Πώς διαμορφώνεται το τοπίο της Kαλλιτεχνικής Φωτογραφίας στην Ελλάδα σήμερα;
του Kωστή Aντωνιάδη
Είναι δύσκολο ή μάλλον άδικο να επιχειρεί κανείς αυτή την εποχή απολογισμούς για την καλλιτεχνική φωτογραφία στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι φωτογράφοι της παλαιότερης γενιάς, εξουθενωμένοι οικονομικά από την κρίση, φαίνεται να έχουν αδρανοποιηθεί. Και ενώ αυτοί περιμένουν καλύτερες ημέρες, εκατοντάδες χιλιάδες φωτογράφοι σε όλο το κόσμο σπουδάζουν, εργάζονται καθημερινά και παράγουν αδιάκοπα καινούργια έργα. Απέναντι σ’ αυτούς στέκονται σήμερα οι έλληνες φωτογράφοι.
Ελάχιστες καινούργιες εργασίες παράγονται και ακόμα πιο λίγες είναι
αυτές που καταλήγουν να τυπωθούν και να παρουσιασθούν σε κάποια έκθεση.
Από την άλλη μεριά οι νεώτεροι σε ηλικία φωτογράφοι – που οι
περισσότεροι έχουν σπουδάσει φωτογραφία - εκδηλώνουν συνήθως ένα
πρόσκαιρο ενδιαφέρον για την καλλιτεχνική φωτογραφία και σύντομα
χάνονται σ’ ένα θολό επαγγελματικό τοπίο με ελάχιστες ευκαιρίες
απασχόλησης.
Εντούτοις διακρίνει κανείς ένα νέο είδος φωτογράφων –μια γενιά που ουσιαστικά έθρεψε το διαδίκτυο. Ερασιτέχνες και επαγγελματίες φωτογράφοι μοιράζονται τις ίδιες πλατφόρμες παρουσίασης των έργων τους σε αυτό, συνομιλούν, επαινούν και ευχαριστούν ο ένας τον άλλο για τα καλά τους λόγια. Αυτό μπορεί να καλύπτει πλασματικά βασικές ανάγκες κοινωνικής συναναστροφής αλλά δεν προάγει καθόλου τη φωτογραφία. Αντίθετα δημιουργεί παρανοήσεις και σύγχυση. Κυρίως όμως παρασύρει τους φωτογράφους σε μια αδικαιολόγητη βιασύνη. Σαν να μην υπάρχει αύριο, μόλις ολοκληρώσουν μια μικρή συλλογή φωτογραφιών σε κάποιο θέμα επιχειρούν να την δείξουν, ουσιαστικά δηλαδή να την τελειώσουν.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό –και δεν γίνεται - είναι πως η φωτογραφία απαιτεί κάτι παραπάνω από την ανακάλυψη ενός αξιοπερίεργου θέματος ή την επινόηση μιας ιδιόμορφης οπτικής απεικόνισης. Απαιτεί χρόνο, παρατήρηση, αναμονή, κατανόηση, ένα είδος «παράλληλης ζωής» με το θέμα. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει τα σπουδαία έργα της φωτογραφικής τέχνης, και έχει ξεχαστεί από τους φωτογράφους, είναι ο χρόνος της παρατήρησης, ο χρόνος της συμβίωσης του φωτογράφου με το θέμα και την απεικόνισή του.
Χρειάζεται βέβαια και κάποια προετοιμασία: Βιβλία, κινηματογράφος, θέατρο, μουσική, επιστροφή στους φίλους, στις παρέες, στις εκδρομές, ασκήσεις παρατηρητικότητας, και προπαντός όχι βιασύνη. Το φωτογραφικό έργο αν είναι να γεννηθεί θα γεννηθεί μόνο του.
Η ολοκλήρωσή του είναι υπόθεση επιμονής και υπομονής.
Εντούτοις διακρίνει κανείς ένα νέο είδος φωτογράφων –μια γενιά που ουσιαστικά έθρεψε το διαδίκτυο. Ερασιτέχνες και επαγγελματίες φωτογράφοι μοιράζονται τις ίδιες πλατφόρμες παρουσίασης των έργων τους σε αυτό, συνομιλούν, επαινούν και ευχαριστούν ο ένας τον άλλο για τα καλά τους λόγια. Αυτό μπορεί να καλύπτει πλασματικά βασικές ανάγκες κοινωνικής συναναστροφής αλλά δεν προάγει καθόλου τη φωτογραφία. Αντίθετα δημιουργεί παρανοήσεις και σύγχυση. Κυρίως όμως παρασύρει τους φωτογράφους σε μια αδικαιολόγητη βιασύνη. Σαν να μην υπάρχει αύριο, μόλις ολοκληρώσουν μια μικρή συλλογή φωτογραφιών σε κάποιο θέμα επιχειρούν να την δείξουν, ουσιαστικά δηλαδή να την τελειώσουν.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό –και δεν γίνεται - είναι πως η φωτογραφία απαιτεί κάτι παραπάνω από την ανακάλυψη ενός αξιοπερίεργου θέματος ή την επινόηση μιας ιδιόμορφης οπτικής απεικόνισης. Απαιτεί χρόνο, παρατήρηση, αναμονή, κατανόηση, ένα είδος «παράλληλης ζωής» με το θέμα. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει τα σπουδαία έργα της φωτογραφικής τέχνης, και έχει ξεχαστεί από τους φωτογράφους, είναι ο χρόνος της παρατήρησης, ο χρόνος της συμβίωσης του φωτογράφου με το θέμα και την απεικόνισή του.
Χρειάζεται βέβαια και κάποια προετοιμασία: Βιβλία, κινηματογράφος, θέατρο, μουσική, επιστροφή στους φίλους, στις παρέες, στις εκδρομές, ασκήσεις παρατηρητικότητας, και προπαντός όχι βιασύνη. Το φωτογραφικό έργο αν είναι να γεννηθεί θα γεννηθεί μόνο του.
Η ολοκλήρωσή του είναι υπόθεση επιμονής και υπομονής.