επιμέλεια αφιερώματος: Βόσσος Πέτρος
αποσπάσματα από το βιβλίο: “Αριστοτέλης Σαρρηκώστας, οι αναμνήσεις ενός Έλληνα Φωτορεπόρτερ”, 2006, (αναδημοσίευση)
... Ύστερα από είκοσι μήνες στρατιωτικής θητείας απολύθηκα και η πρώτη μου σκέψη ήταν με ποιο τρόπο θα επέστρεφα στην Αμερική. Άρχισα λοιπόν να αλληλογραφώ με τον εργοστασιάρχη που γνώριζα. Η αλληλογραφία ήταν σε καλό δρόμο και η πρόσκληση θα έρχονταν πολύ σύντομα. Αλλά σε αυτό το σημείο επενέβη η μητέρα μου που δεν ήθελε να ακούσει ότι θα έφευγα πάλι.
Στην προσπάθειά της να με κάνει να μείνω, ρώτησε τον γείτονά μας και πετυχημένο φωτορεπόρτερ, Κλεισθένη Δασκαλάκο, εάν υπήρχε θέση για μένα στη δουλειά. Εκείνος θέλοντας να την ευχαριστήσει της είπε ότι "εάν θέλει ο Αριστοτέλης μπορεί να περάσει από το γραφείο". Το πρωί της άλλης μέρας ήμουν εκεί, στη Άνθιμου Γαζή 9, στην ΕΝΩΣΗ!
Η ΕΝΩΣΗ ήταν το φωτογραφικό πρακτορείο πέντε συνεταίρων, του Κλεισθένη Δασκαλάκου (είχε το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ και ήταν προσωπικός φωτογράφος της Αλίκης Βουγιουκλάκη) και άλλων τεσσάρων φωτορεπόρτερ: Του Παναγιώτη Δεληκάρη που κάλυπτε κυρίως αθλητικά, του Ιορδάνη Καπασακάλη και του αδελφού του Μανώλη που κυρίως έκανε εμπορικές φωτογραφίες και όχι ρεπορτάζ και πέμπτος και τελευταίος ήταν ο Απόστολος Αθανασιάδης, ταμίας και εγκέφαλος του γραφείου.
Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα πρακτορεία της εποχής εκείνης, με πελάτες όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες, περιοδικά και ξένα πρακτορεία. Η συμφωνία ήταν να μείνω το πολύ για δύο εβδομάδες κοντά τους, μια και περίμενα από στιγμή σε στιγμή την πρόσκληση από τον εργοστασιάρχη για να φύγω για την Αμερική.
Η πρώτη μου επαφή με τη φωτογραφία ήταν φυσικά στο σκοτεινό θάλαμο. Από εκεί έπρεπε να ξεκινήσω. Βρέθηκα μπροστά σε μια τεράστια λεκάνη 1,5×2 μέτρα με φωτογραφικά χαρτιά διαφόρων μεγεθών που έπεφταν μέσα κατά δεκάδες. Δύο τύπωναν, δύο εμφάνιζαν και κάποιος άλλος τα ανακάτευε με το τσιμπιδάκι. Έβαζα το χέρι μου μέσα στο υγρό της εμφάνισης γιατί δεν προλάβαινα με το τσιμπιδάκι. Εκεί λοιπόν και ενώ γύριζα τα φωτογραφικά χαρτιά που στην αρχή δεν ήταν παρά λευκά φύλλα, ξαφνικά βλέπω να εμφανίζεται η εικόνα μιας όμορφης κοπέλας. Έμεινα άναυδος και την κοίταζα για πολύ ώρα, με κίνδυνο να μαυρίσουν και να χαλάσουν οι υπόλοιπες...
...Σιγά σιγά άρχισα να δίνω μόνος μου παράσταση. Έτσι οι δύο εβδομάδες που είχα υποσχεθεί έγιναν δύο τρεις μήνες. Έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου ως φωτορεπόρτερ. Ήταν αρχές του 1961! Πέρασα συνολικά ένα τετράμηνο στο υπόγειο για να μάθω να τυπώνω και να εμφανίζω φωτογραφίες και μόνο...
...Με το που πήρα την πρώτη φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου, που δεν ήταν άλλη από μια Rolleiflex 6×6, η χαρά μου ήταν μεγάλη, γιατί θα μπορούσα τώρα να φωτογραφίζω αυτά που πρώτα και επί αρκετούς μήνες απλώς εμφάνιζα και το κυριότερο, θα έβγαινα έξω από τον σκοτεινό θάλαμο στον καθαρό ουρανό και στον ήλιο...
...Στην αρχή η δουλειά ήταν δύσκολη, σιγά σιγά όμως άρχισε να μπαίνει στο πετσί μου. Άρχισα να ερωτεύομαι την ενέργειά της, το ενδιαφέρον της και όλα αυτά μαζί έγιναν αρρώστια αθεράπευτη και γλυκιά η οποία κρατάει μέχρι σήμερα...
...Τότε κυριαρχούσε η ασπρόμαυρη φωτογραφία και δεν είχαμε την πολυτέλεια που έχουν τώρα οι σημερινοί συνάδελφοι να περνάνε τη φωτογραφία στον υπολογιστή και να της δίνουν με άνεση τον τόνο και το χρώμα που επιθυμούν. Ούτε υπήρχαν τότε οι αυτόματες μηχανές και οι φακοί που να εστιάζουν στο βολβό του ματιού. Τότε ο ίδιος ο φωτορεπόρτερ δούλευε τη μηχανή. Εκείνος έπρεπε να αλλάζει τα διαφράγματα και τις ταχύτητες ανάλογα με τα κέφια του ήλιου. Έπρεπε να φέρει τη φωτογραφία πολύ κοντά στο τέλειο τράβηγμα, που σήμαινε ότι έπρεπε να βάζει το "250 – 11", το σλόγκαν της εποχής εκείνης που σήμαινε 250 ταχύτητα και 11 διάφραγμα – αυτή ήταν η πιο εύκολη φωτογράφιση στον ήλιο. Αν όμως υπήρχαν σύννεφα ή εάν το αντικείμενο ήταν λίγο κόντρα στον ήλιο, τότε ο φωτογράφος έπρεπε να διορθώσει τα διαφράγματα και τις ταχύτητες και βεβαίως την τελική φωτογραφία στην εμφάνιση και στην εκτύπωση. Εκεί λοιπόν, έπρεπε να βάζεις τις σωστές ρυθμίσεις και να κρατάς τη φωτογραφία στην εμφάνιση άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο....
Στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες ο καλός φωτογράφος ξεχωρίζει από τις σκιάσεις που καταφέρνει να δώσει στα αντικείμενα και στα πρόσωπα την ώρα που φωτογραφίζει και μετά στην εμφάνιση. Με τη σημερινή εξέλιξη γίνονται ωραία αλλά και φρικτά πράγματα. Δεν μπορώ να πω ότι ζηλεύω τη σημερινή τεχνολογία. Αντίθετα, νοσταλγώ εκείνες τις ωραίες εποχές που είχαμε τη Rolleiflex την απλή και εν συνεχεία την Nikon F, μηχανές που έπρεπε εσύ να καθοδηγήσεις.
Αργότερα ήλθε η Graflex με τις τεράστιες πλάκες 10×12,5 εκ. Που χρησιμοποιούσαμε στα γήπεδα, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και στα άλλα. Την ακουμπούσαμε στο χώμα ενάμιση – δύο μέτρα δίπλα από το γκόλποστ και τοποθετούσαμε ένα σπιρτόκουτο μπροστά και κάτω από τη μηχανή. Έτσι παρακολουθούσαμε το ματς χωρίς να χρειάζεται να φέρουμε τη μηχανή στο μάτι και όταν μας άρεσε η φάση που βλέπαμε πατούσαμε το κλείστρο και είχαμε την εικόνα όλου του γηπέδου. Τότε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα τον καλύπταμε με τρία σασί, δηλαδή με έξι πλάκες, έξι φωτογραφίες και αυτές έπρεπε να είναι οι καλύτερες φάσεις του αγώνα. Σήμερα αντίθετα τραβάμε εκατό – εκατόν τριάντα πόζες, ίσως και περισσότερες και πολλές φορές η ποιότητα δεν είναι τόσο καλή. Εν συνεχεία ήρθαν οι Nikon F2, F3, F4, F5, μετά ήρθαν και οι Cannon 1 και οι νεότερες. Τώρα δεν προλαβαίνουν την τεχνολογία, κάθε τρεις μήνες βγαίνουν καινούριες, μοντέρνες, ψηφιακές. Με τις τελευταίες ειδικότερα μπορεί κανείς να τραβήξει 180 και πλέον φωτογραφίες σε ψηφιακή κάρτα, να τις δει, να τις κρατήσει ή να τις πετάξει χωρίς πρόβλημα και το σπουδαιότερο, να τις στείλει μέσα από το γήπεδο ή από οποιοδήποτε χώρο βρίσκεται στις εφημερίδες ή ακόμα και στο εξωτερικό. Απίθανα πράγματα για την εποχή του εξήντα και του ογδόντα. Η τεχνολογία άρχισε να κάνει θαύματα μετά το 1990!..
...Την εποχή εκείνη (1960) η ΕΝΩΣΗ ήταν το πρώτο ελληνικό φωτογραφικό πρακτορείο. Εκεί στην Άνθιμου Γαζή, στην πλατεία Καρύτση, δίπλα στο συγκρότημα Λαμπράκη οι εφημερίδες και τα περιοδικά του οποίου ήταν οι καλύτεροί του πελάτες. Μεγάλα πρακτορεία την εποχή εκείνη ήταν επίσης το γραφείο του Μεγαλοοικονόμου, των Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ, του Φλώρου, του Ρέντζη και των Αναγνωστόπουλων. Ο ανταγωνισμός ήταν πολύ μεγάλος!
Οι εφημερίδες δημοσίευαν πολύ περισσότερες φωτογραφίες τότε, αν και τις πλήρωναν ακριβότερα απ' ότι σήμερα. Δεν είχαν έμμισθους φωτογράφους και κατά συνέπεια για τις ανάγκες τους απευθύνονταν σε αυτά τα έξι πρακτορεία.
Οι ώρες εργασίας ήταν πάρα πολλές. Εφτά μέρες την εβδομάδα, από τις εννέα το πρωί έως τις δώδεκα παρά τέταρτο τα μεσάνυχτα και αυτό για να προλάβουμε το λεωφορείο των δώδεκα. Τα γεγονότα πολλά και ασταμάτητα. Έξι μέρες τρέξιμο στο ρεπορτάζ και την Κυριακή στα γήπεδα. Τρέχαμε πρώτοι στα δυστυχήματα, πρώτοι στα εγκλήματα, στις ληστείες, σε απεργίες, διαδηλώσεις, σεισμούς, πλημμύρες, πυρκαγιές, στη Βουλή, σε δεξιώσεις, παρελάσεις, βασιλικούς γάμους και σε ότι άλλο απασχολούσε την κοινή γνώμη.
Για να είσαι πρώτος έπρεπε να το αποδεικνύεις με την ταχύτητα και την ποιότητα. Είχε πολύ, μα πολύ τρέξιμο η δουλειά. Πολλές φορές είχα να βγάλω τα παπούτσια μου 48 ώρες και όταν τελικά τα έβγαζα δεν μπορούσα να τα ξαναφορέσω γιατί τα πόδια μου είχαν πρηστεί και πήγαινα σπίτι με παντόφλες. Να σκεφτεί κανείς πως τα χρήματα ήταν πολύ λίγα, σχεδόν τίποτα, υπήρχε όμως πολύ αγάπη για τη δουλειά και μεράκι...
...Ο μισθός ήταν αστείος. Στην αρχή έπαιρνα 150 δραχμές την εβδομάδα. Σιγά σιγά όμως, με την αλματώδη βελτίωση των επιδόσεών μου και την προθυμία που έδειχνα, οι αυξήσεις ήρθαν σχετικά σύντομα. Έτσι σε λιγότερους από έξι μήνες έπαιρνα περισσότερα χρήματα από άλλους νέους της ηλικίας μου που εργάζονταν εκεί περισσότερο καιρό από μένα...
...Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ούτε μηχανάκια ούτε υπολογιστές και internet. Όλη η διακίνηση των φωτογραφιών γίνονταν με τα πόδια από την Άνθιμου Γαζή έως την Ομόνοια που είχαν τα γραφεία τους οι περισσότερες πολιτικές και αθλητικές εφημερίδες, δύο και τρεις φορές την ημέρα και με την ψυχή στο στόμα για προλάβουμε τον ανταγωνισμό.
