Gilbert Garcin

06 Αυγούστου 2015



Ο Garcin γεννήθηκε το 1929 στο La Ciotat, κοντά στη Μασσαλία. Μετά την αποφοίτησή του στα Οικονομικά, διοικεί μια εταιρεία που ειδικεύεται στον φωτισμό διαμερισμάτων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990,  όταν πια βγήκε στη σύνταξη, έγινε ένας παθιασμένος φωτογράφος.  Κερδίζει βραβείο φωτογραφίας, το οποίο του επέτρεψε να παρακολουθήσει μαθήματα σε σχολή φωτογραφίας όπου δίδασκαν οι φωτογράφοι Pascal Dolémieux, Michel Séméniako και Arnaud Claass, στο πλαίσιο των Rencontres Internationales στην Arles. 'Ετσι ο Garcin ήρθε σε επαφή με την τέχνη του φωτομοντάζ....

 Η ζωή για τον Ζιλμπέρ Γκαρσέν άρχισε στα 65, όταν πήρε σύνταξη, έκλεισε πίσω του την πόρτα του εργοστασίου κατασκευής λαμπτήρων, του οποίου ήταν ιδιοκτήτης στη Μασσαλία,  πήρε μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια του και ξεκίνησε το ταξίδι του... Ως τότε οι φωτογραφίες που τραβούσε ήταν βαρετές και με θεματολογία πολύ τετριμμένη. Οταν όμως άρχισε να ασχολείται πιο σοβαρά με το χόμπι του στράφηκε σε απεικονίσεις που θύμιζαν νεκρές φύσεις. Και επειδή είχε άπλετο χρόνο στη διάθεσή του άρχισε να στέλνει δείγματα της δουλειάς του σε αρμοδίους για να την εκτιμήσουν. Τζίφος. Τα σχόλια δεν ήταν θετικά. Εδώ φάνηκε για πρώτη φορά το πλεονέκτημα της ηλικίας του: «Αν ήμουν 18, θα τα είχα παρατήσει. Ημουν όμως 65 και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να απογοητευτεί» εξηγεί. Χωρίς να το βάλει κάτω – δεν είχε άλλωστε και τίποτε να χάσει – αποφάσισε να συμμετάσχει σε έναν διαγωνισμό φωτογραφίας στη Νότια Γαλλία.





Ο Γκαρσέν απέσπασε το πρώτο βραβείο και μαζί με την τονωτική ένεση αυτοπεποίθησης για τις ικανότητές του κέρδισε τη συμμετοχή του σε ένα εβδομαδιαίας διάρκειας workshop φωτογραφίας, με δάσκαλο τον Πασκάλ Ντολεμιέ. Στο πλευρό του σημαντικού γάλλου φωτογράφου ο Γκαρσέν έμαθε τα μυστικά του φωτογραφικού κολάζ. Συνεπαρμένος από τον θαυμαστό κόσμο των μη συμβατικών φωτογραφικών τεχνικών άφησε πίσω του μια για πάντα τις νεκρές φύσεις. Ανέπτυξε μια προσωπική τεχνική, εξαιρετικά απλή στη σύλληψη και στην εκτέλεσή της, ίσως και για αυτόν ακριβώς τον λόγο αφοπλιστική ως προς την αμεσότητα του οπτικού αποτελέσματος που προσφέρει. Ξεχάστε τα εκλεπτυσμένα προγράμματα ψηφιακής επεξεργασίας εικόνας. Θυμηθείτε τις πρώτες ύλες της χειροτεχνίας που χρησιμοποιούσαμε ως παιδιά: ψαλίδι, σπάγκο, σύρμα, κόλλα, ακόμη και άμμο από την κοντινή παραλία. Και στη μέση ο Ζιλμπέρ Γκαρσέν αυτοπροσώπως. «Αρχικά ζωγραφίζω τη φωτογραφία όπως τη φαντάζομαι στο μυαλό μου. Μετά πηγαίνω στην ταράτσα του σπιτιού μου, στη Μασσαλία, και ποζάρω. Φωτογραφίζω τον εαυτό μου και μετά εμφανίζω τη φωτογραφία έτσι ώστε η φιγούρα μου να έχει ύψος 15 εκατοστών. Την κόβω με ένα ψαλίδι και με ένα σύρμα την τοποθετώ σε ένα τοπίο με άμμο που έχω φέρει από τη θάλασσα, για παράδειγμα. Ολοι νομίζουν ότι χρησιμοποιώ την τελευταία τεχνολογία στις φωτογραφίες μου. Στην πραγματικότητα η τεχνική μου είναι πολύ απλή. Τόσο απλή που κανείς δεν σκέφτεται να τη χρησιμοποιήσει. Δεν κάνω κολάζ, τοποθετώ αληθινά αντικείμενα όπως πέτρες ή λάσπη. Το βάθος πεδίου και οι σκιές είναι πραγματικά και όχι οφθαλμαπάτη» εξηγεί ο Γκαρσέν για το πώς καινοτόμησε σε ένα κατά βάση κορεσμένο εικαστικό μέσο.


