Φώτης Κόντογλους 1895-1965

05 Αυγούστου 2015



απόσπασμα από το βιβλίο του Βαγγέλη Αθανασόπουλου "Η ζωή και η πράξη της αφηγηματικής Τέχνης του Φώτη Κόντογλους"
 (αναδημοσίευση)

Η αξιολόγηση της σύγχρονης Τέχνης
Oι αναφορές του Κόντογλου στη σύγχρονή του ελληνική — αλλά και την άλλη — λογοτεχνία, είναι πάντα καταδικαστικές· βρίσκει πως λείπουν από αυτήν όλα εκείνα τα θετικά στοιχεία - χαρακτηριστικά που είδαμε να αναφέρονται στα προηγούμενα θέματα της ποιητικής του, και κυρίως σε αυτά του ύφους, της γλώσσας, της τεχνικής, της σχέσης φύσης και ποίησης, καθώς και του υπερβατικού ρεαλισμού. Αντίθετα, βρίσκει πως τη χαρακτηρίζει μια απουσία του ουσιαστικού, μια πλαστότητα που καλλιεργείται εξίσου από τις διάφορες μοντέρνες σχολές, και όπου η έλλειψη πρωτοτυπίας επιχειρείται να αναπληρωθεί από κάποιες «τεχνικές σκηνοθεσίες» και συνταγές.
Όσο για τους ποιητές, αυτοί «παραγιομίζουν το κεφάλι τους με ειδών-ειδών φιλοσοφίες», είναι «ύπουλοι, μικρολόγοι, τσιγγούνηδες σε λεφτά και σε αιστήματα», αδιάντροποι, ματαιόδοξοι, και «χωρίς ντροπή» θέλουν να ονομάζονται ποιητές «σαν να μπορούσε να γίνει ποίημα δίχως αγνή ζωή». Η κατάσταση αυτή της σύγχρονης λογοτεχνίας οφείλεται στην έλλειψη πίστης, στα άτονα αισθήματα και σκέψεις, και στην αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης .




[...] "Η τέχνη! Οι ιδέες! Τι σιχαμένη εκπόρνεψη! Παντού, απ' όπου στρίψω, πετιέται μια θεατρίνα, κι αυτή η κουτή θεατρίνα παριστάνει την τέχνη, τάχα. Η μεγάλη έννοια τους είναι να ρίχνουν στο λέγειν τους μπόλικα επίθετα με χουβαρτάδικο χέρι, όπως οι Τούρκοι μάγειροι κάνουν με τα μπαχαρικά. Αηδιάζει κανένας με την αντιπαθητική τούτη επιτήδεψη. Μπορείς να βρεις, μέσα σ' αυτά τα τυπωμένα γυναικολογήματα, υπηρέτριες που μιλάνε με πομπή και με δόξα.
[...] "η σύγχρονη τέχνη στο μέρος μας δεν είναι άλλο από κουβέντες συνηθισμένων ανθρώπων, και ότι ό,τι μου απομένει μέσα στο κεφάλι απ' όλη αυτή την ξόδεψη του χαρτιού, είναι πως όλοι ένα γύρω μου έχουνε δοθεί σ' ένα παραλήρημα υστερικό, είτε σ' ένα ερωτισμό που 'ναι ανυπόφορος ακόμα και στη ζωή.
[...] "Την τέχνη την πήραμε στα χωρατά· ο κάθε ένας γράφει και ζωγραφίζει. Δεν υπάρχει ανοησία, ξυπνάδα, κρυάδα, κουβέντα νερουλιασμένη, που να μη γίνεται βιβλίο· γυναικολογήματα, λόγια αδιαφόρητα, σαν εκείνα που λέγει όλος ο κόσμος, γίνουνται αξιομνημόνευτα πράματα! Κι όλα τούτα γραμμένα με τον πιο άτεχνο τρόπο. Όσοι διαβάζουνε, άλλοι τόσοι γράφουνε. Κανένας δεν έχει πια παράπονο, και καμαρώνουμε. Ανθρώποι που δεν είναι ούτε καν για αναγνώστες, γίνουνται συγγραφείς.
[...] "Δεν καταλάβαμε πως δεν υπάρχει τέχνη, παρά πως υπάρχει ζωή. Αυτό που λέμε τέχνη, είναι ένα ψεύτικο ομοίωμα της ζωής, ένα είδωλο νεκρό, αν δεν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής, και τότε, τέχνη και ζωή είναι ένα πράγμα.
[...] "Η εποχή μας δεν έχει δυνατή έκφραση, δηλαδή τέχνη, γιατί δεν έχει πίστη. Η πίστη δείχνει τους ανθρώπους του παλιού καιρού, αν σταθούν σιμά μας, λιοντάρια πλάγι σε ποντίκια. Εμείς είμαστε σαστισμένοι, μουδιασμένοι, χαμένοι. Και κατ' αναλογία και η έκφραση ή μας λείπει ολότελα, ή είναι σαστισμένη και ανάξια να τη γράφει κανένας στα βιβλία. Τα αιστήματά μας είναι ξεθυμασμένα, οι σκέψεις μας άτονες
[...] "Η φιλία έχει λείψει, ο έρωτας κατάντησε η εγωιστική αιμομιξία του κοπαδιού ."
