση σπίτια, όπου η μεγάλη του φτώχεια τον ανάγκαζε να ζει.
Αξιοποίησε και το τελευταίο εκατοστό από τα φιλμ που πέρασαν από τα χέρια του. Η μοναδικότητα του αρχείου αυτού δεν είναι άλλη από τη μοναδικότητα της ίδιας του της ζωής. Μέσα σε είκοσι χρόνια κατέγραψε στις φωτογραφίες του το ομαδικό πορτρέτο μιας μικρής κοινωνίας, με τον ίδιο τρόπο που ο Ουαλός Ντύλαν Τόμας έκανε στο "Κάτω απ' το Γαλατόδασος" το ποιητικό πορτρέτο ενός χωριού. Θα τον σκέφτομαι πάντα σαν μια μοναχική μορφή να δρασκελίζει βράχια, να ανεβοκατεβαίνει κάθε μέρα χιλιόμετρα απ' το χωριό ως τη θάλασσα, να κατοικεί σε σπηλιές και σ' ερείπια. Να περιπλανιέται στις κορυφές της Ζαγοράς, σαν άλλος Θεόφιλος, κρατώντας στην αγκαλιά του αυτή τη μικρή κιβωτό με όλα τα πρόσωπα των συγχωριανών του μέσα της.



κείμενο  Ευφροσύνη Κ. Δοξιάδη, (αναδημοσίευση)









Στο φωτογραφικό αρχείο του Κώστα Ρούσση, υπάρχουν πολλές νύφες. Ωστόσο υπάρχει μία που ξεχωρίζει. Είναι η Ελένη Γεωργαδάκη, η «Νύφη χωρίς νυφικό».
Όπως μας διηγείται η Ελένη, ο γάμος της ήταν ένας γάμος που προέκυψε από αίσθημα και όχι από προξενιό. Όμως οι γονείς της διαφωνούσαν με το γάμο αυτό, καθώς η ίδια είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας από τον άνδρα της ,23 χρόνια μικρότερη. Οστόσο αποφάσισε το ζευγάρι  να παντρευτεί γρήγορα και με συνοπτικές διαδικασίες, γιά το λόγο δεν φόρεσε νυφικό η Ελένη, αλλά φόρεμα.
Αυτό που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι ότι τη συγκεκριμένη φωτογραφία δεν την έχει ούτε η Ελένη Γεωργαδάκη και πάντα συγκινείται βλέποντάς την. Κοιτάζοντας όλα αυτά τα πρόσωπα που πιά δεν υπάρχουν....







Ρούσσης Κώστας (φωτό Βαγγέλης Ζαβός)










Πορτρέτα, «κομμάτια» ψυχών, από τον φωτογράφο Κώστα Ρούσση



Η ανακάλυψη, τα τελευταία χρόνια, μιας σειράς φωτογραφικών αρχείων «ερασιτεχνών» φωτογράφων μας αποκαλύπτει σταδιακά το πρόσωπο μιας ξεχασμένης, αλλά υπό ένα ορισμένο πρίσμα, επίκαιρης Ελλάδας. Στα συγκλονιστικά πορτρέτα (1910-1920) του Καστοριανού φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου, τις φωτογραφίες (1934-1964) του Πάνου Ηλιόπουλου από τα Φιλιατρά, του Παναγιώτη Φατσέα που φωτογράφισε στα Κύθηρα από το '14 ώς το '38 και του Γιώργου Γκοντούλα που τράβηξε στα Γρεβενά από το '27 ώς το '57 πρέπει να προστεθεί και το εξαιρετικό αρχείο του φωτογράφου της Ζαγοράς του Πηλίου, Κώστα Ρούσση (1950-1960), το οποίο περιήλθε σχετικά πρόσφατα στα χέρια του συγγενή του, κινηματογραφιστή Φίλιππου Κουτσαφτή.