Οι αρχισυντάκτες των εφημερίδων περίμεναν με μεγάλη αγωνία να φτάσει και ο τελευταίος φάκελος με τις φωτογραφίες στα χέρια τους για να κλείσουν φύλλο γιατί και σε αυτούς όπως και σε 'μας υπήρχε σκληρός ανταγωνισμός. Πολλές φορές είδα να πετάνε, οι αρχισυντάκτες, στο καλάθι των αχρήστων ολόκληρο φάκελο με φωτογραφίες άλλων γραφείων και αυτό ήταν άσχημο γιατί η διαδικασία για να σταλεί ένας φάκελος με φωτογραφίες σε μια εφημερίδα είχε γίνει με πολύ κόπο και δεν άξιζε κανένας από 'μας τέτοια μεταχείριση.
Η συνεργασία με τις εφημερίδες είχε δύο σκέλη: Το πρώτο ήταν οι καμπάνιες. Όταν δηλαδή ένας δημοσιογράφος ήθελε να γράψει για ένα θέμα και χρειάζονταν να το εικονογραφήσει, οπότε τηλεφωνούσε σε ένα γραφείο φωτορεπόρτερ και ζητούσε ένα φωτογράφο να τον συνοδέψει. Ο δημοσιογράφος έγραφε το ρεπορτάζ του και ο φωτογράφος του έστελνε τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει μαζί του για το θέμα που πραγματεύονταν. Το δεύτερο σκέλος ήταν το ελεύθερο ρεπορτάζ. Σε αυτήν την περίπτωση τα γραφεία φωτορεπορτάζ κάλυπταν από μόνα τους διάφορα θέματα και έστελναν τις φωτογραφίες στις εφημερίδες. Εδώ υπήρχε ο κίνδυνος οι φωτογραφίες να μην δημοσιευθούν ποτέ, ενώ οι φωτογραφίες από τις καμπάνιες σχεδόν πάντα δημοσιεύονταν, αλλά ακόμα και σε αντίθετη περίπτωση οι εφημερίδες πάντα πλήρωναν.
Πολλοί σημερινοί ιδιοκτήτες εφημερίδων και τηλεπαρουσιαστές έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα ως δημοσιογράφοι. Συχνά πηγαίναμε μαζί στις καμπάνιες...
...Είχα γνωριστεί με πολύ καλούς συναδέλφους από άλλα πρακτορεία. Ορισμένοι από αυτούς ήταν: Ο Φώτης Φλώρος και ο αδελφός του Λεωνίδας, ο Ρεντζής, οι αδελφοί Αναγνωστόπουλοι, ο Μεγαλοοικονόμου, ο Καλογερόπουλος, ο Αγγελόπουλος, ο Αναγνωστάκης, ο Αντωνίου, τα αδέλφια Βούτου, ο Φωτεινόπουλος, ο Τσεκούρας, ο Γιαννακόπουλος και άλλοι. Μεταξύ μας υπήρχε αγάπη και σεβασμός αλλά υπήρχε και ανταγωνισμός. Πολλές φορές χρειάστηκε να παραπλανήσουμε συναδέλφους κάνοντας ότι απομακρυνόμαστε από τη θέση μας, σαν να μην επρόκειτο να έλθει ο επίσημος ή ότι άλλο περιμέναμε, για να τον κάνουμε να φύγει. Όταν το πετυχαίναμε και ο "αντίπαλος" έφευγε, γυρίζαμε πίσω. Όσον αφορά τις τιμές των φωτογραφιών ήταν πάντα βάση τιμολογίου. Δεν υπήρχε αυτός ο αθέμιτος ανταγωνισμός των ημερών μας. Σήμερα οι συνάδελφοι προσφέρουν τη δουλειά τους σχεδόν δωρεάν. Λείπει σήμερα αυτό που πάντα εμείς είχαμε: Την συναδελφική κατανόηση!..
...Στο τέλος της μέρας άρχιζε η διαδικασία του "ψαξίματος": Ψάχναμε δηλαδή όλες τις εφημερίδες για να βρούμε ποιες από τις φωτογραφίες μας, που τους τις είχαμε στείλει την προηγούμενη, είχαν δημοσιευθεί. Πολλές φορές γίνονταν λάθη στην αναγνώριση των φωτογραφιών, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται δύο και τρία πρακτορεία διεκδικώντας την πληρωμή για την ίδια φωτογραφία. Η αναγνώριση γίνονταν από πολύ μικρές λεπτομέρειες που και οι ίδιοι οι φωτογράφοι δύσκολα ξεχώριζαν και ευτυχώς που υπήρχαν πάντα αυτές οι μικρές λεπτομέρειες γιατί μπορούσαμε με λίγη προσπάθεια να βρούμε ακριβώς ποιανού ήταν η δημοσιευμένη φωτογραφία, συγκρίνοντάς τες με τα αρνητικά...
...Τα τρία χρόνια (1961 – 64) που εργάστηκα στην ΕΝΩΣΗ, ήταν γεμάτα δράση, γεμάτα μάθηση, τρία χρόνια που κάθε μέρα είχε κάτι ξεχωριστό να μου διδάξει. Έγινα γνωστός με τους δημοσιογράφους της εποχής εκείνης όπως την Ελένη Βλάχου, τον Παναγιώτη Λαμπρία, τον Γιάννη Καψή, τον Σεραφείμ Φυντανίδη, τον Χρίστο Πασαλάρη, τον Νίκο Καμπάνη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και άλλους...
...Από τις επαγγελματικές μου δραστηριότητες στα γήπεδα τις Κυριακές, κυρίως στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, για να βλέπω τον Παναθηναϊκό, γρήγορα έγινα φίλος με τον Δομάζο, τον Αντωνιάδη, τον Καμάρα, φιλίες που κρατούν μέχρι σήμερα...
...Την 1η Σεπτεμβρίου του 1964, με τη συγκατάθεση των πέντε Διευθυντών της ΕΝΩΣΗΣ, έπιασα δουλειά στο Associated Press, γιατί με είχαν ζητήσει από αυτούς. Ο πρώτος μου μισθός ήταν διπλάσιος από αυτόν που έπαιρνα στην ΕΝΩΣΗ. Τώρα αντί για πέντε αφεντικά είχα μόνο έναν, τον Phil Dopoulos, ο οποίος ήταν όμως πολύ απαιτητικός. Εκτός από τον Dopoulos εντολές έπαιρνα και από τους διευθυντές του Α.Ρ. στο Λονδίνο, τη Ρώμη και τη Φρανγκφούρτη, ιδίως αργότερα που άρχισαν τα ταξίδια στο εξωτερικό. Οι ξένοι συνάδελφοι είχαν άλλη νοοτροπία, άλλον αέρα και άλλον τρόπο δουλειάς, πιο επαγγελματικό. Χρησιμοποιούσαν πάντα την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στις φωτογραφικές μηχανές, αλλά και στις μηχανές εκτύπωσης και αναμετάδοσης, γεγονός που έκανε τη δουλειά μας πιο γρήγορη και εύκολη. Τον πρώτο καιρό στο Α.Ρ κάλυπτα θέματα ελληνικά και βέβαια πολύ λιγότερα από αυτά που κάλυπτα στην ΕΝΩΣΗ – θέματα που θα μπορούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του διεθνούς κοινού και όχι καθημερινά θέματα...