 Στον μικροσκοπικό κόσμο του Γκαρσέν, στο «μικρό αυτό εσωτερικό θέατρο», τα έργα που διαδραματίζονται έχουν πάντα κοινό πυρήνα. Θα μπορούσε να συνοψιστεί ως «ο παραλογισμός της ανθρώπινης ύπαρξης», μέσα από «μικρές ιστορίες που ανακυκλώνουν προσωπικές ήττες και αποτυχίες». Ο Γκαρσέν τοποθετεί τη μικρή, χάρτινη φιγούρα του, έναν σοβαρό ασπρομάλλη κύριο ο οποίος φορά πάντα «το παλτό του πεθερού μου» σε ερήμους, λαβύρινθους και λοιπούς χώρους μεταφυσικών διαστάσεων, και καταφέρνει να μεταφέρει το αναπόφευκτο της μοναξιάς, της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης: «Οπως πολλοί άνθρωποι, πάντα είχα την αίσθηση ότι η ζωή είναι μια κωμωδία και ότι είμαστε εδώ για να παίξουμε έναν ρόλο». Οπως σπεύδει όμως να διευκρινίσει, οι φωτογραφίες του δεν αποτελούν τις ψηφίδες της αυτοβιογραφίας του. «Βρίσκομαι στο κάδρο από ανάγκη. Δεν υπάρχει αυτοβιογραφική διάθεση στο έργο μου. Ούτε προσπαθώ να περάσω κάποιο μήνυμα. Δεν λέω "έτσι έχουν τα πράγματα" αλλά μάλλον "έτσι τα αισθάνομαι". Απλώς νιώθω μια βαθιά ανάγκη να επικοινωνήσω με τον κόσμο γύρω μου».
Και ο κόσμος λαμβάνει το μήνυμα και ταυτίζεται με τον μοναχικό κύριο, τον ανώνυμο ήρωα του Γκαρσέν, τον συνηθισμένο αυτόν άνθρωπο, τον «Monsieur Tout Le Monde», όπως τον έχει βαπτίσει, ή «Κύριο Καθένα». Θα μπορούσε να είναι ένας μακρινός συγγενής του μεσιέ Υλό, του Ζακ Τατί, ο οποίος αντιμετωπίζει τη ζωή με τις εκπλήξεις της, τις ματαιότητες και ακυρώσεις της με μια σκωπτική διάθεση, πάντα μόνος, χωρίς όμως να χάνει ποτέ το χιούμορ του. «Το χιούμορ είναι απαραίτητο και πρέπει να είναι ευδιάκριτο ευθύς εξαρχής για να έρχεται ο θεατής σε επαφή με το αντικείμενο των φωτογραφιών μου. Αλλιώς το αποτέλεσμα θα ήταν πομπώδες, ή σοβαροφανές» συνεχίζει ο Γκαρσέν.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι, δεδομένης και της κινηματογραφικότητας των συνθέσεών του, το ύφος της δουλειάς του Γκαρσέν έχει παραλληλιστεί με αυτό του Τσάρλι Τσάπλιν, του Γούντι Αλεν και του συμπατριώτη του Ζορζ Μελιές. Ο ίδιος ο Γκαρσέν πάντως συνειδητά έχει επηρεαστεί από τον συγγραφέα της αστυνομικής λογοτεχνίας Ζορζ Σιμενόν και τον σκιτσογράφο Ερζέ, τουλάχιστον ως προς το αμετάβλητο της ηλικίας του πρωταγωνιστή του. Ο «Monsieur Tout Le Monde» είναι σταθερά 65 ετών. «Ο λόγος που χρησιμοποιώ "το ίδιο κεφάλι" εδώ και χρόνια είναι επειδή θέλω να υπάρχει συνέχεια στο έργο μου. Να έχω έναν ήρωα σαν τον επιθεωρητή Μεγκρέ του Σιμενόν ή τον Τεν Τεν του Ερζέ. Πρέπει να είσαι ειδικός για να ξέρεις ποια έργα τους είναι τα πρώιμα και ποια τα ύστερα». Σήμερα ο 80χρονος πλέον Γκαρσέν εκθέτει τη δουλειά του στη Γαλλία και στον υπόλοιπο κόσμο και δημιουργεί ακούραστα κατά μέσον όρο τέσσερα κάδρα την εβδομάδα. «Οι φίλοι μου πιστεύουν ότι βιάζομαι πολύ. Ομως δεν έχω επιλογή. Ξέρετε, δεν έχω 50 χρόνια μπροστά μου...».



κείμενο:  Μαριλένα Αστραπέλου, BHMagazino, 2009 - (αναδημοσίευση)























https://vimeo.com/67518227