Ευσταθόπουλος Στέλιος

05 Αυγούστου 2015



Η τραχιά ποίηση της πόλης
'Αρθρο του Ηρακλή Παπαϊωάννου, Επιμελητή Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, (αναδημοσίευση)

Η φωτογραφία δρόμου συνιστά μια μεγάλη παράδοση που ήρθε στο προσκήνιο το μεσοπόλεμο χάρη στο μοναδικό βλέμμα δημιουργών όπως ο André Kertesz και ο Henri Cartier-Bresson. Οι διακεκριμένοι διάκονοι του είδους υπήρξαν συνήθως πλάνητες των ηπείρων, ανιχνεύοντας την ανθρώπινη συνθήκη πέρα από σύνορα.
Σημαντικός πόλος έμφασης ήταν η επιταχυνόμενη ζωή της μητρόπολης που μεταλλάσσονταν διαρκώς χάρη στην αστραφτερή νεωτερικότητα (καθόλου παράδοξα το είδος άνθησε ιδιαίτερα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, ενώ ο William Klein έκανε επίσης λευκώματα για τη Μόσχα, το Τόκιο και τη Ρώμη). Μεταπολεμικά, η φωτογραφία δρόμου έγινε πλατύ ρεύμα που συνδέθηκε με την ανθρωπιστική φωτογραφία.
Στην Ελλάδα υπήρξε δημοφιλής μεταπολιτευτικά για αρκετά χρόνια, σταδιακά όμως υποχώρησε καθώς πολλοί φωτογράφοι στράφηκαν σε πιο σύγχρονες τάσεις και προβληματισμούς. Για ποιο λόγο τότε επέστρεψε στο δρόμο ο Στέλιος Ευσταθόπουλος, αφήνοντας εδώ και δυο χρόνια τη μηχανή στενωπής και τις εικόνες που περιέγραφαν τον κόσμο ως παράξενο θέατρο σκιών;
Έχει κάποιο νόημα μια νέα διαπραγμάτευση του πεζοδρομίου, με έμφαση στο τρίγωνο Ομόνοια, Σύνταγμα και Θησείο την εποχή της ταχύτητας των οπτικών ινών και της εκτεταμένης ιδιωτείας; Μια απάντηση είναι πως ακόμη κι αν η ίδια η φωτογραφία δρόμου παρέμενε στάσιμη, αισθητικά και εννοιακά, μεταλλάσσεται διαρκώς η πρώτη ύλη της, δηλαδή η κοινωνική πραγματικότητα. Με τα λόγια του ποιητή:
"Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε
Αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους".



Αναρωτιέται κανείς, είχε πριν από δέκα χρόνια το κέντρο της Αθήνας την ίδια ανθρωπογεωγραφία; Υπήρχε τέτοια οξεία αντίθεση ανάμεσα στην εξαθλίωση και την επίδειξη πλούτου; Παρότι η εγχώρια φωτογραφία παρακολουθεί πλέον εγγύτερα τις διεθνείς μόδες, το διεισδυτικό βλέμμα στο επίπεδο του δρόμου δεν έχασε ποτέ ουσιαστικά την επικαιρότητά του καθώς αποκαλύπτει μέρος από τα σωθικά της χώρας, σε μια περίοδο μάλιστα πλέον που οι κοινωνικές συνθήκες επιδεινώνονται. Η προσέγγιση του Ευσταθόπουλου αξιοποιεί την κλασική ευρυγώνια ματιά που τονίζει το πρώτο πλάνο και το φέρνει συχνά σε ευρηματικό διάλογο με στοιχεία του δεύτερου. Οδηγεί έτσι τις εικόνες στην κόψη ανάμεσα στην αμεσότητα του ντοκουμέντου και την έντεχνη διαχείριση της στιγμής. Η επιλογή του ασπρόμαυρου αφαιρεί τη ζωηράδα του χρώματος προσγειώνοντας κάθε σκηνή στο μέτρο της πεζής καθημερινότητας.