[...] "Η ανθρώπινη φύση πατσαβουριάστηκε. Δεν έχουμε πια καμμιά σημασία· ενώ άλλη φορά στεκόντανε σαν πύργοι οι άνθρωποι, σαν μνημεία οι πράξεις τους και γεγονότα τα λόγια τους."







Η αξιολόγηση της σύγχρονης κριτικής
Ανάλογη με τη λογοτεχνία είναι, κατά τη γνώμη του Κόντογλου, και η κριτική της εποχής του· αυτοί που αναλαμβάνουν το έργο της εξήγησης της τέχνης δεν έχουν κατορθώσει προηγουμένως να κατανοήσουν σε βάθος το νόημα της, και έτσι η ερμηνεία τους δεν έχει καμιά σχέση με την ουσία των έργων που ερμηνεύουν: πρόκειται για μια θεωρητική κατασκευή αυθαίρετη, απροσδιόριστη, και εντελώς διαφορετική από το ιδεώδες του καλλιτέχνη του οποίου το έργο εξηγούν. Σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης έρχεται η περιφρόνηση και ο παραμερισμός αυτού που είναι «το πιο 'τίμιον' και το πιο γνήσιο που έγινε στην τέχνη».
Προχωρώντας οι κριτικοί σε ερμηνείες χωρίς προηγουμένως να έχουν κατανοήσει το πραγματικό νόημα της τέχνης, αναγκάζονται να ακολουθούν μεθόδους περισπούδαστες και επιστημονικοφανείς, αναζητώντας επιρροές και επιδράσεις, επικαλούμενοι τη μαρτυρία αυθεντιών, και θέτοντας σαν αποστολή τους την ανάλυση - τεμαχισμό του έργου για χάρη του κοινού «που δεν μπορεί να φάει το ψαχνό αλιάνιστο».
Αντίθετα, σκοπός της κριτικής θα έπρεπε να είναι η αποκάλυψη εκείνου του «ενός», του «τιμιωτάτου ενός»· θα έπρεπε οι κριτικοί να ανακαλύψουν μέσα στα λογοτεχνικά έργα εκείνο το «κάποιο πράγμα, που 'ναι το τιμιώτατον», «δηλαδή το τιμιώτερο πνεύμα που περικλείνουνε», και να το αποκαλύψουν και στους άλλους. Όμως δεν ανακαλύπτεται μέσω κάποιας τεχνικής, αλλά «αυτό το ένα όποιος το 'νοιώσε, το 'νοιώσε». Αυτό το «τιμιώτατον ένα» είναι αυτό που κρύβεται πίσω από τα απατηλά φαινόμενα «είναι η βαθειά ουσία της ζωής», «είναι η αληθινή αλήθεια».
[...] "Τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι που αγαπάνε την τέχνη και πολλοί απ' αυτούς που γράφουνε μάλιστα βιβλία για να την εξηγήσουνε στους άλλους, δεν πάνε πιο βαθιά στην ουσία της. Εκείνο που λένε πως καταλαβαίνουνε και πως αγαπάνε, είναι ξώπετσο. Μια αισθηματολογία μονάχα τους ξεχωρίζει από τους άλλους. Η αγάπη τους κι ο ενθουσιασμός τους δεν έχει καμιά σχέση με την ουσία των έργων που αγαπάνε. Φτιάνουνε μέσα τους ένα ιδεώδες αυθαίρετο, απροσδιόριστο, ολότελα διαφορετικό απ' ό,τι ήτανε το ιδεώδες που'χε ο τεχνίτης, του οποίου τα έργα εξηγούνε, δηλαδή το τιμιώτερο πνεύμα που περικλείουνε."




[...] "Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ιστορία της τέχνης είναι, στο περισσότερο μέρος, η κωδικοποίηση της ακαλαισθησίας του κοινού ανθρώπου, που ευχαριστιέται από τη μικρολογία, τη ματαιοδοξία και το θεατρισμό. Η περιφρόνηση στα ταπεινά, στα απλά, στα σοβαρά, που συνοδεύει τα κακά που είπαμε παραπάνω, κάνει ώστε να περνά απαρατήρητος ο αληθινός τεχνίτης, ο μάστορας, που δουλεύει χωρίς φασαρία, για να ικανοποιήσει μονάχα την πιο συμπαθητική κλίση πόχει μέσα του. "
[...] "Τούτη η κατάσταση έκανε να μείνει στην μπάντα, στη λησμονιά, το πιο «τίμιον» και το πιο γνήσιο που έγινε στην τέχνη."