Με δανεική μηχανή
Ο Ρούσσης ξεκίνησε να φωτογραφίζει με τη δανεική μηχανή ενός εύπορου, συγκριτικά, εξαδέλφου του φωτογράφου που τον έβαλε στη δουλειά προκειμένου να καπαρώσουν και την πελατεία του γειτονικού χωριού, το Πουρί.
Την εποχή εκείνη οι γερμανικές αρχές Κατοχής επιβάλλουν την έκδοση δελτίων ταυτότητας με φωτογραφία. Ετσι λοιπόν ο Ρούσσης βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να καταφέρει, όχι να εκφράσει ατομικές καλλιτεχνικές ανησυχίες, αλλά να βγάλει την καθημερινή κουραμάνα. Το αρχείο του χωρίζεται σε δύο ενότητες: Στις φωτογραφίες για ταυτότητα και στις ομαδικές φωτογραφίες του καθημερινού μόχθου, αλλά και των οικογενειακών, θρησκευτικών και σχολικών γιορτών. Πολλά από τα συγκλονιστικά αφοπλιστικά πορτρέτα είναι διπλά: για την κάλυψη της ανάγκης ενός λευκού φόντου ο Ρούσσης αναρτούσε ή έβαζε κάποιον συγγενή τον οποίο ενέτασσε στη φωτογραφία, να κρατάει πίσω από τον φωτογραφιζόμενο ένα λευκό πανί, συνεχίζοντας την αρχέγονη ανθρώπινη ιστορία του πορτρέτου.
Λέγεται ότι οι Ινδιάνοι έτρεμαν τη φωτογράφιση φοβούμενοι ότι η μηχανή θα υφάρπαζε ένα κομμάτι της ψυχής τους. Και δεν είχαν απολύτως άδικο. Οι προικισμένοι πορτρετίστες κατορθώνουν να ξεκλέψουν ένα κομμάτι της ψυχής –η οποία όπως από αρχαιοτάτων χρόνων γνωρίζουμε εκβάλλει στο βλέμμα– και να το αποτυπώσουν στο χαρτί. Για να συλλάβει όμως κανείς τον χαρακτήρα του ανθρώπου μαζί με το πρόσωπο, όπως και για τη δημιουργία κάθε γνήσιου, δηλαδή ειλικρινούς έργου τέχνης, απαιτείται ένας βαθμός αθωότητας. Μια έλλειψη προσποίησης και από τις δύο πλευρές, τόσο μπροστά, όσο και πίσω από τη φωτογραφική μηχανή.


Πορτρέτα φυσικά
Στις αρχές της δεκαετίας του '50, την εποχή που ο ερασιτέχνης φωτογράφος της Ζαγοράς, Κώστας Ρούσσης ξεκίνησε να βγάζει τα πρώτα του πορτρέτα, η εκβιομηχάνιση της ζωής στην Ελλάδα δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Παρότι στον γειτονικό θεσσαλικό Κάμπο είχε ξεκινήσει η μηχανική καλλιέργεια, στο χωριό της Ζαγοράς, «πίσω από το βουνό», όπως επισημαίνει ο Κουτσαφτής, «τα πράγματα έφταναν με καθυστέρηση». Συνεπώς οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμη προλάβει να εξοικειωθούν με τις μηχανές και δη τις φωτογραφικές μηχανές. Πολύ πριν από την παγκόσμια επικράτηση του πολιτισμού της διαφήμισης και τον συνακόλουθο διαχωρισμό του ανθρώπου από την εικόνα του, ο Κώστας Ρούσσης φωτογράφιζε πρόσωπα αμύητα στην τέχνη της προσποίησης και της αυτοπροβολής.
Οι άνθρωποι του μόχθου αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Ρούσση έναν όμοιό τους απέναντι στον φακό του οποίου στέκονταν (δεν πόζαραν) με απόλυτη φυσικότητα. Το όνειρο και το όραμα των ανθρώπων την εποχή εκείνη, που η Ελλάδα έβγαινε από έναν επώδυνο πόλεμο και το αιματοκύλισμα του Εμφυλίου, αφηγείται ο Κουτσαφτής, ήταν συνυφασμένο με την εργασία, δηλαδή τον χειρωνακτικό μόχθο. Ακόμα και τον χωροφύλακα ή τον γραμματικό, τους οποίους σεβόντουσαν ή φοβόντουσαν κατά το δοκούν, βαθιά μέσα τους, τους υποτιμούσαν γιατί δεν ήσαν χειρώνακτες. Γιατί δεν καλλιέργησαν αυτόν τον ιερό μεταμορφωτικό της πραγματικότητας, δεσμό με τη γη.
Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί διψούσαν να αλλάξουν τον κόσμο με το «έργο των χειρών τους», δηλαδή σκάβοντας, φυτεύοντας και χτίζοντας τη γη. Αυτή τη δίψα, τη χαρά και τον κόπο του μόχθου συνέλαβε μια για πάντα ο φακός του Ρούσση, διασώζοντας ένα κοινωνικό σύνολο, μια κοινωνία αξιών. Οι φωτογραφίες του μας φέρνουν σε επαφή με έναν φτωχότερο, οπωσδήποτε, αλλά μάλλον πιο ευτυχισμένο και σίγουρα πιο αρχοντικό κόσμο.