... Πολλές φορές όμως, επειδή ήμουν ο μόνος Έλληνας φωτορεπόρτερ που εργάζονταν για το Associated Press, έπρεπε να τα κάνω όλα μόνος μου. Να φωτογραφίζω, να γυρίζω στο γραφείο και να εμφανίζω, να τυπώνω τις φωτογραφίες, να γράφω λεζάντες και να κάνω αναμετάδοση. Πολλές φορές δεν ένιωθα τα πόδια μου από το πολύ το τρέξιμο. Η μόνη ικανοποίησή μου ήταν ότι η δουλειά πήγαινε καλά και έπαιρνα επαίνους...
...Το Associated Press ιδρύθηκε το 1948 στη Νέα Υόρκη, ως συνεταιρικός οργανισμός τριών ιδιοκτητών εφημερίδων, οι οποίοι σκέφτηκαν πως έτσι θα μειώνονταν τα έξοδα λειτουργίας των εφημερίδων τους. Σήμερα έχει γραφεία σε όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου με έδρα το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Έχει πάνω από τρεις χιλιάδες έμμισθους υπαλλήλους και γύρω στις δεκαοκτώ χιλιάδες πελάτες σε όλο τον κόσμο: εφημερίδες και περιοδικά, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς κτλπ.
Κάθε γραφείο του υπάγεται σε κάποιο διοικητικό κέντρο. Η Αθήνα υπάγονταν στην Ρώμη, όμως εγώ, ειδικά στις διεθνείς αποστολές, έπαιρνα συχνά εντολές από το Λονδίνο και τη Φρανκφούρτη. Αντίστοιχα, πολλές φορές έστελνα φωτογραφίες μου απευθείας στο Λονδίνο, τη Φρανκφούρτη ή και τη Νέα Υόρκη, ανάλογα με το ενδιαφέρον του θέματος...
...Η ιστορία του Associated Press στην Αθήνα ξεκίνησε το 1936 με πρώτο ανταποκριτή τον John Loyd που διατηρούσε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία" για γραφείο του. Αργότερα τον αντικατέστησε ο Δημήτρης Τραυλός, ένας εξαιρετικός δημοσιογράφος από τους παλιούς τύπους με το σιδερωμένο παπιγιόν, τα στρογγυλά γυαλάκια και μια Leica κρεμασμένη στο λαιμό του. Τον πρόλαβα μετά τη συνταξιοδότησή του, που ερχόταν ακόμα στο γραφείο, έπινε το καφεδάκι του, διάβαζε την εφημερίδα του και έδινε συμβουλές στους νέους. Ο Τραυλός αντικαταστάθηκε από τον Dopoulos ο οποίος παρέμεινε διευθυντής μου όλα αυτά τα χρόνια...
...Οι συνάδελφοι του πρακτορείου ήταν και φίλοι μου. Ήταν φυσικό με τόσο χρόνο που περνούσαμε μαζί και τόσο συγκλονιστικές εμπειρίες που είχαμε μοιραστεί. Εξάλου, μας ένωνε και η κοινή αγάπη για τη φωτογραφία, το δαιμόνιο της δημοσιογραφίας και ο τυχοδιωκτισμός. Ήταν και αυτό ένα από τα καλά του επαγγέλματος, η δυνατότητα να κάνεις φιλίες με ανθρώπους από όλον το κόσμο, ανθρώπους ξεχωριστούς, με τις εμμονές και τις τρέλες του καθενός...
... Από τους πιο εκλεκτούς συναδέλφους φωτορεπόρτερ ήταν ο Ιρλανδός Jim Bringel...
...Ο Max Nash από μητέρα Αγγλίδα και Γάλλο πατέρα, διευθυντής του Associated Press στο Ισραήλ, μου είχε ιδιαίτερη συμπάθεια και όποτε χρειαζόταν βοήθεια καλούσε πάντα εμένα...
...Με τον Julio Broglio, τον Ιταλό είχαμε καλύψει τον πόλεμο Αιγύπτου – Ισραήλ...
...Από τη Βηρυτό θυμάμαι την αγαπητή συνάδελφο Μόνα, χριστιανή Λιβανέζα, με την οποία κάναμε πολλή παρέα...
...Διαπληκτισμοί υπήρχαν συχνά είτε για πολιτικούς είτε για επαγγελματικούς λόγους και ήταν φυσικό να υπάρχουν αφού σε αυτόν τον οργανισμό δουλεύουν άνθρωποι από όλες τις φυλές και από όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Όμως πάντα υπήρχε η αγάπη για τη δουλειά που κάναμε και σε ώρες ανάγκης πάντοτε ο ένας γίνονταν θυσία για τον άλλο...
...Από τα πρώτα χρόνια στο επάγγελμα άρχισε να ξεχωρίζει ότι "έγγραφα" κάτι το διαφορετικό, γιατί πάντα ζητούσα το κάτι "άλλο". Δηλαδή ενώ πηγαίναμε πέντε δέκα άνθρωποι σε μια αποστολή, δεν φωτογράφιζα ότι έβλεπα μπροστά μου όπως οι περισσότεροι, αλλά την "έψαχνα" τη φωτογραφία. Αυτό έλεγα αργότερα και στα παιδιά που ήθελαν να ακολουθήσουν το επάγγελμα. Είναι πολύ εύκολο να τραβήξεις δέκα φιλμ, αλλά πολύ δύσκολο να βρεις δύο τρεις καλές φωτογραφίες.