[...] "Οι δε περισσότεροι απ' όσους κρίνουνε, οι δικαστές κ' οι ελλανοδίκες να πούμε της τέχνης, αυτοί γράφουνε, γράφουνε, τι ψυχολογίες, τι υποσυνείδητα, τι ιψενικά τρίγωνα, τι πασχαλικά τετράγωνα, τι σοφίες που τρέμει ο κόσμος, τι θεωρίες, φοβερά πράματα! Κι όλα τούτα, για τίποτα. Μα τι πράγμα είναι η Τέχνη; Χαμπάρι! Πέρα βρέχει! Παίρνουνε το έργο, συνοφρυώνουνται σαν το γιατρό, πιάνουνε ύστερα το νυστέρι και το κάνουνε κιμά, ψιλόν - ψιλό, για να τον χωνέψει το κοινό, που δεν μπορεί να φάει το ψαχνό αλιάνιστο. Τι είπε Προυστ, τι έκανε ο Μπωντελαίρ, σε πόσες εκδόσεις βγήκε ο τάδες; Επιστήμη, κύριε, εδώ δεν περνάνε αφέλειες! Με τέτοια λοιπόν καθοδήγηση, γέμισε ο κόσμος από λογής -λογής ξεράσματα και χαρτοφάναρα."
[...] "Όσοι καταγίνουνται με τον Παπαδιαμάντη, καταπιάνουνται να αναλύσουνε το έργο του, να κάνουνε ψυχανάλυση και αισθητική, πούναι οι δυο κατάρες του καιρού μας. Όλα τα ψάχνουμε, όλα τα σκαλίζουμε, και μονάχα αυτό «το τιμιώτατον» που έχει ο Παπαδιαμάντης, δηλαδή την αληθινή ζωή του, μοναχά αυτό δεν το νοιώθουμε αληθινά και δεν αφήνουμε να μας συνεπάρει. Ζητάμε από τον Παπαδιαμάντη αυτό που ζητάμε κι από τον εαυτό μας, τα λόγια."
[...] "Και ποιό είναι αυτό το «ένα», «το τιμιώτατον» που έλεγε ο Πλωτίνος; Είναι η βαθειά ουσία της ζωής, που κρύβεται πίσω από τα πλανευτικά παραπετάσματα τούτου του κόσμου. Είναι η αληθινή αλήθεια (γιατί η φιλοσοφία έχει βρει πολλές ψεύτικες αλήθιες)."




Οι χαρακτήρες
Μέσα από την αξιολόγηση της λογοτεχνίας και της κριτικής της είδαμε πως ο Κόντογλου πιστεύει πως υπάρχει ανάμεσα στη σύγχρονή του εποχή και σε κάποια προγενέστερη ένα χάσμα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους χαρακτήρες των έργων του που αποτελούν εικόνες εκείνων των ανθρώπων, των «αρχαίων», των «παλαιών» ανθρώπων, τότε που «στεκόντανε σαν πύργοι οι άνθρωποι, σαν μνημεία οι πράξεις τους και γεγονότα τα λόγια τους».
Οι χαρακτήρες του διακρίνονται για την αθωότητα και απλότητά τους, είναι οι «νήπιοι» του Ευαγγελίου, οι «νηπιάζοντες τη κακία», οι «καθαροί» και «αμόλευτοι» «από ανώφελες σοφίες», αυτοί που δεν προσκολλώνται στην ύλη αλλά τείνουν προς το πνευματικό.
[...] "Οι άνθρωποι εκείνου του καιρού ήτανε τυραννισμένοι και κακοπαθημένοι και μαζευτήκανε μέσα στον εαυτό τους, κ' είδανε τον Θεό, κατά τον λόγο του Χριστού που λέγει: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Η ψυχή τους περνούσε από τη φωτιά της αγωνίας, και καθαρίστηκε «ως χρυσός εν χωνευτήρίω»."
[...] "Αυτά είναι εκείνα που έλεγε ο Χριστός πως ο Θεός τα έκρυψε «από σοφών και συνετών και απεκάλυψεν αυτά νηπίοις». Νήπιος είναι ο άνθρωπος που είναι καθαρός και αμόλευτος από ανώφελες σοφίες, εκείνος που δεν είναι προσκολλημένος σαν στρείδι στην ύλη, αλλά έχει τα μάτια του ανοιχτά στον μέσα εαυτό του».
[...] "εκεί που είναι μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, οι πραείς τη καρδία, οι εξουθενωμένοι, εκεί που μπαίνουνε όσοι είναι «νηπιάζοντες τη κακία».





[...] "Ο Χριστός είχε πει στους μακαρισμούς του: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Και στους μαθητές του είπε: «Τα δικά σας μάτια είναι καλότυχα, γιατί βλέπουνε, και τα αυτιά σας, γιατί ακούνε. Επειδή σας λέγω αληθινά πως πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι επιθυμήσανε να δούνε αυτά που βλέπετε και δεν τα είδανε, και να ακούσουνε αυτά που ακούτε, και δεν τ' ακούσανε»."