Του Σπύρου Γιανναρά, εφμ. "Καθημερινή" 8-1-2011, (αναδημοσίευση)










"Εικονοστάσι λαϊκών αγίων",  εφμ "Το Βήμα" 11.1.2009, (αναδημοσίευση)

Η υποχρεωτική έκδοση αστυνομικών ταυτοτήτων, στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, τον έκανε φωτογράφο. Οι παλαιότεροι τον θυμούνται μετά την κυριακάτικη λειτουργία να βολτάρει ανάμεσα στους καλοντυμένους χωριανούς της Ζαγοράς, με μια φωτογραφική μηχανή με φυσούνα περασμένη χιαστί στον ώμο του, έτοιμος να τη στήσει και να δώσει σάρκα και οστά σε όλους αυτούς τους ανώνυμους που άφησαν το χνάρι τους στον τόπο και την ιστορία του. Οταν ο Κώστας Ρούσσης φύλαγε ευλαβικά τα αρνητικά των φωτογραφιών εκείνων που μέρα τη μέρα σωρεύονταν στα συρτάρια του, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι ταπεινές ετούτες εικόνες θα αποτελούσαν ύστερα από χρόνια πολλά την ανεκτίμητη μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής. Ως τα τριάντα του δεν είχε πιάσει στα χέρια φωτογραφική μηχανή. Γι΄ αυτό και όταν άρχισε να καταγράφει τη ζωή γύρω του το έκανε με την αγνή ματιά ενός παιδιού.
Οι φωτογραφίες του Ρούσση χωρίζονται σε δύο ενότητες: εκείνες που προορίζονται για ταυτότητα ή διαβατήριο, όπου στην άκρη τους, σαν σήμα κατατεθέν του καλλιτέχνη, φιγουράρουν οι σοβαροί, πρόθυμοι βοηθοί του που κρατούν το σεντόνι εν είδει φόντου, και εκείνες που απεικονίζουν ομαδικές σκηνές δουλειάς ή γλεντιού, αλλά και τελετές, σχολικές ή θρησκευτικές γιορτές. «Εκείνη την εποχή», λέει ο ίδιος, «φωτογράφισα πάρα πολύ κόσμο, όλους τους Ζαγοριανούς!
Με προτιμούσαν. Ισως επειδή ξέραν τη ζωή μου, ότι ήμουν ταλαίπωρος, και το βλεπαν σαν να μου δίνουν ένα βοήθημα. Αμα ήταν μια παρέα, πέντ΄ έξι, ας πούμε, έλεγα εγώ: "Εξι φωτογραφίες στη μισή τιμή". Φωτογράφισα λοιπόν στη Ζαγορά, Αϊ-Γιώργη και Σωτήρα, αλλά και στο Πουρί. Ο ξάδερφός μου είχε τους άλλους δύο μαχαλάδες της Ζαγοράς, την Αγία Κυριακή και την Περαχώρα. Αλλά αυτός ήταν αριστοτέχνης, καλλιτέχνης, ενώ εγώ ήμουν ο πλανόδιος.