Ο σκοπός μου ήταν αυτός ακριβώς: Να βρω δύο τρεις καλές φωτογραφίες. Πάντα γύριζα στο γραφείο με λιγότερα τραβηγμένα φιλμ. Όχι για λόγους οικονομίας, απλώς δεν μου άρεσε να σηκώνω τη μηχανή χωρίς να προσέχω τι ακριβώς τραβάω. Το όφελος ήταν διπλό. Αφενός έδινα λιγότερη δουλειά στο χημείο και – το σπουδαιότερο – λιγότερη δουλειά στον Photo Editor που έπρεπε να διαλέξει μερικές μόνο φωτογραφίες μέσα από τα εκατοντάδες καρέ των φωτορεπόρτερ του πρακτορείου του. ( Απ' όσο γνωρίζω κάθε Photo Editor είναι υποχρεωμένος να κοιτάζει καθημερινά 3500 φωτογραφίες και να ξεχωρίζει τις 350, οπότε καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο είναι! ). Έτσι συνέχισα καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας μου, είτε κάλυπτα συνέδρια, είτε σεισμούς, είτε βρισκόμουν σε αποστολές στο πολεμικό μέτωπο και το εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα γραφεία στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, όταν έβλεπαν ότι το υλικό που τους έστελνα ήταν διαφορετικό από όλων των άλλων και αριθμητικά λιγότερο...
...Επιδίωξή μου ήταν αφενός να βγάζω την αλήθεια προς τα έξω, χωρίς καμιά παραποίηση. Ποτέ δεν επιδίωξα βραβεία και τιμές. Ότι έχω το έχω από καθαρή επιλογή άλλων, βραβεία από το Associated Press, ιδρύματα, σχολές και κυβερνήσεις, ήρθαν από μόνα τους, χωρίς να επιδιώξω το παραμικρό και χαίρομαι διπλά γιατί ήρθαν όπως ήρθαν...
...Η δουλειά του φωτορεπόρτερ και συγκεκριμένα το πέρασμά μου από το πρακτορείο ήταν ένα μεγάλο σχολείο. Για όλους μας. Μοιραστήκαμε κινδύνους, χαρές, ταλαιπωρίες, ώρες δύσκολες αλλά και ευχάριστες που θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη μας. Γι' αυτό αν ξαναγεννιόμουν, αν άρχιζα μια καινούργια ζωή, η δουλειά που θα διάλεγα θα ήταν πάλι αυτή του φωτορεπόρτερ!
Συχνά μάλιστα πιάνω τον εαυτό μου εκείνες τις λίγες καλές στιγμές που μας προσφέρει η ζωή, στιγμές αγαλλίασης και ηρεμίας, να αναπολεί τα χιλιάδες κλικ που άκουσα όλα αυτά τα χρόνια τραβώντας χιλιάδες φωτογραφίες. Αυτές οι αναμνήσεις, που είναι ακόμα ζωντανές, έρχονται και μου γεμίζουν τη ζωή, με κάνουν να νιώθω ευτυχισμένος, είναι σαν να ξαναπερνούν μπροστά από το φακό και τα μάτια μου και με κάνουν να ξαναζώ όλα αυτά τα γεγονότα. Ακριβώς όπως αυτή τη στιγμή που βλέπω το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα, με το χρυσό ήλιο να βουτά και να χάνεται στα ήρεμα γαλάζια νερά του Σαρωνικού.
Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας ανεβασμένος στους ώμους του συναδέλφου του Βαγγέλη Βαρδουλάκη για τις ανάγκες του φωτορεπορτάζ | Φωτ.: Συλλογή Αρ. Σαρρηκώστα / Αρχείο ΕΡΤ
Αριστοτέλης Σαρρηκώστας: Στον φακό του οφείλουμε την τεκμηρίωση μιας ιστορικής αλήθειας
κείμενο: Περικλής Δημητρολόπουλος
πηγή: Tvxs.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ
Στον άνθρωπο αυτόν οφείλουμε την τεκμηρίωση μιας ιστορικής αλήθειας. Αλλά ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας δεν είναι ιστορικός. Είναι ο μοναδικός φωτορεπόρτερ που απαθανάτισε με τον φακό του την στιγμή όπου το τανκ εφορμά για να γκρεμίσει την πύλη του Πολυτεχνείου. Χάρις στο δικό του μάτι, το μάτι του ρεπόρτερ, αλλά και το δικό του θάρρος, υπάρχει μια φωτογραφία που είναι αδιάψευστος μάρτυρας των γεγονότων.
Τη λεζάντα αυτής της ιστορικής φωτογραφίας τη γράφει ο ίδιος μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο: «Ήταν περίπου τρεις παρά πέντε τα ξημερώματα όταν είδα το κανόνι του τανκ που βρισκόταν έξω από την πύλη του Πολυτεχνείου να στρέφεται προς την άλλη μεριά. Προφανώς το έκαναν για να μην χτυπήσει στα κάγκελα. Έπειτα το τανκ έκανε όπισθεν. Ανέβηκε πάνω στο πεζοδρόμιο του ξενοδοχείου Ακροπόλ, το οποίο είναι ακριβώς απέναντι, και με όση δύναμη είχε πήγε και έπεσε πάνω στην κεντρική πύλη. Οι κολώνες της πύλης δεξιά και αριστερά ήταν γεμάτες φοιτητές. Τα παιδιά έπεφταν σαν τα πορτοκάλια μιας πορτοκαλιάς που τινάζεις με όλη σου τη δύναμη».
Τη βραδιά της 16ης προς την 17η Νοεμβρίου ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας δούλευε στα γραφεία του Associated Press στην οδό Ακαδημίας 27. «Κατά τις δέκα το βράδυ, κι ενώ βρισκόμουν στο πλυσταριό του κτηρίου που είχα μετατρέψει σε φωτογραφικό θάλαμο, άκουσα έναν θόρυβο που μου φάνηκε ότι ήταν από τανκς». Η επόμενη ενέργειά του ήταν να ενημερώσει τον διευθυντή του, Φιλ Δόπουλο. Με την παρότρυνση του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα αποφασίζουν να βγουν στον δρόμο. Όπως θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια, η κάλυψή τους θα γινόταν η πράσινη Τζάγκουαρ με αγγλικές πινακίδες που είχε στην κατοχή του ο Ελληνοαμερικανός διευθυντής του γραφείου του Associated Press ως ξένος ανταποκριτής.
Από την οδό Αμερικής η Τζάγκουαρ στρίβει στην οδό Πανεπιστημίου. Ηταν ακριβώς τη στιγμή που από εκείνον τον δρόμο κατέβαινε μια φάλαγγα τεσσάρων πέντε τανκς με κατεύθυνση προς την Ομόνοια. Ανάμεσα στα άρματα μάχης κινούνταν και μικρότερα οχήματα μεταφοράς προσωπικού. Οι δυο τους αποφασίζουν να γίνουν μέρος της πομπής: «Το φαντάζεστε; Τεράστια τανκς και στη μέση μια πράσινη Τζάγκουαρ». Στο ύψος των Προπυλαίων τους σταματά ο αστυνομικός ενός περιπολικού κραδαίνοντας το όπλο του. Τους ζητά να φύγουν αμέσως. Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας αντιδρά με έναν τρόπο που αιφνιδιάζει τον αστυνομικό: φέρνει το δάχτυλο στα χείλη υποδεικνύοντάς του με αυτόν τον τρόπο να σιωπήσει. «Προφανώς μας πέρασαν για πράκτορες ή των Αμερικανών ή των Αγγλων» θυμάται ο φωτορεπόρτερ.