Σε μερικές περιπτώσεις οι μαύροι τόνοι και οι βαθιές σκιές σκουραίνουν δυσοίωνα το οπτικό πεδίο. Η αυστηρή γεωμετρία της πόλης διαταράσσεται κάποιες φορές από παραμορφώσεις ή την κλίση του κάδρου. Τι θα προσέφερε όμως εδώ η ορθομετωπική στάση με την ψευδαίσθηση αντικειμενικότητας που τη διακρίνει; Το φαινομενικά εκτός ισορροπίας βλέμμα απορροφά πιθανόν τις ατέλειες της στιγμιαίας λήψης. Αποδίδει όμως εύγλωττα την ασύμμετρη, συχνά κεραυνοβολημένη, πραγματικότητα.
Ο Garry Winogrand υπήρξε κατεξοχήν ο φωτογράφος που αντιμετώπισε τη λεωφόρο της αμερικανικής μεγαλούπολης ως θέατρο του παραλόγου όπου εκδηλώνονται τυχαίες, εφήμερες πράξεις και σκηνές τις οποίες κατέγραφε καταιγιστικά, παίζοντας ζάρια με το ασυνείδητο. Ο Ευσταθόπουλος ελέγχει περισσότερο τα ωμά δεδομένα των δρόμων του αθηναϊκού κέντρου, χωρίς όμως ωραιοποιήσεις: οι τσακισμένες μορφές, τα κουρασμένα σώματα στις εικόνες του φανερώνουν πόσο βαραίνει πια η πόλη στα κορμιά των ανθρώπων· τα άναρχα συνθήματα, οι σκισμένες αφίσες, τα λιωμένα και βρώμικα πεζοδρόμια συστήνουν ένα συχνά παρακμιακό περιβάλλον, κορεσμένο σε δυσανάγνωστη, μεταχειρισμένη πληροφορία.