Μ΄ όλα ταύτα με προτιμούσαν. Πήγαινα και στο Χορευτό όταν κάναν μπάνιο κι έβγαλα και κοπέλες, νοσοκόμες, γιατρίνες που ήθελαν μια φωτογραφία με το μαγιό. Και γίνηκαν τόσο ωραίες που τις έβαλε και το Ντομινό. Τόσο πολύ ωραίες. Και άλλη μια κοπέλα την έβγαλα μέσα σε πατάτες, στο λουλούδιασμά τους, και μ΄ αυτή τη φωτογραφία παντρεύτηκε. Ζαγοριανή είναι, ζει στο Βόλο. Την έβαλα λοιπόν καταμεσής στα λουλούδια και την έβγαλα φωτογραφία.
Ηταν πολύ όμορφη στη φωτογραφία και μ΄ αυτή ξεγέλασε τον άντρα της! Γιατί ώσπου να γνωριστούν αυτή έστειλε τη φωτογραφία. Ε, μόλις την είδε αυτός, πέταξε. Ναι, δεν είναι ψέμα. Εχει περιπέτεια η ζωή!».
Το ύφος και το ήθος ενός σπουδαίου λαϊκού καλλιτέχνη, μιας ιδιαίτερα προικισμένης ψυχής, ξεπηδάει από κάθε κουβέντα του Ρούσση. «Τ΄ όνειρό μου ήταν να βρω ένα κορίτσι, να το αγαπήσω. Μα έφυγε τ΄ όνειρο. Ηταν τόση η πείνα και τόσες οι δυστυχίες, τόσες οι μπόρες που με δέρναν, που όλα έσβηναν μες στο μυαλό μου. Αν το καλοσκεφτείς, ένα πέρασμα είναι η ζωή! Τώρα φύγαν τα χρόνια. Από τότε που γεννήθηκα, τι τράβηξα, τι έφτιαξα. Και σκέφτομαι μόνο να ΄μαι γερός. Και παρακαλώ να ΄ρθει ένας θάνατος, πώς να σ΄ το πω, ακαριαίος. Να κοιμηθώ αποβραδίς και το πρωί να ΄μαι πεθαμένος. Αυτό είναι τώρα στο μυαλό μου».
Ο Κώστας Ρούσσης διέσωσε για λογαριασμό μας έναν ολόκληρο θησαυρό προσώπων, στάσεων, βλεμμάτων και χειρονομιών- συνολικά 4.000 πόζες. Με αντίτιμο μηδαμινό, αν σκεφτεί κανείς ότι το έκανε μόνο και μόνο «για να βγάλει το ψωμί του, να πάρει μια δεκάρα». Είναι σαν να τον βλέπουμε ακόμη τώρα- σαν άλλο Θεόφιλονα οργώνει ακούραστα το Πήλιο, να απλώνει το ήμερο βλέμμα του στο τοπίο και να εντοπίζει το μέρος όπου θα στήσει τη μηχανή του. Εκεί θα πάρουν θέση οι χωριανοί για τη φωτογράφιση. Λίγο πιο αριστερά ο φακός, λίγο πιο πάνω. Ακίνητοι! Μόνο ένας αυθεντικός ναΐφ, ένας τοπικός φωτογράφος χωρίς καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, μόνο κάποιος που μεγάλωσε στη φύση με τα παραμύθια των παλιών, κάποιος αλαφροΐσκιωτος και «νεραϊδοπαρμένος» θα μπορούσε να ρίξει στο φωτογραφικό χαρτί ατόφια την ανθρώπινη ψυχή και τα βάσανά της. Μόνο ένας τέτοιος καλλιτέχνης θα μπορούσε να δώσει το άρτιο αποτέλεσμα με το οποίο πλούτισε το συλλογικό βλέμμα μας ο Ρούσσης.