Το κόλπο «έπιασε» και η Τζάγκουαρ συνεχίζει τη διαδρομή της ως το Μινιόν. Εκεί ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και «ακροβολίζεται» στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Πατησίων. Παρατηρεί το τανκ που έχει στηθεί ακριβώς έξω από την πύλη του Πολυτεχνείου με τους αναμμένους προβολείς του στραμμένους προς την πύλη. Γύρω του υπάρχουν μόνο αστυνομικοί, είτε ένστολοι είτε με πολιτικά, αλλά και πρόσωπα που ο ίδιος πλέον μπορεί να αναγνωρίσει ως προβοκάτορες. «Η δουλειά τους - αναφέρει - ήταν να σπάνε τα τζάμια από τις κλούβες ή να τρυπάνε τα λάστιχα για να αποδίδεται μετά η ευθύνη στους φοιτητές». Τον πλησιάζει ένας αστυνομικός διευθυντής με τον οποίο γνωρίζονται εξ όψεως. «Κάτσε εδώ να σε βλέπω» του λέει αυστηρά.
Είναι το εισιτήριο του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα για την τραγωδία που θα ακολουθήσει. Ο φωτορεπόρτερ τραβά πέντε έξι καρέ σε κάθε φιλμ και το δίνει στον διευθυντή του γιατί θεωρεί βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα τον πιάσουν. Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα του προτείνει να φύγει για να σωθούν οι φωτογραφίες που έχει τραβήξει. «Κάθε στιγμή που περνούσε την μετρούσα σαν να ήταν χρόνος. "Δεν μπορεί" σκεφτόμουν. "Κάποια στιγμή θα με βουτήξουν, δεν μπορεί να με αφήσουν να φωτογραφίζω"». Ο ίδιος συνεχίζει να φωτογραφίζει, κρύβοντας τα φιλμ στις κάλτσες του και τα εσώρουχά του. Βλέπει και ακούει τους φοιτητές να ανοίγουν τα πουκάμισά τους για να απευθυνθούν στους στρατιώτες: «Είμαστε αδέλφια, ελάτε μαζί μας». Ακούει και τον εισαγγελέα να προτείνει με μια ντουντούκα στους φοιτητές να αποχωρήσουν δίνοντας την υπόσχεση ότι δεν θα υποστούν συνέπειες.
«Οι περίπου τριάντα φοιτητές που τον πίστεψαν και βγήκαν απ' τα παράθυρα της οδού Στουρνάρη, ξυλοκοπήθηκαν άγρια λίγα μέτρα πιο κάτω από τους αστυνομικούς. Δεν είχαν κλομπ τότε αλλά μακριά κοντάρια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν φοιτητή που είχε πέσει αιμόφυρτος κάτω και μια κοπέλα που είχε πέσει επάνω του για να τον καλύψει. Την χτύπησαν και εκείνη. Ήθελα πολύ να φωτογραφίσω εκείνη τη σκηνή αλλά δεν το έκανα γιατί ήξερα ότι εάν τραβούσα έστω και μια φωτογραφία θα ήταν το τέλος για μένα. Έπρεπε να μείνω». Έμεινε για να δει το τανκ να εφορμά όχι μία αλλά δυο φορές στην πύλη και την πύλη να καταρρέει. «Δεν περίμενα ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Για να έχω καλύτερη οπτική γωνία πήγα στο κέντρο της Πατησίων. Πρόλαβα και τράβηξα τρία καρέ. Κι αυτά λίγο κουνημένα γιατί έρχονταν κατά πάνω μου τρεις αστυνομικοί. Προσπάθησαν να με χτυπήσουν με τα δοκάρια που κρατούσαν αλλά τους απέφυγα. Είδα ότι ένας πήγε να βγάλει όπλο. Δεν είχα άλλη επιλογή, άρχισα να τρέχω ζικ ζακ. Βγήκα στην Ακαδημίας και πήγα αμέσως στο γραφείο».
Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας είχε διατρέξει όλα τα ταραγμένα προδικτατορικά χρόνια - από τον Ανένδοτο του Γεωργίου Παπανδρέου και τη φυγή Καραμανλή στο Παρίσι έως τη σύγκρουση του Παπανδρέου με το Παλάτι και τα Ιουλιανά. Είχε καλύψει πολέμους και συγκρούσεις - από το Ιράν και το Ιράκ έως το Πακιστάν και τον Λίβανο. Έχει δει νεκρούς, έχει δει τη ζωή του να απειλείται από έναν Ιρανό μουτζαχεντίν που κρατούσε αυτόματο όπλο στο τρεμάμενο χέρι του σημαδεύοντάς τον στον κρόταφο.
«Τίποτε όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη τη νύχτα» λέει.«Ήμουν στην πατρίδα μου. Και είχα μια συναισθηματική φόρτιση που δεν είχα νιώσει πουθενά αλλού». Ξαναπήγε στο Πολυτεχνείο το επόμενο πρωί. Για να φωτογραφίσει αυτή τη φορά σκισμένα ρούχα, πεταμένα παπούτσια που αστυνομικούς που ξέπλεναν το προαύλιο του Πολυτεχνείου με αντλίες νερού. Κι από τι το ξέπλεναν; «Προφανώς από το αίμα» απαντά.
Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας είναι ο μοναδικός φωτορεπόρτερ που απαθανάτισε με τον φακό του την στιγμή όπου το τανκ εφορμά για να γκρεμίσει την πύλη του Πολυτεχνείου.