Αυτοί οι άνθρωποι, ακόμη κι αν είναι ληστές και φονιάδες, υπερέχουν σε σύγκριση με τους άλλους, «τους ψευτογλυκοπρόσωπους και τους υποκριτές», γιατί δεν έκαναν το κακό σκόπιμα και την πράξη τους την ακολουθούσε μια αληθινή μεταμέλεια, γιατί την ψυχή τους τη διάκρινε μια απλότητα και κίνητρο της πράξης τους δεν ήταν η μοχθηρία.
[...] "Έκανα γνωριμιά με ληστάδες και με βουνίσιους φονιάδες και, μ' όλα ταύτα, στο βάθος της καρδιάς τους ήτανε αθώοι, πιστεύανε εύκολα σ' ό,τι τους έλεγα, και θαυμάζανε σαν τα μωρά το 'να και τ' άλλο, ταπεινοί οι κακόμοιροι, παρεκτός όσοι ήτανε διαστρεμμένοι."
[...] Αυτές οι απλές ψυχές κ' οι ευκολόπιστες, απ' όξω φαίνουνται άγριες και φοβερές. Τους άλλους, τους ψευτογλυκοπρόσωπους και τους υποκριτές να φοβάσαι. Οι βουνίσιοι είναι οι νήπιοι που λέγει το Ευαγγέλιο. Για τούτο ο ληστής γίνεται πιο εύκολα άγιος, ενώ ο χαλασμένος, ο πολύξερος, δε γίνεται ποτέ, κι ας μην έχει πειράξει κανέναν στα φανερά.
Θυμήσου τον ληστή που σταυρώθηκε μαζί με το Χριστό, πως έκλαψε γι' αυτόν, επειδής, όπως είπε, άδικα σταυρώθηκε ο Χριστός, ενώ αυτός κι ο σύντροφος του βασανιζόντανε δίκαια. Σε τέτοιες ψυχές μπαίνει ο λόγος του Χριστού, γιατί ο Χριστός, πριν απ' όλα, ζητά απλή καρδιά."
[...] "Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τον Χριστό, είναι η απλότητα της ψυχής, κι όχι η άμεμπτος διαγωγή ενός ανθρώπου πονηρού όπως ο Φαρισαίος που προσευχότανε. Γι' αυτό λέγει ο Κύριος: «Αμήν, λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Το περίσσευμα της καρδιάς κοιτάζει ο Χριστός, που φανερώνει την βαθύτερη ουσία του κάθε ανθρώπου. Συγχωρά τις αμαρτίες που κάθουνται απάνω στην ψυχή όπως η σκουριά απάνω στο σίδερο, και που φεύγει με το τρίψιμο, με τη μετάνοια. Μα δεν συγχωρά την ψυχή που την έχει φάγει από το θεμέλιο της η αμαρτία, που είναι σκουριασμένη και σαπισμένη ολότελα, και καταστάθηκε αμετανόητη. «Δεν υπάρχει», λέγει ένας άγιος, «αμαρτία ασυγχώρητη, παρά μονάχα εκείνη που είναι αμετανόητη». Ο Χριστός αγαπά τον άνθρωπο που έχει καλή καρδιά, και σιχαίνεται τη μοχθηρία."
[...] "Μαθαίνει κανένας τα κακουργήματα που γίνουνται σήμερα, κι ανατριχιάζει περισσότερο απ' άλλη φορά, από την αναισθησία, από την απάθεια, από την πώρωση που έχουνε κείνοι που τα κάνουνε, σαν να είναι αληθινοί σατανάδες και σαν να είναι ο σκοτωμός η φυσική τροφή της ψυχής τους.
Άλλη φορά οι φονιάδες σκοτώνανε, οι περισσότεροι, χωρίς να το θέλουνε, μέσα στη ζάλη τους. Ένα σύννεφο από θυμό ή από ζήλεια ή από πνιγμένο δίκιο, θόλωνε τα μάτια τους για μια στιγμή. Μα ύστερα σκόρπιζε αυτό το σύννεφο, τα μάτια τους καθαρίζανε, και μετανοιώνανε. Πολλές φορές κλαίγανε, θέλανε να σκοτωθούνε, ντρεπόντανε τον κόσμο. Τώρα οι φονιάδες, κ' οι άλλοι που κάνουνε κακές πράξεις, είναι ολότελα μαυρόψυχοι, ξεροί, παγωμένοι, αναίσθητοι, σατανάδες, βουβοί και ψυχροί κακούργοι [...]. Γι' αυτό εκείνους τους παλιούς φονιάδες τους λέγω αθώους φονιάδες, μπροστά στους καινούργιους, που είναι, οι περισσότεροι, κακούργοι μέχρι κόκκαλο, σατανόψυχοι, αμετανόητοι."