κείμενο: Δημήτρης Χουλιαράκης,








"Εικόνες που δονούν και εικόνες που πονούν"

κείμενο Δημοσθένης Κούρτοβικ,  εφμ "Τα Νέα" 21.2.2009, (αναδημοσίευση)

'Εχω γράψει  επανειλημμένα ότι οι φωτογραφίες που απαθανατίζουν τη ζωή περασμένων εποχών δεν είναι απλώς ντοκουμέντα. Αποτελούν από μόνες τους ιστορικές και κοινωνιολογικές μελέτες. Θυμάμαι αυτό που είχε πει κάποτε μια από τις κόρες του Μίμη Φωτόπουλου για τη φουρνιά των μεγάλων ηθοποιών που συγκινούν ώς σήμερα στις ελληνικές κωμωδίες του ΄50 και του ΄60: ότι οι χειρονομίες και τα λόγια τους είχαν παρελθόν, κουβαλούσαν τη μνήμη της ζωής πολλών γενεών. Κάτι τέτοιο αισθανόμαστε και όταν σπουδάζουμε τις φωτογραφίες του Κώστα Ρούσση. ΄Οσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από εκείνη την εποχή και από το ήθος των ανθρώπων της, αποτυπωμένο στις ατομικές μορφές και τις ομαδικές ασχολίες τους, τόσο καθαρότερα μπορούμε να δούμε και να κατανοήσουμε αυτό που έχει πια χαθεί για πάντα. Ένα ιδιαίτερα συγκινητικό χαρακτηριστικό στις φωτογραφίες ταυτότητας και διαβατηρίου που έβγαζε στο ύπαιθρο ο Ρούσσης είναι το άσπρο σεντόνι που φαίνονται να κρατούν κάποιοι σαν φόντο πίσω από το φωτογραφούμενο πρόσωπο: εδώ, η ίδια η πράξη της φωτογράφησης συμμετέχει στο θέμα της φωτογραφίας, γίνεται κι αυτή μια χειρονομία που διηγείται τη δική της ιστορία για τον κόσμο απ΄ όπου ξεπήδησε.










Η περιπέτεια ενός λευκώματος

Περιοδικό "Κ" Δεκ.2008, (αναδημοσίευση)

Η διαδικασία έκδοσης του λευκώματος με τις φωτογραφίες του Κώστα Ρούσση ξεκίνησε από τον σκηνοθέτη Φίλιππο Κουτσαφτή, στον οποίο είχε περιέλθει το αρχείο του φωτογράφου. Ο κ. Κουτσαφτής μπήκε σε αυτή την «περιπέτεια» και στην πορεία βρήκε και άλλους συνοδοιπόρους: τη ζωγράφο Ευφροσύνη Δοξιάδη, τον διευθυντή της Νέας Εστίας Σταύρο Ζουμπουλάκη, την κοινωνιολόγο Αλεξάνδρα Σιώτου και την εκδότρια του Καλειδοσκοπίου Αλέξα Αποστολάκη. Στην πορεία, έγιναν φίλοι.

«Δεν χρειάστηκε να με πείσουν. Τη στιγμή που είδα τις φωτογραφίες υπέκυψα στη γοητεία τους. Ήταν μια πρόκληση για μένα. Όπως ένα καλειδοσκόπιο φανερώνει την ομορφιά των πραγμάτων, έτσι και ο φακός του Κώστα Ρούσση αποκαλύπτει το ύφος και το ήθος μιας ολόκληρης εποχής, κληροδοτώντας μας ένα μοναδικό θησαυρό μνήμης», λέει η κ. Αποστολάκη.