Οι πιο περίπλοκες φωτογραφίες περιέχουν επεισόδια που εξελίσσονται παράλληλα στο ίδιο κάδρο: σε μια από αυτές, πίσω από μια γυναίκα απορροφημένη με το κινητό της, δυο αγόρια κάνουν νταηλίκια μεταξύ τους· δίπλα τους δυο γυναίκες κοντοστέκονται καθώς μια άλλη παρακολουθεί τη σκηνή από τη βιτρίνα του μαγαζιού της. Σε μια άλλη ένα λευκό, χτυπημένο αυτοκίνητο λάμπει σε ένα αυστηρό πλαίσιο γραμμών στο οποίο ένα παιδί σκεπάζει το πρόσωπό του, ένα άδειο καροτσάκι χάσκει, μια περαστική γυναίκα βαδίζει ανάμεσα σε σκιές, σκουπίδια, συνθήματα. Μια πλάγια ματιά εντοπίζει, στο περιθώριο της στρατιωτικής παρέλασης, μια γυναίκα να κάθεται στην άκρη του δρόμου, το στόμα σκεπασμένο, το βλέμμα στηλωμένο αλλού. Αρκετοί άνθρωποι μοιάζουν να βρίσκονται αλλού, μετέωροι ανάμεσα στα δεσμά της προσωπικής και της συλλογικής μοίρας, σαν ασυγχρόνιστοι κομπάρσοι που αυτοσχεδιάζουν ενώ ο λαμπρός προβολέας διασχίζει αργά τον ουρανό.....
Κάποιοι πορεύονται σκυφτοί, με όψη αγριμιού· άλλοι καλύπτονται από στύλους ή πινακίδες σε ένα δημόσιο χώρο που κατακερματίζει επίμονα την ακεραιότητα των πραγμάτων. Παρούσα βέβαια και η έκπληξη, ως νεαρή κοπέλα που στρίβοντας έρχεται αντιμέτωπη με το ανοιχτό στόμα ενός γύψινου λιονταριού, υπό το βλέμμα άλλων αρσενικών. Σε μια ιδιαίτερη φωτογραφία μια ομάδα, αντρών κυρίως με κοστούμια, απομακρύνεται από μια τράπεζα και διασταυρώνεται με έναν τυφλό, ενώ στο βάθος διακρίνεται μια κάμερα κλειστού κυκλώματος. Η φυσική όραση συναντά την ανεστραμμένη προς τα μέσα ματιά και τον ψυχρό, κλιμακούμενο μηχανισμό παρακολούθησης σε ένα γόρδιο δεσμό όπου πλέκονται μαζί το εσωτερικό, το καθημερινό, το τεχνολογικό, το πολιτικό βλέμμα. Η περιπλάνηση του Ευσταθόπουλου στο αθηναϊκό κέντρο προσφέρει πληθώρα αιχμηρών θραυσμάτων από το ανοικτό εργαστήριο του δρόμου: την ηλικιωμένη γυναίκα με το αρκουδάκι στο καρότσι· το νεαρό ζευγάρι με το τηλεκοντρόλ στο χέρι που μας χαμογελά από τη διαφήμιση ενώ στο πεζοδρόμιο ένας νέος κουλουριάζεται σε βουβή απόγνωση· τη γυναίκα που ανασύρει από τα σκουπίδια ένα κάδρο με την εικόνα του Χριστού· τα πόδια που προσπερνούν βιαστικά έναν άντρα πεσμένο στα τέσσερα.
Παρακολουθεί ακόμη απλούς ανθρώπους και απόκληρους κάθε λογής να εισπράττουν την αγριάδα του πεζοδρομίου, καθώς παράλληλα συμπλέκονται με τις πολυτελείς βιτρίνες, την κυνική ευμάρεια των διαφημίσεων, τον εισαγόμενο prêt-à-porter πολιτισμό.
Οι άνθρωποι έχουν συχνά έκφραση ενόχλησης ακόμη κι όταν το περιβάλλον δεν φέρει ίχνη υποβάθμισης· η απάνθρωπη σύγχρονη πόλη, άλλωστε, με τη δομή τσιμεντένιου λαβύρινθου και την τυρβώδη, χαοτική ατμόσφαιρα γνωρίζει πολλά μονοπάτια για να επιτεθεί.
Η έννοια της απειλής ίσως να εγγράφεται ως πεπρωμένο στην ίδια την περίπλοκη εξέλιξη της πόλης, όπως υποδεικνύουν οι στίχοι ενός παλιού κινεζικού ποιήματος:
"Σαν άγριο ζώο που κάθεται στα πισινά του
Η πόλη περιμένει μπροστά σας."-2



Πέρα από τον σαγηνευτικό αυθορμητισμό του στιγμιότυπου και το προσωπικό βλέμμα του δημιουργού ακρογωνιαίος λίθος της φωτογραφίας δρόμου υπήρξε η πρακτική της ανύποπτης λήψης. Μιας λήψης που έγινε δυνατή στα τέλη του 19ου αιώνα χάρη στις μηχανές χειρός και τις γρήγορες εμουλσιόν που απελευθέρωσαν το σώμα του φωτογράφου, για να ακολουθήσουν οι κρυμμένες ντετέκτιβ κάμερες. Ο πρωτοπόρος του είδους Paul Martin κατέγραψε καθημερινές σκηνές των δρόμων του Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα με μια κάμερα μεταμφιεσμένη σε βαλιτσάκι με δερμάτινους ιμάντες και χειρολαβή. Η ηθική νομιμοποίηση της ανύποπτης λήψης βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο ζωηρών συζητήσεων καθώς οι φωτογράφοι συνηθίζουν ακόμη να αποσπούν χωρίς συναίνεση την εικόνα του πιο ευάλωτου κομματιού της κοινωνίας, εκείνου ακριβώς από το οποίο έχουν ήδη αποσπαστεί πολύ περισσότερα από την εικόνα. Την ίδια στιγμή στα ανώτερα στρώματα η άμυνα κρατά καλά, διατηρείται το προνόμιο να μένει κανείς αθέατος μέσα από φυσικά και νομικά όρια. Έτσι, η φωτογραφία δρόμου σε μια εποχή διευρυμένης καχυποψίας δεν έχει αποβάλει το ταξικό της πρόσημο, παρότι στο δίχτυ της αλιεύονται ενίοτε τυχαία δείγματα του κοινωνικού σώματος.