Ο Κόντογλου προωθεί, μάλιστα, τη σύγκριση μέχρι του σημείου να παραλληλίζει ληστές με αγίους, και να παρομοιάζει τον ληστή Ιγνάτιο Φόβο με τον Χριστό, και να παραδέχεται ότι η συναναστροφή με τέτοιους ανθρώπους αποβαίνει ηθικά ωφέλιμη.
[...] "Δεν είναι λοιπόν ωραία ψυχούλα και τούτος ο κουρσάρος, τούτος ο σκληρός θαλασσινός,
Έβαζες στοίχημα πως πας να προσκυνήσεις τον Χριστό. Τα γενάκια του έστριβαν μπούκλες -μπούκλες, λες κ' ήτανε ο ίδιος ο Χριστός — λες κ' ήτανε ένας ζωντανός Χριστός. Χαμογέλαγε, όπως κάπνιζε με την ησυχία του ένα μακρύ τσιγάρο, μα τα μάτια του, ο Θεός να δώσει να χάσω τα δικά μου, αν δεν ήτανε τα μάτια ενός λαφιού..."
[...] "Ο Ιγνάτιος πήγε ίσια και κάθησε γελώντας στο θρονί του. Στη στιγμή τον δέσανε με λουριά, τα χέρια κρεμασμένα στα δυο φτερά κεινού του σταυρού. Το ξαναλέω, ήτανε απαράλλαχτος ο Ιησούς Χριστός..."
[...] "Του μιλούσα για τους αγίους, που ήτανε ζωγραφισμένοι, για ιστορικά πράγματα, για τα άρματα που είχανε οι αρχαίοι. Εκείνος με άκουγε με τόση προσοχή, με τέτοιον πόθο, με τόση ταπείνωση, με τέτοια κατάνυξη, που δεν μπορώ να την παραστήσω. Σαν μωρό παιδί, όπως λέει ο Χριστός. Η αθωότητά του ήτανε απίστευτη. Μαζί του έγινα κι εγώ νήπιος, ξέχασα τι ήξερα και τι δεν ήξερα, έγινα άπλαστος, όπως γράφουνε οι παλαιοί ασκητάδες."



Φυγή: η προοπτική του μνημονικού
Η κριτική που είδαμε προηγουμένως πως ασκεί ο Κόντογλου στη λογοτεχνία και γενικότερα στην τέχνη της εποχής του, καθώς και η επιλογή των χαρακτήρων του, δεν αποτελούν παρά εκδηλώσεις ενός αισθήματος ανεστιότητας που έχει ο συγγραφέας μέσα στη σύγχρονή του κοινωνία και εποχή.
Υπάρχει μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο όραμα του Κόντογλου για τον άνθρωπο και την κοινωνία από τη μια μεριά, και στη σύγχρονή του κοινωνία από την άλλη και αυτή την απόσταση δεν προσπαθεί να την καλύψει, αλλά, αντίθετα, την καλλιεργεί παρατηρώντας συνεχώς τη δεύτερη και συγκρίνοντάς την με την πρώτη.
[...] "Πλην η μηχανική ζωή, αυτή ίσια - ίσια αποστραγγίζει τον άνθρωπο από τα έμορφα αισθήματα που τον δένουνε με τους άλλους, γιατί, όπως η μηχανή δεν έχει αισθήματα, έτσι κι ο άνθρωπος, που την έβαλε παντού και σ' όλα αυτή τη μηχανή, σε κάθε τι της ζωής του, καταντά σιγά - σιγά κι αυτός ο ίδιος μια νεκρή κι αδιάφορη μηχανή. Η φωνή του κ' η ακουή του γινήκανε τηλέφωνο και ραδιόφωνο, το μάτι του θρέφεται με τις φωτογραφίες και με τα παγωμένα ηλεκτρικά εκείνα σωληνάρια, που βάζουνε στα μαγαζιά τη νύχτα και θαρρείς πως βρίσκεσαι στον Άδη πεθαμένος. Όλα δουλεύουνε με κουμπιά και με νούμερα, η ψυχή του ανθρώπου ρήμαξε και νέκρωσε, και θα γίνει στο τέλος σαν τους σβησμένους κρατήρες του φεγγαριού.