«Καταγόμαστε από την ίδια περιοχή και τον θυμάμαι με τη μηχανή», αναφέρει ο κ. Κουτσαφτής. «Το λεύκωμα αυτό έχει μεγάλη αξία όχι μόνο γιατί σχετίζεται με την παιδική μου ηλικία, αλλά γιατί αποτυπώνει το μεταίχμιο της αλλαγής των δύο κόσμων: του παλιού κόσμου που σιγά σιγά χανόταν, το τέλος δηλαδή της γεωργικής περιόδου και την αρχή του καινούργιου με τη μηχανική καλλιέργεια. Η Ζαγορά βρίσκεται πίσω από το βουνό -αυτό σημαίνει στα σλαβικά και το όνομα της- και όλα ήρθαν σε εμάς με καθυστέρηση. Ο κ. Κώστας ήταν ο τελευταίος άνθρωπος του χωριού, οικονομικά και κοινωνικά, αλλά είχε μια τεράστια αγάπη για τον άνθρωπο. Πήρα την πρωτοβουλία να τον βοηθήσω γιατί είναι λίγο πολύ σαν το κληρονομικό δίκαιο: κάνω και εγώ αυτή τη δουλειά, άρα έχω υποχρέωση να τον βοηθήσω να βγει η δουλειά του. Επιπλέον, κάθε φορά που βλέπω αυτές τις φωτογραφίες αισθάνομαι δέος για τα πολλά επίπεδα ανάγνωσης, για τη δική του αισθητική πληρότητα και την ευγένεια του βλέμματος των ανθρώπων....




 Κάναμε μόνο τις απαραίτητες τεχνικές παρεμβάσεις στις φωτογραφίες του. Δεν έγινε ρετούς. Η υγρασία επέφερε σε κάποιες μια αλλοίωση, που ήρθε σαν θεά Τύχη να βάλει πάνω στις εικόνες ένα σύννεφο, αλλού ένα φωτοστέφανο, αλλού σκιές. Ένα στοιχείο που γίνεται έντονο στις φωτογραφίες αυτές είναι και η έννοια της κοινότητας. Παίρνουμε πολλές πληροφορίες για τις συλλογικές δραστηριότητες της κοινότητας, πρακτικές που σήμερα έχουν χαθεί. Με ένα κλικ το παρελθόν έγινε παρόν. Πρόκειται για ιστορικό ντοκουμέντο».

«Είμαι υπερήφανη που συμμετέχω σε αυτή την προσπάθεια», λέει η κ. Δοξιάδη. «Με τη μικρή του μηχανή διέσωσε την αλήθεια μιας εποχής. Οι φωτογραφίες του θυμίζουν έντονα εικόνες αρχαίας εικονογραφίας αλλά και σκηνές από τη ζωγραφική του Μόραλη, ιδιαίτερα την ενότητα έργων Έπιθαλάμια". Πρόκειται για έναν καθαρό άνθρωπο, μοναδικό, μια αγνή ψυχή. Και αυτό αποτυπώθηκε στον τρόπο που είδε τους ανθρώπους. Ένας άνθρωπος ανώνυμος που αιχμαλώτισε με το φακό του μια Ελλάδα που χάθηκε για πάντα. θα τον σκέφτομαι πάντα σαν μια μοναχική μορφή να περιπλανιέται στις κορυφές της Ζαγοράς, σαν άλλος Θεόφιλος, κρατώντας στην αγκαλιά του αυτή τη μικρή κιβωτό, με όλα τα πρόσωπα των συγχωριανών του μεσάτης».





επιμέλεια αφιερώματος: J.Eco













Ο Κώστας Ρούσσης μας αφηγείται τη ζωή του, από εκπομπή της ΕΡΤ