Είναι αλήθεια ότι χωρίς την ανύποπτη λήψη αποδίδονται λιγότερο αντιπροσωπευτικά οι λεωφόροι, τα σοκάκια, τα αδιέξοδα μιας κοινωνίας. Το δίλημμα λοιπόν είναι: προτιμά κανείς μια αμφιλεγόμενη πρακτική που αψηφά το δικαίωμα αυτοδιάθεσης ή ένα κενό εικόνων από την καθημερινή δημόσια ζωή; Μήπως ένα τέτοιο κενό βοηθά να ανεβούν οι στροφές στην κρεατομηχανή που λέγεται σύγχρονη πόλη; Μπορεί να σωθεί ένα (φωτογραφικό) σκίρτημα αυθορμητισμού σε ένα κόσμο ελεγχόμενο όλο και πιο πολύ από άκαμπτους κανόνες και στημένες πόζες; Αναμφίβολα, η εσωτερική, καλλιτεχνική ανάγκη δεν μπορεί πλέον να λειτουργεί αυτόκλητα ως μαμή εικόνων ανεξάρτητα από τη βούληση των πρωταγωνιστών τους. Πολλά κρίνονται από τη στάση του ίδιου του φωτογράφου: επιλέγει να λειτουργεί ως ιδιοτελής, αθόρυβος κεφαλοκυνηγός ή ως συνειδητός δημιουργός που σταθμίζει μόνος του το μέτρο της στοιχειώδους ιδιωτικότητας που υφίσταται ακόμη και στο δημόσιο χώρο; Ενδιαφέρεται να συμβάλει σε μια συλλογική αυτοσυνειδησία εμπλουτίζοντας, παρά τα εμπόδια, τη φωτογραφία δρόμου με παραστάσεις που διατρέχουν όλο το κοινωνικό φάσμα; Ενδιαφέρεται για μια αντιπροσωπευτική, πέρα από τον μανδύα του ρεαλισμού, αναπαράσταση ή ικανοποιείται με τη συλλογή εικόνων από τους πιο αδύναμους να υπερασπιστούν την εικόνα τους;
Σε κάθε περίπτωση, αν οι καθημερινοί άνθρωποι είναι η πρώτη ύλη των φωτογραφιών του ο Ευσταθόπουλος δεν φαίνεται να αποδέχεται αβασάνιστα την ακούσια αυτή παραχώρηση, ούτε ενδίδει στην άγρα εύκολων εντυπώσεων: αποφεύγει τα κραυγαλέα θέματα που απαιτούν βαθιά, συντεταγμένη έρευνα (όπως οι μετανάστες, η εμπορία ναρκωτικών, η πορνεία) και σκιαγραφεί το πνεύμα μιας Αθήνας αναστατωμένης εξωτερικά, διαβρωμένης εσωτερικά. Κι αν η φωτογραφία δρόμου κάποιες φορές δεν αποφεύγει να τυποποιεί ή να εξευγενίζει την ωμότητα των πραγμάτων, η επισκόπηση του Ευσταθόπουλου στις καλές της στιγμές συνιστά μια τραχιά ποίηση που μετεωρίζεται ανάμεσα στη σκληρότητα, την αδιαφορία και τη λανθάνουσα τρυφερότητα. Η θέση του, ασυνείδητα έστω, είναι σαφής: τα κάδρα του σπάνια έχουν ανοικτούς ορίζοντες, κενούς χώρους· όλα δείχνουν ασφυκτικά, χωρίς ορατή διέξοδο. Είναι ένα πορτραίτο του εξαρθρωμένου κέντρου μιας πόλης (ή μιας χώρας) που φανερώνει θεμελιακή έλλειψη συνοχής και αντιστέκεται σε κάθε λογική απόπειρα ερμηνείας.

1.Μανώλης Αναγνωστάκης "αυτοί δεν είναι δρόμοι"
2.Yuan Chouei – "P'ai", Η Πόλη

πηγή: steliosefstathopoulos.blogspot.com