Όλα είναι από πριν λογαριασμένα. 2+2 = 4. Μα 2+2 = 4 είναι ο θάνατος, όπως λέγει ο Ντοστογέφσκης, κι όχι η ζωή, κι ας το λέμε ζωή. Κι ο σβησμένος κρατήρας, αν είχε μιλιά και τον ρωτούσες, θα 'λεγε πως ζει κι αυτός. Ο σημερινός άνθρωπος θαρρείς πως σηκώνει στην πλάτη του ένα τελώνιο, που τον βαρά μ' ένα καμουτσί και τρέχει σαν ζουρλός. Από τη βιασύνη του, δεν έχει καιρό να κοιτάξει τίποτ' άλλο, παρά πώς να τρέχει πιο γρήγορα, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Τον δρόμο του κόσμου δεν τον κανονίζει πια ο άνθρωπος, ο βασιλέας της κτίσης, αλλά η μηχανή, αυτό το βουβό τέρας που βαστά μια βουκέντρα και τον κεντά αλύπητα το σκλάβο του, τον άνθρωπο, η μηχανή, αυτό το είδωλο του Βάαλ, που το 'φτιάξε με τα χέρια του ο άνθρωπος, και που για τούτο νόμιζε ο ανόητος πως θα του είναι υπάκουο, πλην αυτό είναι ένας δαίμονας που έστησε το θρονί του απάνω στον τάφο της ανθρώπινης καρδιάς."
[...] "Εσύ που ζεις μέσα στην πολιτεία, δεν έχεις δει ποτέ σου τίποτα. Αν πεις πως βλέπεις κ' εσύ ανθρώπους από μακριά, είτε τούτο, είτε κείνο, και πως ξέρεις τι θα πει ευτυχία, είσαι, φουκαρά, τόσο μακρυά απ' αυτά που σου στορίζω! Εσύ είσαι για μένα κατιτίς που δεν υπάρχει. Αν έρτω γω στα κατατόπια σου, ξέρω καλά πως θα με ποτίσεις πίκρα και μιζέρια, γιατί είμαι απλός κ' εσύ δασκαλεύεσαι μέρα-νύχτα απ' το διάολο. Μα αν τύχαινε κανένας άνεμος να σε ρίξει σε τούτο το έρημο μέρος που ζω κι αν μπορούσα για μια στιγμή να σου δανείσω το μυαλό μου και την καρδιά μου, τότες θα 'βλεπες, τότες θα καταλάβαινες για ποιά μυστήρια σου μιλώ."
[...] "Θυμήθηκα έναν ασυνήθιστον άνθρωπο, από κείνους που λείψανε σήμερα, και που ήτανε ανάριοι και στον καιρό που ζήσανε. Ήτανε απλοί κι αγράμματοι ανθρώποι, ταπεινοί κι απερηφάνευτοι, μα είχανε απάνω τους πολλή μεγαλοπρέπεια και κάποιο βάρος, δείχνοντας πως ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα σοβαρό και σεβάσμιο, κι όχι όπως είναι τώρα που ρεζιλεύτηκε και κατάντησε ξεπεσμένο, μ' όλες τις τυμπανοκρουσίες και τις ζόρικες πόζες που παίρνει. Οι τωρινοί άνθρωποι θαρρείς πως ό,τι κάνουνε, το κάνουνε για να τους βλέπουνε οι άλλοι, ενώ οι ανθρώποι εκεινού του καιρού ήτανε αληθινοί, ζωντανοί κι απροσποίητοι."
Ο Κόντογλου πρέπει να αισθανόταν ανάμεσα στους συγκαιρινούς του κατοίκους της Αθήνας όπως περιγράφει ο ίδιος πως αισθανόταν ο Μιχαήλ Ακομινάτος στην Αθήνα του τέλους του 12ου αιώνα και των αρχών του 13ου.
Με τη μόνη διαφορά ότι ο Ακομινάτος είναι «ο πικραμένος ονειροπόλος της αρχαιότητας», ενώ αυτός είναι ένας πικραμένος ονειροπόλος του Βυζαντίου.
[...] "Τριανταοχτώ χρόνια κάθησε δεσπότης της Αθήνας ο Ακομινάτος, ζωσμένος από ερείπια που κειτόντανε σωροί χορταριασμένοι, «εν μέσω Σκυθικής ερημίας», υλικής και πνευματικής.




[...] Βαρυθυμία, μελαγχολία για τον άστατον κόσμο σκοτεινιάζει την καρδιά του, τις αισθήσεις του. [...] Βουβή ερημιά τον περίζωνε. «Ειμί ξένος εν Αθήναις» έλεγε. [...] Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο ο δυστυχής Ακομινάτος καταλάβαινε πως εζούσε στην εξορία, «εν τη κατωτάτη εσχατιά της γης, εν τω Ταρτάρο, ένθα ειδώλοις ανθρώποις συνδιητάτο». [...] Στα τελευταία χρόνια του πνίγεται μέσα στη μοναξιά του, δεν βρίσκει άνθρωπο να τον καταλάβει και θέλει να φύγει από την Αθήνα. Γράφει πως κι αυτός έγινε βάρβαρος, ανάμεσα σε κείνους τους βαρβάρους: «Βιώ εν μέσω σμήνους βαρβάρων πάσης φιλοσοφίας εστερημένων». Λέγει πως η ωραιότερη γλώσσα που μίλησε άνθρωπος κατάντησε η πιο βάρβαρη. Και πως «μάλλον όνοι λύρας και κάνθαροι μύρου αισθήσονται, ή ούτοι αρμονίας λόγου και χάριτος».