Αριστοτέλης Σαρρηκώστας
κείμενο : Γ. Ξεπαπαδάκος, εφημερίδα "Πρώτο Θέμα"
O τρομοκράτης στο μπαλκόνι της ισραηλινής ολυμπιακής ομάδας το '72 στο Μόναχο. Το τεθωρακισμένο στην πύλη του Πολυτεχνείου. Η θριαμβευτική άφιξη του Χομεϊνί στην Τεχεράνη. Οι εικόνες του έχουν κάνει πολλές φορές τον γύρο του κόσμου. Ο γκουρού του διεθνούς φωτορεπορτάζ Λούις Μποκάρντι τον αποκαλούσε «άνθρωπο-ορχήστρα» και ήταν ο ίδιος που κάποτε στη Νέα Υόρκη του πρότεινε να αντικαταστήσει τον σιδηρόδρομο του ονόματός του με το Aris Saris. O λόγος για τον Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, τον πρώτο Ελληνα φωτορεπόρτερ που υπήρξε μόνιμος συνεργάτης του Associated Press για 34 ολόκληρα χρόνια. Παλαίμαχος πια, θυμάται πώς άρχισαν όλα, ανακαλεί μνήμες από τα γεγονότα που κάλυψε, συγκρίνει το χτες με το σήμερα και μιλάει για τον σκοπό του φωτορεπορτάζ, που δεν είναι άλλος από την απεικόνιση της παγκόσμιας ιστορίας.
«Γεννήθηκα το 1937 στην Καισαριανή από Μικρασιάτες γονείς. Φτωχά χρόνια, δύσκολα. Μια μάνα, έξι παιδιά κι ο πατέρας μακαρίτης από τον χειμώνα του '41. Στην εφηβεία πια θέλησα ν' ακολουθήσω την αδερφή μου και τον γαμπρό μου που είχαν μεταναστεύσει στη Βραζιλία. Πήγα κοντά τους και δούλεψα πρώτα στο επιπλοποιείο τους και μετά σ' ένα ελληνικό εστιατόριο που ανοίξαμε στον Παρανά. Δυόμισι χρόνια έμεινα εκεί, μετά ναυτικός, τρίτος μηχανικός σε τάνκερ χιώτικο, ώσπου μια φορά πιάσαμε λιμάνι στο Σεν Λούις και δεν ξαναγύρισα στο πλοίο. Εφυγα στα 15 μου από την Ελλάδα και ξαναγύρισα στα 20 από νοσταλγία, αλλά και για να πάω φαντάρος. Μετά, έκανα ξανά τα χαρτιά μου για έξω, παρά την αντίθετη γνώμη της μητέρας μου. Εκείνη τότε παρακάλεσε έναν γείτονα να με πάρει στη δουλειά του. Ο Κλεισθένης Δασκαλάκος ήταν συνέταιρος με τον Δεληκάρη και τον Καπασακάλη σε ένα φωτογραφικό πρακτορείο στην πλατεία Καρύτση, που λεγόταν «Ενωσις». Τα βρήκα αμέσως με τον εργοδότη μου. Σε μια βδομάδα θα 'λεγε στη μητέρα μου πως δεν κάνω γι' αυτή τη δουλειά. Ετσι θα είχα μια παραπάνω δικαιολογία να φύγω. Αλλά η μυρωδιά των χημικών, τα υλικά της στερέωσης, η μαγική εμφάνιση της εικόνας στο χαρτί μέσα στον σκοτεινό θάλαμο γέννησαν μέσα μου ένα πρωτόγνωρο σκίρτημα και άρχισα ο ίδιος να δίνω παράταση στην προσωρινή αυτή απασχόληση. Κάποια στιγμή το «Βήμα»
ή «Τα Νέα» -δεν θυμάμαι- μας ανέθεσαν μια «καμπάνια» – έτσι έλεγαν τότε τις αποστολές. Ηθελαν εικόνες από το ζυθοποιείο του Φιξ και καθώς δεν υπήρχε άλλος διαθέσιμος να πάει, μου έδωσαν μια παλιά RoleιFlex και με έστειλαν. Εξι μήνες μετά ήμουν κανονικός φωτογράφος στην «Ομάδα» και καθώς μου άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο, κάθε Κυριακή πήγαινα στα γήπεδα. Μαζί μου είχα μια ασήκωτη Graflex με έξι σασί 10Χ12,5 που μπορούσαν να βγάλουν 12 πόζες όλες κι όλες, έμπαινε δεν έμπαινε το γκολ. Ο Σιδέρης, ο Καμάρας κι ο Δομάζος ήταν οι πρώτοι ήρωες που απαθανάτισα». Από τις βολίδες του Δομάζου στη Λεωφόρο ως τις ρουκέτες του ισραηλινού στρατού στα υψίπεδα του Γκολάν η απόσταση ήταν τεράστια.
Ο βετεράνος φωτορεπόρτερ θεωρεί ότι βρέθηκε τόσο νωρίς στην πρώτη γραμμή του πυρρός από καθαρή τύχη: «Στα μέσα του '60, το Reuters, το UPI και το Associated Press δεν είχαν μόνιμους φωτορεπόρτερ εδώ και όποτε συνέβαινε κάτι στην Ελλάδα -Ανένδοτος, Ιουλιανά, διαδηλώσεις για την Κύπρο- ζητούσαν πάντα φωτογραφίες από εμάς. Ημουν ο μόνος που μιλούσε αγγλικά στο πρακτορείο της 'Ενωσης'. Ετσι γνωρίστηκα με τους ξένους ανταποκριτές, είδαν τη δουλειά μου, και το γραφείο του Associated Press στη Αθήνα μου πρότεινε συμβόλαιο.
Mέσα σε μια μέρα άλλαξε όλη μου η πορεία». Η πολιτική ατμόσφαιρα έπαιξε ασφαλώς τον ρόλο της. «Στην Αθήνα τότε επικρατούσε μεγάλος αναβρασμός», θυμάται ο φωτορεπόρτερ, «μια κυριολεκτικά έκρυθμη κατάσταση που οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αλλά και πριν τη χούντα, η Αστυνομία ήταν κράτος εν κράτει. Δυο βόλτες στο κέντρο αρκούσαν για να βγάλω μια καλή εικόνα και να τη στείλω στα διεθνή ΜΜΕ». Τι πάει να πει όμως «καλή εικόνα»; Με ποιον τρόπο το αποσπασματικό στιγμιότυπο μετατρέπεται σε ιστορικό ντοκουμέντο; Αρκούσε ο ξυλοδαρμός μιας φοιτήτριας στη Σταδίου για να εκφράσει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην προ-απριλιανή Αθήνα; Ο ίδιος γελάει πικρά: «Μια φορά ένας αστυνομικός, ο Α50 (σ.σ.: θυμόταν ακόμα τον αριθμό στο σιρίτι του!), άφησε τη διαδηλώτρια για να περιλάβει εμένα. Εφαγα πολλές κλοτσιές στην κοιλιακή χώρα και χαμηλότερα. Με μετέφεραν στο νοσοκομείο και παραλίγο να με κλείσουν μέσα για παραβάσεις του νόμου 4.000 περί τεντιμποϊσμού.
