Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο John Szarkowski έχει επηρεάσει βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλον την διαμόρφωση της σύγχρονης φωτογραφικής κουλτούρας.
Στις τρεις δεκαετίες που διετέλεσε επιμελητής του φωτογραφικού τμήματος του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Ν.Υ. (MoMA), προώθησε μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη φωτογραφικού μοντερνισμού, μέσω πολυάριθμων εκθέσεων και εκδόσεων.
Τα γραπτά του, εύγλωττα και φλογερά, το αντίθετο του στεγνού ακαδημαϊσμού, είναι ότι καλύτερο έχει γραφτεί πάνω στην φωτογραφία, και παρόλο που κάποιοι μπορεί να διαφωνούν με τις απόψεις του, λίγοι μπορούν να τις αγνοούν.
John Szarkowski
Η θέση του Szarkowski ήταν στην βάση της φορμαλιστική, στηριζόμενη στην ιδέα ότι μια καλή φωτογραφία, κάποια που περιέχει την αρετή που συχνά αποκαλούσε ‘χάρη’, διαθέτει μια ορθότητα που απορρέει από μια εύστοχη και ευτυχή διάταξη των μορφών μέσα στο κάδρο.
Ότι αυτές οι μορφές προέρχονται από τον κόσμο και συνδυάζονται έτσι προκειμένου να σχηματίσουν μια διαφορετική αντίληψη του κόσμου, είναι αυτό που δίνει στην φωτογραφία τις μοναδικές ιδιότητες που έχει σαν οπτικό μέσο.
Επιπλέον ο Szarkowski πίστευε ότι στην παράδοση της φωτογραφίας και στην καλλιτεχνική της κληρονομιά, έχουν συμβάλει όλοι οι φωτογράφοι που μπόρεσαν έστω και για μια φορά να κάνουν μια φωτογραφία που διέθετε την ‘χάρη’, είτε επρόκειτο για ασήμαντους φωτορεπόρτερ ή για άγνωστους ερασιτέχνες.
Είχε μια άποψη για την φωτογραφία που μπορεί να ήταν ελιτίστικη στον φορμαλισμό της αλλά εντελώς δημοκρατική στην εφαρμογή της.
Για τον Szarkowski η φωτογραφία είχα να κάνει κυρίως με την διαδικασία του βλέμματος - “αυτόν τον ολοκληρωτισμό της ματιάς όταν τον αισθάνεσαι με όλο σου το είναι” όπως το έθεσε ο φίλος του Walker Evans.
Στην αιχμή της – στο πάτημα του κλείστρου – αποτελεί μια ενορατική και ενστικτώδη πράξη κάθε άλλο παρά διανοητική. Αποδεχόταν όμως και μάλιστα προέτρεπε τους φωτογράφους, να χρησιμοποιούν τη νοημοσύνη τους όταν επρόκειτο να επιλέξουν και να επεξεργαστούν την δουλειά τους αλλά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα την ενέθεταν και θα την παρουσίαζαν.
Με τέτοιες απόψεις, δεν μας προξενεί κατάπληξη που ο Szarkowski έδειχνε προτίμηση σε ένα είδος που πλησίαζε την φωτογραφία ντοκουμέντο.
Ευνοούσε μια ανόθευτη και για κάποιους ίσως και αναχρονιστική προσέγγιση του μέσου. Η υβριδική και η ‘σύνθετη’ φωτογραφία δεν είχαν μεγάλη τύχη κατά την θητεία του στο MoMA.
Η φωτογραφία που προσπαθούσε να μιμηθεί την ζωγραφική τον άφηνε αδιάφορο.
Κυρίως προώθησε το είδος του ‘υποκειμενικού ντοκουμέντου’ αναδεικνύοντας το έργο μιας εκλεκτής σειράς φωτογράφων: Walker Evans, Dorothea Lang, Andre Kertesz, Brassai,Lee Friedlander, Garry Winogrand, Diane Arbus, William Eggleston, Robert Adams και πάνω από όλους, Eugene Atget.
Έφερε επίσης στο προσκήνιο φωτογράφους μιας ιδιωματικής και ‘αφελούς’ φωτογραφίας, όπως για παράδειγμα αυτή του Jacques-Henri Lartigue. Κατηγορήθηκε συχνά ότι κατασκεύαζε φωτογραφικές διασημότητες.
Πολλοί δεν είδαν με καλό μάτι την αναρρίχηση του Atget από έναν μέτριο, εν πολλοίς άγνωστο εμπορικό φωτογράφο, σε Cezanne της σύγχρονης φωτογραφίας. Η απάντηση του Szarkowski σε όλα αυτά ήταν (κάπως υποκριτικά) ότι το μόνο που έκανε ήταν να αναγνωρίζει την σπουδαιότητα μιας δουλειάς όταν τύχαινε να την συναντήσει. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν καλύτερος σε αυτό από όλους. Η συνηθισμένη του αντίδραση σε όποιον του έδειχνε δουλειά, ήταν να επιλέξει τις φωτογραφίες που νόμιζε πως είχαν κάποια αξία και να πει, “Αυτές είναι καλές, τώρα πήγαινε και κάνε και άλλες σαν αυτές”!
Ήταν ο αγαπημένος κριτικός των φωτογράφων. Ήταν φωτογράφος ο ίδιος και ήξερε τι γυροφέρνει στο μυαλό των φωτογράφων όταν δούλευαν. Πάνω από όλα ήταν αυτή η διορατικότητα που εμπλουτίζει όλα του τα γραπτά. Από τα οποία φυσικά, εξέχουσα θέση στην ιστορία της τέχνης έχουν τα “Looking at Photographs: 100 Pictures From the Collection of the Museum of Modern Art” και “The Photographer’s Eye”.
Προς το τέλος της ζωής του αποφάσισε να εκδώσει ένα βιβλίο με φωτογραφίες που είχε βγάλει πολύ νωρίτερα. Ο ίδιος αντιμετώπιζε με χιούμορ το φωτογραφικό του έργο, λέγοντας πως η φωτογραφική του καριέρα αποτελείτο από μια αρχή και ένα τέλος.
Ο John Szarkowski πέθανε στις 7 Ιουλίου του 2007.