[...] "Καμμιά φορά, εκεί που περπατώ μέσα στην Αθήνα, που είναι γεμάτη αυτοκίνητα, βιτρίνες, χτίρια με πολλά πατώματα, κοντά σε κάτι παλιά σπιτάκια, που κάθουνται δίπλα στους ουρανοξύστες φοβισμένα, ταπεινά και ντροπιασμένα, σαν τον φτωχό συγγενή δίπλα στον πλούσιο ξάδερφο του, και που τη νύχτα γεμίζει από τις χρωματιστές ρεκλάμες, συλλογίζουμαι τι ρημοχώρι ήτανε άλλη φορά αυτή η μεγάλη πολιτεία που σε ξεκουφαίνει με τη βουή της.
Μερμηγκιά οι άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουνε, και μαζεύονται στα σταυροδρόμια, απάνω στο πεζοδρόμιο, για να περάσουνε αντίκρυ, σαν και κείνα τα κοπάδια τα γίδια ή τα πρόβατα, που τα λαλεί ο παραγυιός για να τ' αρμέξει ο τσομπάνης και ζουλιούνται το 'να κολλημένο στ' άλλο.
Σπρώχνομαι κ' εγώ μαζί με τους άλλους, κ' εκεί που κάθουμαι και περιμένω πότε θα δώσει το σύνθημα ο αστυφύλακας για να ξεμπαρκάρουμε στην αντικρυνή στεριά, σκέφτουμαι ποιο έμορφο πράγμα είναι ο λεγόμενος πολιτισμός και, την ίδια ώρα, με τη φαντασία μου, φέρνω στο νου μου την ερημιά που βασίλευε μια φορά κ' έναν καιρό εδώ που πατούμε."
[...] "Μπορεί να πιστέψει άνθρωπος πως η ψυχή που τραγουδούσε με τέτοια λόγια κατάντησε να τραγουδά αυτά τ' ανάλατα και κακορρίζικα πράγματα που τραγουδά σήμερα; Πάνε, χάνουνται όλα τα καλά μας. «Απέσβετο λάλον ύδωρ!»."
[...] "Γυρνώ κ' εγώ μέσα στους δρόμους μαζί μ' ένα σωρό ανθρώπους. Σπάνια τυχαίνει να ξέρω πού πάω. Η καρδιά μου είναι μαύρη ανάμεσα σε τούτα τα μαύρα σπίτια· είμαι μέσα σε φυλακή... Οι άνθρωποι ζουλέψανε την ευτυχία μου· πατήσανε το λημέρι μου· σφάξανε τα βόδια μου· κάψανε τα βουνά μου. Μου ξεντύσανε τα ρούχα μου· με διώξανε — κ' ήρτα στην πολιτεία, γιατί ήμουνα γυμνός, και γιατί τα βουνά και τα νησιά έχουνε ανθρώπους σαν και τούτους της πολιτείας. Με στείλανε εδώ, να βλέπω την κατάντια τους, ν' ακούγω τις μικράδες τους. Μα εγώ ποτές δε σε ξεχνάω, έρμη μου μαυροβραχιά, που 'σαι χαμένη μέσα στο πέλαγο. Ίσα - ίσα, το ό,τι βλέπω ένα γύρω μου με κάνει να σε θρηνώ κάθε μέρα και με πιο καυτερά δάκρυα.
Δε θρηνώ τη φτώχεια μου, μα γιατί βρίσκουμαι ανάμεσα σε φτωχούς και μικρόλογους. Η ζωή τους περνά σαν του ποντικιού, που δε βλέπει πρόσωπο Θεού. Μα εγώ το είδα και δεν το ξεχνώ ποτές, και γι' αυτό είμαι γιομάτος πάντοτε από όλα τα πλούτη της γης. Θεέ μου, ελέησέ τους· ελέησε αυτουνούς περσότερο από μένα· γιατί εγώ Σε είδα μια φορά· απ' τα μικρά μου χρόνια Σε γνώρισα για πατέρα μου, μα τούτοι γεννιούνται και πεθαίνουν μακρυά απ' τα έργα Σου κι απ' τα θάματά Σου.