Αλλά για να επανέλθω στο ερώτημά σας, νομίζω ναι. Κάποιες λεπτομέρειες σε δεύτερο πλάνο, όπως μια αιμόφυρτη διαδηλώτρια, αρκούν. Μπορούν να μεταμορφωθούν σε γεγονότα πρώτης γραμμής, αντικατοπτρίζοντας το πολιτικό κλίμα που επικρατεί σε μια χώρα. Αυτή είναι και η μαγεία, η οπτική ποίηση του φωτορεπορτάζ».
Μέχρι το '67 οι αποστολές του Σαρρηκώστα ήταν ειρηνικές, σε διεθνείς διασκέψεις, σε συναντήσεις κορυφής, σε ντέρμπι και συναυλίες – όπως το θρυλικό φιάσκο με τους Ρόλινγκ Στόουνς στο γήπεδο του Παναθηναϊκού τη 17η Απρίλη του 1967. «Εκείνο το βράδυ», θυμάται, «το γήπεδο ήταν κατάμεστο. Βγήκαν οι Στόουνς και παίξανε το "Satisfaction", ύστερα θέλησαν να πετάξουν στον κόσμο κόκκινα γαρίφαλα. Τα όργανα της "τάξεως" θορυβήθηκαν, ξέσπασαν συμπλοκές, το συγκρότημα κατέβηκε από τη σκηνή και δεν ξανανέβηκε».
Τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς ήταν καταιγιστικά. Tο ίδιο καλοκαίρι ξέσπασε ο Πόλεμος των Εξι Ημερών. «Κάλυψα τα μέτωπα στο Σινά, στη Δυτική Οχθη και στο Γκολάν. Ξαναπήγα στο Ισραήλ το '73 για τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και μετά βρέθηκα στον εμφύλιο του Λιβάνου. Επί δέκα χρόνια πήγαινα στη Βηρυτό μένοντας από 40 μέρες τη φορά. Η γυναίκα μου είχε μονίμως ανοιχτό το ραδιόφωνο στις ειδήσεις. Θυμάμαι πόσο αγωνιούσε κάθε βράδυ που της τηλεφωνούσα από το ξενοδοχείο. Δυστυχώς είχα βάλει τη δουλειά πάνω απ' ό,τι πιο ιερό είχα, την οικογένειά μου, και αισθάνομαι τεράστια ενοχή γι' αυτό, καθώς απουσίαζα από το μεγάλωμα των παιδιών μου.
Αλλά τότε δεν το καταλάβαινα. Περνούσαν οι ημέρες και άμα αργούσε το πρακτορείο να μου αναθέσει την επόμενη αποστολή, ανησυχούσα. Στο τέλος εξοικειώνεσαι με τη φρίκη. Κοστολογούσα τη ζωή μου 1,5 δραχμή, τόσο έκανε τότε μια σφαίρα. Και ήταν πολλές οι στιγμές που τις άκουσα να περνάνε ξυστά από δίπλα μου. Είδα, κινούμενος με κομβόι στη Δυτική Οχθη, το μπροστινό όχημα να ανατινάζεται από νάρκη. Είδα ισραηλινή κανονιοφόρο να βάζει σημάδι τζιπ τηλεοπτικού συνεργείου στον παραλιακό δρόμο για τη Σιδώνα και να το πετυχαίνει, αφήνοντας πίσω δύο νεκρούς και δύο βαριά τραυματισμένους. Στην Τεχεράνη, τον καιρό της ανατροπής του Σάχη, ανακάλυψα πόσο κρύα είναι η κάννη ενός καλάσνικοφ όταν σου πιέζει τον κρόταφο. Και ως εκ θαύματος δεν άφησα τα κόκαλά μου στα μέτωπα του πολέμου Ιράν – Ιράκ.
Στάθηκα τυχερός, ενώ άλλοι συνάδελφοι όχι». Προφανώς χρειάζονται τεράστια ψυχική αντοχή για να ξεπεράσει κάποιος τα ηθικά διλήμματα και να παραμείνει σ' ένα τέτοιο επάγγελμα. «Τελευταία φορά μου συνέβη τον Ιούλιο του '94 στη Ρουάντα», λέει ο βετεράνος φωτορεπόρτερ. «Το μακελειό ήταν τέτοιας έκτασης που δεν περιγράφεται. Μου 'ρθε πολλές φορές η σκέψη να πετάξω τη μηχανή και να φύγω τρέχοντας. Είχα σιχαθεί το ανθρώπινο είδος κι εμένα τον ίδιο που συνέχιζα να δουλεύω πάνω από σφαγμένους Τούτσι και Χούτου. Υστερα όμως συνειδητοποιούσα πως αυτή ήταν η αποστολή μου. Δεν ήμουν κυανόκρανος, ούτε διπλωμάτης ειρηνευτικού σχεδίου. Ημουν ένας απλός καταγραφέας της ζοφερής πραγματικότητας. Συνέχισα λοιπόν το μακάβριο έργο μου, να φωτογραφίζω σκοτωμένους και ετοιμοθάνατους. Με παρηγορούσε μονάχα η ιδέα ότι κάποια από αυτές τις εικόνες θα μπορούσε να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη».
Ο Τέλης Σαρρηκώστας εργάστηκε για το Associated Press από το 1964 έως το 1998. Υστερα από τέσσερις δεκαετίες και έχοντας δει τις φωτογραφίες του δημοσιευμένες στα μεγαλύτερα έντυπα του κόσμου, η γνώμη του για το πώς πρέπει να καλύπτεται η επικαιρότητα παραμένει ασυμβίβαστη: «Το ρεπορτάζ είναι ρεπορτάζ, κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Πολλοί μας αποκαλούν εμπόρους του πόνου και του θανάτου. Δικαίωμά τους. Κάποια πράγματα έχουμε χρέος να τα δείξουμε μόνο και μόνο για να μην ξανασυμβούν. Κι ας είναι φρούδα μια τέτοια ελπίδα. Εφόσον είμαστε εκεί πρέπει να εστιάσουμε. Κι αν οι φακοί και τα διαφράγματα είναι σωστά, τότε το φωτογραφικό ντοκουμέντο μπορεί να αναχθεί σε τέχνη. Εκείνη της περιεκτικής αφαίρεσης ή, αν προτιμάτε, της ομιλούσας σιωπής».