Η μεγαλόπολη αποτελεί για τον Κόντογλου μια γενική εικόνα του άθλιου παρόντος· μέσα σε αυτήν την Αθήνα που μοιάζει με τη Βαβυλώνα αυτά που κυριαρχούν και δίνουν τον τόνο στην καθημερινή ζωή είναι η απιστία, η μεγαλομανία και η φιλαργυρία — «το δικέφαλο τέρας» — η ταραχή, η αναστάτωση, η βιασύνη, το άγχος, η έλλειψη καλοσύνης, η απελπισία, η αγωνία, η αμαρτία. Η δεσπόζουσα αξία είναι εδώ το χρήμα, και γύρω του βρίσκονται όλα τα δεινά: η ματαιοδοξία, η περηφάνια, η φιληδονία, η φιλαργυρία, η αιματοχυσία· η τεχνολογική εξέλιξη, για την οποία περηφανεύονται οι άνθρωποι, δεν αποτελεί πρόοδο και η επιστήμη τους δεν είναι παρά μια τύφλωση από αλαζονεία· το σύγχρονο πνεύμα είναι ψευτοπνευματικό και υλιστικό οι άνθρωποι έχουν χάσει την αυθεντικότητά τους, και τους χαρακτηρίζει η κενότητα, η έλλειψη πίστης και ιδανικών. Η μεγαλόπολη είναι, λοιπόν, σμικρογραφία του κόσμου· του κόσμου αυτού που τον σκεπάζει η κακία, που τον κυβερνά ο παραλογισμός, του σημερινού κόσμου που είναι το μέγα φρενοκομείο.
Ο Κόντογλου αντιστέκεται στην αφομοίωση του από αυτό το σύγχρονο του κοινωνικό περιβάλλον, και ο μοναδικός του τρόπος αντίστασης συνίσταται στην προσπάθεια να αποκαθαρθεί από τις επιστρώσεις που χωρίς να το καταλαβαίνουμε αφήνει πάνω μας η λειτουργία μας μέσα σε μια ισοπεδωτική κοινωνία, μια κοινωνία που επιδιώκει — και που συντηρείται με — την όσο γίνεται μεγαλύτερη ομοιομορφία των μελών της· από τις επιστρώσεις δηλαδή εκείνες με τις οποίες η κοινωνική συνήθεια σκεπάζει σιγά - σιγά και αφανίζει την προσωπική ιδιαιτερότητα του ανθρώπου.
Ο Κόντογλου καθαρίζεται από αυτές τις επιστρώσεις με μια συνεχή διείσδυση στο παρελθόν, στο παρελθόν το δικό του και της φυλής· βυθίζεται μέσα σε ένα μνημονικό και ιστορικό χρόνο όπου αναζητεί τον καθαρό πυρήνα της ύπαρξης του ανθρώπου, και μαζί και τη δική του ανόθευτη ατομικότητα· βυθίζεται μέσα σε ένα παρελθόντα χρόνο όπου αναζητά την πραγματική του ταυτότητα, και που μερικά την εξασφαλίζει ήδη μέσα από την επιχείρηση αυτής της αναζήτησής της.




[...] "Σε τούτα τα πονηρά χρόνια που περνούμε, ο νους μου γυρίζει πίσω στον καλόν καιρό που φτάξαμε, όπως συλλογίζεται κανείς το καλοκαίρι σαν ρίχνει χιονόπορο το βαρυχείμωνο.
Τότες, άσε που ο κόσμος είχε ησυχία και δεν ήξερε τι να κάνει για να περάσει τον καιρό του, αλλά ο καθένας είχε καν μια μανία ένα μεράκι, στην Ανατολή, που ήτανε εύκολη η ζωή.
[...] "Πόσο παρηγοριέμαι όποτε φέρνω στο νου μου κείνη τη ζωή, που δε μοιάζει σε τίποτα τούτη που περνούμε, βουτηγμένοι στην ψευτιά, στην κακομοιριά και στην ανυπόφορη μονοτονία!
[...] "Εκεί να δεις ζωή! «Ένθα ουκ έστιν έγνοια, μήτε πολιτική, μήτε κοινωνία, μήτε φημερίδες, μήτε φασαρίες, μήτε καμμιά ταραχή, μήτε πονηριά, μήτε ανησυχία, μήτε δόξα, μήτε φθόνος, μήτε λόγια ατελείωτα, μήτε συμφέρον, μήτε διπλοπροσωπίες, μήτε κόσμος κακός, μήτε μηχανή ολότελα, αλλά ζωή χαρισάμενη, απλή, ειρηνική, μακάρια! Παράδεισος αληθινός που τον φύλαγε η πύρινη ρομφαία, να μην τον ζυγώσουνε τα καταραμένα αυτά φαρμάκια που βασα-νίζουνε τον αμαρτωλό τον κόσμο."
[...] «Ζωή αβραμιαία!» πόλεγε κι ο Στριγκάρος. Τούτη που ζούμε σήμερα τον γερνά τον άνθρωπο πριν από την ώρα του. Λείπει κατιτίς το στερεό που 'χε μέσα του.
[...] "Με τέτοια άλλα έζησα τα μικρά μου χρόνια. Μα και τώρα ακόμα, η καρδιά μου είναι ίδια, κι ολοένα ζει μέσα σε παλιά καράβια, που αρμενίζουνε στις μακρινές θάλασσες κι αράζουνε ανοιχτά από κάποια μυστηριώδη ρημονήσια. Τον Ροβινσώνα τον έχω προσκέφαλο μου, κοντά στο Ευαγγέλιο, και κάθε τόσο δροσίζουμαι και ξεκουράζω την καρδιά μου διαβάζοντάς τον."